Ἕνα σοβαρό ἀτόπημα τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας:
Τά Ἰωάννινα ... "ὀθωμανική μεγαλούπολη"!
Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Ἐπισκεφθήκαμε πρό ὀλίγων ἡμερῶν, σέ ταξίδι ἀναψυχῆς, τά Ἰωάννινα καί προσκυνήσαμε τόν τόπο μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος ἁγίου Γεωργίου (+1838) στήν ὁμώνυμη μικρή πλατεία. Μαρτύρησε λίγα χρόνια μετά τή λήξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως καί τήν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους - οἱ νόμοι τῆς Ἑλλάδος καί οἱ νόμοι τῆς Εὐρώπης δέν ἴσχυαν στά τουρκοκρατούμενα Ἰωάννινα ὥστε νά προστατεύσουν τή ζωή του! Ἀναλογιζόμαστε τό φρικτό μαρτύριο τοῦ ταπεινοῦ τέκνου τοῦ Χριστοῦ. Δύο φορές συκοφαντήθηκε ἀπό τούς βαρβάρους εἰσβολεῖς. Τήν πρώτη φορά ἀθωώθηκε, ὅμως ἡ δεύτερη σήμανε τήν ὥρα τοῦ ἐν Χριστῷ μαρτυρίου του, μαρτύριο ἀργό, ἀπάνθρωπο, ὀδυνηρότατο.
Τρόπος ζωῆς ἦταν γιά τούς εἰσβολεῖς ἡ συκοφαντία, ἡ λεγόμενη "ἀβανία" ἤ "ἀβανιά". Ἐπειδή ἦταν ἐπίσημη ὀθωμανική πολιτική εἰς βάρος τῶν ξένων πλοιοκτητῶν, γινόταν ἡ αἰτία νά αὐξάνουν οἱ τιμές τῶν ἐμπορευμάτων ὅσων πλοίων ἐλλιμενίζονταν στούς ὀθωμανικούς λιμένες, ἀφοῦ γιά νά γλιτώσουν πλοιοκτῆτες καί πλοίαρχοι ἀπό αὐτήν ἔπρεπε νά πληρώσουν βαρύ πρόστιμο, τό ὁποῖο κατόπιν συνυπολόγιζαν στίς τιμές. Ὅποιος ὅμως ὑπόδουλος γινόταν στόχος της σπάνια γλίτωνε τή ζωή του. Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ὕβρισε τήν ἰσλαμική πίστη ἤ ὅτι εἶχε μεταστραφεῖ στόν ἰσλαμισμό καί ἐπανῆλθε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή ἡ δεύτερη ψευδής κατηγορία ἔκοψε τό νῆμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἁγίου μας. Δέν ὑπολόγισε τή ζωή του, δέ σκέφθηκε τή νεαρή σύζυγό του καί τό παιδί του πού ἦταν ἀκόμη βρέφος, καί ἀρνήθηκε νά ἐξισλαμισθεῖ. Παρέδωσε τό πνεῦμα μέσα σέ ἀφόρητους πόνους κι ἔγινε ἔτσι μιμητής Χριστοῦ. Τό σεπτό του σκήνωμα ἔγινε, θείᾳ χάριτι, πηγή θαυματουργῶν ἰάσεων.
Εἰσήλθαμε μετά τό προσκύνημά μας στά τείχη τῆς παλαιᾶς πόλεως ἀπό τήν παρακείμενη πύλη. Ὅμως ἐκεῖ τράβηξε τήν προσοχή μας μία ἐπιγραφή τῆς οἰκείας ἐφορείας ἀρχαιοτήτων. Πλησιάσαμε, διαβάσαμε καί φωτογραφήσαμε. Τί ἀκριβῶς ἀναφέρει ἡ ἐπιγραφή αὐτή:
"ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ"
Τό ἀτόπημα μᾶς ἀφήνει ἄφωνους, καί ἀποτελεῖ μέγιστη ἀσέβεια εἰς βάρος τῆς μνήμης καί τοῦ τόπου θυσίας τοῦ νεομάρτυρος ἁγίου Γεωργίου, ἀλλά καί εἰς βάρος τῆς μνήμης ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὅσων ἄφησαν τήν ταλευταία τους πνοή καί τόν τελευταῖο τους βόγκο στή μαρτυρική πόλη τῶν Ἰωαννίνων, καθώς τό σῶμα τους ὑπέκυπτε στά εἰδεχθή βασανιστήρια, στά ὁποῖα βάσιζαν οἱ Ὀθωμανοί τήν ἐξουσία τους.
