2012-10-15 23:06:40
Του Ν. Καραμουζη*
Η σημαντικότερη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής σήμερα στην Ελλάδα είναι η επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που αποτελεί και τη βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Δηλαδή, πώς και με ποιες πολιτικές η χώρα θα περάσει από μια πενταετία βαθιάς οικονομικής ύφεσης και ανεργίας (με το πραγματικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), να έχει μειωθεί σωρευτικά κατά 19,4%, περίπου, την περίοδο 2007 - 2012 και προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση 4% - 4,5% το 2013), σε ένα αναπτυξιακό περιβάλλον προοπτικής και ευνοϊκών προσδοκιών.
Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να καταστήσει το χρέος βιώσιμο και τη δημοσιονομική ισορροπία διαχειρίσιμη.
Ενδεικτικά να αναφέρω ότι, υπό ορισμένες ρεαλιστικές προϋποθέσεις, αν η οικονομία «τρέξει» με ρυθμό ανάπτυξης 3% ετησίως την επόμενη δεκαετία, η σχέση δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να βελτιωθεί κοντά στις 60 εκατοστιαίες μονάδες και να πέσει κάτω του 100%, που το καθιστά απόλυτα βιώσιμο.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει τη διαμόρφωση συλλογικά ενός ολοκληρωμένου και εμπεριστατωμένου εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, που θα κινητοποιήσει και θα στρατεύσει τις υγιείς, παραγωγικές δυνάμεις του τόπου (όπως το έχει κάνει, ήδη, π. χ. η Τουρκία). Τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο, ακόμα και σήμερα, τολμώ να πω, που συζητούμε το δεύτερο κατά σειρά Μνημόνιο, δεν έχει διαμορφωθεί. Η απουσία ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, του δικού μας σχεδίου, μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση της χώρας, είναι μία από τις βασικότερες, αν όχι η βασικότερη, αιτία που δεν μας επέτρεψε, τα πρώτα χρόνια της κρίσης, να συνδιαμορφώσουμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και το ΔΝΤ το δικό μας μέλλον. Ετσι, αποτύχαμε να συνδυάσουμε στα δύο Μνημόνια τη σταθεροποίηση και τη δημοσιονομική προσαρμογή με την ανάπτυξη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας, του κράτους και των θεσμών μέσω μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσουμε το αναπόφευκτο κόστος προσαρμογής της οικονομίας, της κοινωνίας και των εργαζομένων. Τις επιπτώσεις αυτής της αδυναμίας μας, τις ζούμε όλοι σήμερα.
Θα αναφερθώ σε έξι παράγοντες, που εκτιμώ ότι έχουν σοβαρά υποτιμηθεί στην κατάρτιση των Μνημονίων και έχουν οδηγήσει σε ένα μείγμα πολιτικής υψηλού κόστους προσαρμογής και αποσταθεροποιητικών προοπτικών, ενώ παράλληλα πιθανά να ερμηνεύουν εν μέρει τις συνεχείς σοβαρές αστοχίες των προβλέψεων των προγραμμάτων που κατήρτισαν μέχρι σήμερα.
