2012-08-24 09:29:14
της Aσπασίας Μάλλιου*
Από τα στοιχεία που είχαν ανακοινωθεί από το υπουργείο Οικονομικών έως τις αρχές Αυγούστου, παρά την τεράστια ύφεση, αυξήθηκε ο μέσος όρος του χρεωστικού φόρου εισοδήματος και εισφοράς που καλούνται να καταβάλουν οι φορολογούμενοι που υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος. Η αύξηση οφείλεται μάλλον στη μείωση του αφορολόγητου ορίου και στην αλλαγή του συστήματος έκπτωσης δαπανών από αποδείξεις, καθώς και λόγω της συνεκκαθάρισης της έκτακτης εισφοράς μαζί με τον φόρο εισοδήματος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από σύνολο 3.761.473 δηλώσεων, οι 2.562.135 δηλώσεις είναι χρεωστικές (55.956.438.368,03 ευρώ το φορολογητέο εισόδημα, 3.365.426.697,61 ευρώ ο φόρος εισοδήματος, 893.446.527,92 ευρώ η έκτακτη εισφορά και 151.513.591,69 ευρώ το τέλος επιτηδεύματος). Ενώ, μόλις οι 313.349 δηλώσεις είναι πιστωτικές (8,33%) και οι 885.989 μηδενικές (23,55%).
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η διεύρυνση του ποσοστού των χρεωστικών έναντι των πιστωτικών και μηδενικών δηλώσεων αντανακλά και τη διεύρυνση της φορολογητέας βάσης. Διεύρυνση που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και τελικά διασφαλίζει τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ιδίως υπό το πρίσμα των σημερινών έκτακτων συνθηκών.
Η εμπειρία προηγούμενων ετών έχει αποδείξει ότι - με το αφορολόγητο όριο που ίσχυε παλαιότερα - το μεγαλύτερο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων φορολογούμενων δήλωναν καθαρό εισόδημα στα όρια του αφορολόγητου. Με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνονται διόλου ή ελάχιστα με φόρο εισοδήματος. Ήταν αρκετά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η πλειονότητα όσων τηρούσαν β’ κατηγορίας βιβλία Κ.Β.Σ., είτε αυτοί ασκούν εμπορική δραστηριότητα, είτε ελευθέριο επάγγελμα, συγκέντρωναν καθαρό ετήσιο εισόδημα όχι πολύ μεγαλύτερο του αφορολόγητου ποσού των 10.000 ευρώ, δηλαδή περίπου 800 ευρώ το μήνα. Από την απλή ανάγνωση των στατιστικών των δηλώσεων των προηγούμενων ετών, μπορούσε οποιοσδήποτε να συμπεράνει σχετικά εύκολα ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων παρέλειπαν να δηλώσουν, άρα και να φορολογηθούν για ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων που απέκτησαν πραγματικά. Πέρα από την έλλειψη φορολογικής συνείδησης, ο λόγος για τον οποίο αυτό συνέβαινε συστηματικά επί σειρά ετών ήταν διότι η φορολογική αρχή και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι αδυνατούσαν ή ακόμη χειρότερα δεν επιθυμούσαν να συλλάβουν αυτή τη φοροδιαφεύγουσα ύλη.
Ο πλέον αποτελεσματικός δε τρόπος σύλληψής της θα ήταν η διασταύρωση των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσαν οι φοροφυγάδες και των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν. Ο τρόπος αυτός μπορεί να εγγυηθεί τη δίκαιη διάγνωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας καθενός Έλληνα φορολογούμενου σε αντίθεση με τον τεκμαρτό τρόπο υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος που συνήθως οδηγεί στην άδικη επιβολή φόρου. Και είναι συνήθως άδικη η επιβολή φόρου με βάση τα τεκμήρια διατήρησης περιουσιακών στοιχείων, διότι η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως σπίτι, αυτοκίνητο κ.ο.κ., το οποίο είχε κάποτε στο παρελθόν αποκτηθεί με νόμιμα φορολογηθέντα εισοδήματα ή περιουσία, δεν μπορεί -ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας και δραστικών μειώσεων μισθών και συντάξεων- να συνιστά αξιόπιστη και αποτελεσματική ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας.
