2012-07-20 11:39:13
Γράφει ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Ποτέ δεν βρισκόταν σε τόσο συνεχή χρήση ο όρος «εθνικισμός» όσο τα τελευταία χρόνια. Σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις, ο εθνικισμός αναφέρεται στους αγώνες λαών για την ανεξαρτησία ,την αυτονόμηση ή την αυτοδιάθεση, αλλά και την επιδίωξη άλλων να μην επιτρέψουν τη «νόθευση» τους με ξένα στοιχεία, μια μορφή εθνικισμού βέβαια που θεωρείται ρατσισμός. Ο εθνικισμός πάντως «υπήρξε» ισχυρή κινητήρια δύναμη στη μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεως του κόσμου κατά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ήταν στην ουσία μια νοοτροπία που σύμφωνα με αυτήν το άτομο πρόσφερε στο έθνος-κράτος την υπέρτατη πίστη και αφοσίωση του και ταύτιζε την ιδιότητα του ως προσώπου με την ιδιότητα του ως μέλος του έθνους, όπως σημειώνεται στην «Παγκόσμια Ιστορία» έκδοση της Ουνέσκο.
Ο εθνικισμός αποδείχθηκε ότι ήταν μια απελευθερωτική δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και πολύ περισσότερο στις αποικιακές αυτοκρατορίες
. «Αλλά –τονίζεται- η ιδέα της αυτοδιάθεσης, επίσης έδωσε νέα παράταση ζωής στον ορμητικό, επιθετικό και ανταγωνιστικό εθνικισμό, που είχε πάρει τραγική μορφή στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι μορφές εθνικισμού που αναπτύχθηκαν αργότερα ήταν πιο άγριες από τις προηγούμενες γνωστές, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όταν η ανθρωπότητα αναδύθηκε για άλλη μια φορά από την κόλαση του σύγχρονου πολέμου, ο απελευθερωτικός εθνικισμός έγινε και πάλι ένα από τα θεμέλια της ειρήνης και ανασυγκρότησης του κόσμου. Ο απελευθερωτικός εθνικισμός βρήκε την έκφραση του στα νέα έθνη των πρώην αποικιακών λαών που προβάλλουν ως μια νέα παγκόσμια δύναμη.»
Τα είδη εθνικισμού που μπήκαν σε δράση διέφεραν σε ψυχοσύνθεση και συνέπειες.
Στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα στην Ευρώπη ο εθνικισμός συνδέθηκε με ανερχόμενες ή δεσπόζουσες μεσαίες τάξεις. Στα εθνικά κράτη εκείνης της εποχής ο «λαός» ήταν οι εύπορες τάξεις που αυτές μόνο στις περισσότερες χώρες είχαν δικαίωμα ψήφου. Τα συμφέροντα του κράτους που ταυτίζονταν με τους αντικειμενικούς σκοπούς του εθνικισμού ήταν κατά πρώτο και κύριο λόγο τα συμφέροντα των εμπορικών και βιομηχανικών ομάδων, ο οποίες θεωρούσαν τον εαυτό τους ως έθνος. Τα άπορα στοιχεία του πληθυσμού, μικροϊδιοκτήτες ή ακτήμονες αγρότες, εργάτες βιομηχανίας που δεν έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή δεν ταυτίζονταν ψυχολογικά με το εθνικό κράτος σε αυτόν τον βαθμό που ταυτίζονταν η αστική τάξη. Η ταύτιση με το εθνικό κράτος διαδόθηκε σε περισσότερα στρώματα της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, που πήραν κάποια μόρφωση και ενσωματώθηκαν πληρέστερα στην εθνική ζωή. Με την έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου η πορεία προχώρησε τόσο ώστε στην πίστη προς το εθνικό κράτος δεν μπορούσαν να αντισταθούν αντίθετες πίστεις. Στην «Ιστορία» της Ουνέσκο σημαίνεται «Ο Ευρωπαϊκός εθνικισμός στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα παρουσίασε τάσεις επεκτατικές και αγωνιστικές. Εκφράζοντας κυριαρχικά οικονομικά και βιομηχανικά συμφέροντα, ζητούσε νέες αγορές, πρώτες ύλες και ευκαιρίες για εξωτερικές επενδύσεις. Το πόσο επιθετικός μπορούσε να είναι ο εθνικισμός εξαρτιόταν σε κάθε περίπτωση από τη θέση της κάθε χώρας. Ο ανταγωνιστικός εθνικισμός επέκτεινε την διεθνή ένταση και η τελική έκφραση του ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος των λαών. Στις περιοχές που διαδόθηκε ο εθνικισμός, όπως και στις χώρες προέλευσης του η αφοσίωση στο εθνικό κράτος αγκάλιασε με τον καιρό ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Όσο τα εθνικιστικά κινήματα στις αποικιακές