2012-09-22 14:46:04
Φωτογραφία για Πρόταση του ΞΕΕ, για τη ρύθμιση των δανείων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων
Σε μια περίοδο που ο Τουρισμός έχει αναδειχθεί, ως ο κλάδος που θα αποτελέσει την ατμομηχανή για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την στήριξη της απασχόλησης και του περιφερειακού εισοδήματος.

Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο, ζητά, την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τον τουρισμό και τη ρύθμιση των δανείων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, για τα επόμενα 3 χρόνια.

Συγκεκριμένα η πρόταση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου έχει ως εξής:

Ελληνική Οικονομία και Τουρισμός

Ο τουρισμός είναι σημαντικός τομέας για την ελληνική οικονομία από απόψεως συμμετοχής στη διαμόρφωση του ΑΕΠ και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1960-80 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 6,7% και μειώθηκε σε 1,4% κατά την εικοσαετία 1980-2000. Αντίστοιχα, ο ρυθμός ανάπτυξης του τουρισμού κατά τις δύο προηγούμενες εικοσαετίες ακολούθησε την φθίνουσα πορεία του συνόλου της ελληνικής οικονομίας. Ομως, παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος τόσο από το μέσο όρο της χώρας όσο και από τους ρυθμούς ανάπτυξης άλλων τομέων. Επίσης, αποτέλεσε ένα συναλλαγματοφόρο τομέα με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας.


Παρόλα αυτά όμως, η συμμετοχή του τουρισμού στα κυβερνητικά προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης από το 1960 δεν ήταν ανάλογη της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της χώρας, καθώς τη μερίδια του λέοντος από τα διατεθέντα κονδύλια εισέπραξαν άλλοι τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Η δυσμενής μεταχείριση του τουριστικού τομέα αντανακλάται κατά κύριο λόγο στην πιστωτική πολιτική. Αυτό ως ένα βαθμό θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι ο τουρισμός στα πρώτα χρόνια, αφενός δεν είχε σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ και αφετέρου δεν είχε αναγνωριστεί η αναπτυξιακή του δυναμική. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης κατευθυνόταν σε άλλους τομείς της οικονομίας που θεωρούνταν ως περισσότερο αναπτυξιακοί, και μάλιστα σε ποσοστά μεγαλύτερα από τη συμβολή τους στο ΑΕΠ. Η παραγνώριση του συγκριτικού πλεονεκτήματος που έχει ο τουρισμός για τη χώρα και ο παραγκωνισμός του στα διάφορα θεσμικά πλαίσια ενίσχυσης και κινήτρων δεν του επέτρεψαν να αναπτυχθεί σε σχέση με το επιθυμητό και εφικτό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή έχει σχεδόν παγιωθεί μέχρι σήμερα και πρέπει να καταβληθούν συντονισμένες προσπάθειες για την αναστροφή της.

Η στρατηγική σπουδαιότητα του τουρισμού ως κλαδική επιλογή για την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας είναι υψηλής προτεραιότητας σήμερα, καθώς η άμεση και έμμεση συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ και τη συνολική απασχόληση εκτιμάται περίπου στο 16-18%. Η υψηλή ανεργία, η οποία οφείλεται και στην ασυμβατότητα αναγκών σε εργατικό δυναμικό και προσόντων του ανέργου δυναμικού, (ανεργία τριβής) είναι εφικτό να μειωθεί σημαντικά, εάν αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς ο τουριστικός τομέας στη χώρα μας Ως γνωστό, υψηλό ποσοστό των αναγκών σε εργατικό δυναμικό στον τουριστικό τομέα συνίσταται σε χαμηλής ειδίκευσης απασχολήσεις. Εξάλλου, από έρευνες που έγιναν σε άλλες χώρες προκύπτει ότι η ικανότητα του τουριστικού τομέα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας είναι ταχύτερη σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο κλάδο παραγωγής. Επιπλέον ο τουριστικός τομέας έχει προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους κλάδους, ως αναπτυξιακή επιλογή, λόγω χαμηλού συντελεστή κεφαλαίου / εργασίας (παραγωγικότητα εργασίας) και του απαιτούμενου κεφαλαίου ανά μονάδα προϊόντος (κεφαλαιακός συντελεστής). Τέλος, ο τουριστικός τομέας δεν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογική πρόοδο και είναι ιδιαιτέρως φιλικός προς τους εισερχόμενους για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας.

Στις ευνοϊκές για τον τουρισμό επιδράσεις πρέπει να προστεθούν και άλλα πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι η τουριστική δραστηριότητα αναπτύσσεται συνήθως στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, γεγονός που συμβάλει στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και αυτό αποτελεί κίνητρο για τους κατοίκους των αγροτικών και άλλων «ευαίσθητων» περιοχών προκειμένου να μη μετακινηθούν προς τις πληθυσμιακά κορεσμένες αστικές περιοχές. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η τουριστική ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού με έργα υποδομής.