Η ανάγκη ύπαρξης προεχόντως πολιτικής βούλησης για τη δημιουργία αξιόπιστου συστήματος διασταύρωσης περιουσιακών στοιχείων και συναλλαγών επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών, για τα χρηματικά ποσά που μετακινήθηκαν από την Ελλάδα σε τράπεζες του εξωτερικού. Η διασταύρωση περιουσιακών στοιχείων και μάλιστα κατά τον χρόνο που αυτά αποκτώνται ή κατά τον χρόνο όταν συναλλαγές πραγματοποιούνται πρέπει επιτέλους να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Γιατί, τότε ο Έλληνας πολίτης που φέρεται κατά την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών σε μια ημέρα να έχει καταθέσει σε τράπεζα του εξωτερικού 150 εκατ. ευρώ, χωρίς το ποσό αυτό να έχει εμφανισθεί σε φορολογική του δήλωση, θα είχε ήδη ελεγχθεί και δώσει ικανοποιητικές ή όχι εξηγήσεις κατά τον κρίσιμο χρόνο, οπόταν αυτός είχε σχηματίσει το κεφάλαιο που εξήγαγε.
Η φοροδιαφυγή περιορίζεται, όταν γίνεται ασύμφορη για τον φοροφυγά που «κλέβει» την περιουσία όλων μας. Και όταν αυτός που έχει πρόθεση φοροδιαφυγής αντιληφθεί ότι η πραγματική φοροδοτική του ικανότητα θα αποτυπωθεί με σαφήνεια και σε ταχύ χρόνο, με την ηλεκτρονική αποτύπωση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά και των συναλλαγών στις οποίες αυτός συμμετέχει. Αλλιώς, όσο και αν διατυπώνουμε ως κοινωνία και πολιτική ηγεσία τη θέλησή μας για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αυτή θα θεριεύει και τα χρήματα θα «πετούν» προς τράπεζες του εξωτερικού, σε χώρες με τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει καν συνάψει συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας, ώστε να μπορεί με σχετική ευχέρεια να ζητά διοικητική συνδρομή.
* Η Ασπασία Μάλλιου είναι δικηγόρος και εκδότης του νομικού περιοδικού «Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας», www.dfn.gr
Από τα στοιχεία που είχαν ανακοινωθεί από το υπουργείο Οικονομικών έως τις αρχές Αυγούστου, παρά την τεράστια ύφεση, αυξήθηκε ο μέσος όρος του χρεωστικού φόρου εισοδήματος και εισφοράς που καλούνται να καταβάλουν οι φορολογούμενοι που υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος. Η αύξηση οφείλεται μάλλον στη μείωση του αφορολόγητου ορίου και στην αλλαγή του συστήματος έκπτωσης δαπανών από αποδείξεις, καθώς και λόγω της συνεκκαθάρισης της έκτακτης εισφοράς μαζί με τον φόρο εισοδήματος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από σύνολο 3.761.473 δηλώσεων, οι 2.562.135 δηλώσεις είναι χρεωστικές (55.956.438.368,03 ευρώ το φορολογητέο εισόδημα, 3.365.426.697,61 ευρώ ο φόρος εισοδήματος, 893.446.527,92 ευρώ η έκτακτη εισφορά και 151.513.591,69 ευρώ το τέλος επιτηδεύματος). Ενώ, μόλις οι 313.349 δηλώσεις είναι πιστωτικές (8,33%) και οι 885.989 μηδενικές (23,55%).
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η διεύρυνση του ποσοστού των χρεωστικών έναντι των πιστωτικών και μηδενικών δηλώσεων αντανακλά και τη διεύρυνση της φορολογητέας βάσης. Διεύρυνση που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και τελικά διασφαλίζει τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ιδίως υπό το πρίσμα των σημερινών έκτακτων συνθηκών.
