2024-10-05 16:00:06
Εν αναμονή της ανακοίνωσης των Βραβείων Νόμπελ το περιοδικό Nature δημοσίευσε ένα άρθρο που δείχνει τι έχουν σπουδάσει οι προηγούμενοι βραβευμένοι, σε ποια ηλικία κέρδισαν το βραβείο, ποιους μέντορες είχαν αλλά και σε ποια χώρα ζουν.
Το βραβείο Νόμπελ απονέμεται σε τρία επιστημονικά πεδία, στη χημεία, τη φυσική και την φυσιολογία-ιατρική, σχεδόν κάθε χρόνο από το 1901, εκτός από ορισμένα χρονικά διαστήματα που οφείλονται κυρίως σε πολέμους.
Το περιοδικό Nature συγκέντρωσε τα δεδομένα για τα 346 βραβεία και τους 646 νικητές τους (τα βραβεία Νόμπελ μπορούν να τα μοιραστούν έως και 3 άτομα) για να καταγράψει τα χαρακτηριστικά που μπορούν να συνδεθούν αξιόπιστα με τα μετάλλια.
Τα πρώτα συμπεράσματα δείχνουν πως οι πιθανότητες να κερδίσουν τα βραβεία γυναίκες επιστήμονες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, μόνο 11 βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν σε γυναίκες. Από το 2000 και μετά οι γυναίκες έχουν κερδίσει άλλα 15 βραβεία.
Αν κάποιος είναι νέος στην ηλικία θα πρέπει να περιμένει για το βραβείο τουλάχιστον για περίπου δύο δεκαετίες αφού έχει παραγάγει ένα ερευνητικό έργο που να αξίζει το Νόμπελ. Επομένως, κατά μέσο όρο, θα πρέπει να ξεκινήσει αυτό το έργο το αργότερο μέχρι τα 40 του. Η καλύτερη πιθανότητα για βραβείο έρχεται στην ηλικία των 54 ετών (24 αποδέκτες), ενώ ο μέσος όρος ηλικίας όλων των βραβευθέντων είναι τα 58 έτη. Ο νεότερος νικητής ήταν ο Λόρενς Μπραγκ, ο οποίος ήταν 25 ετών όταν κέρδισε το Νόμπελ φυσικής το 1915, μαζί με τον πατέρα του, Γουίλιαμ Μπραγκ, για την εργασία τους στην ανάλυση κρυσταλλικών δομών χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ. Ο μεγαλύτερος ήταν ο John B. Goodenough, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ χημείας το 2019 σε ηλικία 97 ετών. Απονεμήθηκε σε αυτόν και σε άλλους δύο για την ανάπτυξη μπαταριών ιόντων λιθίου.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των ετών μεταξύ εργασίας και του βραβείου επιμηκύνεται όσο περνάει ο καιρός , με τους βραβευθέντες πριν από το 1960 να περιμένουν κατά μέσο όρο 14 χρόνια και εκείνους που τιμήθηκαν την δεκαετία του 2010 να περιμένουν κατά μέσο όρο 29 χρόνια. Αλλά υπάρχει ένα χρονικό όριο: τα βραβεία δεν μπορούν να απονεμηθούν μετά θάνατον.
Σύμφωνα με την μελέτη του περιοδικού, οι επιστήμονες πρέπει να είναι έτοιμοι να μοιραστούν το βραβείο. Οι νικητές στη φυσιολογία ή την ιατρική μοιράζονται το βραβείο πιο συχνά, με το 65% των βραβείων να απονέμονται σε δύο ή τρεις βραβευθέντες. Στη χημεία, το 55% των βραβείων έχει απονεμηθεί σε ένα πρόσωπο, ωστόσο, το ποσοστό των μεμονωμένων νικητών έχει μειωθεί από τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Το σημείο της Γης όπου ζουν οι αποδέκτες έχει επίσης σημασία, αφού για να δώσει κάποιος/α στον εαυτό του/της μια καλύτερη ευκαιρία να κερδίσει ένα Νόμπελ, θα πρέπει ιδανικά να έχει γεννηθεί στη Βόρεια Αμερική και να μένει εκεί. Εναλλακτικά, με λίγο μικρότερη πιθανότητα, βοηθάει να έχει γεννηθεί κάποιος/α στην Ευρώπη και να μένει, ή να έχει μετακομίσει εκεί. Μόλις 10 βραβευθέντες προέρχονται από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και οι περισσότεροι από αυτή τη μικρή ομάδα νικητών είχαν μετακομίσει στη Βόρεια Αμερική ή την Ευρώπη τη στιγμή που τους δόθηκε το βραβείο τους.