Επιπροσθέτως, οι εισπράξεις από την παροχή τουριστικών υπηρεσιών αποτελούν ένα από τα βασικά μεγέθη που συμβάλλουν στην ισοσκέλιση του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία 1999-2008 οι καθαρές εισπράξεις από την παροχή ταξιδιωτικών υπηρεσιών αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 60% περίπου του συνόλου των καθαρών εισπράξεων από υπηρεσίες, ενώ κάλυπταν το 27% περίπου του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά την ανωτέρω δεκαετία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξέλιξη των αφίξεων ταξιδιωτών στην Ελλάδα, οι οποίες αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4%.

Χρηματοοικονομική Διάρθρωση των Ξενοδοχειακών Μονάδων

Για την αξιολόγηση της ρευστότητας των τουριστικών επιχειρήσεων η ICAP χρησιμοποίησε χρηματοοικονομικούς δείκτες γενικής, ειδικής και ταμειακής ρευστότητας που προέκυψαν από τους ισολογισμούς ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ξενοδοχεία Πολυτελείας, Α’ κατηγορίας και Β’ κατηγορίας σε εννέα γεωγραφικές περιφέρειες (Αττική, Πελοπόννησος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Αιγαίο, Κρήτη, βόρεια Ελλάδα και Θράκη, Ιόνιο και Δυτική Ελλάδα και Κεντρική Ελλάδα και Θεσσαλία). Οι δείκτες αναφέρονται στους αριθμητικούς μέσους όρους των ετήσιων δεικτών της πενταετίας 2004-2008.

Για όλες τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ο μέσος όρος εξόφλησης των προμηθευτών (139-143 ημέρες) είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου είσπραξης των απαιτήσεων (113-128 ημέρες), στοιχείο θετικό για τη ρευστότητα του κλάδου.

Όσον αφορά το μέσο δείκτη της σχέσης ξένων προς ίδια κεφάλαια για τη 5ετία, τα ξενοδοχεία Β΄ κατηγορίας παρουσιάζουν τη χαμηλότερη τιμή (1), ενώ την υψηλότερη (2,56) τα ξενοδοχεία Πολυτελείας. Μεταξύ των ξενοδοχείων Πολυτελείας το χαμηλότερο δείκτη εμφανίζουν της Πελοποννήσου (0,67), από της Α΄ κατηγορίας του Βόρειου Αιγαίου (0,4) και από τη Β’ κατηγορία πάλι του Β. Αιγαίου (0,63). Αναφορικά με το δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών, οι μονάδες Β’ κατηγορίας γενικά εμφανίζουν την υψηλότερη τιμή (35,51) και οι μονάδες Πολυτελείας τη χαμηλότερη (14,53).

Ομαδοποιημένοι Ισολογισμοί

Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των ξενοδοχείων πολυτελείας της ICAP για την περίοδο 2007-2008 το ύψος των ιδίων κεφαλαίων εμφανίζει αύξηση 12,5%. Η σχέση των ξένων προς τα ίδια κεφάλαια δεν παρουσιάζει αξιόλογη μεταβολή το 2008 (1,36) σε σχέση με το 2007 (1,43). Μείωση κατά περίπου δύο μονάδες εμφανίζει τόσο το περιθώριο ΕΒΙΤDA (2008: 20,38%, 2007: 22,%) όσο και το περιθώριο μικτού κέρδους (2008: 23,65%, 2007: 25,54%). Αντίθετα, υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση παρουσιάζουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (9,4%) σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (2,9%) το 2008.

Σύμφωνα με τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των ξενοδοχείων Α΄ κατηγορίας της ICAP για την περίοδο 2007-2008, τα ίδια κεφάλαια εμφανίζουν άνοδο 14,9%. Η σχέση των ξένων κεφαλαίων προς τα ίδια κεφάλαια παρουσιάζουν μικρή αύξηση (2007: 1,02%, 2008: 1,07%) όπως και η γενική ρευστότητα (2007: 0,93%, 2007: 0,95%). Ομοίως, το περιθώριο καθαρού κέρδους ΕΒΙΤΒΑ δεν μεταβλήθηκε σημαντικά (2008: 22,6%, 2007: 23,41%). Επίσης, σημαντική είναι η αύξηση που καταγράφουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (16,8%), ενώ μικρή είναι η ποσοστιαία αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (1,9%).

Για τους ομαδοποιημένους ισολογισμούς των ξενοδοχείων Β’ κατηγορίας .Αύξηση το 2008 σε σχέση με το 2007 κατά 14,5% καταγράφουν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις κατά 15% οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

ΣΥΝΟΨΗ

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τα τρία τέταρτα των χρηματοδοτικών πόρων των τραπεζών ήταν δεσμευμένα για την παροχή χορηγήσεων σε συγκεκριμένους τομείς, καθώς το 50% των πόρων αυτών κατευθυνόταν προς το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, το 15% προς τη βιομηχανία και το 10% προς τις λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με την κατάργηση των διοικητικών περιορισμών στη διάρθρωση του πιστωτικού τομέα. Κατά την περίοδο 1990-2006 η μεγέθυνση της ελληνικής τραπεζικής αγοράς ήταν της τάξεως του 6,6% ετησίως που ήταν διπλάσια του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Παρά τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα, ο τουρισμός, του οποίου η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 18%, εξακολουθεί να υπολείπεται στη χρηματοδότηση σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας.

news.travelling.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