2012-10-30 01:10:02
από τον Νικόδημο
1. Η Γεωφορολόγηση, όπως αναφέρθηκε σε πολλά προηγούμενα φύλλα, είναι ο φόρος επί της αξίας του γεωτεμαχίου σκέτου (έκτασης ή εμβαδού επιφάνειας) αφού αφαιρεθούν τα οποιαδήποτε εγγειοβελτιωτικά προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας που μπορεί να υπάρχουν πάνω στη συγκεκριμένη θέση (περιφράξεις, καλλιέργειες, κτίσματα, ορυχεία στο υπέδαφος και ό,τι άλλο). Ή μπορεί να κοιταχτεί ως φόρος (επί) της προσόδου, η οποία είναι το πλεόνασμα παραγωγής υπεράνω του προϊόντος στις οριακές τοποθεσίες (και συνεπώς υπεράνω των απολαβών ή μισθών, δηλ. της αμοιβής της εργασίας).
Στην πραγματικότητα δεν είναι «φόρος» καθόλου με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Είναι μάλλον η ΕΔΑ, Επιστροφή της Δημόσιας Αξίας, στην κοινότητα (Πολιτεία, Έθνος, Δημόσιο): δηλαδή η επιστροφή του μεριδίου της παραγωγής που οφείλεται στην ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας και ορθότατα ονομάζεται «δημόσια αξία» (φύλλο 22, Φορολογία Β: ΕΔΑ ή Γεωφορολόγηση) σε αντίθεση με το μερίδιο που οφείλεται στην εργασία ατόμων και στη χρήση κεφαλαίου και ονομάζεται «ιδιωτική αξία».
Η πρόσοδος οφείλεται, είδαμε, όχι στην ανθρώπινη εργασία καθεαυτή και στη χρήση κεφαλαίου (=χρήματα, σύνεργα, μηχανήματα, οχήματα, κτήρια, κ.λπ.) αλλά σε τρεις άλλους διαφορετικούς παράγοντες.
Πρώτος και κυριότερος παράγων, συναινούν όλοι οι κλασικοί, είναι η θέση της μονάδας παραγωγής (=τοποθεσία) σε σχέση με το κέντρο στην πρωτεύουσα (ή μεγαλούπολη), με συγκοινωνιακούς κόμβους (σταθμοί, λιμάνι, αεροδρόμιο), με αγορές, με πηγές πρώτων υλών, με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ηλεκτρισμό, νερό, παιδεία, περίθαλψη, κ.λπ.). Δεύτερος και σημαντικός παράγων ιδίως για καλλιέργειες είναι η γονιμότητα του εδάφους και γειτνίαση σε νερό, ηλεκτρισμό, συγκοινωνίες κ.λπ.)˙ το ίδιο ισχύει για ορυχεία κάθε είδους με πλούσιες ή φτωχές φλέβες. Ο τρίτος παράγων είναι η χρήση της τοποθεσίας και η διαφοροποίηση στην παραγωγή και στο προϊόν. Εκεί που κάποτε στην Αμερική ήταν καλλιέργειες σιτηρών ή βοσκοτόπια, τώρα υπάρχουν πετρελαιοπηγάδια ή χρυσωρυχεία. Επειδή αγαθά όπως το πετρέλαιο και το χρυσάφι βρίσκονται σε περιορισμένες τοποθεσίες, ενώ εδάφη για καλλιέργειες ή για βοσκοτόπια είναι πολύ πιο κοινά, κι επειδή τελικά πετρέλαιο και χρυσάφι (ή άλλα πολύτιμα ορυκτά) έχουν μεγαλύτερη αξία για τους ανθρώπους παντού σήμερα, γι αυτό οι άνθρωποι προτιμούν την εξόρυξη κι επεξεργασία αυτών των αγαθών.
Οι κλασικοί συνεπώς συμφωνούν πως η πρόσοδος ή δημόσια αξία (και η αύξησή της) οφείλεται στην ανάπτυξη της κοινωνίας με την αύξηση του πληθυσμού, την τεχνολογική πρόοδο, την πολιτισμική άνθηση, την παροχή ποικίλων υπηρεσιών, κ.λπ., αλλά και την αυξανόμενη πραγματική ζήτηση αυτών των αγαθών.
Όπως βλέπουμε απλά στην καθημερινότητα, παντού οι αξίες γαιών ανεβαίνουν συνεχώς, ακόμα και όταν υπάρχει κάποια οικονομική κρίση και οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών πέφτουν (βλ. Αρχές Διακυβέρνησης 16: Ο Οικονομικός Κύκλος § 4-7γ). Σπάνια, και μόνο σε βαθιά ύφεση, οι αξίες γαιών, ιδίως οικοπέδων στο κέντρο των πόλεων, πέφτουν˙ αλλά ακόμα και τότε η πτώση θα κρατήσει μόνο για όσο κρατά η ύφεση.
