2012-03-15 22:09:06
Πάνω από την Ελλάδα έπεφτε βιαστική για άλλη μια φορά η νύχτα. Το κρύο κάπως υποφερτό για όσους είχαν ακόμη σπίτια έστω και χωρίς θέρμανση. Για όσους δεν είχαν, γιατί τους τα πήρανε οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι, το παραμικρό ψυχρό αεράκι τους έφτανε μέχρι τα κόκαλα. Πολύ βαρύς ο φετινός χειμώνας, δεύτερο έτος μετά μνημονίων. Ακόμα κι ο Μεγαλοδύναμος άφησε ανυπεράσπιστους, τους. άστεγους, τους άνεργους, τους πεινασμένους, μια λιακάδα, λίγο αεράκι από την Αφρική, τίποτα, συνέχεια ξεροβόρι, χιόνια, βροχές και καταιγίδες.
Ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος, αναπόσπαστα μέρη, μέσα στο διαμορφούμενο σκηνικό του 21ου αιώνα για την Ελλάδα από τους δανειστές επικυρίαρχους Ευρωπαίους, ήταν καθισμένοι μπροστά στις χαρτόκουτες, έχοντας τις κουβέρτες ριγμένες στους ώμους.
- Φασόλια, είπε ο Φευγάτος και κοίταξε το πλαστικό δοχείο.
- Χθες φάγαμε το φουά γκρα και μείνανε αυτά. Είπε ο Σαρκαστής.
- Είναι και λίγο άβραστα…μας βλέπω να φεύγουμε μέσα σε όνειρα…Με τόσες πατάτες που υπάρχουν στους δρόμους…άπειρες ποικιλίες…εξαπατημένες, χωρίς μεσάζοντες… Αχαίας… Νευροκοπίου…αριστερές πατάτες…δεξιές πατάτες…Κοίταξε ανήσυχος ολόγυρα…λίγες πατάτες Ο Σαρκαστής δεν απάντησε, μάσαγε - μάσαγε και κατάπινε.
- Μόνος σου μιλάς; Ρώτησε κάποια στιγμή.
- Λεω για τον χθεσινό αστακό.
- Α, έκανε ο Σαρκαστής, δεν τον έφαγα, μου πέφτει λίγο βαρύς. Ρε συ τι θυμήθηκα: Όταν μικροί τρώγαμε για τρίτη μέρα πατάτες…
- Μη λες δυνατά πατάτες, είπε συνωμοτικά ο Φευγάτος, είδα έναν κομματικό να περιφέρεται…από μέσα σου…σιγά…Δεν φαίνεται και ο Λυκουρέτζος για να τον κυνηγήσει…
- …Πατάτες γιαχνί και στραβομουτσουνιάζαμε, συνέχισε ο Σαρκαστής αδιαφορώντας, μας κατακεραύνωνε η μάνα μας: «Τι θέλουν τα παιδάκια φασιανό;». «Τι είναι αυτό, την ρωτούσαμε;» Αμέσως άλλαζε ύφος κι έλεγε: «Πού να ξέρω, άκουσα πως τέτοιους τρωει ο Νιάρχος στην Σπετσοπούλα. Ε, για να τους τρωει αυτός, κάτι κακό θα είναι.» Ρε ‘συ το είχε διαβάσει στο κομμάτι της εφημερίδας που ήταν τυλιγμένος ο μπελτές. Ήταν αριστερή η καημένη.
Ο Φευγάτος έβαλε το δάχτυλο στα χείλη:
- Σσσς… μη λες αριστερή, μη λες πατάτες…μη λες μπελτές…μη λες τίποτα, από όσα δεν περιέχονται στην ανακοίνωση της κεντρικής επιτροπής…πρόσεξε…Ωχ άρχισε το γουργουρητό…κι ακόμα δεν φάνηκε ο Λυκουρέτζος…ο Σαχινίδης… αφ’ εαυτού ο Σαμαράς…Μας αφήνουν έρμαιους στα χέρια της αριστεράς…με τους κομματικούς της να ζηλεύουν τα έχει μας…
Και χώθηκαν μέσα στις χαρτόκουτες για να περάσουν κι αυτή τη νύχτα. «Πράγμα που επιτρεπόταν από τις κεντρικές επιτροπές», ως είπε χασκογελώντας ο Σαρκαστής. Ευχήθηκαν «καληνύχτα». Και αφέθηκαν στο γουργουρητό των άβραστων φασολιών, το γνώριμο αλλά ηχηρό μονοπάτι του Μορφέα, που τους οδηγούσε ίσια στα ταραγμένα όνειρα.
