2012-03-06 14:58:36
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον ξεπερνούσε, τον ξεπερνούσε τόσο πολύ, που δεν το έγραψε καν, αφήνοντας το μήνυμα στην κολώνα μετέωρο. Μετέωρο αλλά ταυτόχρονα και αυτάρκες: τον ξεπερνά. Τέλος. Ή μάλλον όχι τέλος. Γιατί ίσως δεν "τον" ξεπερνά, αλλά "την" ξεπερνά. Τι; Πιθανώς το τέλος. Ίσως γράφει "με ξεπερνά" μπας και αρχίσει να τον ή την ξεπερνά.
Εμένα πάλι με ξεπερνά πως περπατώντας το απόγευμα από Κάνιγγος μέχρι Σύνταγμα με σταμάτησαν κυριολεκτικά στο δρόμο πόσοι; Πέντε; Έξι; Τον ένα τον κοίταξα, του απάντησα κιόλας, μου ανταπάντησε. Ήταν, λέει, από το Μπαγκλαντές. Κρατούσε ένα μάτσο πορτοκαλί λουλούδια. Τους υπόλοιπους απλώς τους ξεπέρασα, χωρίς να τους κοιτάξω, χωρίς να τους απαντήσω. Ίσως επειδή ήταν Έλληνες. Δεν θέλω πολλά πάρε δώσε μαζί τους, κατέστρεψαν τη χώρα μου, κατέστρεψαν το μέλλον των νέων γενιών, όπως καταγγέλλεται εμφατικά από το Protagon και αναπαράγεται δοξαστικά από το Buzz. Κοιτούσα όμως στη θέση τους πολλούς άλλους, που είτε κάθονταν κουρνιασμένοι στις θέσεις τους στα πεζοδρόμια, είτε περιφέρονταν σαν πρεζωμένος χορός αρχαίας τραγωδίας, όπως π.χ. έξω από το Πνευματικό Κέντρο, πάνω στο οποίο τόσες γόνιμες και συναρπαστικές συζητήσεις διεξήχθησαν προ ημερών.
Σκέφτομαι πως ήταν σαν ταινία. Σαν σκηνή όμως που ο ήρωας βλέπει εφιάλτη μέσα στην ταινία. Πού θα πάει, θα κόψουμε στο καραμπανάλ πλάνο που πετάγεται από το κρεβάτι του ιδρωμένος. Αυτό το πλάνο περιμένω, αυτό το πλάνο μπορεί να περιμένεις κι εσύ: τα σχέδια μάρσαλ που αρέσουν και στον πρόεδρο Παπούλια, τα ευρωομόλογα, το χρήμα που θα αρχίσει να πέφτει από τον ουρανό ή από την ΕΚΤ, επειδή ο καπιταλισμός θα ξαναβρεί τα λογικά του και η γερμανική Ευρώπη τα δικά της, και θα αποφασίσει να μην τραβήξει άλλο το σκοινί, ώστε το σύστημα να ξαναρχίσει να γίνεται βιώσιμο και να μπορέσει να εξυπηρετείται και στις επόμενες δεκαετίες.
Με ξεπερνά, βλέπεις, περισσότερο απ' όλα η συνειδητοποίηση πως ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε έφυγε ανεπιστρεπτί, έφυγε και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Και πως αλυχτάμε από την μία και την άλλη πλευρά του πτώματός του, με εκατέρωθεν -αντικρουόμενες- προσδοκίες, με εκατέρωθεν -καλπάζον- μίσος, αλλά και με εκατέρωθεν -απωθημένο- τρόμο.
Με ξεπερνά πως μέσα στην ζεστασιά της παλιάς εποχής -της μόνης εποχής που είχα γνωρίσει, της εποχής που θεωρούσα αυτονόητης- ήμουν σχετικιστής ως το μεδούλι, ενώ τώρα οτιδήποτε λιγότερο από το απόλυτο μου φαίνεται νερόβραστο.