Πρώτον, επιστημονική τεκμηρίωση έχει δείξει ότι ο δυνητικός μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης μιας οικονομίας εξαρτάται, α) από τη διαθεσιμότητα, τον ρυθμό αύξησης και την ποιότητα των συντελεστών παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου και β) από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών, που συναρτάται με παράγοντες της οικονομίας, όπως οι επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, η ποιότητα της εκπαίδευσης, η φιλικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η ποιότητα των θεσμών, ο ανταγωνισμός των αγορών, η φορολογική πολιτική και η ποιότητα των υποδομών. Πρόσφατες μελέτες για την Ελλάδα υποστηρίζουν ότι στη μεταβολή της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής οφείλεται το 50%, περίπου, του ρυθμού αύξησης του μακροχρόνιου δυνητικού ΑΕΠ, που εκτιμάται κοντά στο 2,5% ετησίως. Συμπέρασμα: ο συντελεστής εργασίας αποτελεί έναν υπαρκτό, σημαντικό αλλά μειοψηφικό παράγοντα για τη βελτίωση του δυνητικού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ της χώρας, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ο υψηλός ρυθμός επενδύσεων, η διαρκής βελτίωση των δεξιοτήτων και της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην παραγωγή και η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών σε πλαίσιο που απελευθερώνει τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα ιδιωτών και επιχειρήσεων. Αυτό θ’ απαιτούσε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα κατάλληλων μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, το κόστος εργασίας αποτελεί, κατά μέσο όρο, σήμερα περίπου το 20%-25% του συνολικού κόστους παραγωγής στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελλάδα. Αλλα σημαντικά στοιχεία κόστους είναι οι πρώτες ύλες, τα ενδιάμεσα αγαθά και η ενέργεια (κοντά στο 40%), που ατυχώς είναι κυρίως εισαγόμενα αγαθά, και επίσης οι φόροι και το κόστος κεφαλαίου και χρήματος (γύρω στο 20% του συνόλου). Συμπερασματικά, το κόστος εργασίας είναι κρίσιμο στοιχείο συνολικού κόστους και πρέπει να διατηρείται σε ανταγωνιστικά επίπεδα, αυξανόμενο αναλογικά με τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Ηδη, με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει ανακτήσει μέσω της εσωτερικής υποτίμησης το 70% της απολεσθείσας ανταγωνιστικότητας, μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Αλλά η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών εξαρτάται, επίσης, καθοριστικά και από τους άλλους σημαντικούς παράγοντες του κόστους, καθώς και από τον βαθμό που οι μειώσεις κόστους περνάνε στις τελικές τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δέκα πιο ανταγωνιστικές χώρες του κόσμου (βάσει του σχετικού δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας) δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε μια χώρα με χαμηλό κόστος εργασίας. Επιπλέον, είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία πέντε χρόνια της ύφεσης στην Ελλάδα, ενώ το ΑΕΠ έχει μειωθεί σωρευτικά 19,4% περίπου και η ανεργία έχει ξεπεράσει το 24,4%, οι τιμές με βάση τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί κατά 11,3%!. Δηλαδή, παρά τη σημαντική μείωση των ονομαστικών μισθών, φαίνεται ότι η παραπάνω μείωση του κόστους αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από τη σημαντική αύξηση των άλλων επιβαρύνσεων (π. χ. φόροι, κόστος πρώτων υλών και εμπορευμάτων). Παραμένει, όμως, ένα τμήμα της αύξησης των τιμών που οφείλεται στη μη αποτελεσματική λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Αρα, αποτελεί σημαντική μεταρρυθμιστική προτεραιότητα για τον μετριασμό της ύφεσης να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός.
Τρίτον, τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η δραματική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που προσέγγισε το 75% του ΑΕΠ το 2011 (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη των «27») και της δημόσιας κατανάλωσης (16% του ΑΕΠ), ο μικρός ρόλος του εξωτερικού τομέα με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να κυμαίνονται στο 27% του ΑΕΠ (από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη των «27»), η δραματική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών, κυρίως μη εμπορεύσιμων (75% του συνολικού ΑΕΠ), με την παράλληλη συρρίκνωση της βιομηχανίας (12% του ΑΕΠ) και της αγροτικής παραγωγής (4% του ΑΕΠ). Διαμορφώθηκε ουσιαστικά μια κλειστή, εσωστρεφής, κρατικοκεντρική κυρίως, οικονομία παροχής μη εμπορεύσιμων και μη ανταγωνιστικών υπηρεσιών, με έντονο δημόσιο και ιδιωτικό καταναλωτισμό που τροφοδοτήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια, το άφθονο τραπεζικό χρήμα, τις αυξήσεις μισθών πάνω από την παραγωγικότητα και το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που ακολούθησαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη. Σήμερα, με δεδομένη τη δέσμευση στο Μνημόνιο να μειώσουμε σημαντικά τη δημόσια κατανάλωση και να σταθεροποιήσουμε την ιδιωτική σε βιώσιμα επίπεδα (π. χ. γύρω στο 60%-65% του ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, οι μοναδικοί πυλώνες και μηχανές ανάπτυξης αναδεικνύονται, εκ των πραγμάτων, η ισχυρή ανάκαμψη των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων και η επιτάχυνση της οικονομικής εξωστρέφειας, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Σ’ αυτούς τους τομείς πρέπει να επικεντρωθεί το σχέδιο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Τέταρτον, η πιο αξιοσημείωτη και επικίνδυνη εξέλιξη για την ελληνική οικονομία είναι η κατάρρευση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων την τελευταία τετραετία (μείωση σχεδόν 50% σε πραγματικούς όρους) που αποτελούν σήμερα μόνο το 13% περίπου του ΑΕΠ έναντι 23% - 24% στην περίοδο πριν από την κρίση. Αυτή η εξέλιξη υπονομεύει καθοριστικά και περιορίζει ουσιαστικά τις αναπτυξιακές προοπτικές και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και δεν υπάρχουν στο Μνημόνιο πρόνοιες για την ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος (πλην της μείωσης των μισθών).