Ήταν λεει στις Βρυξέλλες, μέσα στη φωλιά του Κούκου. Φώτα, σημαίες, λουλούδια… Να ο Μπαρόζο, να ο Βεστερβέλε, να η Μέρκελ, να ο Σαρκοζί, να ο Γιούνγκερ, να ο Ρομπάϊ, ο Σόϊμπλε, οι Αυστριακοί, οι Ολλανδοί… όλοι οι επίτροποι, όλοι οι αξιωματούχοι της κομισιόν, ένας - ένας και ήταν καθισμένοι γύρω από ένα ολοστρόγγυλο τεράστιο τραπέζι, όμως δεν κάθονταν σε καρέκλες, αλλά σε ολόλευκες λεκάνες αποχωρητηρίου. Και πίσω από τους αξιωματούχους, όρθιοι κρατώντας από ένα ρολό χαρτιού τουαλέτας, στέκονταν με ελαφριά υπόκλιση – στάση αναμονής - ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς, ο Παπαδήμος, ο Καρατζαφέρης, η Μπακογιάννη κι όλοι οι βουλευτές που ψήφισαν τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Και σε μια γωνιά της μεγάλης αίθουσας ήταν ο Μπουνιουέλ ο σκηνοθέτης, δίπλα στην κάμερα και σάρκαζε. «Τους έβαλα εκεί που ανήκουν, εκεί που ανήκουν, πάνω στα σκατά τους, και τους άλλους στο ρόλο του σφογγοκωλάριου στον αληθινό τους ρόλο». Φώναζε και χτυπούσε τα χέρια με χαρά.
Τότε ο Μπαρόζο ύψωσε το ποτήρι με την σαμπάνια και είπε: «Ευρώμπη Ελλάντα, μπορεί»
Μέσα στο όνειρο είπε ο Σαρκαστής:
- Ο Μπαρόζο εκτός του ότι μιλά «άπταιστα Ελληνικά», προσπαθεί να κλάσει και ελληνικότατα, αλλά δεν τα καταφέρνει, ζούφιες του φεύγουν, ακούς…
- Θα είναι….
- Μη πεις την λέξη… Μη την πεις. Θα φάμε πρόστιμο από το ραδιοτηλεοπτικό. Αν την πεις, πες την στα αρχαία, έτσι ώστε να μη το καταλάβουν.
Και ο Φευγάτος μέσα στο όνειρο, εκεί στο κέντρο των Βρυξελλών, παρακολουθώντας τη μεγάλη επική και βελτιωμένη σκηνή, από «το Φάντασμα της Ελευθερίας» του Μπουνιουέλ, είπε κάπως δυνατά:
- Θα είναι ευρύπρωκτος.
Πάντοτε μέσα στο όνειρο - Χειροβομβίδες κρότου λάμψης σκάσανε, πέσανε ένα δυο ασφυξιογόνα και μέσα από τους καπνούς, νάτα τα Ματ.
- Ρε ανάπηροι, φώναξε ο επικεφαλής ποιος είπε «ευρύπρωκτος» εδώ;
Οι χαρτόκουτες ποδοπατήθηκαν, οι κουβέρτες σκιστήκανε, χειροπέδες και στην κλούβα. Από την Πειραιώς κατευθείαν στο λιμάνι. Να και η γαλέρα με το όνομα «Τιτανικός» σκαμπανέβαζε στα ήρεμα νερά του Σαρωνικού.
- Μπείτε μέσα, είπε ο δεσμοφύλακας και πιάστε τα κουπιά. Τώρα που καταργήθηκε η εργατική εστία, πάτε μόνοι σας κρουαζιέρα.
- Για πού σαλπάρουμε; Ρώτησε ο Σαρκαστής.
- Για Βερολίνο.
- Μα έχει θάλασσα το Βερολίνο;
- Θα κάνετε μια στάση στο Αμβούργο, αφού διασχίσετε και τον Έλβα ποταμό.
- Συνήθως μας στέλνανε στην Μπαρμπαριά. Είπε ο Φευγάτος
- Άλλαξε το δρομολόγιο.
Λύσανε τους κάβους καθίσανε στους πάγκους μαζί με τους υπόλοιπους ρακένδυτους, άστεγους, άνεργους και πεινασμένους κι άρχισαν το κουπί. Ένας αράπης, μάλλον λαθραίος μετανάστης, αλλά που είχε πάρει την ιθαγένεια, όπως έλεγε, χτύπαγε το τούμπανο κι έδινε τον ρυθμό.