Η εμπειρία προηγούμενων ετών έχει αποδείξει ότι - με το αφορολόγητο όριο που ίσχυε παλαιότερα - το μεγαλύτερο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων φορολογούμενων δήλωναν καθαρό εισόδημα στα όρια του αφορολόγητου. Με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνονται διόλου ή ελάχιστα με φόρο εισοδήματος. Ήταν αρκετά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η πλειονότητα όσων τηρούσαν β’ κατηγορίας βιβλία Κ.Β.Σ., είτε αυτοί ασκούν εμπορική δραστηριότητα, είτε ελευθέριο επάγγελμα, συγκέντρωναν καθαρό ετήσιο εισόδημα όχι πολύ μεγαλύτερο του αφορολόγητου ποσού των 10.000 ευρώ, δηλαδή περίπου 800 ευρώ το μήνα. Από την απλή ανάγνωση των στατιστικών των δηλώσεων των προηγούμενων ετών, μπορούσε οποιοσδήποτε να συμπεράνει σχετικά εύκολα ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων παρέλειπαν να δηλώσουν, άρα και να φορολογηθούν για ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων που απέκτησαν πραγματικά. Πέρα από την έλλειψη φορολογικής συνείδησης, ο λόγος για τον οποίο αυτό συνέβαινε συστηματικά επί σειρά ετών ήταν διότι η φορολογική αρχή και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι αδυνατούσαν ή ακόμη χειρότερα δεν επιθυμούσαν να συλλάβουν αυτή τη φοροδιαφεύγουσα ύλη.
Ο πλέον αποτελεσματικός δε τρόπος σύλληψής της θα ήταν η διασταύρωση των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσαν οι φοροφυγάδες και των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν. Ο τρόπος αυτός μπορεί να εγγυηθεί τη δίκαιη διάγνωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας καθενός Έλληνα φορολογούμενου σε αντίθεση με τον τεκμαρτό τρόπο υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος που συνήθως οδηγεί στην άδικη επιβολή φόρου. Και είναι συνήθως άδικη η επιβολή φόρου με βάση τα τεκμήρια διατήρησης περιουσιακών στοιχείων, διότι η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως σπίτι, αυτοκίνητο κ.ο.κ., το οποίο είχε κάποτε στο παρελθόν αποκτηθεί με νόμιμα φορολογηθέντα εισοδήματα ή περιουσία, δεν μπορεί -ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας και δραστικών μειώσεων μισθών και συντάξεων- να συνιστά αξιόπιστη και αποτελεσματική ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας.
Η ανάγκη ύπαρξης προεχόντως πολιτικής βούλησης για τη δημιουργία αξιόπιστου συστήματος διασταύρωσης περιουσιακών στοιχείων και συναλλαγών επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών, για τα χρηματικά ποσά που μετακινήθηκαν από την Ελλάδα σε τράπεζες του εξωτερικού. Η διασταύρωση περιουσιακών στοιχείων και μάλιστα κατά τον χρόνο που αυτά αποκτώνται ή κατά τον χρόνο όταν συναλλαγές πραγματοποιούνται πρέπει επιτέλους να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Γιατί, τότε ο Έλληνας πολίτης που φέρεται κατά την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών σε μια ημέρα να έχει καταθέσει σε τράπεζα του εξωτερικού 150 εκατ. ευρώ, χωρίς το ποσό αυτό να έχει εμφανισθεί σε φορολογική του δήλωση, θα είχε ήδη ελεγχθεί και δώσει ικανοποιητικές ή όχι εξηγήσεις κατά τον κρίσιμο χρόνο, οπόταν αυτός είχε σχηματίσει το κεφάλαιο που εξήγαγε.
Η φοροδιαφυγή περιορίζεται, όταν γίνεται ασύμφορη για τον φοροφυγά που «κλέβει» την περιουσία όλων μας. Και όταν αυτός που έχει πρόθεση φοροδιαφυγής αντιληφθεί ότι η πραγματική φοροδοτική του ικανότητα θα αποτυπωθεί με σαφήνεια και σε ταχύ χρόνο, με την ηλεκτρονική αποτύπωση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά και των συναλλαγών στις οποίες αυτός συμμετέχει. Αλλιώς, όσο και αν διατυπώνουμε ως κοινωνία και πολιτική ηγεσία τη θέλησή μας για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αυτή θα θεριεύει και τα χρήματα θα «πετούν» προς τράπεζες του εξωτερικού, σε χώρες με τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει καν συνάψει συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας, ώστε να μπορεί με σχετική ευχέρεια να ζητά διοικητική συνδρομή.
* Η Ασπασία Μάλλιου είναι δικηγόρος και εκδότης του νομικού περιοδικού «Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας», www.dfn.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Η Μεσόγειος έκλεψε το καλοκαίρι της Σουηδίας»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πεζοναύτες πίνουν αίμα κόμπρας και τρώνε κατσαρίδες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