Πέμπτον, η διατήρηση καθεστώτος πιστωτικής ασφυξίας στον χρηματοπιστωτικό χώρο με τα υπερβολικά υψηλά επιτόκια και την αρνητική πιστωτική επέκταση (γύρω στο -5% ετησίως) αποδυναμώνουν καθημερινά τις δυνατότητες και προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων, οξύνοντας την ύφεση και καθιστώντας αδύνατη την ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτή η πολιτική πρέπει ν’ αντιστραφεί ως πρώτη προτεραιότητα πολιτικής.
Εκτον, τίθεται το ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις η χώρα μας μπορεί να επιστρέψει στο άμεσο μέλλον, αν είναι δυνατόν ήδη από το 2013, έστω και σε μηδενικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ (εκτίμηση για -4,5% το 2013). Σύμφωνα με δικούς μου υπολογισμούς, αν υποθέσουμε ότι η δημόσια κατανάλωση θα μειωθεί κατά 9,5% (υπόθεση Μνημονίου) και η ιδιωτική κατανάλωση κατά 4,2% (λόγω της επίπτωσης των νέων μέτρων) τότε για την επίτευξη μηδενικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ το 2013, οι εξαγωγές θα πρέπει να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους κατά 6,4% (υπεραισιόδοξο σενάριο, όταν ο μέσος όρος αύξησης των εξαγωγών ήταν 3,8% την περίοδο 2000 - 2008) και οι πραγματικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις κατά 14% (μέσος όρος Ελλάδος 4% την περίοδο 2000 - 2008, -18% το 2011). Για την επίτευξη δε ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ 3%, τότε οι επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν κατά 36,2% ετησίως!!
Αυτό σημαίνει ότι όσο η συνολική κατανάλωση συνεχίζει να μειώνεται (κυρίως, λόγω της μείωσης πραγματικών μισθών και συντάξεων, της υψηλής ανεργίας και της οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας), η επιστροφή στην ανάπτυξη απομακρύνεται. Βρισκόμαστε μπροστά στην αναπτυξιακή πρόκληση για έναν οικονομικό μετασχηματισμό τεραστίων διαστάσεων. Απαιτείται στο νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο να διαμορφώσουμε πολιτικές μεταφοράς οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πόρων από τους μη εμπορεύσιμους κλάδους του εγχώριου εμπορίου και των υπηρεσιών στους εξωστρεφείς εμπορεύσιμους κλάδους, από τις εγχώριες υπηρεσίες στην εξωστρεφή βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό τομέα, από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις και τις εξαγωγές. Ο παραπάνω μετασχηματισμός χρειάζεται χρόνο και σχέδιο για να είναι ήπιος και αποτελεσματικός.