περιοχές γίνονταν μαζικά εξελίσσονταν αναπόφευκτα σε κινήματα για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας καθώς και για την απελευθέρωση από τον ξενικό ζυγό. Μέσα σε ένα οικονομικά αλληλένδετο κόσμο, η προσέγγιση σε κάθε μειονότητα με ιστορική συνείδηση να ζητήσει να γίνει κράτος, ήταν μια ενθάρρυνση για τον θρυμματισμό της κοινωνίας. Επιπλέον η ρομαντική αντίληψη για την εθνική ιστορία ως βάση εθνικότητας οδήγησε αμέσως σε αλληλοσυγκρουόμενες αξιώσεις ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου κάθε χώρα επικαλείτο την ιστορική περίοδο που κατά τη διάρκεια της το στοιχείο με το οποίο ταυτιζόταν εθνικά είχε υπό τον έλεγχο του τη μεγαλύτερη περιοχή. Έπειτα η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι με την ίδια εθνική παράδοση άνηκαν στο ίδιο έθνος, έδωσε λαβή σε αξιώσεις για ένωση με ομοεθνείς που ζούσαν έξω από την εθνική περιοχή.
Ο ασιατικός εθνικισμός ξεκίνησε μια πορεία ανάπτυξης όμοια με εκείνη της Ευρώπης αλλά με πολύ ταχύτερο ρυθμό. Η εξελικτική πορεία της ταύτισης του έθνους πρώτα με τον ηγεμόνα, ύστερα με την αστική τάξη και τέλος με το σύνολο του λαού, που είχε χρειαστεί στην Ευρώπη κάπου τέσσερις αιώνες, ολοκληρώθηκε στην Ασία σε τέσσερις δεκαετίες. Και στην Αφρική ο ρυθμός ήταν ακόμη ταχύτερος. Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Είχε πάρει συγκεκριμένη μορφή σε έθνη που λειτουργούσαν σαν συνεταιριστικές επιχειρήσεις και που η οικονομική και πολιτική βάση τους ήταν εδραία και πλατιά. Είχε απλωθεί για να αγκαλιάσει πιο μεγάλες μάζες του πληθυσμού που έγιναν ενεργότεροι μέτοχοι και κληρονόμοι του. Αντιθέτως ο ασιατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ανάμεσα σε διανοούμενους και ύστερα ανάμεσα στις μάζες του λαού πολύ πριν δημιουργηθεί επαρκής βάση για εθνική ζωή. Έτσι αποδέσμευε μια τεράστια συναισθηματική δύναμη που μπόρεσε να δώσει ισχυρή ώθηση στις εθνικές προσπάθειες και ταυτόχρονα κατόρθωσε να επισκιάσει την πρακτική πραγματικότητα της εθνικής προόδου. Η πρώτη επίδραση της παρόρμησης στον εθνικισμό με την εξαγγελία και αποδοχή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών ήταν να χαλαρώσει τον ζυγό των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, να ενθαρρύνει τα εθνικά κινήματα ανάμεσα στις μειονότητες μέσα στα εθνικά κράτη, όπως έγινε με τους Φλαμανδούς στο Βέλγιο ή με τους Καταλανούς στην Ισπανία, που επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους για να δυναμώσει τα κινήματα ανεξαρτησίας, όπως στην Ιρλανδία και να δώσει μεγάλη τόνωση στα εθνικιστικά κινήματα, μεταξύ των αποικιακών λαών. Όλα αυτά είχαν απελευθερωτικά αποτελέσματα αλλά έκλειναν μέσα τους ανησυχητικές τάσεις. Πόσο μεγάλη θα πρέπει να είναι μια ομάδα για να αποτελέσει λαό ή έθνος. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο εθνικισμός παρέμεινε μια ισχυρή παγκόσμια δύναμη. Έφερε την απελευθέρωση των λαών της Ασίας και της Αφρικής. Οι πιο επιθετικές μορφές του φάνηκαν προ στιγμήν τουλάχιστον, ότι είχαν αναχαιτιστεί. Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία έδωσε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με το νέο διεθνισμό. Αλλά στα μέσα του 20ου αιώνα ο εθνικισμός αποδείχθηκε ότι ήταν όχι μόνο δημιουργική αλλά καταστροφική δύναμη στη ζωή της ανθρωπότητας. Και η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις πολιτικές μονάδες, τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών, είχε γίνει τρομερά πολύπλοκη σε έναν κόσμο που από τη μια μεριά ήταν αλληλένδετος, ενώ από την άλλη έτεινε ολοένα και περισσότερο στην αυτοδιάθεση. Ουσιαστικά όλο το χρονικό διάστημα μέχρι και σήμερα, οι «εθνικιστές εξάρσεις» δεν έλειψαν ποτέ από τον πλανήτη μας. Σήμερα απλώς η έννοια του εθνικισμού έχει πάρει και άλλες διαστάσεις.
