2012-10-24 15:15:04
του Κων/νου Γκαντάτσιου
Αν και μικροκαμωμένος τα κατάφερε και μπήκε μέσα. Έδωσε το χέρι του και τράβηξε και τον άλλο. Οι δυο τους άρχισαν να ψαχουλεύουν με επιμονή, με αγωνία.
Έπρεπε κάτι να βρουν ήταν πρωί ακόμη. Σήμερα είχαν βγει νωρίς νωρίς στη γύρα. Με την ελπίδα… Όλοι έχουμε μιαν ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, έτσι δεν μάθαμε άλλωστε; Μόνο που αυτός κι ο συνεργός του δεν το χαν μάθει στο σχολείο, δεν πήγαν σχολείο. Μα ούτε και οι γονείς τους τους το δίδαξαν. Ήταν μακριά.
Την ελπιδοφόρα αλήθεια την έμαθαν μόνα τους μέσα σ’ ένα κάδο -όχι τον ίδιο κάθε φορά- στην Ελλάδα του 2011. Ήλπιζαν πως αν όχι ο επόμενος, ο μεθεπόμενος θα χει κάτι χορταστικό –δεν λέω γευστικό- απομεινάρι άλλου στόματος για να ξεγελάσει το κακόμοιρο την πείνα του. Να ναι τώρα παιδί οκτώ χρονών, πότε με τον παππού, πότε με την γιαγιά. Σπάνια ερχόταν ο πατέρας στην Ελλάδα. Μ’ αυτούς και με κάτι θείους του πρέπει να μεγάλωνε. Ούτε κι αυτό ήξερε ή μάλλον για να ακριβολογώ ίσως και να μην ήθελε.
Ο μικρός Εμίλ από τη Βουλγαρία… ζει, το πώς ζει είναι άλλο θέμα. Συχνά τον χειμώνα τον έβλεπα πότε με ροζ φόρμα, πότε με φανελάκι και άλλοτε με εκείνη την καφετιά μπλούζα γεμάτη λεκέδες. Ελάχιστες ήταν οι φορές που τον είχα δει καθαρό φορώντας ρούχα της ηλικίας και του φύλλου του και σπάνια με παπούτσια στο νούμερό του.
Πάντα απορούσα γιατί αυτό το παιδί ήταν τόσο βρώμικο και πάντα μύριζε. Το απέδιδα στη φήμη που είχα ακούσει ότι πολλοί μένουν σε σπίτια που νοικιάζουν «δικοί μας», «καθαρόαιμοι» Έλληνες κατά κεφαλήν. Δέκα άτομα το μήνα επί 50 ευρώ το κεφάλι μας, κάνει πεντακόσια, κ.ο.κ. Χωρίς νερό, ρεύμα, πορτοπαράθυρα και φυσικά τουαλέτα, όμως εκείνο το πρωινό πήρα την απάντηση. Το καλοκαίρι, μόλις ήρθε, μου μίλησε, ήταν καθαρός, φρεσκοπλυμένος. Με ένα νεύμα του μου έδειξε ολόχαρος τα καινούρια του παπούτσια, ήταν στο νούμερό του. Ήταν ολόχαρο, εκείνη τη μέρα είδα χαρά στα μάτια του, πολύ χαρά.
Πολλές φορές ένοιωσα να ντρέπομαι σαν άνθρωπος απέναντι σ’ αυτά τα μάτια. Δεν μπορούσαν, αλλά νομίζω ούτε ήθελαν να γίνουν κριτής όπως άλλα μάτια. Πανέξυπνος, γυρνάει ζητώντας ένα «κρουσάν», έτσι το λέει, ακόμη και τώρα. Τον είδα χτυπημένο, δακρυσμένο χωρίς να θέλει να μου πει ποιος από τους γύρω του το έκανε. Πρόσφατα, είδα μια ομάδα παιδιών, να τον κυνηγούν πετώντας τις τσάντες τους γεμάτες από ελληνική παιδεία και εθνι(κιστι)κά ιδεώδη, κτυπώντας το κεφαλάκι του πότε στα σύρματα ενός φράκτη και πότε στο δρόμο. Τώρα άμα τους βλέπει φεύγει.
Δεν διαβάζει, ούτε βλέπει τηλεόραση και σίγουρα δεν μπορεί να καταλάβει την πτώση των παραδοσιακών κομμάτων που τον έφεραν σε τούτη τη χώρα ούτε την άνοδο της Χ.Αυγής. Μόνος του έμαθε να σφυγμομετρεί την κοινωνία και του ανθρώπους της χωρίς γκάλοπ και exit polls μόνο με τα μάτια και τα χέρια του μέσα από ένα κάδο.
Εσείς τι λέτε, έχει καμία διαφορά αν το δάκρυ, ο πόνος, το χαμόγελο, η αγωνία και η ελπίδα, προέρχονται από παιδί Έλληνα ή από παιδί μετανάστη;
Νοιώθω λοιπόν πως τώρα η αγάπη μας δοκιμάζεται, μαζί της δοκιμάζονται η ανθρωπιά κι η αξιοπρέπεια αντάμα με την αυτοεκτίμησή μας. Γνωρίζουμε όλοι πως χάσαμε πολλά που δεν έπρεπε και δεν περιμέναμε να χαθούν ακολουθώντας βήματα πολιτικά ανεύθυνα και ματιές επιπόλαιες και λαοπλάνες, ως τώρα κλαίμε γιατί χάσαμε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ας μην χρειαστεί να θρηνήσουμε και για ανθρώπους που παραμελήσαμε επειδή τους κατατάξαμε σε Έλληνες ή βάρβαρους. Δεν ήταν έτσι ο λαός μας ας μην το ξεχνάμε.
protagon.gr
Αν και μικροκαμωμένος τα κατάφερε και μπήκε μέσα. Έδωσε το χέρι του και τράβηξε και τον άλλο. Οι δυο τους άρχισαν να ψαχουλεύουν με επιμονή, με αγωνία.
