2012-10-23 14:20:45
Όσο δυναμώνει η Χρυσή Αυγή, τόσο δυναμώνουν και οι φωνές που μεταφέρουν στην Αριστερά (και όχι απλώς στην άκρα Αριστερά) τις ευθύνες για την άνοδο του ελληνικού ιδιότυπου νεοναζισμού. Η θεωρία όμως των δυο άκρων, δεν στέκει σε καμία επιστημονική έρευνα και ανάλυση. Πιο σωστά, καμία επιστημονική ανάλυση δεν αναφέρεται στη θεωρία των δυο άκρων, αν θέλει να σέβεται τον εαυτό της και τη συγγένειά της με τον κόσμο των δεδομένων.
Η αληθοφάνεια της άποψης περί της ταύτισης των άκρων, προκύπτει όμως από την επίκληση μια σειράς πρακτικών, οι οποίες ορθώς αποδίδονται στην Αριστερά. Έτσι όσοι μιλούν γι’ αυτή την ταύτιση, τονίζουν πως οι κήρυκες της ανομίας, οι υποστηρικτές της βίας ως μαμής της ιστορίας, αλλά και αυτοί που πρώτοι χρησιμοποίησαν τους προπηλακισμούς κατά των πολιτικών τους αντιπάλων, προέρχονται από το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των λεγόμενων αναρχοαυτόνομων. Σήμερα, υποστηρίζουν αυτές οι φωνές, η Χρυσή Αυγή δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να εφαρμόζει με περισσότερη μεθοδικότητα και σε πιο εκτεταμένη βάση, αυτό που πρώτα η Αριστερά, πολύ πριν από τον Δεκέμβριο του 2008, προωθούσε ως δικό της πολιτικό πρόγραμμα.
Οι αναλογίες αποτελούν σημαντικό εργαλείο στα χέρια των πολιτικών αναλυτών, αρκεί να γίνεται σαφές πως πρόκειται μόνο για αναλογίες και όχι για αναλύσεις που ταυτίζουν ένα ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο (π.χ. Βαϊμάρη), με ένα άλλο (σημερινή Ελλάδα). Έτσι, όταν οι αναλογίες, αντί να χρησιμοποιούνται για την επιστημονική και πολιτική ανάλυση, παρουσιάζονται ως συμπεράσματά, τότε το αποτέλεσμα είναι η συσκότιση της πραγματικότητας.
Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως μεγάλα τμήματα της ελληνικής Αριστεράς, με το πρόσχημα είτε ότι οι ισχυροί δεν τηρούν τους νόμους, είτε ότι οι νόμοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα μέσα για την κυριαρχία των ισχυρών, πρέσβευαν και σήμερα πρεσβεύουν ακόμη περισσότερο, πως η ανομία είναι το όπλο των αδύναμων. Στην ουσία, βεβαίως, η ανομία είναι το όπλο των οικονομικά ισχυρών, οι οποίοι καλύτερα απ’ όλους βολεύονται από αυτήν. Είναι επίσης αλήθεια πως καμία άλλη ευρωπαϊκή Αριστερά, οποιουδήποτε ρεύματος, δεν τασσόταν τόσο καθαρά υπέρ της άποψης που θεωρεί τη βία ως μαμή της ιστορίας. Στην Ελλάδα φθάσαμε από το ένα άκρο, πώς μπορεί δηλαδή οι μη δημοκρατικές κοινωνίες να αλλάζουν χωρίς τη χρήση της βίας, στο άλλο, που υποστηρίζει ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες αλλάζουν μόνο με βία.
Εδώ, με συντομία να αναφέρω πως η άρνηση να γίνει αποδεκτή η άποψη η οποία θεωρούσε πως οι κομμουνιστικές κοινωνίες ήσαν βαθύτατα ολοκληρωτικές, διαπερνούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο το κομμουνιστικό κόμμα. Αρκεί εδώ να δούμε πόσες φορές οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, όλων των κομμάτων, στο συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωκοινοβούλιο, αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν αποφάσεις που καταδίκαζαν τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Αλλά και η άποψη που θεωρούσε τη δημοκρατία ως μια τυπική όψη ενός βαθύτατα εκμεταλλευτικού συστήματος, επίσης διαπερνούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, από την Αριστερά ως τη κοινωνική Δεξιά.
Τελικά, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο η Αριστερά, πίστευαν πως στον υπαρκτό σοσιαλισμό κτιζόταν μια πιο δίκαια κοινωνία, πως η δημοκρατία είναι για τα σκουπίδια αν δεν μας εξυπηρετεί προσωπικά και πως η βία είναι ο καλύτερος δρόμος για μια καλύτερη και ισότιμη κοινωνία, πως ο Κίσσινγκερ και οι εβραιομασώνοι μηχανορραφούν κατά των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων, πως η Αμερική αποτελεί τον 666, πως η Μέρκελ μας χρωστά… κ.ο.κ. Αυτές οι απόψεις, με λανθάνουσα και «ντροπαλή» μορφή, ήσαν κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο στην όποια ελληνική Αριστερά.