Καί μᾶς ὁδηγεῖ τό ἀτόπημα αὐτό σέ μιά σειρά ἀπό ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ὑποβάλλουμε στούς ὑπευθύνους τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας, τοῦ ὑπουργείου πολιτισμοῦ, τῆς κυβερνήσεως, τοῦ πολιτικοῦ κόσμου ἐν γένει καί τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὥστε νά μή ἀνεχθεῖ πλέον κάτι τέτοιο εἰς βάρος τῆς ἱστορίας του, τῆς παραδόσεως καί τῆς ταυτότητάς του:
Μήπως οἱ Ὀθωμανοί ὑπῆρξαν ἐξερευνητές καί ἐγκαταστάθηκαν ὡς εἰρηνικοί ἄποικοι σέ ἐρημικές καί ἀκατοίκητες περιοχές, ὅπου ἵδρυσαν ἐξ ὑπαρχῆς δικές τους πόλεις; Οὐδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, ἀλλ΄ ἀνέκαθεν εἰσέβαλλαν σέ ἤδη ὑπάρχουσες καί ἀκμάζουσες πόλεις ὡς καταπατητές.
Ποιές πόλεις ἔκτισαν οἱ Τοῦρκοι, Ὀθωμανοί ἤ ὅπως ἀλλιῶς κι ἄν λέγονταν οἱ εἰσβολεῖς αὐτοί, στή σημερινή ἐλεύθερη, τότε ὑπόδουλη Ἑλλάδα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Οὐδεμία. Οἱ εἰσβολεῖς ἐγκαθίσταντο διά τῆς βίας στίς ἤδη ὑπάρχουσες καί ἀκμάζουσες πόλεις. Πρῶτα τίς κατέστρεφαν, ὥστε νά κάμψουν τήν ἀντίσταση τῶν αὐτοχθόνων, καί κατόπιν κατανάγκαζαν τούς αὐτόχθονες νά τίς ἀνοικοδομήσουν, διότι μόνον ἐκεῖνοι εἶχαν τίς ἀπαραίτητες τεχνικές γνώσεις. Οὔτε κἄν στή σημερινή τουρκική ἐπικράτεια ὑπάρχει πόλη ἱδρυμένη μετά τήν ἐκεῖ τουρκική ἐγκατάσταση.
Ποῦ ὀφειλόταν ὁ τυχόν ὑλικός πλοῦτος τῶν Ἰωαννίνων; Ἀσφαλῶς στήν ἐργατικότητα καί στό ἐμπορικό πνεῦμα τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Ποιός λησμονεῖ, ἀκόμη καί σήμερα τούς Ζωσιμάδες, τόν Ζώη Καπλάνη, τούς Ριζάρηδες, τούς Ζάππαδες, τόν Γεώργιο Ἀβέρωφ καί τόσους ἄλλους Ἡπειρῶτες μεγαλεμπόρους καί ἐθνικούς εὐεργέτες; Ποιός λησμονεῖ, ὅτι οἱ Ἕλληνες εὐεργέτες εἶχαν ἱδρύσει στήν πόλη τῶν Ἰωαννίνων περίφημες γιά τήν ἐποχή τους σχολές, ὅπως ἡ Ζωσιμαία καί ἡ Καπλάνειος;
Ποιός ἀγνοεῖ ὅτι ὑλικό πλοῦτο συγκέντρωναν ἐργαζόμενοι ἀκόμη καί εἰρηνικοί ἐπήλυδες ἀλλοεθνεῖς, ὅπως τά μέλη τῆς ἑβραϊκῆς κοινότητας τῆς πόλεως.