Είναι η κατάλληλη στιγμή να διαμορφώσουμε μια επιθετική και ολοκληρωμένη πολιτική ανάκαμψης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η μέχρι τώρα απλοϊκή προσέγγιση ότι η συνεχής μείωση των μισθών είναι η κυρίαρχη πολιτική ανάπτυξης πρέπει να υποβαθμιστεί. Οφείλουμε επίσης να αντιστρέψουμε αμέσως το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, την καταστροφική μείωση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων που έχει επιλεγεί ως «εύκολη λύση» για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων παράλληλα με την ταχύτατη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και τη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ενός νέου έκτακτου αναπτυξιακού πακέτου ύψους 20 δισ. ευρώ για την Ελλάδα με στόχο τη χρηματοδότηση σημαντικών έργων υποδομών, την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, (που σήμερα οι δαπάνες κυμαίνονται κοντά στο 0, 4% του ΑΕΠ, το μικρότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη) και εξωστρεφών δυναμικών επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, η αριθμητική της ανάπτυξης δεν βγαίνει με τα σημερινά δεδομένα. Με έντονα περιοριστική τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, με συνεχείς μειώσεις των πραγματικών μισθών, με σοβαρή απομείωση του πλούτου και με έντονα αρνητικές προσδοκίες και οικονομικό κλίμα, το μείγμα δεν θεραπεύει, αλλά σκοτώνει τον ασθενή. Αλλά η αδιέξοδη πορεία μπορεί να αναστραφεί, με πρώτο βήμα την ανακοπή της ύφεσης και δεύτερο την επάνοδο σε σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Για να το πετύχουμε, χρειάζεται να κλείσουμε τον κύκλο της μονομερούς πολιτικής της συρρίκνωσης των μισθών και συντάξεων, σταθεροποιώντας την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ παράλληλα να διαμορφώσουμε ένα δικό μας εθνικό σχέδιο ανάπτυξης πάνω σε νέες βάσεις: έντονη στήριξη των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών με προσέλευση ξένων κεφαλαίων, σταθερή ενίσχυση των εξαγωγών, άνοιγμα των αγορών, φιλικό περιβάλλον για το επιχειρείν, ριζική αναβάθμιση των θεσμών που νοσούν, σχέδιο για ένα λειτουργικό κράτος, εξομάλυνση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, έμφαση στη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Σε ένα τέτοιο σχέδιο έχει νόημα η ισχυρή πίεση για στήριξη από τους εταίρους μας. Με ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο, εξοπλισμένο με έκτακτες διαδικασίες υλοποίησης και άμεσης εφαρμογής, μπορεί ταυτόχρονα το χρέος να γίνει βιώσιμο, η οικονομία ανταγωνιστική και η κοινωνία να δει ελπίδα.
* Ο κ. Ν. Καραμούζης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Eurobank, καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_14/10/2012_498722
Η σημαντικότερη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής σήμερα στην Ελλάδα είναι η επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που αποτελεί και τη βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Δηλαδή, πώς και με ποιες πολιτικές η χώρα θα περάσει από μια πενταετία βαθιάς οικονομικής ύφεσης και ανεργίας (με το πραγματικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), να έχει μειωθεί σωρευτικά κατά 19,4%, περίπου, την περίοδο 2007 - 2012 και προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση 4% - 4,5% το 2013), σε ένα αναπτυξιακό περιβάλλον προοπτικής και ευνοϊκών προσδοκιών.
Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να καταστήσει το χρέος βιώσιμο και τη δημοσιονομική ισορροπία διαχειρίσιμη.
Ενδεικτικά να αναφέρω ότι, υπό ορισμένες ρεαλιστικές προϋποθέσεις, αν η οικονομία «τρέξει» με ρυθμό ανάπτυξης 3% ετησίως την επόμενη δεκαετία, η σχέση δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να βελτιωθεί κοντά στις 60 εκατοστιαίες μονάδες και να πέσει κάτω του 100%, που το καθιστά απόλυτα βιώσιμο.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει τη διαμόρφωση συλλογικά ενός ολοκληρωμένου και εμπεριστατωμένου εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, που θα κινητοποιήσει και θα στρατεύσει τις υγιείς, παραγωγικές δυνάμεις του τόπου (όπως το έχει κάνει, ήδη, π. χ. η Τουρκία). Τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο, ακόμα και σήμερα, τολμώ να πω, που συζητούμε το δεύτερο κατά σειρά Μνημόνιο, δεν έχει διαμορφωθεί. Η απουσία ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, του δικού μας σχεδίου, μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση της χώρας, είναι μία από τις βασικότερες, αν όχι η βασικότερη, αιτία που δεν μας επέτρεψε, τα πρώτα χρόνια της κρίσης, να συνδιαμορφώσουμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και το ΔΝΤ το δικό μας μέλλον. Ετσι, αποτύχαμε να συνδυάσουμε στα δύο Μνημόνια τη σταθεροποίηση και τη δημοσιονομική προσαρμογή με την ανάπτυξη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας, του κράτους και των θεσμών μέσω μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσουμε το αναπόφευκτο κόστος προσαρμογής της οικονομίας, της κοινωνίας και των εργαζομένων. Τις επιπτώσεις αυτής της αδυναμίας μας, τις ζούμε όλοι σήμερα.