Μετά τον τερματισμό του ψυχρού πολέμου και τη διαμορφωμένη νέα τάξη πραγμάτων- που είναι ρευστή και απροσδιόριστη προς το παρόν- ο κόσμος εξελίσσεται με τρόπο περίεργο. Η Ρωσία ακόμη και σήμερα διανύει μια κρίσιμη και ταραγμένη φάση της ιστορίας της. Και τα φαινόμενα αυτά δεν περιορίζονται στην Ανατολή. Στη Γερμανία δεν περνάει βδομάδα που οι «νεοναζι» να μη σκοτώσουν ξένους ενώ και σε άλλες χώρες τα εξτρεμιστικά εθνικιστικά κινήματα γνωρίζουν «άνθηση». Ακόμη τα όσα συμβαίνουν την Αγκόλα, στην Καμπότζη, στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Γεωργία, στην Αϊτή, στο Τατζικιστάν και αλλού είναι χαρακτηριστικά των νέων εξάρσεων.
Ο πρώην γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Γκάλη σε ένα άρθρο του τα αποκάλεσε όλα αυτά «προσπάθεια διατήρησης των θεμελίων των κρατικών συστημάτων και χάραξη νέων μετά-ψυχροπολεμικών δομών ειρήνης και ασφάλειας.»Και συνέχιζε: «Ο Ο.Η.Ε έχει αναλάβει την υλοποίηση του έργου της ειρήνης και ασφάλειας στον κόσμο. Είναι ένα έργο δύσκολο, με ευρύτατες και αβέβαιες συνέπειες, έργο το οποίο γίνεται ακόμη δυσκολότερο από την εμφάνιση δυο ειδών εθνικισμού με την κακή έννοια του υπερεθνικισμού και του μικροεθνικισμού. Οι υπερεθνικιστές, νοσταλγοί της εποχής όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν από μια από τις μεγάλες δυνάμεις, θέλουν να χρησιμοποιήσουν τον Ο.Η.Ε ως προκάλυμμα για την ικανοποίηση τέτοιου είδους συμφερόντων και προσπαθούν να τον κάνουν να επιστρέψει στο σχετικώς περιθωριακό ρόλο που έπαιζε στον παρελθόν. Σε πολυμερείς επιχειρήσεις που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στον πλανήτη, ο Ο.Η.Ε έχει αντιμετωπίσει τις απειλές του μικροεθνικισμού και τις εθνικιστικές ή φυλετικές δυνάμεις που αποτελούν την αιτία της διάλυσης των κρατών, όπως συμβαίνει στη Σομαλία… Ανάμεσα στον υπερεθνικισμό και τον μικροεθνικισμό ο Ο.Η.Ε προσπαθεί να διατηρήσει το έθνος κράτος ως θεμέλιο της διεθνούς ζωής και να φέρει τα κράτη σε συνεννόηση μέσα σε μια πεφωτισμένη πολυμέρεια η οποία θα προωθεί παράλληλα τα συμφέροντα του καθενός αλλά και το κοινό συμφέρον όλων. Αν το πετύχει οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μάθουν να δρουν μονομερώς ή πολυμερώς, αλλά όχι και τα δυο συγχρόνως. Και οι εθνικιστικές ομάδες θα πρέπει να μάθουν να μην υποσκάπτουν την πολιτική ενότητα ζητώντας τα προνόμια του ανεξάρτητου κράτους. Άλλωστε έχει φανεί καθαρά ότι η προσπάθεια εγκατάστασης ενός έθνους σε ένα έδαφος είναι η γενεσιουργός αιτία των εθνικών εκκαθαρίσεων. Είναι φανερό ότι ο εθνικισμός του «εθνικά αμιγούς κράτους» είναι μια απειλή για πολλές χώρες, περισσότερο μάλιστα για τις πρώην κομμουνιστικές χώρες που βρίσκονται θα έλεγε κανένας στο κέντρο του εθνικιστικού τυφώνα αυτού του είδους κάτι βέβαια διαφορετικό από τον ρατσιστικό εθνικισμό των Δυτικοευρωπαϊκών απέναντι στη δική τους «καθαρότητα».
