2012-09-06 20:38:23
Ο Γιάννης Βαρουφάκης γράφει στη Lifo ότι όπως εξελίσσεται η κατάσταση στη χώρα μας, o εφιάλτης της αποπομπής μας από το ευρώ θα έχει ως αντίβαρο την πιθανότητα να γίνουμε... Κόσοβο. Το ερώτημα είναι τι προτιμάμε και κυρίως τι άλλες επιλογές έχουμε!
Μπορεί μια χώρα, μια οικονομία, να συνεχίζει να φυτοζωεί με το ευρώ ως νόμισμα χωρίς ανάπτυξη, με κράτος (ουσιαστικά) εκτός λειτουργίας, με πλήρη αδυναμία να εισάγει πρώτες ύλες και αγαθά (εκτός κι αν οι αγοραστές τα προπληρώνουν πριν εισαχθούν), με μια πολιτική ηγεσία κλεπτοκρατών κι ενίοτε μαφιόζων, με μια συνεχιζόμενη, μαζική μετανάστευση όσων μπορούν στο εξωτερικό; Μπορεί! Και λέγεται Κόσοβο.
Όταν ξέσπασε η Κρίση στη χώρα μας το 2009/10 πολλοί έλεγαν ότι η κ. Μέρκελ σκόπευε να επιβάλει στην Ελλάδα το μοντέλο Βουλγαρίας: μισθοί στο 1/3 των έως τότε ελληνικών, κράτος συρρικνωμένο και σχεδόν ανύπαρκτο στους (ακριβούς) τομείς της υγείας και της παιδείας, μια οικονομία φτωχή μεν αναπτυσσόμενη δε (προσεταιριζόμενη εταιρείες που μεταναστεύουν εκεί, ελκυόμενες από τους χαμηλούς μισθούς και φόρους). Από τότε θεωρούσα πως αυτή η ερμηνεία ήταν λάθος. Αντίθετα, η Ελλάδα βρισκόταν εξαρχής αντιμέτωπη με το μοντέλο Λεττονίας.
Ποια η διαφορά με τη Βουλγαρία; Όπως και στη δική μας περίπτωση, η Κρίση του 2008 είχε βρει τη Λεττονία σε άνθηση (κι αν όχι σε πραγματική άνθηση, τουλάχιστον σε κατάσταση μεγέθυνσης εισοδημάτων). Το εισόδημα κατά κεφαλήν είχε αρχίσει να αγγίζει τα επίπεδα της Ελλάδας και της Κύπρου, κάτι που ποτέ δεν ίσχυσε για τη Βουλγαρία. Μέσα σε δύο χρόνια το εθνικό εισόδημα της Λεττονίας έπαθε καθίζηση της τάξης περίπου του 28%. Μισθοί κατρακύλησαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ουράνια, οι συντάξεις ουσιαστικά καταργήθηκαν, η μετανάστευση μετετράπη σε εθνικό άθλημα.
Από τότε η οικονομία της Λεττονίας σταθεροποιήθηκε, όπως περίπου σταθεροποιείται ένας ασθενής σε χρόνιο κώμα. Αυτό ήταν το «όραμα» της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και για την Ελλάδα. Ο ευφημισμός που χρησιμοποίησαν ήταν η «εσωτερική υποτίμηση». Μια εξέλιξη παρόμοια με εκείνη της Λεττονίας. Όμως υπήρξε ένα σοβαρό εμπόδιο σε αυτή την «προοπτική»: αντίθετα με τη Λεττονία, η Ελλάδα είχε ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο ήταν ιδιαίτερα διασυνδεδεμένο με το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης. Επιπλέον, το χρέος του ελληνικού Δημοσίου είχε διασπαρεί σε όλα τα μήκη και πλάτη όχι μόνο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αλλά ολόκληρου του ευρωζωνικού τραπεζικού τομέα. Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατόν απλώς να αφεθεί η ελληνική οικονομία σε μια καθίζηση τύπου Λεττονίας, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Βορρά: καθώς η ελληνική οικονομία θα συρρικνωνόταν, όπως κι εκείνη της Λεττονίας, η δυνατότητά της να αποπληρώσει τα δάνεια προς τις τράπεζες του Βορρά θα μειωνόταν ανάλογα.