- Τραγούδι, φώναξε ο δεσμοφύλακας.
Κι άρχισαν να λένε το γνωστό τραγούδι βέβαια με δικές τους παραλλαγές, οι σύγχρονοι ελληνοευρωπαίοι σκλάβοι.
Σ’ ένα παπόρο μέσα μας εμπαρκάρανε.
Γαλέτα παξιμάδι μας ετρατάρανε
…………………………………….
Κι ένας Έλληνας από την Ελλάδα
Τη ζήση του γυρεύει, δεν την ήβρε πουθενά.
……………………………………………
Τραβούσαν κουπί και τραγουδούσαν και ο αράπης χτυπούσε το τούμπανο δίνοντας πάντα το ρυθμό. Γρήγορα βγήκαν στο πέλαγος. Κι όλο ταξιδεύανε. Και τότε φάνηκε το κατάλευκο κότερο των εβδομήντα μέτρων να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος τους, έφτασε κοντά στη γαλέρα και έκοψε ταχύτητα. Πάνω στη γέφυρα φάνηκε η τεράστια κοιλιά του Πάγκαλου. Ακούστηκαν τα γέλια του, έδειξε τους σκλάβους της γαλέρας και είπε δυνατά.,
- Leς connes… les connes…
Το κότερο έφυγε και ο αράπης της γαλέρας έσκασε στα γέλια.
- Ρε ‘σεις, ξέρετε πως σας είπε ο χοντρός;
- Όχι.
- Μαλάκες και μάλιστα δυο φορές.
- Κι εσύ πού το ξέρεις;
- Είμαι από το πρώην Γαλλικό Μαρόκο παπάρες. Αν σας έλεγε «con» σας έλεγε ηλίθιους. Τι σημασία έχει, αν είναι το ένα ή το άλλο, άλλωστε παίζεται στην προφορά, ο χοντρός τις βόλτες του κι εσείς στη Γερμανία μετανάστες, και το κενό που αφήνετε πίσω, θα το γεμίσω εγώ, θα φέρω και τα αδέλφια μου από το Μαρόκο.
Και συνέχισαν να τραβάνε κουπί, κάτω από τα ρυθμικά χτυπήματα του τούμπανου και κάθε τόσο να τραγουδάνε…
…………………………………………..
Κι ένας Έλληνας από την Ελλάδα
Τη ζήση του γυρεύει, τη ζήση του γυρεύει,
δεν την ήβρε πουθενά…
Ξημέρωσε, το όνειρο έσβησε, όπως γίνεται πάντοτε κι ενώ ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος στέκονταν αμίλητοι μπροστά στις χαρτόκουτες επηρεασμένοι ακόμα από το όνειρο, άκουσαν μια φωνή πίσω τους να λεει:
- Φιλάρες, είδα όνειρο πως είχα πάει Βρυξέλλες με γαλέρα. Δίπλα μας λεει πέρασε ένα κότερο και πάνω στο κότερο ήταν ο Βενιζέλος, ολόγυμνος και τριχωτός. Είχε ένα μάτι στο κούτελο. Ρε ‘σεις τρόμαξα, εφιάλτης. Χοροπηδούσε σαν μαλλιαρή μαϊμού και φώναζε: «Φέρτε κι άλλα, φέρτε κι άλλα…εμπρός όλοι για κούρεμα…» και μας πέταγε κοτρόνες. .. Φτηνά την γλιτώσαμε, την σκαπουλάραμε χάρις στις μανούβρες του λεμβούχου… Ξέρει κανένας να μου το εξηγήσει;
Ήταν ο Μητσάρας από το αντίσκηνο.
- Τι έφαγες χτες το βράδυ Μητσάρα;
- Ότι φάγατε κι εσείς.
Ο Σαρκαστής έκλεισε το μάτι στον Φευγάτο και χαμογέλασαν. Τώρα είχαν μπροστά τους ολόκληρη τη μέρα να κάνουν λιανά το όνειρο του Μητσάρα, να του πουν το δικό τους να ενώσουν τα δυο όνειρα και να βρουν και οι τρεις την αιτία της θλίψης τους. Τις αιτίες των ερειπωμένων μαγαζιών που τους περιέβαλαν, τις αιτίες, γιατί χαρτόκουτες, γιατί συσσίτιο, γιατί τέτοιο αδέσποτο πέταμα στους δρόμους, τις αιτίες, τις αιτίες…που οι άστεγοι πύκνωναν, οι πεινασμένοι πύκνωναν, οι άνεργοι πύκνωναν, τις αιτίες που τα όνειρα μόνο τις νύχτες επιτρέπονταν πια.