Αυτή η λατρεία του εθνικά αμιγούς κράτους ετέθη ως «θέμα για απάντηση» στον πρώτο πρόεδρο της Τσεχίας Βάτσλαβ Χάβες ο οποίος έδωσε τη δική του άποψη: «Έτσι είναι , ακούω σήμερα « η Σερβία στους Σέρβους» ή «η Κροατία στους Κροάτες». Ασφαλώς εγώ είμαι αντίθετος με το εθνικό κράτος και ακόμη παραπέρα είμαι αντίθετος με την εθνική ιδέα, αυτή καθεαυτή. Αυτό που ονομάζουμε «πατρίδα μας» αποτελείται από διαφορά στρώματα, την οικογένεια, το περιβάλλον, το επάγγελμα, τη θρησκεία του λαού, τον κύκλο των ευρωπαϊκών φίλων μας, τα συμφέροντα» Και συνέχισε: «Αν δώσει κανένας όλο το βάρος σε ένα από αυτά τα στρώματα, αυτό μπορεί να είναι η αρχή του κακού. Και δεν έχω κατά νου μόνο το εθνικό κράτος, όπως το εννοούν στη Μέση Ανατολή. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος που στηρίζεται στη ιδεολογία μας το απέδειξε η κομμουνιστική περίοδος. Όλα αυτά οδηγούν στον πόλεμο. Εγώ υπερασπίζομαι το κράτος δικαίου , το κράτος των πολιτών, δυο έννοιες συνυφασμένες με την έννοια της πατρίδας. Το κράτος δικαίου είναι το μόνο αντίδοτο απέναντι στη λατρεία της εθνικής καθαρότητας και το κράτος των πολιτών εξασφαλίζει την αποδοχή το ότι κάποιος είναι Τσέχος, ένας άλλος είναι Γερμανός και ένας τρίτος Πολωνός, ο ένας πιστός και ο άλλος «άθεος» ο ένας μένει στην Πράγα και ο άλλος στη Βαρσοβία.
Τελικώς ποίος εθνικισμός είναι καλύτερος ή επικρατέστερος στην εποχή μας; Μπορούμε να αντιληφθούμε το αδιέξοδο και τη σύγχυση παίρνοντας το παράδειγμα της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας. Σε ένα σχετικό άρθρο στη “MODE” του Χαβελ αναφέρεται: «Όλοι γνωρίσουν από τώρα η κροατική Βοσνία θα ενωθεί με την Κροατία και η σερβική Βοσνία με τη Σερβία και μόνο οι Βόσνιοι, Σλάβοι και Μουσουλμάνοι θα μείνουν μόνοι και γεωγραφικώς απομονωμένοι. Τους δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που θέλουν να είναι απλώς Γιουγκοσλάβοι Βόσνιοι δεν τους υπολογίζει πλέον κανένας. Προφανώς όλοι θα απαιτήσουν από αυτούς να αποφασίσουν τι είναι. Κι ας μη το θέλουν γιατί δεν το γνωρίζουν ή γιατί δεν έχουν θρήσκευμα ή γιατί είναι «μικτές» οι οικογένειες τους. Τι εξηγεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο; Προφανώς το εθνικιστικό μένος όλων των τυπικών πρωταγωνιστών του, που προσδοκούν στρατιωτικά εδαφικά κέρδη ώστε να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική θέση τους» Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται μόνο στη Βοσνία αλλά αν ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη του πλανήτη θα δούμε ότι υπάρχει σε πολλά σημεία του κόσμου.