Γι’ αυτό «προέκυψαν» τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα, οι τρόικες κ.λπ. Έχοντας, εκ των πραγμάτων, αποκλείσει το σενάριο Βουλγαρίας και Λεττονίας, η Ελλάδα μπήκε σε μια τριετία δανειοληψίας-μετά-λιτότητας. Ουσιαστικά, κατεβλήθη η προσπάθεια να γίνουμε μια όλο-και περισσότερο δανειζόμενη Λεττονία - τουλάχιστον έως ότου το χρέος μας μεταφερόταν από τις γερμανικές τράπεζες στους ώμους των φορολογουμένων της Γερμανίας, της Ολλανδίας κ.λπ. Βέβαια, κάποια στιγμή η «μεταφορά» αυτή ολοκληρώνεται. Τότε, όπως στις μουσικές καρέκλες, η μουσική σταματά και δεν υπάρχουν αρκετές καρέκλες για να κάτσουν τόσο οι ελληνικές τράπεζες και μη όσο και το ελληνικό Δημόσιο. Αυτήν τη «στιγμή» τη διακρίνουμε στον ορίζοντα - κάπου εκεί τον Νοέμβρη (μετά τις αμερικανικές εκλογές). Το ερώτημα είναι: «όταν σταματήσει η μουσική, τι θα γίνει;». Λογικά, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει είτε να μας «ακρωτηριάσει» είτε να μας δώσει μια ελπίδα να ορθοποδήσουμε. (Όχι, βέβαια, με «επιμηκύνσεις» και άλλες αντίστοιχες ανοησίες, αλλά με ένα πρόγραμμα που να τερματίζει κι όχι απλώς να επεκτείνει το «κύκνειο άσμα» της χώρας.)
Δυστυχώς, εδώ ισχύει αυτό που λέγαμε στον στρατό: «Εκεί που αρχίζει η ευρωζώνη, σταματά ηλογική!». Γι’ αυτόν το λόγο φοβάμαι ότι «παίζει» και μια τρίτη «προοπτική»: το μοντέλο Κοσόβου.
Να σας θυμίσω ότι το Κόσοβο δεν ανήκει, βέβαια, ούτε στο ευρώ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι καν χώρα (τουλάχιστον όχι κατά τον ΟΗΕ). Κι όμως. Αν πάτε στο Κόσοβο, θα διαπιστώσετε ότι όλες οι συναλλαγές του γίνονται σε ευρώ. Τα ΑΤΜ των τραπεζών δίνουν ευρώ. Στα σύνορα πληρώνετε με ευρώ για τη «βίζα» που σας επιτρέπει να εισέλθετε στη χώρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την οικονομία του Κοσόβου τη διαχειρίζεται, επισήμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ως εντολοδόχος του ΟΗΕ). Με άλλα λόγια, εκεί η «τρόικα» (που όμως αποτελείται από την Ε.Ε., τη Διεθνή Τράπεζα -το αδελφάκι του ΔΝΤ- και τον ΟΗΕ) κυβερνά άμεσα. Όσο για την κυβέρνηση του Κοσόβου, αυτή απλώς βοηθά στο να τηρούνται τα προσχήματα, να δίνεται η εντύπωση της αυτοδιάθεσης μιας κοινωνικής οικονομίας η οποία, χωρίς πραγματικό τραπεζικό σύστημα, χωρίς καμιά ουσιαστική εξουσία επί της τύχης της, χωρίς πολιτική εκπροσώπηση στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη, παρατηρεί νωχελικά και θλιμμένα τη διαιώνιση της κλεπτοκρατίας υπό συνθήκες αναπαραγόμενης εξαθλίωσης.
Τίποτα, δυστυχώς, από όσα κάνει και λέει η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν μου δίνει κάποια ελπίδα ότι το μοντέλο Κοσόβου τους φοβίζει αρκετά ώστε να το αποτρέψουν. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι μπορεί να το θεωρούν, μπροστά στο φάσμα της αποπομπής από το ευρώ, ένα «καλό» σενάριο. Δεν είναι. Το γεγονός ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για τη δική μας κλεπτοκρατία, ώστε να επενδύσει στο μοντέλο Κοσόβου.