2. Αλλά πώς ξέρουμε ότι το πλεόνασμα σε μια παραγωγική μονάδα οφείλεται στην ευνοϊκή θέση της και όχι σε πρόσθετη εργασία ή κεφαλαιακή επένδυση; Με άλλα λόγια, είναι πρόσοδος και όχι κέρδος;
Ας δούμε, λοιπόν, τι ακριβώς γίνεται με την εφαρμογή πρόσθετης εργασίας και μεγαλύτερου κεφαλαίου που αποδίδουν πρόσθετο κέρδος, κάτι διαφορετικό από την πρόσοδο ή αξία της γης.
Εδώ εικονίζονται δύο καταστάσεις μιας περίπτωσης 5 ισομεγεθών κτημάτων, που έχουν ίδια ευφορία κι αποδοτικότητα. Στο 1α υποθέτουμε ότι η χρήση κεφαλαίου κι εργασιακού χρόνου (ας πούμε 45 ώρες τη βδομάδα) είναι ίδια σε κάθε κτήμα. Η παραγωγή επίσης είναι ίδια. Εδώ δεν υπάρχει γεωπρόσοδος ή πλεόνασμα δηλαδή διαφορά στο μέγεθος παραγωγής.
Στο 1β έχουμε τα ίδια 5 κτήματα αλλά με διαφορές στην απόδοση. Τώρα υποθέτουμε ότι ο Β εργάζεται 50 ώρες τη βδομάδα: η παραγωγή του φυσικά θ΄ αυξηθεί. Ο Δ επίσης εργάζεται 50 ώρες και χρησιμοποιεί περισσότερο κεφάλαιο (τρακτέρ, κ.λπ.): η παραγωγή του θ΄ αυξηθεί περισσότερο. Ο Ε προτιμά να εργάζεται 40 ώρες: η παραγωγή του είναι μειωμένη.
Αυτές οι διαφορές οφείλονται, όχι στη γονιμότητα ή θέση των τοποθεσιών καθεαυτών, αλλά στη διαφορετική χρήση κεφαλαίου κι εργασίας. Εδώ εξακολουθούμε να μην έχουμε καθόλου γεωπρόσοδο. Τα πλεονάσματα οφείλονται σε εντατικοποίηση της εργασίας κι όχι σε εδαφική αποδοτικότητα. Έτσι, αν τώρα έπρεπε να συνεισφέρουν κάποιο φόρο για τις δημόσιες δαπάνες και οι πέντε θα πρέπει, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέραμε σε προηγούμενα φύλλα, να δώσουν ίσο ποσό (3 ή 5 μονάδες ο καθένας, ας πούμε). Παρεμπιπτόντως, θ΄ αναγκαζόταν έτσι κι ο παραγωγός Ε να εργάζεται περισσότερο ώστε να μην υστερεί από τους άλλους, διότι η συνεισφορά θα του αφήσει λιγότερο εισόδημα.
Τώρα, ο φόρος θα υπολογισθεί σύμφωνα με την αξία των γαιών, όχι σύμφωνα με την παραγωγή των κτημάτων. Αφού, όπως είπαμε, όλα τα κτήματα ανήκουν σε μία ζώνη με ίδια ευφορία κι αποδοτικότητα, η αξία των κτημάτων είναι ίδια. Κάθε κτήμα (με ίδιο μέγεθος πάντα) εκτιμάται, ας πούμε, σε 40.000 ευρώ. Έτσι, σε αυτήν τη ζώνη, σε αυτήν την περιοχή, το κάθε κτήμα θα πληρώνει τον ίδιο φόρο, σύμφωνα με την αξία του εδάφους που είναι ίδια, άσχετα με την παραγωγή του.
3. Στα 2α και 2β βλέπουμε ένα δεύτερο παράδειγμα, λίγο πιο περίπλοκο, αλλά ουσιαστικά όμοιο. Εδώ πάλι έχουμε ζώνες με 10 ή 40 κτήματα (ή άλλου τύπου μονάδες παραγωγής). Τα πλεονάσματα πάνω από τη γραμμή 40 οφείλονται καθαρά στην τοποθεσία και αποτελούν γεωπρόσοδο.
Στο 2β κάποιοι παραγωγοί στις ζώνες Β και Γ εργάζονται περισσότερες ώρες και χρησιμοποιούν περισσότερο κεφάλαιο: έτσι έχουν αυξημένη παραγωγή. Το πλεόνασμά τους πάνω από 40 είναι σύνθετο. Το πλεόνασμα 23 του Β είναι 13 γεωπρόσοδος και 10 προϊόν εργασίας του. Ομοίως το πλεόνασμα 10 του Γ είναι 7 γεωπρόσοδος και 3 προϊόν εργασίας του.
