2012-08-27 17:13:09
Γράφει ο Μανόλης Δημελάς
Πέρασε πάλι το μέτρημα των αστεριών, εκείνες οι μέρες που γίναν σύμμαχος στα όνειρα. Γυρνάμε, επιστρέφουμε στην πόλη φορτωμένοι μνήμες, φρέσκες ιδέες και απόψεις απίθανης σωτηρίας.
Εκεί στον καφενέ, πάνω στα φλυτζάνια, λύναμε όλα τα προβλήματα της χώρας μας, μα ήταν και στιγμές που θεραπεύαμε ολάκερο τον κόσμο.
Ο Κωστάκης με τη γυναίκα και πέντε κουτσούβελα παλεύει μέσα στο μαγαζί από το ξημέρωμα. Με τον καφέ στην αρχή, μετά σερβίρει ηδύποτα με το χαρτάκι, την μπιλότα. Έρχεται έπειτα η Σοφία, η σύζυγος.. μαγειρεύει, τον βοηθάει αφού εκείνος είναι ο μάγειρας, στέκει με το ένα πόδι, το βράδυ είχε φαγητό στο δροσάερο, στον πάνω πλατεία που λέμε εμείς και δεν είναι παρά ενα στενό που χωρά δυό αμάξια ίσα-ίσα. Ελληνικές παρόλες.
Το μαγαζί ελληνικό, ανακαινίσεις έχουν καιρό να γίνουν, με τις ψυχές των προγόνων βλοσυροί, σαν το καδραρισμένο, θολό από την κάπνα πορτραίτο του Κολοκοτρώνη, να στέκουν στο ταβάνι.
Στο δεξί παραθύρι έχει δίκτυο, του δήμου, κι ώσπου να το πιάσει το γλυκύ του, το ίντερνετ δουλεύει. Στο αριστερό σαν σταθείς βλέπεις το μουλάρι που περνά και συνάει, μαζεύει τα σκουπίδια μας.
Οι ταξιδιώτες, κυρίως ευρωπαίοι, που περνούν, στέκονται στην αρχή σαν χαμένοι, τίποτε δεν μοιάζει με τον τακτοποιημένο τόπο τους.
Ελληνική φιλοξενία, greek kontosouvli, kalamari, θράψαλα, αλλά και λαγός χτυπημένος και μαριναρισμένος από τον Κωστάκη.
Όλα αυθεντικά, τίποτε προσχεδιασμένο και δήθεν. Τα αστεία Αριστοφανικά από τους γειτόνους και το σερβίρισμα τις μέρες που έχει πολλούς να ταΐσει η Σοφία, απελπιστικά αργό, σχεδόν φιδίσια σέρνεται η παραγγελία, με την οικογένεια πίσω από τον πάγκο να ψάχνει τίνος είναι το πιάτο.
Λοιπόν αυτό το καφενείο, είναι μέσα στα τρία προτεινόμενα από το tripadvisor, για την Κάρπαθο, που έχει 56.000.000 διαφορετικούς παρακαλώ, επισκέπτες κάθε μήνα.
Η επιχείρηση αυτή, που δουλεύει με το φιλότιμο και την μπέσα του νεοέλληνα, δείχνει τον δρόμο της αυθεντικότητας, της ειλικρίνειας των ανθρώπων που δεν κάνουν παιγνίδια με τον περαστικό, βλέπουν με ίδια μάτια και μυαλό τους ανθρώπους.
Όπως έπρεπε θα πεις, μπορεί, μα έπειτα πάλι πώς να αδικήσω εκείνον που παλεύει με τα σίδερα, με τη βενζίνη να πετά πάνω από τα δύο ευρώ, με μιάν ακρίβεια που τσακίζει και την πιο συνετή διαχείριση, θέλουμε τον καταστηματάρχη της άγονης γραμμής έναν τίμιο μεροκαματιάρη, όταν το σύστημα προσπαθεί να τα αρπάξει βιαστικά.
Σαν περαστικά μαγιάτικα, τα ψάρια που περνούν, πάνε για πιο ζεστά κλίματα, έτσι κι εμείς, βολτάραμε στις παραλίες και τα σοκάκια των νησιών, ζητήσαμε ίση μεταχείριση απαιτήσαμε, σχεδόν, τις κοινές μνήμες των παιδικών μας χρόνων.