Με ξεπερνά έτσι αυτή η πλήρης δυσανεξία που έχω αναπτύξει απέναντι ... Απέναντι σε τι; Εσύ θα πεις απέναντι στην αντίθετη οπτική, στην αντίθετη άποψη, εγώ θα το αρνηθώ και θα πω πως, όχι, πως είναι δυσανεξία απέναντι στο unfair play των ιδεών, πως είναι δυσανεξία απέναντι στη συμπλεγματική χυδαιότητα που μασκαρεύτηκε σε ιδεολογία, πως είναι τέλος δυσανεξία απέναντι στην πρόταση να τα βάλουμε όλα κάτω να τα συζητήσουμε από την αρχή.
Με ξεπερνά για το λόγο ότι η συζήτηση διεξαγόταν μερικούς αιώνες, αν όχι χιλιετίες, και είχαμε, υποτίθεται, καταλήξει σε μερικά συμπεράσματα και γενικές αρχές που συνιστούσαν την καρδιά του πολιτισμού και της κοινωνικής συμβίωσης. Με ξεπερνά η αντίληψη πως όλα ξαναμπήκαν στο τραπέζι, άπαξ κι έπαψαν να μας δανείζουν οι αγορές.
Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει και τίποτα λιγότερο από αυτό. Όλα έχουν ξαναμπεί στο τραπέζι, θεωρητικώς αλλά και εμπράκτως: από την θέση που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στις κοινωνίες μας, ως τον χαρακτήρα του κράτους και τη χρησιμότητα του πολιτεύματος.
Τίποτα δεν είναι πλέον εκτός συζήτησης, τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο, οι πολιτισμοί συγκροτούνται πάνω σε κοινά παραδεκτές αντιλήψεις και ο δικός μας ο πολιτισμός έδειξε πως νοσεί ως εκεί που δεν παίρνει, από τη στιγμή που αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε το κράτος μας ως καθαρά λογιστικό μέγεθος που μπήκε μέσα, από τη στιγμή που πάψαμε να προτάσσουμε ως ύψιστη αξία την δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης έως και επιβίωσης μεγάλων κομματιών του πληθυσμού του, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομα ιδανικών και μετατράπηκε σε μηχανή υπολογισμού εσόδων και εξόδων, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομά σου και άρχισε να υπαινίσσεται -έως και να διαλαλεί- πως, αντίθετα, εσύ ήσουν το πρόβλημα, πως 36 χρόνια που μιλούσε στο όνομά σου λερώθηκε με λαϊκισμό, πολιτικό κόστος και εξουθενωτική πολυφωνία, πως αν είχε απεξαρτηθεί νωρίτερα από τα δικά σου θέλω και τις δικές σου ανάγκες, δεν θα είχε φτάσει σε τόσο άσχημη κατάσταση το μαγαζί εξυπηρέτησης χρέους το οποίο διευθύνει.
Με ξεπερνά τέλος πως επιμένω να θεωρητικολογώ -αερολογώντας ή μη, δεν είναι αυτό το θέμα- και να μην πράττω, πως επιμένω να παραμένω βυθισμένος στο εγώ αντί να κάνω οτιδήποτε θα εντασσόταν στο εμείς, πως επιμένω να παραμένω δέσμιος της εποχής που πέρασε, περιμένοντας απεγνωσμένα το καραμπανάλ πλάνο του ιδρωμένου τινάγματος απ' το κρεβάτι.
Με ξεπερνά ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: είτε αυτά που γράφω δεν είναι σε όλους ορατά μολονότι πλέον θα έπρεπε, είτε αντιδρώ υστερικά, δυσανάλογα, αυτιστικά, κάνοντας σαν παιδί που του πήραν το γλυκό από τα χέρια, με το γλυκό να μην είναι η αστική δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος δικαίου μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά οι ελληνικές παθογένειες, οι υπερτιμολογήσεις στα φάρμακα, οι μαϊμού ανάπηροι, άντε και η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα.