Νίκος Καραγιάννης Ksipnistere
Ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος, αναπόσπαστα μέρη, μέσα στο διαμορφούμενο σκηνικό του 21ου αιώνα για την Ελλάδα από τους δανειστές επικυρίαρχους Ευρωπαίους, ήταν καθισμένοι μπροστά στις χαρτόκουτες, έχοντας τις κουβέρτες ριγμένες στους ώμους.
- Φασόλια, είπε ο Φευγάτος και κοίταξε το πλαστικό δοχείο.
- Χθες φάγαμε το φουά γκρα και μείνανε αυτά. Είπε ο Σαρκαστής.
- Είναι και λίγο άβραστα…μας βλέπω να φεύγουμε μέσα σε όνειρα…Με τόσες πατάτες που υπάρχουν στους δρόμους…άπειρες ποικιλίες…εξαπατημένες, χωρίς μεσάζοντες… Αχαίας… Νευροκοπίου…αριστερές πατάτες…δεξιές πατάτες…Κοίταξε ανήσυχος ολόγυρα…λίγες πατάτες Ο Σαρκαστής δεν απάντησε, μάσαγε - μάσαγε και κατάπινε.
- Μόνος σου μιλάς; Ρώτησε κάποια στιγμή.
- Λεω για τον χθεσινό αστακό.
- Α, έκανε ο Σαρκαστής, δεν τον έφαγα, μου πέφτει λίγο βαρύς. Ρε συ τι θυμήθηκα: Όταν μικροί τρώγαμε για τρίτη μέρα πατάτες…
- Μη λες δυνατά πατάτες, είπε συνωμοτικά ο Φευγάτος, είδα έναν κομματικό να περιφέρεται…από μέσα σου…σιγά…Δεν φαίνεται και ο Λυκουρέτζος για να τον κυνηγήσει…
- …Πατάτες γιαχνί και στραβομουτσουνιάζαμε, συνέχισε ο Σαρκαστής αδιαφορώντας, μας κατακεραύνωνε η μάνα μας: «Τι θέλουν τα παιδάκια φασιανό;». «Τι είναι αυτό, την ρωτούσαμε;» Αμέσως άλλαζε ύφος κι έλεγε: «Πού να ξέρω, άκουσα πως τέτοιους τρωει ο Νιάρχος στην Σπετσοπούλα. Ε, για να τους τρωει αυτός, κάτι κακό θα είναι.» Ρε ‘συ το είχε διαβάσει στο κομμάτι της εφημερίδας που ήταν τυλιγμένος ο μπελτές. Ήταν αριστερή η καημένη.
Ο Φευγάτος έβαλε το δάχτυλο στα χείλη:
- Σσσς… μη λες αριστερή, μη λες πατάτες…μη λες μπελτές…μη λες τίποτα, από όσα δεν περιέχονται στην ανακοίνωση της κεντρικής επιτροπής…πρόσεξε…Ωχ άρχισε το γουργουρητό…κι ακόμα δεν φάνηκε ο Λυκουρέτζος…ο Σαχινίδης… αφ’ εαυτού ο Σαμαράς…Μας αφήνουν έρμαιους στα χέρια της αριστεράς…με τους κομματικούς της να ζηλεύουν τα έχει μας…
Και χώθηκαν μέσα στις χαρτόκουτες για να περάσουν κι αυτή τη νύχτα. «Πράγμα που επιτρεπόταν από τις κεντρικές επιτροπές», ως είπε χασκογελώντας ο Σαρκαστής. Ευχήθηκαν «καληνύχτα». Και αφέθηκαν στο γουργουρητό των άβραστων φασολιών, το γνώριμο αλλά ηχηρό μονοπάτι του Μορφέα, που τους οδηγούσε ίσια στα ταραγμένα όνειρα.