Θα αναφερθώ σε έξι παράγοντες, που εκτιμώ ότι έχουν σοβαρά υποτιμηθεί στην κατάρτιση των Μνημονίων και έχουν οδηγήσει σε ένα μείγμα πολιτικής υψηλού κόστους προσαρμογής και αποσταθεροποιητικών προοπτικών, ενώ παράλληλα πιθανά να ερμηνεύουν εν μέρει τις συνεχείς σοβαρές αστοχίες των προβλέψεων των προγραμμάτων που κατήρτισαν μέχρι σήμερα.
Πρώτον, επιστημονική τεκμηρίωση έχει δείξει ότι ο δυνητικός μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης μιας οικονομίας εξαρτάται, α) από τη διαθεσιμότητα, τον ρυθμό αύξησης και την ποιότητα των συντελεστών παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου και β) από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών, που συναρτάται με παράγοντες της οικονομίας, όπως οι επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, η ποιότητα της εκπαίδευσης, η φιλικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η ποιότητα των θεσμών, ο ανταγωνισμός των αγορών, η φορολογική πολιτική και η ποιότητα των υποδομών. Πρόσφατες μελέτες για την Ελλάδα υποστηρίζουν ότι στη μεταβολή της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής οφείλεται το 50%, περίπου, του ρυθμού αύξησης του μακροχρόνιου δυνητικού ΑΕΠ, που εκτιμάται κοντά στο 2,5% ετησίως. Συμπέρασμα: ο συντελεστής εργασίας αποτελεί έναν υπαρκτό, σημαντικό αλλά μειοψηφικό παράγοντα για τη βελτίωση του δυνητικού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ της χώρας, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ο υψηλός ρυθμός επενδύσεων, η διαρκής βελτίωση των δεξιοτήτων και της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην παραγωγή και η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών σε πλαίσιο που απελευθερώνει τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα ιδιωτών και επιχειρήσεων. Αυτό θ’ απαιτούσε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα κατάλληλων μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, το κόστος εργασίας αποτελεί, κατά μέσο όρο, σήμερα περίπου το 20%-25% του συνολικού κόστους παραγωγής στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελλάδα. Αλλα σημαντικά στοιχεία κόστους είναι οι πρώτες ύλες, τα ενδιάμεσα αγαθά και η ενέργεια (κοντά στο 40%), που ατυχώς είναι κυρίως εισαγόμενα αγαθά, και επίσης οι φόροι και το κόστος κεφαλαίου και χρήματος (γύρω στο 20% του συνόλου). Συμπερασματικά, το κόστος εργασίας είναι κρίσιμο στοιχείο συνολικού κόστους και πρέπει να διατηρείται σε ανταγωνιστικά επίπεδα, αυξανόμενο αναλογικά με τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Ηδη, με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει ανακτήσει μέσω της εσωτερικής υποτίμησης το 70% της απολεσθείσας ανταγωνιστικότητας, μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Αλλά η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών εξαρτάται, επίσης, καθοριστικά και από τους άλλους σημαντικούς παράγοντες του κόστους, καθώς και από τον βαθμό που οι μειώσεις κόστους περνάνε στις τελικές τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δέκα πιο ανταγωνιστικές χώρες του κόσμου (βάσει του σχετικού δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας) δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε μια χώρα με χαμηλό κόστος εργασίας. Επιπλέον, είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία πέντε χρόνια της ύφεσης στην Ελλάδα, ενώ το ΑΕΠ έχει μειωθεί σωρευτικά 19,4% περίπου και η ανεργία έχει ξεπεράσει το 24,4%, οι τιμές με βάση τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί κατά 11,3%!. Δηλαδή, παρά τη σημαντική μείωση των ονομαστικών μισθών, φαίνεται ότι η παραπάνω μείωση του κόστους αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από τη σημαντική αύξηση των άλλων επιβαρύνσεων (π. χ. φόροι, κόστος πρώτων υλών και εμπορευμάτων). Παραμένει, όμως, ένα τμήμα της αύξησης των τιμών που οφείλεται στη μη αποτελεσματική λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Αρα, αποτελεί σημαντική μεταρρυθμιστική προτεραιότητα για τον μετριασμό της ύφεσης να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός.