Όσο το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα ικανοποιούσε τις προσδοκίες της κοινωνίας των ιδιωτών για ατομική και οικογενειακή ανέλιξη, η κοινωνία έκρυβε τις αντιλήψεις της βαθιά στο πολιτικό υποσυνείδητό της και τις άφηνε να εκδηλωθούν μόνο στις καθημερινές ατομικές και διαπροσωπικές συμπεριφορές ( δεν πληρώνω, καπνίζω όταν και όπου μου γουστάρει, βρίζω και χλευάζω τα πιστεύω του άλλου, για όλα φταίνε οι δίπλα, οδηγοί και πεζοί δεν τηρούν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, δεν πετάω τα σκουπίδια στους κάδους, δεν τηρώ τη σειρά προτεραιότητας… και άλλα πολλά τέτοια, εκ πρώτης όψεως δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας, αλλά κατά βάθος πολύ μεγάλης πολιτικής σημασίας). Σήμερα που το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να μοιράζει άλλο θέσεις, αξιώματα και επιδόματα, αυτές οι συμπεριφορές και απόψεις νόμιζαν πως βρήκαν τον καλύτερο εκφραστή τους στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλο και περισσότερο ανακαλύπτουν πως η Χρυσή Αυγή είναι αναμφισβήτητα πιο κοντά σ’ αυτές τις συμπεριφορές. Και την ακολουθούν. Μετά τις αναφορές Κασιδιάρη για «τα καλσόν του Τσίπρα», ελπίζω πως και ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατανοήσει πού οδηγούν οι δικοί του ακραίοι. Και να πεις πως εκεί δεν υπάρχουν διαμάντια σαν τον Δραγασάκη;
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, έγιναν οι Έλληνες ξαφνικά ναζιστές; Όχι, καθόλου, όπως καθόλου δεν έγιναν ναζιστές ξαφνικά και οι Γερμανοί, όταν το 1928 έδιναν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα ποσοστά κοντά στο 2,6% και το 1933 αυτό έφθασε στο 44%. Ήταν ο μισός γερμανικός πληθυσμός ναζιστές; Όχι, βεβαίως. Δεν ήσαν, ακόμη και όταν ο Χίτλερ εδραιώθηκε στην εξουσία. Αν όμως ρίξουμε μια απλή ματιά στη βιβλιογραφία της ανόδου του γερμανικού ναζισμού, θα διαπιστώσουμε πως η πολιτική ηγεμονία του ναζισμού, ποτέ δεν σήμαινε και ιδεολογική ηγεμονία του ναζισμού. Στη Γερμανία, η άνοδος του ναζισμού οφειλόταν αφενός στην καλλιέργεια ενός εθνικιστικού αιτήματος για την κυριαρχία της Γερμανίας σε παγκόσμιο επίπεδο και αφετέρου σ’ ένα αίσθημα εκδίκησης εναντίον όσων είχαν δήθεν προκαλέσει το περίφημο «πισώπλατο κτύπημα» του 1918, κατά της διχασμένης σε «πατριώτες» και «προδότες» γερμανικής κοινωνίας.
Ας το προσέξουμε αυτό, γιατί οι πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα, κρύβουν το δάσος των διαφορών. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη πολιτική ηγεμονία των ναζιστών, έχουμε όμως από καιρό μεγάλη απήχηση των ιδεολογικών τους θέσεων.
Επομένως, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί τη συνέχεια των αντιλήψεων της Αριστεράς, αλλά κάποιων ιστορικά καθορισμένων ατομικών συμπεριφορών, οι οποίες βγήκαν στην επιφάνεια με την πολιτική και οικονομική κρίση. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό και αν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε στη παιδεία και στην τήρηση των νόμων τα αντίδοτα, τότε ο νεοελληνικός ναζισμός θα διογκώνεται. Αν μάλιστα συνεχίσουμε να ταυτίζουμε το φυλετικό μίσος του ναζισμού, με το όραμα της Αριστεράς για κοινωνική ισότητα και ελευθερία, τότε θα δίνουμε ακόμα περισσότερα επιχειρήματα στους σύγχρονους «Καραϊσκάκηδες» να διαλύουν την πολιτική ζωή του τόπου.