Με ξεπερνά ότι αυτό είναι ένα ακόμα ποστ ανάμεσα στα χιλιάδες ποστ, μερικές ακόμα λέξεις ανάμεσα στους ωκεανούς των γραμμένων λέξεων, με ξεπερνά πως ό,τι είμαι κι ό,τι δεν είμαι είναι γραμμένες λέξεις, και πως πέρα από αυτές δεν υπάρχει υπόσταση, δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει συνέπεια, δεν υπάρχει φως. Old Boy
Εμένα πάλι με ξεπερνά πως περπατώντας το απόγευμα από Κάνιγγος μέχρι Σύνταγμα με σταμάτησαν κυριολεκτικά στο δρόμο πόσοι; Πέντε; Έξι; Τον ένα τον κοίταξα, του απάντησα κιόλας, μου ανταπάντησε. Ήταν, λέει, από το Μπαγκλαντές. Κρατούσε ένα μάτσο πορτοκαλί λουλούδια. Τους υπόλοιπους απλώς τους ξεπέρασα, χωρίς να τους κοιτάξω, χωρίς να τους απαντήσω. Ίσως επειδή ήταν Έλληνες. Δεν θέλω πολλά πάρε δώσε μαζί τους, κατέστρεψαν τη χώρα μου, κατέστρεψαν το μέλλον των νέων γενιών, όπως καταγγέλλεται εμφατικά από το Protagon και αναπαράγεται δοξαστικά από το Buzz. Κοιτούσα όμως στη θέση τους πολλούς άλλους, που είτε κάθονταν κουρνιασμένοι στις θέσεις τους στα πεζοδρόμια, είτε περιφέρονταν σαν πρεζωμένος χορός αρχαίας τραγωδίας, όπως π.χ. έξω από το Πνευματικό Κέντρο, πάνω στο οποίο τόσες γόνιμες και συναρπαστικές συζητήσεις διεξήχθησαν προ ημερών.
Σκέφτομαι πως ήταν σαν ταινία. Σαν σκηνή όμως που ο ήρωας βλέπει εφιάλτη μέσα στην ταινία. Πού θα πάει, θα κόψουμε στο καραμπανάλ πλάνο που πετάγεται από το κρεβάτι του ιδρωμένος. Αυτό το πλάνο περιμένω, αυτό το πλάνο μπορεί να περιμένεις κι εσύ: τα σχέδια μάρσαλ που αρέσουν και στον πρόεδρο Παπούλια, τα ευρωομόλογα, το χρήμα που θα αρχίσει να πέφτει από τον ουρανό ή από την ΕΚΤ, επειδή ο καπιταλισμός θα ξαναβρεί τα λογικά του και η γερμανική Ευρώπη τα δικά της, και θα αποφασίσει να μην τραβήξει άλλο το σκοινί, ώστε το σύστημα να ξαναρχίσει να γίνεται βιώσιμο και να μπορέσει να εξυπηρετείται και στις επόμενες δεκαετίες.
Με ξεπερνά, βλέπεις, περισσότερο απ' όλα η συνειδητοποίηση πως ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε έφυγε ανεπιστρεπτί, έφυγε και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Και πως αλυχτάμε από την μία και την άλλη πλευρά του πτώματός του, με εκατέρωθεν -αντικρουόμενες- προσδοκίες, με εκατέρωθεν -καλπάζον- μίσος, αλλά και με εκατέρωθεν -απωθημένο- τρόμο.
Με ξεπερνά πως μέσα στην ζεστασιά της παλιάς εποχής -της μόνης εποχής που είχα γνωρίσει, της εποχής που θεωρούσα αυτονόητης- ήμουν σχετικιστής ως το μεδούλι, ενώ τώρα οτιδήποτε λιγότερο από το απόλυτο μου φαίνεται νερόβραστο.
Με ξεπερνά έτσι αυτή η πλήρης δυσανεξία που έχω αναπτύξει απέναντι ... Απέναντι σε τι; Εσύ θα πεις απέναντι στην αντίθετη οπτική, στην αντίθετη άποψη, εγώ θα το αρνηθώ και θα πω πως, όχι, πως είναι δυσανεξία απέναντι στο unfair play των ιδεών, πως είναι δυσανεξία απέναντι στη συμπλεγματική χυδαιότητα που μασκαρεύτηκε σε ιδεολογία, πως είναι τέλος δυσανεξία απέναντι στην πρόταση να τα βάλουμε όλα κάτω να τα συζητήσουμε από την αρχή.
