Παράδεισος: Μεσημέρι. Ρουτίνα. Μια απλή καθημερινή. Τα σπουδαία συμβαίνουν αλλού, όχι εδώ.
Σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι, μιας συνηθισμένης οικογένειας, σε μια συνηθισμένη ζωή.
Τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα το αξιοπρόσεκτο.
Ήσυχο το σπίτι, η μητέρα κατάκοπη με τις δουλειές, με το βλέμμα ανήσυχο, με την προσμονή μιας ανάπαυσης, να είναι μακριά από την δικαίωση της.
Νέα στο σώμα, γριά σχεδόν στην ψυχή.
Το παιδί, με το πρόσωπο του αγγέλου, μπροστά στα εικονίσματα, με το κανδήλι να αντιφεγγίζει στα μάτια του, έκανε προσευχή, για το φαγητό.
Φαγητό όμως δεν υπήρχε.
Άλλη μια φορά θα ερχόταν απ' έξω, κρυφά, σκεπασμένο σαν κλοπιμαίο, και προεχόμενο από το υστέρημα κάποιων άλλων.
Αντί αυτού, υπήρχε όμως υπομονή, αλλά και αυτή πόσο να αντέξει;
Ώρες σιωπής και αναμονής. Κανείς δεν μιλά.
Ούτε το παιδί, ούτε η μητέρα. Μόνο κοιτάζονται, παρηγορητικά, μιλούν με ένα αθόρυβο διάλογο παρακλήσεως, ενδιάθετο, ψυχικό, αδειάζοντας σιγά σιγά τα τελευταία αποθέματα τους.
Ακούγεται ο θόρυβος των κλειδιών. Η πόρτα ανοίγει, ο πατέρας μπαίνει, μαζί με έναν ηλικιωμένο Ιερέα, πιθανόν τον κοντινό εφημέριο.
40ρης με όψη 70ρη, ο πατέρας, μόνιμος στην ανεργία, ράκος καθημαγμένο από την αχρηστία, την αγωνία και τον πόνο.
Η Μητέρα τον κοίταξε και τον πήρε παραπέρα. “Τι συμβαίνει του λέει, τι θέλει ο Ιερέας εδώ; Τι έγινε;”
“Eναν αγιασμό να μας κάνει, να μας βοηθήσει ο Θεός.” της απαντά, o άντρας με φωνή σβησμένη. Δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο, σε παρακαλώ, μην στεναχωριέσαι δεν συμβαίνει τίποτα. Εντάξει είμαι.
Κάθισε ο Ιερέας, και του προφέρθηκε λίγο μπαγιάτικος καφές, με παξιμάδι.
Το ευχολόγιο, ο Σταυρός, το Πετραχήλι, ο Βασιλικός, ήταν έτοιμα να ξορκίσουν το κακό, και να σκορπίσουν χάρη και ευλογία, ανάσα ελπίδας και θάρρος για τον ανήφορο, που όλο και πιο απότομος γινόταν, όλο και πιο τραχύς.
Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής, τα τυπικά, οι νουθεσίες, τα νέα της γειτονιάς, κάλεσμα για συχνό Εκκλησιασμό, συμμετοχή στην ζωή της Ενορίας, προσπάθειες για κάποια δουλειά, υπόσχεση βοήθειας, όλα αυτά που η φιλόστοργη Μάνα Εκκλησιά, αιώνες τώρα, αδιάκοπα και άκοπα, μαζεύει για να αναστήσει τα παιδιά της, που σκοντάφτουν συνεχώς στον χωματόδρομο, του βίου, τον κακοτράχαλο αυτό δρόμο, όπου και κάποιος “άλλος”, εύκαιρος, πέρα και εκτός από την προσωπική ευθύνη τους, φροντίζει να γεμίζει συνέχεια με νέες και κοφτερές πέτρες..
Το παιδί κοίταξε στα μάτια τον Ιερέα, που λίγο πιο πριν το είχε συγχαρεί για το περιποιημένο δωμάτιο του, το μικρό εικονοστάσι του, και την επιμελή του προσεχή και μελέτη.
“Παππούλη να σας ρωτήσω κάτι”;
“Ναι παιδί μου”, απάντησε ο γέρο-Ιερέας, “ότι θέλεις, εάν ξέρω, ευχαρίστως να σε αναπαύσω”.
“Γιατί Παππούλη όλοι έχουν φαϊ εκτός από εμάς, γιατί ο Μπαμπάς δεν έχει ποτέ δουλειά, γιατί η Μαμά κλαίει κρυφά, πίσω από την πόρτα του δωματίου της, και γιατί κάνει ότι μαγειρεύει αλλά το φέρνει απ' έξω το φαϊ, και γιατί κανείς δεν έρχεται σπίτι μας, και γιατί όλα τα παιδιά με αποφεύγουν στην παρέα;”
Χιλιάδες γιατί, έτριζαν συθέμελα το σπίτι.
Περισσότερα: protienimerosi
doriforosnews