Γιατί, βεβαίως, Αριστερά δεν είναι το ταξικό μίσος, όπως δυστυχώς και με ευθύνη της ελληνικής Αριστεράς, πολλοί πιστεύουν σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, αλλά το όραμα της ατομικής χειραφέτησης και της κοινωνικής ελευθερίας και ισότητας. Γιατί αν και στην κοινωνία τίποτα δεν είναι ασπρόμαυρο, το μαύρο είναι πάντα μαύρο.
Πηγή: metarithmisi.gr - Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
anarxikostrapezitis
Η αληθοφάνεια της άποψης περί της ταύτισης των άκρων, προκύπτει όμως από την επίκληση μια σειράς πρακτικών, οι οποίες ορθώς αποδίδονται στην Αριστερά. Έτσι όσοι μιλούν γι’ αυτή την ταύτιση, τονίζουν πως οι κήρυκες της ανομίας, οι υποστηρικτές της βίας ως μαμής της ιστορίας, αλλά και αυτοί που πρώτοι χρησιμοποίησαν τους προπηλακισμούς κατά των πολιτικών τους αντιπάλων, προέρχονται από το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των λεγόμενων αναρχοαυτόνομων. Σήμερα, υποστηρίζουν αυτές οι φωνές, η Χρυσή Αυγή δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να εφαρμόζει με περισσότερη μεθοδικότητα και σε πιο εκτεταμένη βάση, αυτό που πρώτα η Αριστερά, πολύ πριν από τον Δεκέμβριο του 2008, προωθούσε ως δικό της πολιτικό πρόγραμμα.
Οι αναλογίες αποτελούν σημαντικό εργαλείο στα χέρια των πολιτικών αναλυτών, αρκεί να γίνεται σαφές πως πρόκειται μόνο για αναλογίες και όχι για αναλύσεις που ταυτίζουν ένα ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο (π.χ. Βαϊμάρη), με ένα άλλο (σημερινή Ελλάδα). Έτσι, όταν οι αναλογίες, αντί να χρησιμοποιούνται για την επιστημονική και πολιτική ανάλυση, παρουσιάζονται ως συμπεράσματά, τότε το αποτέλεσμα είναι η συσκότιση της πραγματικότητας.
Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως μεγάλα τμήματα της ελληνικής Αριστεράς, με το πρόσχημα είτε ότι οι ισχυροί δεν τηρούν τους νόμους, είτε ότι οι νόμοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα μέσα για την κυριαρχία των ισχυρών, πρέσβευαν και σήμερα πρεσβεύουν ακόμη περισσότερο, πως η ανομία είναι το όπλο των αδύναμων. Στην ουσία, βεβαίως, η ανομία είναι το όπλο των οικονομικά ισχυρών, οι οποίοι καλύτερα απ’ όλους βολεύονται από αυτήν. Είναι επίσης αλήθεια πως καμία άλλη ευρωπαϊκή Αριστερά, οποιουδήποτε ρεύματος, δεν τασσόταν τόσο καθαρά υπέρ της άποψης που θεωρεί τη βία ως μαμή της ιστορίας. Στην Ελλάδα φθάσαμε από το ένα άκρο, πώς μπορεί δηλαδή οι μη δημοκρατικές κοινωνίες να αλλάζουν χωρίς τη χρήση της βίας, στο άλλο, που υποστηρίζει ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες αλλάζουν μόνο με βία.
Εδώ, με συντομία να αναφέρω πως η άρνηση να γίνει αποδεκτή η άποψη η οποία θεωρούσε πως οι κομμουνιστικές κοινωνίες ήσαν βαθύτατα ολοκληρωτικές, διαπερνούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο το κομμουνιστικό κόμμα. Αρκεί εδώ να δούμε πόσες φορές οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, όλων των κομμάτων, στο συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωκοινοβούλιο, αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν αποφάσεις που καταδίκαζαν τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Αλλά και η άποψη που θεωρούσε τη δημοκρατία ως μια τυπική όψη ενός βαθύτατα εκμεταλλευτικού συστήματος, επίσης διαπερνούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, από την Αριστερά ως τη κοινωνική Δεξιά.
Τελικά, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο η Αριστερά, πίστευαν πως στον υπαρκτό σοσιαλισμό κτιζόταν μια πιο δίκαια κοινωνία, πως η δημοκρατία είναι για τα σκουπίδια αν δεν μας εξυπηρετεί προσωπικά και πως η βία είναι ο καλύτερος δρόμος για μια καλύτερη και ισότιμη κοινωνία, πως ο Κίσσινγκερ και οι εβραιομασώνοι μηχανορραφούν κατά των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων, πως η Αμερική αποτελεί τον 666, πως η Μέρκελ μας χρωστά… κ.ο.κ. Αυτές οι απόψεις, με λανθάνουσα και «ντροπαλή» μορφή, ήσαν κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο στην όποια ελληνική Αριστερά.