Μπορεί να αυξήσει κάποιος/α πολύ τις πιθανότητες να κερδίσει ένα Νόμπελ δουλεύοντας στο εργαστήριο ενός επιστήμονα που έχει ήδη ένα ή θα το έχει στο μέλλον ή συνεργαζόμενος με κάποιον του οποίου οι μέντορες κέρδισαν. Οι βραβευθέντες συχνά ‘παράγουν’ ή αναδύονται από τα εργαστήρια άλλων βραβευθέντων. Συχνά έχουν τους ίδιους μέντορες ή καθοδηγητές.
Από την μελέτη αποδεικνύεται ότι σχεδόν όλοι οι βραβευθέντες με Νόμπελ μοιράζονται κάποια σχέση, ακόμη και μακρινή με άλλους βραβευθέντες. Οι 702 από τους 736 ερευνητές που έχουν κερδίσει βραβεία Νόμπελ επιστήμης και οικονομίας έως το 2023 είναι μέλη της ίδιας ακαδημαϊκής οικογένειας — συνδεδεμένοι με έναν κοινό ακαδημαϊκό σύνδεσμο κάπου μέσα στην πορεία τους. Ο John W. Strutt, ο οποίος κέρδισε ένα βραβείο φυσικής το 1904 για το έργο του σχετικά με τις ιδιότητες των αερίων έχει 228 ακαδημαϊκούς απογόνους με Νόμπελ – τους μαθητές του και τους μαθητές των μαθητών του και ούτω καθεξής. Μερικές φορές υπάρχουν κενά μεταξύ των βραβευθέντων, αλλά εξακολουθούν να συνδέονται. Ο ίδιος είχε μόνο έναν βραβευμένο με Νόμπελ μεταξύ των εκπαιδευομένων του, τον Τζόζεφ Τόμσον, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ το 1906 και στην πορεία εκπαίδευσε 9 νικητές της φυσικής (ένας από τους οποίους ήταν ο γιος του, Τζορτζ Πέτζετ Τόμσον) και 2 στη χημεία.
Μόνο 32 από τους βραβευθέντες δεν έχουν καμία σχέση με την ευρύτερη ακαδημαϊκή οικογένεια. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι το ταλέντο γεννά ταλέντο ή ότι οι προηγούμενοι νικητές ορίζουν τους επιστημονικούς απογόνους τους (οι επιτροπές Νόμπελ επιλέγουν τις υποψηφιότητες). Είτε έτσι, είτε αλλιώς, η ακαδημαϊκή γενεαλογία κάνει μεγάλη διαφορά.
Εκτός από την επιλογή του σωστού μέντορα, μπορεί κάποιος/α να αυξήσει τις πιθανότητες βράβευσης επιλέγοντας συγκεκριμένους τομείς έρευνας. Μια ανάλυση από τα 69 επιστημονικά βραβεία που δόθηκαν από το 1995 έως το 2017 διαπίστωσε ότι ορισμένοι κλάδοι υπερεκπροσωπούνται. Μόλις πέντε θεματικές περιοχές αντιστοιχούν σε περισσότερα από τα μισά βραβεία που έχουν απονεμηθεί.
Όταν ρωτήθηκαν σχετικά εκπρόσωποι των επιτροπών που απονέμουν τα βραβεία Νόμπελ στην επιστήμη είπαν στο Nature ότι οποιαδήποτε τάση μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές εξηγήσεις. Τα μέλη της επιτροπής «εργάζονται συνεχώς για να βελτιώσουν τη διαδικασία υποψηφιοτήτων, με στόχο τη διεύρυνση των υποψηφιοτήτων σε σχέση με το φύλο, την εθνικότητα και θέματα στους τομείς της φυσικής, της χημείας και της φυσιολογίας ή της ιατρικής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο 5 άτομα κέρδισαν και ένα δεύτερο βραβείο Νόμπελ: ο Φρέντερικ Σάνγκερ, ο Τζον Μπάρντιν, ο Κ. Μπάρι Σάρπλες, ο Λίνους Πόλινγκ (το δεύτερο μετάλλιο του οποίου ήταν το βραβείο ειρήνης) και η Μαρί Κιουρί.
Το περιοδικό αναφέρει ως μια τελευταία επιλογή κάποιου ή κάποιας επιστήμονα για να αυξήσει την πιθανότητα βράβευσης είναι να…αλλάξει το όνομά του/της. Τα ονόματα των 69 από τους 642 νικητές των βραβείων επιστήμης ξεκινούν με J και των 62 με A. Καλή τύχη λοιπόν στους Jennifer και Antonio!