I-Reporter
Ποτέ δεν βρισκόταν σε τόσο συνεχή χρήση ο όρος «εθνικισμός» όσο τα τελευταία χρόνια. Σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις, ο εθνικισμός αναφέρεται στους αγώνες λαών για την ανεξαρτησία ,την αυτονόμηση ή την αυτοδιάθεση, αλλά και την επιδίωξη άλλων να μην επιτρέψουν τη «νόθευση» τους με ξένα στοιχεία, μια μορφή εθνικισμού βέβαια που θεωρείται ρατσισμός. Ο εθνικισμός πάντως «υπήρξε» ισχυρή κινητήρια δύναμη στη μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεως του κόσμου κατά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ήταν στην ουσία μια νοοτροπία που σύμφωνα με αυτήν το άτομο πρόσφερε στο έθνος-κράτος την υπέρτατη πίστη και αφοσίωση του και ταύτιζε την ιδιότητα του ως προσώπου με την ιδιότητα του ως μέλος του έθνους, όπως σημειώνεται στην «Παγκόσμια Ιστορία» έκδοση της Ουνέσκο.
Ο εθνικισμός αποδείχθηκε ότι ήταν μια απελευθερωτική δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και πολύ περισσότερο στις αποικιακές αυτοκρατορίες
Τα είδη εθνικισμού που μπήκαν σε δράση διέφεραν σε ψυχοσύνθεση και συνέπειες.
Στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα στην Ευρώπη ο εθνικισμός συνδέθηκε με ανερχόμενες ή δεσπόζουσες μεσαίες τάξεις. Στα εθνικά κράτη εκείνης της εποχής ο «λαός» ήταν οι εύπορες τάξεις που αυτές μόνο στις περισσότερες χώρες είχαν δικαίωμα ψήφου. Τα συμφέροντα του κράτους που ταυτίζονταν με τους αντικειμενικούς σκοπούς του εθνικισμού ήταν κατά πρώτο και κύριο λόγο τα συμφέροντα των εμπορικών και βιομηχανικών ομάδων, ο οποίες θεωρούσαν τον εαυτό τους ως έθνος. Τα άπορα στοιχεία του πληθυσμού, μικροϊδιοκτήτες ή ακτήμονες αγρότες, εργάτες βιομηχανίας που δεν έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή δεν ταυτίζονταν ψυχολογικά με το εθνικό κράτος σε αυτόν τον βαθμό που ταυτίζονταν η αστική τάξη. Η ταύτιση με το εθνικό κράτος διαδόθηκε σε περισσότερα στρώματα της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, που πήραν κάποια μόρφωση και ενσωματώθηκαν πληρέστερα στην εθνική ζωή. Με την έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου η πορεία προχώρησε τόσο ώστε στην πίστη προς το εθνικό κράτος δεν μπορούσαν να αντισταθούν αντίθετες πίστεις. Στην «Ιστορία» της Ουνέσκο σημαίνεται «Ο Ευρωπαϊκός εθνικισμός στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα παρουσίασε τάσεις επεκτατικές και αγωνιστικές. Εκφράζοντας κυριαρχικά οικονομικά και βιομηχανικά συμφέροντα, ζητούσε νέες αγορές, πρώτες ύλες και ευκαιρίες για εξωτερικές επενδύσεις. Το πόσο επιθετικός μπορούσε να είναι ο εθνικισμός εξαρτιόταν σε κάθε περίπτωση από τη θέση της κάθε χώρας. Ο ανταγωνιστικός εθνικισμός επέκτεινε την διεθνή ένταση και η τελική έκφραση του ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος των λαών. Στις περιοχές που διαδόθηκε ο εθνικισμός, όπως και στις χώρες προέλευσης του η αφοσίωση στο εθνικό κράτος αγκάλιασε με τον καιρό ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Όσο τα εθνικιστικά κινήματα στις αποικιακές περιοχές γίνονταν μαζικά εξελίσσονταν αναπόφευκτα σε κινήματα για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας καθώς και για την απελευθέρωση από τον ξενικό ζυγό. Μέσα σε ένα οικονομικά αλληλένδετο κόσμο, η προσέγγιση σε κάθε μειονότητα με ιστορική συνείδηση να ζητήσει να γίνει κράτος, ήταν μια ενθάρρυνση για τον θρυμματισμό της κοινωνίας. Επιπλέον η ρομαντική αντίληψη για την εθνική ιστορία ως βάση εθνικότητας οδήγησε αμέσως σε αλληλοσυγκρουόμενες αξιώσεις ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου κάθε χώρα επικαλείτο την ιστορική περίοδο που κατά τη διάρκεια της το στοιχείο με το οποίο ταυτιζόταν εθνικά είχε υπό τον έλεγχο του τη μεγαλύτερη περιοχή. Έπειτα η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι με την ίδια εθνική παράδοση άνηκαν στο ίδιο έθνος, έδωσε λαβή σε αξιώσεις για ένωση με ομοεθνείς που ζούσαν έξω από την εθνική περιοχή.