Μα σαν ξεμακρύνει το βαπόρι και επιστρέψουμε σαν καθαρό αίμα στην πόλη μας, ξεχνάμε τον μικρό τόπο. Λέμε «αυτοί τη βγάζουν καθαρή» ή «τι ανάγκη έχουν».
Αλήθεια είναι, λοιπόν, η επαρχία στέκει ακόμη, βουβή μα τα καταφέρνει, μας ξελάσπωσε και αυτή τη φορά, φύγαμε για διακοπές αλαφιασμένοι, έστω κι αν δεν είχαμε πιάσει πόστα σε πλατείες.
Με τόσες παρόλες που άκουσα περίμενα την Αθήνα να μην αδειάζει, μα η ερημιά ξαναγύρισε στου Αυγούστου τα σκαλιά.
Ας μην τους αδικούμε, για τις αποδείξεις που δεν έκοψαν, για το παράνομο σπιτάκι πάνω στου γυαλού το κύμα, που κι αυτό έγινε σήριαλ στη Ρόδο, για τα αυτοκίνητα μέσα στα σοκάκια, ειδικά αν όποιος τα έκαμε ζει χρόνο-καιρό στους μικρούς τόπους.
Ας μην κουνάμε δάχτυλα, λοιπόν, ας δούμε τι κρύβεται πίσω από το περιτύλιγμα, ποιόν πραγματικά βαραίνει η ευθύνη, αν όχι ανίκανες ηγεσίες, που χρόνια τώρα φτιάχνουν σιωπηλούς ραγιάδες να τα αρπάξουν;
*Γενίτσαρους συνηθίζουν να λένε τους μετανάστες που επιστρέφουν μοναχά το καλοκαίρι στο νησί. Κάνουν κριτική, γκρινιάζουν, αλλά μοναχά για ένα μήνα. Έπειτα φεύγουν και ξαναθυμούνται τον τόπο στις εκλογές και το καλοκαιράκι.
Kafeneio
Πέρασε πάλι το μέτρημα των αστεριών, εκείνες οι μέρες που γίναν σύμμαχος στα όνειρα. Γυρνάμε, επιστρέφουμε στην πόλη φορτωμένοι μνήμες, φρέσκες ιδέες και απόψεις απίθανης σωτηρίας.
Εκεί στον καφενέ, πάνω στα φλυτζάνια, λύναμε όλα τα προβλήματα της χώρας μας, μα ήταν και στιγμές που θεραπεύαμε ολάκερο τον κόσμο.
Ο Κωστάκης με τη γυναίκα και πέντε κουτσούβελα παλεύει μέσα στο μαγαζί από το ξημέρωμα. Με τον καφέ στην αρχή, μετά σερβίρει ηδύποτα με το χαρτάκι, την μπιλότα. Έρχεται έπειτα η Σοφία, η σύζυγος.. μαγειρεύει, τον βοηθάει αφού εκείνος είναι ο μάγειρας, στέκει με το ένα πόδι, το βράδυ είχε φαγητό στο δροσάερο, στον πάνω πλατεία που λέμε εμείς και δεν είναι παρά ενα στενό που χωρά δυό αμάξια ίσα-ίσα. Ελληνικές παρόλες.
Το μαγαζί ελληνικό, ανακαινίσεις έχουν καιρό να γίνουν, με τις ψυχές των προγόνων βλοσυροί, σαν το καδραρισμένο, θολό από την κάπνα πορτραίτο του Κολοκοτρώνη, να στέκουν στο ταβάνι.
Στο δεξί παραθύρι έχει δίκτυο, του δήμου, κι ώσπου να το πιάσει το γλυκύ του, το ίντερνετ δουλεύει. Στο αριστερό σαν σταθείς βλέπεις το μουλάρι που περνά και συνάει, μαζεύει τα σκουπίδια μας.
Οι ταξιδιώτες, κυρίως ευρωπαίοι, που περνούν, στέκονται στην αρχή σαν χαμένοι, τίποτε δεν μοιάζει με τον τακτοποιημένο τόπο τους.