Ποῦ ὅμως ὀφειλόταν ὁ τυχόν ὑλικός πλοῦτος τῶν Ὀθωμανῶν; Ἀναμφίβολα καί ἀναντίρρητα ὀφειλόταν στήν ἁρπαγή. Στήν ἀπροκάλυπτη ἁρπαγή. Τή δέ φορολογία, τήν ὁποίαν ὑφίσταντο οἱ ὑπόδουλοι στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία Ἕλληνες ὀρθόδοξοι χριστιανοί, θά ἦταν ὁπωσδήποτε ἀρκετά ἐπιεικές ἀπό μέρους μας ἐάν τήν χαρακτηρίζαμε ληστεία ἤ λαφυραγωγία. Ὅμως ἡ γλῶσσα μας ἀτυχῶς δέν διαθέτει αὐστηρότερους χαρακτηρισμούς. Ἄς δοῦμε λοιπόν ποιό ἦταν αὐτό τό σύστημα φοροληστείας, τό ὁποῖο ἀνάγκασε πολλούς νά ἀλλαξοπιστήσουν καί ἀνέδειξε ὅσους τό ὑπέμειναν σωστούς ἥρωες τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τῆς ὀρθοδοξίας:
«Τό φορολογικό τουρκικό σύστημα ἐπί τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν ἦταν ὁ κεφαλικός φόρος ἤ χαράτς, ὅπως τό ὀνόμαζαν, καθώς καί ὁ ἔγγειος φόρος, ἡ δεκάτη δηλαδή, ἤ «μιρί» ὅπως τήν ὀνόμαζαν. Ὁ φόρος τῆς δεκάτης ἦταν ὁ πλέον ληστρικός γιά ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας καί αὐτός εἰσπραττόταν ἀπό τούς χαρατζῆδες (ἔτσι τούς ἀποκαλοῦσε ὁ λαός) ὕστερα ἀπό ἐκμίσθωσή του (μουκατάς) μέ πλειστηριασμό γιά διάρκεια ἑνός χρόνου. Αὐτοί οἱ ἄπληστοι χαρατζῆδες ἀνέβαζαν αὐθαίρετα τό ποσό τοῦ φόρου γιά μία προσδιορισμένη τοπική περιοχή καί καταπίεζαν τό ραγιά στή συνέχεια γιά τήν εἰσπραξή του. Ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς τακτικούς φόρους οἱ Τοῦρκοι ἔβαζαν κατά τή βούλησή τους καί αὐθαίρετους φόρους τά λεγόμενα δοσίματα. Σέ καιρό πολεμου ἔβαζαν τρεῖς φόρους ἐκστρατείας: γιά τίς δαπάνες τῶν ἀνακτόρων, γιά τή συντήρηση τοῦ στόλου καί γιά τή συντήρηση τοῦ ἱππικοῦ. […] Πέρα ἀπό τούς φόρους ἐκστρατείας καί φιλοξενείας ἦταν τά δοσίματα, τά μπαξίσια καί τά μπαγιραμλίκια γιά τούς ἀξιωματικούς Τούρκους, τά ἀγιλίκια (γιά τόν καδή καί τόν μπουλούκμπαση – σωματάρχη), τά σπαηλίκια, ὁ φόρος τῶν φρουρῶν ἤ τό λεγόμενο «πανιάτικο» πού ἦταν μία εἰσφορά πού πλήρωναν οἱ ραγιάδες στό βοεβόδα «γιά τά ἔξοδα τῶν καραβόπανων» καί γιά τά πουκάμισα τῶν σκλάβων πληρωμάτων στίς γαλέρες (κάτεργα). Ἡ αὐθαιρεσία τῶν Τούρκων δέν εἶχε ὅρια. Φόρους ἔβαζαν παντοῦ: Στά προϊόντα τῶν κατοίκων, κρασιά («βαρελιάτικο») στάρια, βαμβάκια, μετάξια, καπνά, ὑφάσματα, παπούτσια, τά κεριά, τό ἁλάτι («ἁλατιάτικο»), τά ζῶα (μικρά καί μεγάλα), τίς οἰκοδομές καί ὅ,τι ἄλλο ἐρχόταν στήν ἔμπνευση τῶν αὐθαιρετούντων ἀξιωματούχων.»[1]
Καί φυσικά οἱ μαρτυρίες γιά τό ζήτημα αὐτό δέν προέρχονται μόνο ἀπό ἑλληνικές πηγές, ἀλλά καί ἀπό ὑπηκόους τρίτων χωρῶν, οἱ ὁποῖοι κανένα συμφέρον δέν εἶχαν νά μαρτυρήσουν ψευδῶς ἐπ΄ αὐτοῦ. Γράφει στίς 4 Ἀπριλίου 1579 σέ ἀναφορά του πρός τόν δόγη ὁ πρεσβευτής τῆς Βενετίας:
"Ἔμαθα ἀπό ἐμπίστους ἀνθρώπους ὅτι οἱ χριστιανοί ὑπήκοοι Ὀθωμανοί τόσον ἐκείνης τῆς χώρας, ὅσον καί τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, εὑρίσκονται τώρα εἰς ἐσχάτην ἀπόγνωσιν καί ἀνέκφραστον λύπην, διότι εἰς διάστημα 25 ἡμερῶν ὑπέστησαν ὅλας αὐτάς τάς ἀνυποφόρους ἐπιβαρύνσεις, ἤτοι νά καταβάλουν τό συνηθισμένον "χαράτσι", νά πληρώσουν τήν ἀγγαρείαν, πού ὀνομάζεται "ἀβαρίτς", διά τόν ἐξοπλισμόν τῶν γαλερῶν, νά δώσουν τά παιδιά των, ἵνα τά κάμουν ἀζαμογλάνια, νά δώσουν ἀδιακρίτως κατοικίαν καί τροφήν εἰς τούς σπαχῆδες, πού συναθροίζονται διά τόν κατά τῆς Περσίας πόλεμον, καί τέλος νά ἀπογυμνωθοῦν ἀπό τούς σπαχῆδες καί ἀπό τό ὀλίγον ἐκεῖνο, πού τοῖς ἀπέμεινεν εἰς τά χωργιά των, τά ὁποῖα εἶναι πτωχά καί πληρώνουν τούς σπαχῆδες οἱ κάτοικοι μέ ὅ,τι ἔχουν καί μέ τό αἷμα των ἀκόμη!"[2]
Ἡ φοροληστεία ἔφερνε λοιπόν τούς ἄμοιρους ὑπόδουλους Ἕλληνες στά πρόθυρα τοῦ θανάτου χωρίς αὐτό νά προβληματίζει στό ἐλάχιστο τούς βαρβάρους εἰσβολεῖς.
Γιά τό πῶς εἰσπράττονταν ὅλοι αὐτοί οἱ ληστρικοί φόροι, μᾶς πληροφορεῖ μέ σύντομο, ἀλλά ἀρκετά ἀκριβή λόγο ὁ πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Δημήτριος Καμπούρογλου:
«Διά τήν εἴσπραξιν δέ τῶν δοσιμάτων αὐτῶν προέβαινον οὗτοι εἰς μυρίας πιέσεις, βιαιότητας, καί ἀθεμιτουργίας. Καί πᾶσαι μέν αἱ δουλεύουσαι Ἑλληνικαί χῶραι ὑφίσταντο καταπιέσεις καί ἐξευτελισμούς, ὑπῆρχον ὅμως τινές τῶν ὁποίων ὁ βίος ἦτον ὄντως ἀφόρητος.[3]»
Νομιμοποιοῦν ὅλα αὐτά τόν χαρακτηρισμό "ὀθωμανική μεγαλούπολη"; Τί ἔδινε στούς εἰσβολεῖς τό δικαίωμα νά χαρακτηρίζουν "δική" τους τήν πόλη τήν ὁποία βρῆκαν ἕτοιμη καί τήν λήστευαν στό ἔπακρο, ὅσο μποροῦσαν, ὁπόταν μποροῦσαν; Τό μόνο πού τούς κρατοῦσε στήν πόλη αὐτή, ἤ στήν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἱστορική ἑλληνική πόλη, ἦταν ἡ βία, τήν ὁποία εἶχαν ὡς μοναδικό χαρακτήρα τους καί μοναδικό τους ἐπίτευγμα, ὡς μοναδική προσφορά πρός τήν ἀνθρωπότητα. Βία ἀπροκάλυπτη, βία κτηνώδης, βία ἀνεξάντλητη, τόσο ἀνεξάντλητη ὅσο καί ἡ δίδυμη ἀδελφή της ἡ παρασπονδία, βία πού προξένησε διαρκεῖς ἑλληνικές ἐπαναστάσεις ἀπό τό 1463 ἕως καί τό 1897.
Τά τελευταῖα δέ ἐπαναστατικά κινήματα πρίν τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ ὁποία μᾶς χάρισε τήν ἐλευθερία, ἦταν ἐκεῖνα τῶν Κατσαντωναίων καί τῶν Βλαχαβαίων. Οἱ ἡγέτες τους, π. Βλαχάβας καί Κατσαντώνης, ἦταν ἀδύνατο νά συλληφθοῦν μέ μάχη. Ὅμως συνελήφθησαν μέ ἀπάτη ὁ ἕνας καί προδοσία ὁ ἄλλος, καί, νικημένοι στό σῶμα, ἀλλ΄ οὐδέποτε στήν ψυχή, βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο μέσα στά Ἰωάννινα. Θανατώθηκαν ἀλλ΄ οὐδέποτε πρόδωσαν Χριστό καί Ἑλλάδα, καί ἡ θυσία τους πότισε τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας μας.