Τρίτον, τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η δραματική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που προσέγγισε το 75% του ΑΕΠ το 2011 (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη των «27») και της δημόσιας κατανάλωσης (16% του ΑΕΠ), ο μικρός ρόλος του εξωτερικού τομέα με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να κυμαίνονται στο 27% του ΑΕΠ (από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη των «27»), η δραματική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών, κυρίως μη εμπορεύσιμων (75% του συνολικού ΑΕΠ), με την παράλληλη συρρίκνωση της βιομηχανίας (12% του ΑΕΠ) και της αγροτικής παραγωγής (4% του ΑΕΠ). Διαμορφώθηκε ουσιαστικά μια κλειστή, εσωστρεφής, κρατικοκεντρική κυρίως, οικονομία παροχής μη εμπορεύσιμων και μη ανταγωνιστικών υπηρεσιών, με έντονο δημόσιο και ιδιωτικό καταναλωτισμό που τροφοδοτήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια, το άφθονο τραπεζικό χρήμα, τις αυξήσεις μισθών πάνω από την παραγωγικότητα και το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που ακολούθησαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη. Σήμερα, με δεδομένη τη δέσμευση στο Μνημόνιο να μειώσουμε σημαντικά τη δημόσια κατανάλωση και να σταθεροποιήσουμε την ιδιωτική σε βιώσιμα επίπεδα (π. χ. γύρω στο 60%-65% του ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, οι μοναδικοί πυλώνες και μηχανές ανάπτυξης αναδεικνύονται, εκ των πραγμάτων, η ισχυρή ανάκαμψη των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων και η επιτάχυνση της οικονομικής εξωστρέφειας, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Σ’ αυτούς τους τομείς πρέπει να επικεντρωθεί το σχέδιο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Τέταρτον, η πιο αξιοσημείωτη και επικίνδυνη εξέλιξη για την ελληνική οικονομία είναι η κατάρρευση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων την τελευταία τετραετία (μείωση σχεδόν 50% σε πραγματικούς όρους) που αποτελούν σήμερα μόνο το 13% περίπου του ΑΕΠ έναντι 23% - 24% στην περίοδο πριν από την κρίση. Αυτή η εξέλιξη υπονομεύει καθοριστικά και περιορίζει ουσιαστικά τις αναπτυξιακές προοπτικές και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και δεν υπάρχουν στο Μνημόνιο πρόνοιες για την ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος (πλην της μείωσης των μισθών).
Πέμπτον, η διατήρηση καθεστώτος πιστωτικής ασφυξίας στον χρηματοπιστωτικό χώρο με τα υπερβολικά υψηλά επιτόκια και την αρνητική πιστωτική επέκταση (γύρω στο -5% ετησίως) αποδυναμώνουν καθημερινά τις δυνατότητες και προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων, οξύνοντας την ύφεση και καθιστώντας αδύνατη την ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτή η πολιτική πρέπει ν’ αντιστραφεί ως πρώτη προτεραιότητα πολιτικής.
Εκτον, τίθεται το ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις η χώρα μας μπορεί να επιστρέψει στο άμεσο μέλλον, αν είναι δυνατόν ήδη από το 2013, έστω και σε μηδενικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ (εκτίμηση για -4,5% το 2013). Σύμφωνα με δικούς μου υπολογισμούς, αν υποθέσουμε ότι η δημόσια κατανάλωση θα μειωθεί κατά 9,5% (υπόθεση Μνημονίου) και η ιδιωτική κατανάλωση κατά 4,2% (λόγω της επίπτωσης των νέων μέτρων) τότε για την επίτευξη μηδενικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ το 2013, οι εξαγωγές θα πρέπει να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους κατά 6,4% (υπεραισιόδοξο σενάριο, όταν ο μέσος όρος αύξησης των εξαγωγών ήταν 3,8% την περίοδο 2000 - 2008) και οι πραγματικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις κατά 14% (μέσος όρος Ελλάδος 4% την περίοδο 2000 - 2008, -18% το 2011). Για την επίτευξη δε ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ 3%, τότε οι επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν κατά 36,2% ετησίως!!