Έπρεπε κάτι να βρουν ήταν πρωί ακόμη. Σήμερα είχαν βγει νωρίς νωρίς στη γύρα. Με την ελπίδα… Όλοι έχουμε μιαν ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, έτσι δεν μάθαμε άλλωστε; Μόνο που αυτός κι ο συνεργός του δεν το χαν μάθει στο σχολείο, δεν πήγαν σχολείο. Μα ούτε και οι γονείς τους τους το δίδαξαν. Ήταν μακριά.
Την ελπιδοφόρα αλήθεια την έμαθαν μόνα τους μέσα σ’ ένα κάδο -όχι τον ίδιο κάθε φορά- στην Ελλάδα του 2011. Ήλπιζαν πως αν όχι ο επόμενος, ο μεθεπόμενος θα χει κάτι χορταστικό –δεν λέω γευστικό- απομεινάρι άλλου στόματος για να ξεγελάσει το κακόμοιρο την πείνα του. Να ναι τώρα παιδί οκτώ χρονών, πότε με τον παππού, πότε με την γιαγιά. Σπάνια ερχόταν ο πατέρας στην Ελλάδα. Μ’ αυτούς και με κάτι θείους του πρέπει να μεγάλωνε. Ούτε κι αυτό ήξερε ή μάλλον για να ακριβολογώ ίσως και να μην ήθελε.
Ο μικρός Εμίλ από τη Βουλγαρία… ζει, το πώς ζει είναι άλλο θέμα. Συχνά τον χειμώνα τον έβλεπα πότε με ροζ φόρμα, πότε με φανελάκι και άλλοτε με εκείνη την καφετιά μπλούζα γεμάτη λεκέδες. Ελάχιστες ήταν οι φορές που τον είχα δει καθαρό φορώντας ρούχα της ηλικίας και του φύλλου του και σπάνια με παπούτσια στο νούμερό του.
Πάντα απορούσα γιατί αυτό το παιδί ήταν τόσο βρώμικο και πάντα μύριζε. Το απέδιδα στη φήμη που είχα ακούσει ότι πολλοί μένουν σε σπίτια που νοικιάζουν «δικοί μας», «καθαρόαιμοι» Έλληνες κατά κεφαλήν. Δέκα άτομα το μήνα επί 50 ευρώ το κεφάλι μας, κάνει πεντακόσια, κ.ο.κ. Χωρίς νερό, ρεύμα, πορτοπαράθυρα και φυσικά τουαλέτα, όμως εκείνο το πρωινό πήρα την απάντηση. Το καλοκαίρι, μόλις ήρθε, μου μίλησε, ήταν καθαρός, φρεσκοπλυμένος. Με ένα νεύμα του μου έδειξε ολόχαρος τα καινούρια του παπούτσια, ήταν στο νούμερό του. Ήταν ολόχαρο, εκείνη τη μέρα είδα χαρά στα μάτια του, πολύ χαρά.
Πολλές φορές ένοιωσα να ντρέπομαι σαν άνθρωπος απέναντι σ’ αυτά τα μάτια. Δεν μπορούσαν, αλλά νομίζω ούτε ήθελαν να γίνουν κριτής όπως άλλα μάτια. Πανέξυπνος, γυρνάει ζητώντας ένα «κρουσάν», έτσι το λέει, ακόμη και τώρα. Τον είδα χτυπημένο, δακρυσμένο χωρίς να θέλει να μου πει ποιος από τους γύρω του το έκανε. Πρόσφατα, είδα μια ομάδα παιδιών, να τον κυνηγούν πετώντας τις τσάντες τους γεμάτες από ελληνική παιδεία και εθνι(κιστι)κά ιδεώδη, κτυπώντας το κεφαλάκι του πότε στα σύρματα ενός φράκτη και πότε στο δρόμο. Τώρα άμα τους βλέπει φεύγει.
Δεν διαβάζει, ούτε βλέπει τηλεόραση και σίγουρα δεν μπορεί να καταλάβει την πτώση των παραδοσιακών κομμάτων που τον έφεραν σε τούτη τη χώρα ούτε την άνοδο της Χ.Αυγής. Μόνος του έμαθε να σφυγμομετρεί την κοινωνία και του ανθρώπους της χωρίς γκάλοπ και exit polls μόνο με τα μάτια και τα χέρια του μέσα από ένα κάδο.
Εσείς τι λέτε, έχει καμία διαφορά αν το δάκρυ, ο πόνος, το χαμόγελο, η αγωνία και η ελπίδα, προέρχονται από παιδί Έλληνα ή από παιδί μετανάστη;
Νοιώθω λοιπόν πως τώρα η αγάπη μας δοκιμάζεται, μαζί της δοκιμάζονται η ανθρωπιά κι η αξιοπρέπεια αντάμα με την αυτοεκτίμησή μας. Γνωρίζουμε όλοι πως χάσαμε πολλά που δεν έπρεπε και δεν περιμέναμε να χαθούν ακολουθώντας βήματα πολιτικά ανεύθυνα και ματιές επιπόλαιες και λαοπλάνες, ως τώρα κλαίμε γιατί χάσαμε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ας μην χρειαστεί να θρηνήσουμε και για ανθρώπους που παραμελήσαμε επειδή τους κατατάξαμε σε Έλληνες ή βάρβαρους. Δεν ήταν έτσι ο λαός μας ας μην το ξεχνάμε.
protagon.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η αηδία που νιώθω
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