Ο ασιατικός εθνικισμός ξεκίνησε μια πορεία ανάπτυξης όμοια με εκείνη της Ευρώπης αλλά με πολύ ταχύτερο ρυθμό. Η εξελικτική πορεία της ταύτισης του έθνους πρώτα με τον ηγεμόνα, ύστερα με την αστική τάξη και τέλος με το σύνολο του λαού, που είχε χρειαστεί στην Ευρώπη κάπου τέσσερις αιώνες, ολοκληρώθηκε στην Ασία σε τέσσερις δεκαετίες. Και στην Αφρική ο ρυθμός ήταν ακόμη ταχύτερος. Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Είχε πάρει συγκεκριμένη μορφή σε έθνη που λειτουργούσαν σαν συνεταιριστικές επιχειρήσεις και που η οικονομική και πολιτική βάση τους ήταν εδραία και πλατιά. Είχε απλωθεί για να αγκαλιάσει πιο μεγάλες μάζες του πληθυσμού που έγιναν ενεργότεροι μέτοχοι και κληρονόμοι του. Αντιθέτως ο ασιατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ανάμεσα σε διανοούμενους και ύστερα ανάμεσα στις μάζες του λαού πολύ πριν δημιουργηθεί επαρκής βάση για εθνική ζωή. Έτσι αποδέσμευε μια τεράστια συναισθηματική δύναμη που μπόρεσε να δώσει ισχυρή ώθηση στις εθνικές προσπάθειες και ταυτόχρονα κατόρθωσε να επισκιάσει την πρακτική πραγματικότητα της εθνικής προόδου. Η πρώτη επίδραση της παρόρμησης στον εθνικισμό με την εξαγγελία και αποδοχή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών ήταν να χαλαρώσει τον ζυγό των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, να ενθαρρύνει τα εθνικά κινήματα ανάμεσα στις μειονότητες μέσα στα εθνικά κράτη, όπως έγινε με τους Φλαμανδούς στο Βέλγιο ή με τους Καταλανούς στην Ισπανία, που επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα τους για να δυναμώσει τα κινήματα ανεξαρτησίας, όπως στην Ιρλανδία και να δώσει μεγάλη τόνωση στα εθνικιστικά κινήματα, μεταξύ των αποικιακών λαών. Όλα αυτά είχαν απελευθερωτικά αποτελέσματα αλλά έκλειναν μέσα τους ανησυχητικές τάσεις. Πόσο μεγάλη θα πρέπει να είναι μια ομάδα για να αποτελέσει λαό ή έθνος. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο εθνικισμός παρέμεινε μια ισχυρή παγκόσμια δύναμη. Έφερε την απελευθέρωση των λαών της Ασίας και της Αφρικής. Οι πιο επιθετικές μορφές του φάνηκαν προ στιγμήν τουλάχιστον, ότι είχαν αναχαιτιστεί. Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία έδωσε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με το νέο διεθνισμό. Αλλά στα μέσα του 20ου αιώνα ο εθνικισμός αποδείχθηκε ότι ήταν όχι μόνο δημιουργική αλλά καταστροφική δύναμη στη ζωή της ανθρωπότητας. Και η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις πολιτικές μονάδες, τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών, είχε γίνει τρομερά πολύπλοκη σε έναν κόσμο που από τη μια μεριά ήταν αλληλένδετος, ενώ από την άλλη έτεινε ολοένα και περισσότερο στην αυτοδιάθεση. Ουσιαστικά όλο το χρονικό διάστημα μέχρι και σήμερα, οι «εθνικιστές εξάρσεις» δεν έλειψαν ποτέ από τον πλανήτη μας. Σήμερα απλώς η έννοια του εθνικισμού έχει πάρει και άλλες διαστάσεις.