Ήταν λεει στις Βρυξέλλες, μέσα στη φωλιά του Κούκου. Φώτα, σημαίες, λουλούδια… Να ο Μπαρόζο, να ο Βεστερβέλε, να η Μέρκελ, να ο Σαρκοζί, να ο Γιούνγκερ, να ο Ρομπάϊ, ο Σόϊμπλε, οι Αυστριακοί, οι Ολλανδοί… όλοι οι επίτροποι, όλοι οι αξιωματούχοι της κομισιόν, ένας - ένας και ήταν καθισμένοι γύρω από ένα ολοστρόγγυλο τεράστιο τραπέζι, όμως δεν κάθονταν σε καρέκλες, αλλά σε ολόλευκες λεκάνες αποχωρητηρίου. Και πίσω από τους αξιωματούχους, όρθιοι κρατώντας από ένα ρολό χαρτιού τουαλέτας, στέκονταν με ελαφριά υπόκλιση – στάση αναμονής - ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς, ο Παπαδήμος, ο Καρατζαφέρης, η Μπακογιάννη κι όλοι οι βουλευτές που ψήφισαν τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Και σε μια γωνιά της μεγάλης αίθουσας ήταν ο Μπουνιουέλ ο σκηνοθέτης, δίπλα στην κάμερα και σάρκαζε. «Τους έβαλα εκεί που ανήκουν, εκεί που ανήκουν, πάνω στα σκατά τους, και τους άλλους στο ρόλο του σφογγοκωλάριου στον αληθινό τους ρόλο». Φώναζε και χτυπούσε τα χέρια με χαρά.
Τότε ο Μπαρόζο ύψωσε το ποτήρι με την σαμπάνια και είπε: «Ευρώμπη Ελλάντα, μπορεί»
Μέσα στο όνειρο είπε ο Σαρκαστής:
- Ο Μπαρόζο εκτός του ότι μιλά «άπταιστα Ελληνικά», προσπαθεί να κλάσει και ελληνικότατα, αλλά δεν τα καταφέρνει, ζούφιες του φεύγουν, ακούς…
- Θα είναι….
- Μη πεις την λέξη… Μη την πεις. Θα φάμε πρόστιμο από το ραδιοτηλεοπτικό. Αν την πεις, πες την στα αρχαία, έτσι ώστε να μη το καταλάβουν.
Και ο Φευγάτος μέσα στο όνειρο, εκεί στο κέντρο των Βρυξελλών, παρακολουθώντας τη μεγάλη επική και βελτιωμένη σκηνή, από «το Φάντασμα της Ελευθερίας» του Μπουνιουέλ, είπε κάπως δυνατά:
- Θα είναι ευρύπρωκτος.
Πάντοτε μέσα στο όνειρο - Χειροβομβίδες κρότου λάμψης σκάσανε, πέσανε ένα δυο ασφυξιογόνα και μέσα από τους καπνούς, νάτα τα Ματ.
- Ρε ανάπηροι, φώναξε ο επικεφαλής ποιος είπε «ευρύπρωκτος» εδώ;
Οι χαρτόκουτες ποδοπατήθηκαν, οι κουβέρτες σκιστήκανε, χειροπέδες και στην κλούβα. Από την Πειραιώς κατευθείαν στο λιμάνι. Να και η γαλέρα με το όνομα «Τιτανικός» σκαμπανέβαζε στα ήρεμα νερά του Σαρωνικού.
- Μπείτε μέσα, είπε ο δεσμοφύλακας και πιάστε τα κουπιά. Τώρα που καταργήθηκε η εργατική εστία, πάτε μόνοι σας κρουαζιέρα.
- Για πού σαλπάρουμε; Ρώτησε ο Σαρκαστής.
- Για Βερολίνο.
- Μα έχει θάλασσα το Βερολίνο;
- Θα κάνετε μια στάση στο Αμβούργο, αφού διασχίσετε και τον Έλβα ποταμό.
- Συνήθως μας στέλνανε στην Μπαρμπαριά. Είπε ο Φευγάτος
- Άλλαξε το δρομολόγιο.
Λύσανε τους κάβους καθίσανε στους πάγκους μαζί με τους υπόλοιπους ρακένδυτους, άστεγους, άνεργους και πεινασμένους κι άρχισαν το κουπί. Ένας αράπης, μάλλον λαθραίος μετανάστης, αλλά που είχε πάρει την ιθαγένεια, όπως έλεγε, χτύπαγε το τούμπανο κι έδινε τον ρυθμό.
- Τραγούδι, φώναξε ο δεσμοφύλακας.
Κι άρχισαν να λένε το γνωστό τραγούδι βέβαια με δικές τους παραλλαγές, οι σύγχρονοι ελληνοευρωπαίοι σκλάβοι.
