2012-10-29 10:03:34
Η φωνή του γεμάτη ενθουσιασμό. Το βλέμμα του μοιάζει να ταξιδεύει αντίστροφα στο χρόνο καθώς ανακαλεί στη μνήμη του μία από τις πλέον ένδοξες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας, στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940-'41: τη βύθιση μεγάλης νηοπομπής, μέσα σε ιταλικά ύδατα, από το υποβρύχιο «Παπανικολής».
«Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος».
Ο Νικόλαος Τασιάκος, ο τελευταίος επιζών ενός θρύλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε γίνει ο εφιάλτης των ιταλικών και των γερμανικών δυνάμεων, θυμάται σαν χθες τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του 1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το «Παπανικολής» κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων.
Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του 'Παπανικολής'» λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα. Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα.
«Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης». Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
Διαβάστε τη συνέχεια του ενδιαφέροντος άρθρου : http://ellinikh-odysseia.blogspot.com/
«Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος».
Ο Νικόλαος Τασιάκος, ο τελευταίος επιζών ενός θρύλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε γίνει ο εφιάλτης των ιταλικών και των γερμανικών δυνάμεων, θυμάται σαν χθες τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του 1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το «Παπανικολής» κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων.
Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του 'Παπανικολής'» λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα. Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα.
«Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης». Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
Διαβάστε τη συνέχεια του ενδιαφέροντος άρθρου : http://ellinikh-odysseia.blogspot.com/
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το φορτηγό "Ηρόδοτος" μπήκε στη θάλασσα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Χωρίς είσοδο το λιμανάκι της Κάτω Πάφου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