Μετά τον τερματισμό του ψυχρού πολέμου και τη διαμορφωμένη νέα τάξη πραγμάτων- που είναι ρευστή και απροσδιόριστη προς το παρόν- ο κόσμος εξελίσσεται με τρόπο περίεργο. Η Ρωσία ακόμη και σήμερα διανύει μια κρίσιμη και ταραγμένη φάση της ιστορίας της. Και τα φαινόμενα αυτά δεν περιορίζονται στην Ανατολή. Στη Γερμανία δεν περνάει βδομάδα που οι «νεοναζι» να μη σκοτώσουν ξένους ενώ και σε άλλες χώρες τα εξτρεμιστικά εθνικιστικά κινήματα γνωρίζουν «άνθηση». Ακόμη τα όσα συμβαίνουν την Αγκόλα, στην Καμπότζη, στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Γεωργία, στην Αϊτή, στο Τατζικιστάν και αλλού είναι χαρακτηριστικά των νέων εξάρσεων.
Ο πρώην γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Γκάλη σε ένα άρθρο του τα αποκάλεσε όλα αυτά «προσπάθεια διατήρησης των θεμελίων των κρατικών συστημάτων και χάραξη νέων μετά-ψυχροπολεμικών δομών ειρήνης και ασφάλειας.»Και συνέχιζε: «Ο Ο.Η.Ε έχει αναλάβει την υλοποίηση του έργου της ειρήνης και ασφάλειας στον κόσμο. Είναι ένα έργο δύσκολο, με ευρύτατες και αβέβαιες συνέπειες, έργο το οποίο γίνεται ακόμη δυσκολότερο από την εμφάνιση δυο ειδών εθνικισμού με την κακή έννοια του υπερεθνικισμού και του μικροεθνικισμού. Οι υπερεθνικιστές, νοσταλγοί της εποχής όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν από μια από τις μεγάλες δυνάμεις, θέλουν να χρησιμοποιήσουν τον Ο.Η.Ε ως προκάλυμμα για την ικανοποίηση τέτοιου είδους συμφερόντων και προσπαθούν να τον κάνουν να επιστρέψει στο σχετικώς περιθωριακό ρόλο που έπαιζε στον παρελθόν. Σε πολυμερείς επιχειρήσεις που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στον πλανήτη, ο Ο.Η.Ε έχει αντιμετωπίσει τις απειλές του μικροεθνικισμού και τις εθνικιστικές ή φυλετικές δυνάμεις που αποτελούν την αιτία της διάλυσης των κρατών, όπως συμβαίνει στη Σομαλία… Ανάμεσα στον υπερεθνικισμό και τον μικροεθνικισμό ο Ο.Η.Ε προσπαθεί να διατηρήσει το έθνος κράτος ως θεμέλιο της διεθνούς ζωής και να φέρει τα κράτη σε συνεννόηση μέσα σε μια πεφωτισμένη πολυμέρεια η οποία θα προωθεί παράλληλα τα συμφέροντα του καθενός αλλά και το κοινό συμφέρον όλων. Αν το πετύχει οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μάθουν να δρουν μονομερώς ή πολυμερώς, αλλά όχι και τα δυο συγχρόνως. Και οι εθνικιστικές ομάδες θα πρέπει να μάθουν να μην υποσκάπτουν την πολιτική ενότητα ζητώντας τα προνόμια του ανεξάρτητου κράτους. Άλλωστε έχει φανεί καθαρά ότι η προσπάθεια εγκατάστασης ενός έθνους σε ένα έδαφος είναι η γενεσιουργός αιτία των εθνικών εκκαθαρίσεων. Είναι φανερό ότι ο εθνικισμός του «εθνικά αμιγούς κράτους» είναι μια απειλή για πολλές χώρες, περισσότερο μάλιστα για τις πρώην κομμουνιστικές χώρες που βρίσκονται θα έλεγε κανένας στο κέντρο του εθνικιστικού τυφώνα αυτού του είδους κάτι βέβαια διαφορετικό από τον ρατσιστικό εθνικισμό των Δυτικοευρωπαϊκών απέναντι στη δική τους «καθαρότητα».