Αυτό σημαίνει ότι όσο η συνολική κατανάλωση συνεχίζει να μειώνεται (κυρίως, λόγω της μείωσης πραγματικών μισθών και συντάξεων, της υψηλής ανεργίας και της οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας), η επιστροφή στην ανάπτυξη απομακρύνεται. Βρισκόμαστε μπροστά στην αναπτυξιακή πρόκληση για έναν οικονομικό μετασχηματισμό τεραστίων διαστάσεων. Απαιτείται στο νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο να διαμορφώσουμε πολιτικές μεταφοράς οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πόρων από τους μη εμπορεύσιμους κλάδους του εγχώριου εμπορίου και των υπηρεσιών στους εξωστρεφείς εμπορεύσιμους κλάδους, από τις εγχώριες υπηρεσίες στην εξωστρεφή βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό τομέα, από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις και τις εξαγωγές. Ο παραπάνω μετασχηματισμός χρειάζεται χρόνο και σχέδιο για να είναι ήπιος και αποτελεσματικός.
Είναι η κατάλληλη στιγμή να διαμορφώσουμε μια επιθετική και ολοκληρωμένη πολιτική ανάκαμψης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η μέχρι τώρα απλοϊκή προσέγγιση ότι η συνεχής μείωση των μισθών είναι η κυρίαρχη πολιτική ανάπτυξης πρέπει να υποβαθμιστεί. Οφείλουμε επίσης να αντιστρέψουμε αμέσως το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, την καταστροφική μείωση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων που έχει επιλεγεί ως «εύκολη λύση» για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων παράλληλα με την ταχύτατη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και τη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ενός νέου έκτακτου αναπτυξιακού πακέτου ύψους 20 δισ. ευρώ για την Ελλάδα με στόχο τη χρηματοδότηση σημαντικών έργων υποδομών, την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, (που σήμερα οι δαπάνες κυμαίνονται κοντά στο 0, 4% του ΑΕΠ, το μικρότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη) και εξωστρεφών δυναμικών επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, η αριθμητική της ανάπτυξης δεν βγαίνει με τα σημερινά δεδομένα. Με έντονα περιοριστική τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, με συνεχείς μειώσεις των πραγματικών μισθών, με σοβαρή απομείωση του πλούτου και με έντονα αρνητικές προσδοκίες και οικονομικό κλίμα, το μείγμα δεν θεραπεύει, αλλά σκοτώνει τον ασθενή. Αλλά η αδιέξοδη πορεία μπορεί να αναστραφεί, με πρώτο βήμα την ανακοπή της ύφεσης και δεύτερο την επάνοδο σε σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Για να το πετύχουμε, χρειάζεται να κλείσουμε τον κύκλο της μονομερούς πολιτικής της συρρίκνωσης των μισθών και συντάξεων, σταθεροποιώντας την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ παράλληλα να διαμορφώσουμε ένα δικό μας εθνικό σχέδιο ανάπτυξης πάνω σε νέες βάσεις: έντονη στήριξη των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών με προσέλευση ξένων κεφαλαίων, σταθερή ενίσχυση των εξαγωγών, άνοιγμα των αγορών, φιλικό περιβάλλον για το επιχειρείν, ριζική αναβάθμιση των θεσμών που νοσούν, σχέδιο για ένα λειτουργικό κράτος, εξομάλυνση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, έμφαση στη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Σε ένα τέτοιο σχέδιο έχει νόημα η ισχυρή πίεση για στήριξη από τους εταίρους μας. Με ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο, εξοπλισμένο με έκτακτες διαδικασίες υλοποίησης και άμεσης εφαρμογής, μπορεί ταυτόχρονα το χρέος να γίνει βιώσιμο, η οικονομία ανταγωνιστική και η κοινωνία να δει ελπίδα.
* Ο κ. Ν. Καραμούζης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Eurobank, καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_14/10/2012_498722
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συναγερμός για τον «ιό Αρμαγεδδών»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