Σ’ ένα παπόρο μέσα μας εμπαρκάρανε.
Γαλέτα παξιμάδι μας ετρατάρανε
…………………………………….
Κι ένας Έλληνας από την Ελλάδα
Τη ζήση του γυρεύει, δεν την ήβρε πουθενά.
……………………………………………
Τραβούσαν κουπί και τραγουδούσαν και ο αράπης χτυπούσε το τούμπανο δίνοντας πάντα το ρυθμό. Γρήγορα βγήκαν στο πέλαγος. Κι όλο ταξιδεύανε. Και τότε φάνηκε το κατάλευκο κότερο των εβδομήντα μέτρων να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος τους, έφτασε κοντά στη γαλέρα και έκοψε ταχύτητα. Πάνω στη γέφυρα φάνηκε η τεράστια κοιλιά του Πάγκαλου. Ακούστηκαν τα γέλια του, έδειξε τους σκλάβους της γαλέρας και είπε δυνατά.,
- Leς connes… les connes…
Το κότερο έφυγε και ο αράπης της γαλέρας έσκασε στα γέλια.
- Ρε ‘σεις, ξέρετε πως σας είπε ο χοντρός;
- Όχι.
- Μαλάκες και μάλιστα δυο φορές.
- Κι εσύ πού το ξέρεις;
- Είμαι από το πρώην Γαλλικό Μαρόκο παπάρες. Αν σας έλεγε «con» σας έλεγε ηλίθιους. Τι σημασία έχει, αν είναι το ένα ή το άλλο, άλλωστε παίζεται στην προφορά, ο χοντρός τις βόλτες του κι εσείς στη Γερμανία μετανάστες, και το κενό που αφήνετε πίσω, θα το γεμίσω εγώ, θα φέρω και τα αδέλφια μου από το Μαρόκο.
Και συνέχισαν να τραβάνε κουπί, κάτω από τα ρυθμικά χτυπήματα του τούμπανου και κάθε τόσο να τραγουδάνε…
…………………………………………..
Κι ένας Έλληνας από την Ελλάδα
Τη ζήση του γυρεύει, τη ζήση του γυρεύει,
δεν την ήβρε πουθενά…
Ξημέρωσε, το όνειρο έσβησε, όπως γίνεται πάντοτε κι ενώ ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος στέκονταν αμίλητοι μπροστά στις χαρτόκουτες επηρεασμένοι ακόμα από το όνειρο, άκουσαν μια φωνή πίσω τους να λεει:
- Φιλάρες, είδα όνειρο πως είχα πάει Βρυξέλλες με γαλέρα. Δίπλα μας λεει πέρασε ένα κότερο και πάνω στο κότερο ήταν ο Βενιζέλος, ολόγυμνος και τριχωτός. Είχε ένα μάτι στο κούτελο. Ρε ‘σεις τρόμαξα, εφιάλτης. Χοροπηδούσε σαν μαλλιαρή μαϊμού και φώναζε: «Φέρτε κι άλλα, φέρτε κι άλλα…εμπρός όλοι για κούρεμα…» και μας πέταγε κοτρόνες. .. Φτηνά την γλιτώσαμε, την σκαπουλάραμε χάρις στις μανούβρες του λεμβούχου… Ξέρει κανένας να μου το εξηγήσει;
Ήταν ο Μητσάρας από το αντίσκηνο.
- Τι έφαγες χτες το βράδυ Μητσάρα;
- Ότι φάγατε κι εσείς.
Ο Σαρκαστής έκλεισε το μάτι στον Φευγάτο και χαμογέλασαν. Τώρα είχαν μπροστά τους ολόκληρη τη μέρα να κάνουν λιανά το όνειρο του Μητσάρα, να του πουν το δικό τους να ενώσουν τα δυο όνειρα και να βρουν και οι τρεις την αιτία της θλίψης τους. Τις αιτίες των ερειπωμένων μαγαζιών που τους περιέβαλαν, τις αιτίες, γιατί χαρτόκουτες, γιατί συσσίτιο, γιατί τέτοιο αδέσποτο πέταμα στους δρόμους, τις αιτίες, τις αιτίες…που οι άστεγοι πύκνωναν, οι πεινασμένοι πύκνωναν, οι άνεργοι πύκνωναν, τις αιτίες που τα όνειρα μόνο τις νύχτες επιτρέπονταν πια.
Νίκος Καραγιάννης Ksipnistere
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Έλενα Παπαρίζου στο σουηδικό Dancing with the stars
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