Αυτή η λατρεία του εθνικά αμιγούς κράτους ετέθη ως «θέμα για απάντηση» στον πρώτο πρόεδρο της Τσεχίας Βάτσλαβ Χάβες ο οποίος έδωσε τη δική του άποψη: «Έτσι είναι , ακούω σήμερα « η Σερβία στους Σέρβους» ή «η Κροατία στους Κροάτες». Ασφαλώς εγώ είμαι αντίθετος με το εθνικό κράτος και ακόμη παραπέρα είμαι αντίθετος με την εθνική ιδέα, αυτή καθεαυτή. Αυτό που ονομάζουμε «πατρίδα μας» αποτελείται από διαφορά στρώματα, την οικογένεια, το περιβάλλον, το επάγγελμα, τη θρησκεία του λαού, τον κύκλο των ευρωπαϊκών φίλων μας, τα συμφέροντα» Και συνέχισε: «Αν δώσει κανένας όλο το βάρος σε ένα από αυτά τα στρώματα, αυτό μπορεί να είναι η αρχή του κακού. Και δεν έχω κατά νου μόνο το εθνικό κράτος, όπως το εννοούν στη Μέση Ανατολή. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος που στηρίζεται στη ιδεολογία μας το απέδειξε η κομμουνιστική περίοδος. Όλα αυτά οδηγούν στον πόλεμο. Εγώ υπερασπίζομαι το κράτος δικαίου , το κράτος των πολιτών, δυο έννοιες συνυφασμένες με την έννοια της πατρίδας. Το κράτος δικαίου είναι το μόνο αντίδοτο απέναντι στη λατρεία της εθνικής καθαρότητας και το κράτος των πολιτών εξασφαλίζει την αποδοχή το ότι κάποιος είναι Τσέχος, ένας άλλος είναι Γερμανός και ένας τρίτος Πολωνός, ο ένας πιστός και ο άλλος «άθεος» ο ένας μένει στην Πράγα και ο άλλος στη Βαρσοβία.
Τελικώς ποίος εθνικισμός είναι καλύτερος ή επικρατέστερος στην εποχή μας; Μπορούμε να αντιληφθούμε το αδιέξοδο και τη σύγχυση παίρνοντας το παράδειγμα της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας. Σε ένα σχετικό άρθρο στη “MODE” του Χαβελ αναφέρεται: «Όλοι γνωρίσουν από τώρα η κροατική Βοσνία θα ενωθεί με την Κροατία και η σερβική Βοσνία με τη Σερβία και μόνο οι Βόσνιοι, Σλάβοι και Μουσουλμάνοι θα μείνουν μόνοι και γεωγραφικώς απομονωμένοι. Τους δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που θέλουν να είναι απλώς Γιουγκοσλάβοι Βόσνιοι δεν τους υπολογίζει πλέον κανένας. Προφανώς όλοι θα απαιτήσουν από αυτούς να αποφασίσουν τι είναι. Κι ας μη το θέλουν γιατί δεν το γνωρίζουν ή γιατί δεν έχουν θρήσκευμα ή γιατί είναι «μικτές» οι οικογένειες τους. Τι εξηγεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο; Προφανώς το εθνικιστικό μένος όλων των τυπικών πρωταγωνιστών του, που προσδοκούν στρατιωτικά εδαφικά κέρδη ώστε να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική θέση τους» Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται μόνο στη Βοσνία αλλά αν ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη του πλανήτη θα δούμε ότι υπάρχει σε πολλά σημεία του κόσμου.
I-Reporter
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πρίγκιπες και αστέρες στο απέραντο γαλάζιο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Την Κυριακή η απάντηση του «Σάρας»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