Όσο το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα ικανοποιούσε τις προσδοκίες της κοινωνίας των ιδιωτών για ατομική και οικογενειακή ανέλιξη, η κοινωνία έκρυβε τις αντιλήψεις της βαθιά στο πολιτικό υποσυνείδητό της και τις άφηνε να εκδηλωθούν μόνο στις καθημερινές ατομικές και διαπροσωπικές συμπεριφορές ( δεν πληρώνω, καπνίζω όταν και όπου μου γουστάρει, βρίζω και χλευάζω τα πιστεύω του άλλου, για όλα φταίνε οι δίπλα, οδηγοί και πεζοί δεν τηρούν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, δεν πετάω τα σκουπίδια στους κάδους, δεν τηρώ τη σειρά προτεραιότητας… και άλλα πολλά τέτοια, εκ πρώτης όψεως δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας, αλλά κατά βάθος πολύ μεγάλης πολιτικής σημασίας). Σήμερα που το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να μοιράζει άλλο θέσεις, αξιώματα και επιδόματα, αυτές οι συμπεριφορές και απόψεις νόμιζαν πως βρήκαν τον καλύτερο εκφραστή τους στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλο και περισσότερο ανακαλύπτουν πως η Χρυσή Αυγή είναι αναμφισβήτητα πιο κοντά σ’ αυτές τις συμπεριφορές. Και την ακολουθούν. Μετά τις αναφορές Κασιδιάρη για «τα καλσόν του Τσίπρα», ελπίζω πως και ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατανοήσει πού οδηγούν οι δικοί του ακραίοι. Και να πεις πως εκεί δεν υπάρχουν διαμάντια σαν τον Δραγασάκη;
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, έγιναν οι Έλληνες ξαφνικά ναζιστές; Όχι, καθόλου, όπως καθόλου δεν έγιναν ναζιστές ξαφνικά και οι Γερμανοί, όταν το 1928 έδιναν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα ποσοστά κοντά στο 2,6% και το 1933 αυτό έφθασε στο 44%. Ήταν ο μισός γερμανικός πληθυσμός ναζιστές; Όχι, βεβαίως. Δεν ήσαν, ακόμη και όταν ο Χίτλερ εδραιώθηκε στην εξουσία. Αν όμως ρίξουμε μια απλή ματιά στη βιβλιογραφία της ανόδου του γερμανικού ναζισμού, θα διαπιστώσουμε πως η πολιτική ηγεμονία του ναζισμού, ποτέ δεν σήμαινε και ιδεολογική ηγεμονία του ναζισμού. Στη Γερμανία, η άνοδος του ναζισμού οφειλόταν αφενός στην καλλιέργεια ενός εθνικιστικού αιτήματος για την κυριαρχία της Γερμανίας σε παγκόσμιο επίπεδο και αφετέρου σ’ ένα αίσθημα εκδίκησης εναντίον όσων είχαν δήθεν προκαλέσει το περίφημο «πισώπλατο κτύπημα» του 1918, κατά της διχασμένης σε «πατριώτες» και «προδότες» γερμανικής κοινωνίας.
Ας το προσέξουμε αυτό, γιατί οι πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα, κρύβουν το δάσος των διαφορών. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη πολιτική ηγεμονία των ναζιστών, έχουμε όμως από καιρό μεγάλη απήχηση των ιδεολογικών τους θέσεων.
Επομένως, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί τη συνέχεια των αντιλήψεων της Αριστεράς, αλλά κάποιων ιστορικά καθορισμένων ατομικών συμπεριφορών, οι οποίες βγήκαν στην επιφάνεια με την πολιτική και οικονομική κρίση. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό και αν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε στη παιδεία και στην τήρηση των νόμων τα αντίδοτα, τότε ο νεοελληνικός ναζισμός θα διογκώνεται. Αν μάλιστα συνεχίσουμε να ταυτίζουμε το φυλετικό μίσος του ναζισμού, με το όραμα της Αριστεράς για κοινωνική ισότητα και ελευθερία, τότε θα δίνουμε ακόμα περισσότερα επιχειρήματα στους σύγχρονους «Καραϊσκάκηδες» να διαλύουν την πολιτική ζωή του τόπου.
Γιατί, βεβαίως, Αριστερά δεν είναι το ταξικό μίσος, όπως δυστυχώς και με ευθύνη της ελληνικής Αριστεράς, πολλοί πιστεύουν σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, αλλά το όραμα της ατομικής χειραφέτησης και της κοινωνικής ελευθερίας και ισότητας. Γιατί αν και στην κοινωνία τίποτα δεν είναι ασπρόμαυρο, το μαύρο είναι πάντα μαύρο.
Πηγή: metarithmisi.gr - Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
anarxikostrapezitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΝΤΟΖΗΣ : ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΛΟΓΟ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