Με ξεπερνά για το λόγο ότι η συζήτηση διεξαγόταν μερικούς αιώνες, αν όχι χιλιετίες, και είχαμε, υποτίθεται, καταλήξει σε μερικά συμπεράσματα και γενικές αρχές που συνιστούσαν την καρδιά του πολιτισμού και της κοινωνικής συμβίωσης. Με ξεπερνά η αντίληψη πως όλα ξαναμπήκαν στο τραπέζι, άπαξ κι έπαψαν να μας δανείζουν οι αγορές.
Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει και τίποτα λιγότερο από αυτό. Όλα έχουν ξαναμπεί στο τραπέζι, θεωρητικώς αλλά και εμπράκτως: από την θέση που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στις κοινωνίες μας, ως τον χαρακτήρα του κράτους και τη χρησιμότητα του πολιτεύματος.
Τίποτα δεν είναι πλέον εκτός συζήτησης, τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο, οι πολιτισμοί συγκροτούνται πάνω σε κοινά παραδεκτές αντιλήψεις και ο δικός μας ο πολιτισμός έδειξε πως νοσεί ως εκεί που δεν παίρνει, από τη στιγμή που αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε το κράτος μας ως καθαρά λογιστικό μέγεθος που μπήκε μέσα, από τη στιγμή που πάψαμε να προτάσσουμε ως ύψιστη αξία την δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης έως και επιβίωσης μεγάλων κομματιών του πληθυσμού του, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομα ιδανικών και μετατράπηκε σε μηχανή υπολογισμού εσόδων και εξόδων, από τη στιγμή που ο επίσημος λόγος έπαψε να μιλά στο όνομά σου και άρχισε να υπαινίσσεται -έως και να διαλαλεί- πως, αντίθετα, εσύ ήσουν το πρόβλημα, πως 36 χρόνια που μιλούσε στο όνομά σου λερώθηκε με λαϊκισμό, πολιτικό κόστος και εξουθενωτική πολυφωνία, πως αν είχε απεξαρτηθεί νωρίτερα από τα δικά σου θέλω και τις δικές σου ανάγκες, δεν θα είχε φτάσει σε τόσο άσχημη κατάσταση το μαγαζί εξυπηρέτησης χρέους το οποίο διευθύνει.
Με ξεπερνά τέλος πως επιμένω να θεωρητικολογώ -αερολογώντας ή μη, δεν είναι αυτό το θέμα- και να μην πράττω, πως επιμένω να παραμένω βυθισμένος στο εγώ αντί να κάνω οτιδήποτε θα εντασσόταν στο εμείς, πως επιμένω να παραμένω δέσμιος της εποχής που πέρασε, περιμένοντας απεγνωσμένα το καραμπανάλ πλάνο του ιδρωμένου τινάγματος απ' το κρεβάτι.
Με ξεπερνά ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: είτε αυτά που γράφω δεν είναι σε όλους ορατά μολονότι πλέον θα έπρεπε, είτε αντιδρώ υστερικά, δυσανάλογα, αυτιστικά, κάνοντας σαν παιδί που του πήραν το γλυκό από τα χέρια, με το γλυκό να μην είναι η αστική δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος δικαίου μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά οι ελληνικές παθογένειες, οι υπερτιμολογήσεις στα φάρμακα, οι μαϊμού ανάπηροι, άντε και η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα.
Με ξεπερνά ότι αυτό είναι ένα ακόμα ποστ ανάμεσα στα χιλιάδες ποστ, μερικές ακόμα λέξεις ανάμεσα στους ωκεανούς των γραμμένων λέξεων, με ξεπερνά πως ό,τι είμαι κι ό,τι δεν είμαι είναι γραμμένες λέξεις, και πως πέρα από αυτές δεν υπάρχει υπόσταση, δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει συνέπεια, δεν υπάρχει φως. Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σε κόσμους που εσείς δεν τους αντέχετε
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Unfollow #3: στη ρωγμή του χρόνου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