Πηγή: Dnews
https://www.nature.com/immersive/d41586-024-02897-2/index.html
Το βραβείο Νόμπελ απονέμεται σε τρία επιστημονικά πεδία, στη χημεία, τη φυσική και την φυσιολογία-ιατρική, σχεδόν κάθε χρόνο από το 1901, εκτός από ορισμένα χρονικά διαστήματα που οφείλονται κυρίως σε πολέμους.
Το περιοδικό Nature συγκέντρωσε τα δεδομένα για τα 346 βραβεία και τους 646 νικητές τους (τα βραβεία Νόμπελ μπορούν να τα μοιραστούν έως και 3 άτομα) για να καταγράψει τα χαρακτηριστικά που μπορούν να συνδεθούν αξιόπιστα με τα μετάλλια.
Τα πρώτα συμπεράσματα δείχνουν πως οι πιθανότητες να κερδίσουν τα βραβεία γυναίκες επιστήμονες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, μόνο 11 βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν σε γυναίκες. Από το 2000 και μετά οι γυναίκες έχουν κερδίσει άλλα 15 βραβεία.
Αν κάποιος είναι νέος στην ηλικία θα πρέπει να περιμένει για το βραβείο τουλάχιστον για περίπου δύο δεκαετίες αφού έχει παραγάγει ένα ερευνητικό έργο που να αξίζει το Νόμπελ. Επομένως, κατά μέσο όρο, θα πρέπει να ξεκινήσει αυτό το έργο το αργότερο μέχρι τα 40 του. Η καλύτερη πιθανότητα για βραβείο έρχεται στην ηλικία των 54 ετών (24 αποδέκτες), ενώ ο μέσος όρος ηλικίας όλων των βραβευθέντων είναι τα 58 έτη. Ο νεότερος νικητής ήταν ο Λόρενς Μπραγκ, ο οποίος ήταν 25 ετών όταν κέρδισε το Νόμπελ φυσικής το 1915, μαζί με τον πατέρα του, Γουίλιαμ Μπραγκ, για την εργασία τους στην ανάλυση κρυσταλλικών δομών χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ. Ο μεγαλύτερος ήταν ο John B. Goodenough, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ χημείας το 2019 σε ηλικία 97 ετών. Απονεμήθηκε σε αυτόν και σε άλλους δύο για την ανάπτυξη μπαταριών ιόντων λιθίου.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των ετών μεταξύ εργασίας και του βραβείου επιμηκύνεται όσο περνάει ο καιρός , με τους βραβευθέντες πριν από το 1960 να περιμένουν κατά μέσο όρο 14 χρόνια και εκείνους που τιμήθηκαν την δεκαετία του 2010 να περιμένουν κατά μέσο όρο 29 χρόνια. Αλλά υπάρχει ένα χρονικό όριο: τα βραβεία δεν μπορούν να απονεμηθούν μετά θάνατον.
Σύμφωνα με την μελέτη του περιοδικού, οι επιστήμονες πρέπει να είναι έτοιμοι να μοιραστούν το βραβείο. Οι νικητές στη φυσιολογία ή την ιατρική μοιράζονται το βραβείο πιο συχνά, με το 65% των βραβείων να απονέμονται σε δύο ή τρεις βραβευθέντες. Στη χημεία, το 55% των βραβείων έχει απονεμηθεί σε ένα πρόσωπο, ωστόσο, το ποσοστό των μεμονωμένων νικητών έχει μειωθεί από τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Το σημείο της Γης όπου ζουν οι αποδέκτες έχει επίσης σημασία, αφού για να δώσει κάποιος/α στον εαυτό του/της μια καλύτερη ευκαιρία να κερδίσει ένα Νόμπελ, θα πρέπει ιδανικά να έχει γεννηθεί στη Βόρεια Αμερική και να μένει εκεί. Εναλλακτικά, με λίγο μικρότερη πιθανότητα, βοηθάει να έχει γεννηθεί κάποιος/α στην Ευρώπη και να μένει, ή να έχει μετακομίσει εκεί. Μόλις 10 βραβευθέντες προέρχονται από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και οι περισσότεροι από αυτή τη μικρή ομάδα νικητών είχαν μετακομίσει στη Βόρεια Αμερική ή την Ευρώπη τη στιγμή που τους δόθηκε το βραβείο τους.