Η οριακή τοποθεσία παίζει σπουδαίο ρόλο σαν μέτρο υπολογισμού και ρύθμισης. Η οριακή είναι, είπαμε, η τοποθεσία με τη χαμηλότερη παραγωγή: γι αυτό δεν παρουσιάζει γεωπρόσοδο (παρότι, μ΄ αυστηρά κριτήρια, περιέχει ποσοστό ωφέλειας από τη γενικότερη κοινωνική ανάπτυξη). Η παραγωγή στις οριακές τοποθεσίες γίνεται η βάση πάνω στην οποία υπολογίζονται τα πλεονάσματα της γεωπροσόδου στις πιο πλεονεκτικές τοποθεσίες. Αλλά συγχρόνως είναι κι ο ρυθμιστής ή καθοριστής των μισθών (δηλαδή της αμοιβής των εργατών).
Το πλεόνασμα της γεωπροσόδου στις πιο αποδοτικές τοποθεσίες, όπως φαίνεται καθαρά στο Διάγρ. 2α, οφείλεται στα πλεονεκτήματα που αυτές οι τοποθεσίες έχουν όχι εξαιτίας της οποιαδήποτε προσπάθειας του ίδιου του κατόχου αλλά εξαιτίας της ύπαρξης της κοινότητας και της όλης κοινωνικής ανάπτυξης. Έτσι η γεωπρόσοδος μπορεί να γίνει η φυσική πηγή χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών και να μαζεύεται από την κυβέρνηση σαν φόρος.
Αλλά, επανερχόμαστε στο ερώτημα: εδώ πώς ξεχωρίζεται στις γεωπροσόδους Β και Γ το ποσοστό που οφείλεται στην αυξημένη επένδυση εργασίας και κεφαλαίου;
Στα διαγράμματά μας είναι, φυσικά, εύκολο. Πώς όμως γίνεται η αξιολόγηση και ο διαχωρισμός στις πραγματικές συνθήκες παραγωγής όπου το συνολικό προϊόν δεν διαχωρίζεται τόσο απλά και καθαρά;
Στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι πολύ απλό και ξεκάθαρο. Αυτό που αξιολογείται κι εδώ δεν είναι το μέγεθος της παραγωγής και της προσόδου, αλλά η αξία της τοποθεσίας.
Κάθε μονάδα παραγωγής βρίσκεται μέσα σε μία ζώνη μαζί με άλλες μονάδες κι όλες οι γαίες σε αυτήν τη ζώνη έχουν την ίδια αξία. Π.χ. τα οικόπεδα γύρω από την Ομόνοια στο κέντρο της Αθήνας ή τα οικόπεδα στην περιοχή της Κυψέλης ή τα οικόπεδα στην Εκάλη˙ το ίδιο ισχύει για εδάφη στη βιομηχανική ζώνη κοντά στη Θήβα ή για αγροτεμάχια στον εύφορο κάμπο των Μεγάρων ή της Θεσσαλίας ή για παραθαλάσσια οικόπεδα κοντά στο Σούνιο ή στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης.
Αυτό που φορολογείται σε όλες τις περιπτώσεις είναι η αξία του εδάφους. Και η αξία είναι ίδια για όλα τα εδάφη σε μια ζώνη – όπως αυτές που αναφέρθηκαν. Αν στην ίδια παραλία ένα ξενοδοχείο έχει τζίρο 60 εκατομμύρια και τα διπλανά του 65 και 50, δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που ενδιαφέρει τον έφορο είναι η αξία των εδαφών πάνω στα οποία στέκονται τα ξενοδοχεία: τα ξενοδοχεία θα φορολογηθούν μόνο με βάση την αξία των εδαφών τους, όχι ανάλογα με τον τζίρο ή τα καθαρά κέρδη τους ή την αξία των κτηρίων και κήπων με όλο τον εξοπλισμό τους.
Το ίδιο ισχύει για εργοστάσια σε μια βιομηχανική περιοχή. Δεν θα φορολογηθεί το κέρδος του καθενός αλλά η αξία του εδάφους. Ο έφορος δεν θα κοιτάξει τα κτήρια, τα μηχανήματα, τα υλικά και παρόμοια: μόνο το μέγεθος του οικοπέδου και την περιοχή θα εξετάσει για να προσδιορίσει τον φόρο.
Πολύ απλή διαδικασία! Ένα απλό και δίκαιο σύστημα φορολογίας που δεν χρειάζεται να αλλάξει ποτέ!
4. Αλλά τώρα προκύπτει μια απροσδόκητη και χαρμόσυνη άποψη.