Eglimatikotita
Μπορεί μια χώρα, μια οικονομία, να συνεχίζει να φυτοζωεί με το ευρώ ως νόμισμα χωρίς ανάπτυξη, με κράτος (ουσιαστικά) εκτός λειτουργίας, με πλήρη αδυναμία να εισάγει πρώτες ύλες και αγαθά (εκτός κι αν οι αγοραστές τα προπληρώνουν πριν εισαχθούν), με μια πολιτική ηγεσία κλεπτοκρατών κι ενίοτε μαφιόζων, με μια συνεχιζόμενη, μαζική μετανάστευση όσων μπορούν στο εξωτερικό; Μπορεί! Και λέγεται Κόσοβο.
Όταν ξέσπασε η Κρίση στη χώρα μας το 2009/10 πολλοί έλεγαν ότι η κ. Μέρκελ σκόπευε να επιβάλει στην Ελλάδα το μοντέλο Βουλγαρίας: μισθοί στο 1/3 των έως τότε ελληνικών, κράτος συρρικνωμένο και σχεδόν ανύπαρκτο στους (ακριβούς) τομείς της υγείας και της παιδείας, μια οικονομία φτωχή μεν αναπτυσσόμενη δε (προσεταιριζόμενη εταιρείες που μεταναστεύουν εκεί, ελκυόμενες από τους χαμηλούς μισθούς και φόρους). Από τότε θεωρούσα πως αυτή η ερμηνεία ήταν λάθος. Αντίθετα, η Ελλάδα βρισκόταν εξαρχής αντιμέτωπη με το μοντέλο Λεττονίας.
Ποια η διαφορά με τη Βουλγαρία; Όπως και στη δική μας περίπτωση, η Κρίση του 2008 είχε βρει τη Λεττονία σε άνθηση (κι αν όχι σε πραγματική άνθηση, τουλάχιστον σε κατάσταση μεγέθυνσης εισοδημάτων). Το εισόδημα κατά κεφαλήν είχε αρχίσει να αγγίζει τα επίπεδα της Ελλάδας και της Κύπρου, κάτι που ποτέ δεν ίσχυσε για τη Βουλγαρία. Μέσα σε δύο χρόνια το εθνικό εισόδημα της Λεττονίας έπαθε καθίζηση της τάξης περίπου του 28%. Μισθοί κατρακύλησαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ουράνια, οι συντάξεις ουσιαστικά καταργήθηκαν, η μετανάστευση μετετράπη σε εθνικό άθλημα.
Από τότε η οικονομία της Λεττονίας σταθεροποιήθηκε, όπως περίπου σταθεροποιείται ένας ασθενής σε χρόνιο κώμα. Αυτό ήταν το «όραμα» της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και για την Ελλάδα. Ο ευφημισμός που χρησιμοποίησαν ήταν η «εσωτερική υποτίμηση». Μια εξέλιξη παρόμοια με εκείνη της Λεττονίας. Όμως υπήρξε ένα σοβαρό εμπόδιο σε αυτή την «προοπτική»: αντίθετα με τη Λεττονία, η Ελλάδα είχε ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο ήταν ιδιαίτερα διασυνδεδεμένο με το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης. Επιπλέον, το χρέος του ελληνικού Δημοσίου είχε διασπαρεί σε όλα τα μήκη και πλάτη όχι μόνο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αλλά ολόκληρου του ευρωζωνικού τραπεζικού τομέα. Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατόν απλώς να αφεθεί η ελληνική οικονομία σε μια καθίζηση τύπου Λεττονίας, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Βορρά: καθώς η ελληνική οικονομία θα συρρικνωνόταν, όπως κι εκείνη της Λεττονίας, η δυνατότητά της να αποπληρώσει τα δάνεια προς τις τράπεζες του Βορρά θα μειωνόταν ανάλογα.