Μπορεί να αυξήσει κάποιος/α πολύ τις πιθανότητες να κερδίσει ένα Νόμπελ δουλεύοντας στο εργαστήριο ενός επιστήμονα που έχει ήδη ένα ή θα το έχει στο μέλλον ή συνεργαζόμενος με κάποιον του οποίου οι μέντορες κέρδισαν. Οι βραβευθέντες συχνά ‘παράγουν’ ή αναδύονται από τα εργαστήρια άλλων βραβευθέντων. Συχνά έχουν τους ίδιους μέντορες ή καθοδηγητές.
Από την μελέτη αποδεικνύεται ότι σχεδόν όλοι οι βραβευθέντες με Νόμπελ μοιράζονται κάποια σχέση, ακόμη και μακρινή με άλλους βραβευθέντες. Οι 702 από τους 736 ερευνητές που έχουν κερδίσει βραβεία Νόμπελ επιστήμης και οικονομίας έως το 2023 είναι μέλη της ίδιας ακαδημαϊκής οικογένειας — συνδεδεμένοι με έναν κοινό ακαδημαϊκό σύνδεσμο κάπου μέσα στην πορεία τους. Ο John W. Strutt, ο οποίος κέρδισε ένα βραβείο φυσικής το 1904 για το έργο του σχετικά με τις ιδιότητες των αερίων έχει 228 ακαδημαϊκούς απογόνους με Νόμπελ – τους μαθητές του και τους μαθητές των μαθητών του και ούτω καθεξής. Μερικές φορές υπάρχουν κενά μεταξύ των βραβευθέντων, αλλά εξακολουθούν να συνδέονται. Ο ίδιος είχε μόνο έναν βραβευμένο με Νόμπελ μεταξύ των εκπαιδευομένων του, τον Τζόζεφ Τόμσον, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ το 1906 και στην πορεία εκπαίδευσε 9 νικητές της φυσικής (ένας από τους οποίους ήταν ο γιος του, Τζορτζ Πέτζετ Τόμσον) και 2 στη χημεία.
Μόνο 32 από τους βραβευθέντες δεν έχουν καμία σχέση με την ευρύτερη ακαδημαϊκή οικογένεια. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι το ταλέντο γεννά ταλέντο ή ότι οι προηγούμενοι νικητές ορίζουν τους επιστημονικούς απογόνους τους (οι επιτροπές Νόμπελ επιλέγουν τις υποψηφιότητες). Είτε έτσι, είτε αλλιώς, η ακαδημαϊκή γενεαλογία κάνει μεγάλη διαφορά.
Εκτός από την επιλογή του σωστού μέντορα, μπορεί κάποιος/α να αυξήσει τις πιθανότητες βράβευσης επιλέγοντας συγκεκριμένους τομείς έρευνας. Μια ανάλυση από τα 69 επιστημονικά βραβεία που δόθηκαν από το 1995 έως το 2017 διαπίστωσε ότι ορισμένοι κλάδοι υπερεκπροσωπούνται. Μόλις πέντε θεματικές περιοχές αντιστοιχούν σε περισσότερα από τα μισά βραβεία που έχουν απονεμηθεί.
Όταν ρωτήθηκαν σχετικά εκπρόσωποι των επιτροπών που απονέμουν τα βραβεία Νόμπελ στην επιστήμη είπαν στο Nature ότι οποιαδήποτε τάση μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές εξηγήσεις. Τα μέλη της επιτροπής «εργάζονται συνεχώς για να βελτιώσουν τη διαδικασία υποψηφιοτήτων, με στόχο τη διεύρυνση των υποψηφιοτήτων σε σχέση με το φύλο, την εθνικότητα και θέματα στους τομείς της φυσικής, της χημείας και της φυσιολογίας ή της ιατρικής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο 5 άτομα κέρδισαν και ένα δεύτερο βραβείο Νόμπελ: ο Φρέντερικ Σάνγκερ, ο Τζον Μπάρντιν, ο Κ. Μπάρι Σάρπλες, ο Λίνους Πόλινγκ (το δεύτερο μετάλλιο του οποίου ήταν το βραβείο ειρήνης) και η Μαρί Κιουρί.
Το περιοδικό αναφέρει ως μια τελευταία επιλογή κάποιου ή κάποιας επιστήμονα για να αυξήσει την πιθανότητα βράβευσης είναι να…αλλάξει το όνομά του/της. Τα ονόματα των 69 από τους 642 νικητές των βραβείων επιστήμης ξεκινούν με J και των 62 με A. Καλή τύχη λοιπόν στους Jennifer και Antonio!
Πηγή: Dnews
https://www.nature.com/immersive/d41586-024-02897-2/index.html
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