Ελληνική φιλοξενία, greek kontosouvli, kalamari, θράψαλα, αλλά και λαγός χτυπημένος και μαριναρισμένος από τον Κωστάκη.
Όλα αυθεντικά, τίποτε προσχεδιασμένο και δήθεν. Τα αστεία Αριστοφανικά από τους γειτόνους και το σερβίρισμα τις μέρες που έχει πολλούς να ταΐσει η Σοφία, απελπιστικά αργό, σχεδόν φιδίσια σέρνεται η παραγγελία, με την οικογένεια πίσω από τον πάγκο να ψάχνει τίνος είναι το πιάτο.
Λοιπόν αυτό το καφενείο, είναι μέσα στα τρία προτεινόμενα από το tripadvisor, για την Κάρπαθο, που έχει 56.000.000 διαφορετικούς παρακαλώ, επισκέπτες κάθε μήνα.
Η επιχείρηση αυτή, που δουλεύει με το φιλότιμο και την μπέσα του νεοέλληνα, δείχνει τον δρόμο της αυθεντικότητας, της ειλικρίνειας των ανθρώπων που δεν κάνουν παιγνίδια με τον περαστικό, βλέπουν με ίδια μάτια και μυαλό τους ανθρώπους.
Όπως έπρεπε θα πεις, μπορεί, μα έπειτα πάλι πώς να αδικήσω εκείνον που παλεύει με τα σίδερα, με τη βενζίνη να πετά πάνω από τα δύο ευρώ, με μιάν ακρίβεια που τσακίζει και την πιο συνετή διαχείριση, θέλουμε τον καταστηματάρχη της άγονης γραμμής έναν τίμιο μεροκαματιάρη, όταν το σύστημα προσπαθεί να τα αρπάξει βιαστικά.
Σαν περαστικά μαγιάτικα, τα ψάρια που περνούν, πάνε για πιο ζεστά κλίματα, έτσι κι εμείς, βολτάραμε στις παραλίες και τα σοκάκια των νησιών, ζητήσαμε ίση μεταχείριση απαιτήσαμε, σχεδόν, τις κοινές μνήμες των παιδικών μας χρόνων.
Μα σαν ξεμακρύνει το βαπόρι και επιστρέψουμε σαν καθαρό αίμα στην πόλη μας, ξεχνάμε τον μικρό τόπο. Λέμε «αυτοί τη βγάζουν καθαρή» ή «τι ανάγκη έχουν».
Αλήθεια είναι, λοιπόν, η επαρχία στέκει ακόμη, βουβή μα τα καταφέρνει, μας ξελάσπωσε και αυτή τη φορά, φύγαμε για διακοπές αλαφιασμένοι, έστω κι αν δεν είχαμε πιάσει πόστα σε πλατείες.
Με τόσες παρόλες που άκουσα περίμενα την Αθήνα να μην αδειάζει, μα η ερημιά ξαναγύρισε στου Αυγούστου τα σκαλιά.
Ας μην τους αδικούμε, για τις αποδείξεις που δεν έκοψαν, για το παράνομο σπιτάκι πάνω στου γυαλού το κύμα, που κι αυτό έγινε σήριαλ στη Ρόδο, για τα αυτοκίνητα μέσα στα σοκάκια, ειδικά αν όποιος τα έκαμε ζει χρόνο-καιρό στους μικρούς τόπους.
Ας μην κουνάμε δάχτυλα, λοιπόν, ας δούμε τι κρύβεται πίσω από το περιτύλιγμα, ποιόν πραγματικά βαραίνει η ευθύνη, αν όχι ανίκανες ηγεσίες, που χρόνια τώρα φτιάχνουν σιωπηλούς ραγιάδες να τα αρπάξουν;
*Γενίτσαρους συνηθίζουν να λένε τους μετανάστες που επιστρέφουν μοναχά το καλοκαίρι στο νησί. Κάνουν κριτική, γκρινιάζουν, αλλά μοναχά για ένα μήνα. Έπειτα φεύγουν και ξαναθυμούνται τον τόπο στις εκλογές και το καλοκαιράκι.
Kafeneio
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΙΤΕ: Έτσι τρέλανε 8.000 χρήστες του facebook
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΟΕ: Προσφυγή από Μεξικό κατά της Αργεντινής
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