Τί λοιπόν ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω δίνει δικαίωμα σέ ἑλληνική κρατική ὑπηρεσία νά θεωρεῖ τά ὑπόδουλα Ἰωάννινα ὡς πόλη μή ἑλληνική, ὡς ἀνήκουσα στούς βαρβάρους εἰσβολεῖς καί νά τό ἀναφέρει κατά τέτοιο ἀνερυθρίαστο τρόπο; Ἡ βία τῶν τότε εἰσβολέων; Πῶς θά ἦταν δυνατόν ποτέ ἑλληνική πόλη ὑπό ξενική κατοχή νά χαρακτηρισθεῖ μή ἑλληνική, ἀλλά ἀνήκουσα στούς ξένους; Μήπως κατάντησε ἡ Ρόδος Ἰταλική μεγαλούπολη, ἐπειδή γνώρισε, αὐτή ὅπως καί τά λοιπά Δωδεκάνησα, ἰταλική εἰσβολή καί ἐπί τριανταένα ἔτη (1912-1943) κατοχή; Ἤ μήπως μετετράπησαν ὅλες οἱ πόλεις τῆς Ἑλλάδος σέ Γερμανικές, Ἰταλικές ἤ Βουλγαρικές ἐπειδή γνώρισαν τριπλή εἰσβολή, καταπάτηση, φόνους, ληστεῖες καί παντοειδεῖς κακοποιήσεις κατά τή διάρκεια τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου;
Πληροφοροῦμε, λοιπόν, τήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία, ὅτι μία ἑλληνική πόλη δέν παύει νά εἶναι ἑλληνική ἐπειδή εἶναι ὑπόδουλη, πολύ δέ περισσότερο ἐπειδή ὁ εἰσβολέας δέν εἶχε νά τῆς προσφέρει τίποτε περισσότερο ἀπό ὠμή βία. Τά δέ ἀσήμαντα κτήρια, ὅσα ξέμειναν ἀπό τήν περίοδο τῆς δουλείας, ὥστε να θυμίζουν τήν ἐπιζήμια παρουσία του στήν ἑλληνική πατρίδα, τά οἰκοδόμησε ὁ καταπατητής εἰσβολέας, κατά τήν πάγια συνήθειά του, μέ κλεμμένα χρήματα καί μέ καταναγκαστική ἐργασία.
Καλοῦμε, ἑπομένως, τήν ἀρχαιολογική ὑπηρεσία, ἀφ΄ ἑνός νά ἀφαιρέσει τήν ἀνιστόρητη αὐτή ἐπιγραφή ἀπό τήν ἐν λόγῳ θέση ὅσο καί ἀπό ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἔχει, τυχόν, τοποθετήσει κάτι παρόμοιο, καί ἀφ΄ ἑτέρου νά συλλέξει ἐπαρκῆ στοιχεῖα καί νά πραγματοποιήσει ἔνορκη διοικητική ἐξέταση καί πειθαρχική δίωξη εἰς βάρος ὁποιουδήποτε εὐθύνεται γιά τό ἀτόπημα αὐτό, εἰς βάρος δηλαδή ὅποιου ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά ἀναρτηθεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ προσβλητική γιά τήν Ἑλλάδα ἐπιγραφή.
Τυχόν ἀδιαφορία θά σημαίνει πλέον περιφρόνηση εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τῆς ἱστορίας του, τῆς ταυτότητάς του, τῆς ἀξιοπρέπειάς του, τῆς παραδόσεώς του, τῆς ἐθνικῆς του ἐπικράτειας.
[1] Γιάννης Β. Καρύτσας, Οἱ Αἰτωλοί Διδάσκαλοι Εὐγένιος Γιαννούλης Ἀναστάσιος Γόρδιος, Χρύσανθος ὁ Αἰτωλός, ἡ ἐποχή τους καί τό ἔργο τους, Ἀθήνα 2002, σ. 53-54.
[2] Ἀπόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Πηγές τῆς ἱστορίας τῆς Μακεδονίας 1354-1833, ἐκδ. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 111.
[3] Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ἁρματωλοί καί κλέφτες, (1453-1821), ἐκδ. Ἀγκύρας, Ἀθῆναι 1913, σ. 16.
thriskeftika