Γι’ αυτό «προέκυψαν» τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα, οι τρόικες κ.λπ. Έχοντας, εκ των πραγμάτων, αποκλείσει το σενάριο Βουλγαρίας και Λεττονίας, η Ελλάδα μπήκε σε μια τριετία δανειοληψίας-μετά-λιτότητας. Ουσιαστικά, κατεβλήθη η προσπάθεια να γίνουμε μια όλο-και περισσότερο δανειζόμενη Λεττονία - τουλάχιστον έως ότου το χρέος μας μεταφερόταν από τις γερμανικές τράπεζες στους ώμους των φορολογουμένων της Γερμανίας, της Ολλανδίας κ.λπ. Βέβαια, κάποια στιγμή η «μεταφορά» αυτή ολοκληρώνεται. Τότε, όπως στις μουσικές καρέκλες, η μουσική σταματά και δεν υπάρχουν αρκετές καρέκλες για να κάτσουν τόσο οι ελληνικές τράπεζες και μη όσο και το ελληνικό Δημόσιο. Αυτήν τη «στιγμή» τη διακρίνουμε στον ορίζοντα - κάπου εκεί τον Νοέμβρη (μετά τις αμερικανικές εκλογές). Το ερώτημα είναι: «όταν σταματήσει η μουσική, τι θα γίνει;». Λογικά, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει είτε να μας «ακρωτηριάσει» είτε να μας δώσει μια ελπίδα να ορθοποδήσουμε. (Όχι, βέβαια, με «επιμηκύνσεις» και άλλες αντίστοιχες ανοησίες, αλλά με ένα πρόγραμμα που να τερματίζει κι όχι απλώς να επεκτείνει το «κύκνειο άσμα» της χώρας.)
Δυστυχώς, εδώ ισχύει αυτό που λέγαμε στον στρατό: «Εκεί που αρχίζει η ευρωζώνη, σταματά ηλογική!». Γι’ αυτόν το λόγο φοβάμαι ότι «παίζει» και μια τρίτη «προοπτική»: το μοντέλο Κοσόβου.
Να σας θυμίσω ότι το Κόσοβο δεν ανήκει, βέβαια, ούτε στο ευρώ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι καν χώρα (τουλάχιστον όχι κατά τον ΟΗΕ). Κι όμως. Αν πάτε στο Κόσοβο, θα διαπιστώσετε ότι όλες οι συναλλαγές του γίνονται σε ευρώ. Τα ΑΤΜ των τραπεζών δίνουν ευρώ. Στα σύνορα πληρώνετε με ευρώ για τη «βίζα» που σας επιτρέπει να εισέλθετε στη χώρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την οικονομία του Κοσόβου τη διαχειρίζεται, επισήμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ως εντολοδόχος του ΟΗΕ). Με άλλα λόγια, εκεί η «τρόικα» (που όμως αποτελείται από την Ε.Ε., τη Διεθνή Τράπεζα -το αδελφάκι του ΔΝΤ- και τον ΟΗΕ) κυβερνά άμεσα. Όσο για την κυβέρνηση του Κοσόβου, αυτή απλώς βοηθά στο να τηρούνται τα προσχήματα, να δίνεται η εντύπωση της αυτοδιάθεσης μιας κοινωνικής οικονομίας η οποία, χωρίς πραγματικό τραπεζικό σύστημα, χωρίς καμιά ουσιαστική εξουσία επί της τύχης της, χωρίς πολιτική εκπροσώπηση στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη, παρατηρεί νωχελικά και θλιμμένα τη διαιώνιση της κλεπτοκρατίας υπό συνθήκες αναπαραγόμενης εξαθλίωσης.
Τίποτα, δυστυχώς, από όσα κάνει και λέει η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν μου δίνει κάποια ελπίδα ότι το μοντέλο Κοσόβου τους φοβίζει αρκετά ώστε να το αποτρέψουν. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι μπορεί να το θεωρούν, μπροστά στο φάσμα της αποπομπής από το ευρώ, ένα «καλό» σενάριο. Δεν είναι. Το γεγονός ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για τη δική μας κλεπτοκρατία, ώστε να επενδύσει στο μοντέλο Κοσόβου.
Eglimatikotita
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