Οι επιχειρηματίες δεν θα διστάζουν να εργαστούν περισσότερο ή να τοποθετήσουν μεγαλύτερα κεφάλαια στις επιχειρήσεις τους. Ο σουβλατζής, ο ξυλουργός ή ο καρδιολόγος μπορούν να εργάζονται 7 ή 8 ή 10 ώρες την ημέρα, γνωρίζοντας πως τα κέρδη τους μένουν δικά τους, ανέπαφα από την εφορία.
Σήμερα, με το γνωστό μας σύστημα, οι επιχειρηματίες κι ελεύθεροι επαγγελματίες, με μικρό ή μεγάλο τζίρο, δεν δείχνουν μεγάλη προθυμία να αυξήσουν τα κέρδη τους (εκτός αν μπορούν να τα αποκρύψουν), διότι ξέρουν πως η εφορία θα πάρει ένα μεγάλο μέρος. «Τι, για την εφορία θα δουλεύω;» λένε και δεν έχουν καθόλου άδικο. Γι αυτό συχνά φοροδιαφεύγουν.
Με τη γεωφορολόγηση, αυτό το παράπονο θα εκλείψει εντελώς (και η φοροδιαφυγή), καθώς το προϊόν της εργασίας κάθε επιχειρηματία – γεωργού, ψαρά, βιομήχανου, εμπόρου, τραπεζίτη, κ.λπ. – δεν θα φορολογείται καθόλου.
Σαν συνέπεια, όλοι οι άνθρωποι που δεν υποφέρουν από σωματικές ή νοητικές παθήσεις, θα θέλουν να εργάζονται όσο καλύτερα μπορούν, διότι θα μπορούν να απολαμβάνουν ολόκληρο τον καρπό της εργασίας τους και να τον διαθέτουν όπως επιθυμούν – μέσα στο πλαίσιο του νόμου.
5. Η ιδέα του Μοναδικού Φόρου (Single Tax) επί της έγγειου αξίας με την κατάργηση όλων των άλλων φόρων αποδίδεται γενικά στον Αμερικανό Henry George, ο οποίος τη διατύπωσε στο Progress and Poverty (1879, Νέα Υόρκη, πολλές επανεκδόσεις έκτοτε). Πολλοί μεταγενέστεροι οικονομολόγοι όπως ο A. Marshall, ο E. Barone, o R. Burgess κ.α. (ο Ν. Καζάνας στην Ελλάδα), την υιοθέτησαν τονίζοντας πως αφού η πρόσοδος σε διάφορες τοποθεσίες και η «υπεραξία» εδαφών σε διαφορετικές ζώνες ή περιοχές δημιουργείται όχι από τον κάτοχο της τοποθεσίας αλλά από την εργασία, ανάπτυξη και ζήτηση στην ευρύτερη κοινωνία ή Πολιτεία (κι ακόμα πιο πέρα, σε άλλες χώρες), και ορθά ονομάζεται «δημόσια αξία», είναι λογικό, δίκαιο και φυσικό αυτή να επιστρέφεται ως αμοιβή, εισφορά ή φόρος στο Δημόσιο.
Ο όρος «δημόσια αξία» για το πλεόνασμα της προσόδου στην παραγωγή ή για την υπεραξία των τοποθεσιών χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον A. Marshall (1898 Principles of Economics, Κέμπριτς, Αγγλία). Αυτός έδειξε απλά πως η παραγωγή σε κάθε μονάδα ή τοποθεσία έχει δύο συστατικά: ένα είναι το μερίδιο που οφείλεται στην εργασία καθεαυτή κι ονομάζεται «ιδιωτική αξία» (private value)˙ το άλλο είναι η πρόσοδος (=το πλεόνασμα) που οφείλεται στην ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας γενικά κι ονομάζεται «δημόσια αξία» (public value) και είναι κατάλληλη για εισφορά ή αμοιβή στο Δημόσιο (βλ. Αρχές Διακυβέρνησης 22, Φορολογία Β: ΕΔΑ ή Γεωφορολόγηση).
Στην πραγματικότητα, η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε νωρίτερα από τους Γάλλους «φυσιοκράτες». Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Francois Quesnay (Κενέ) με σημαντικότερους ακόλουθους τον Dupont de Nemours, τον J.R.A. Turgot και τον Marquis de Condorcet. Γενικά οι ιδέες τους δεν ταιριάζουν ακριβώς με τις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς διότι ασχολήθηκαν με την αγροτική οικονομία της εποχής καθώς η εκβιομηχάνιση μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται για να ωριμάσει μαζί με τις νέες χρηματοπιστωτικές λειτουργίες γύρω στο 1850. Αλλά οι φυσιοκράτες διέβλεψαν πως το γενικό (αναλογικό) φορολογικό σύστημα προκαλούσε πληθωρισμό και περιόριζε την παραγωγή («δεν θα δουλεύω για την εφορία!»). Διέβλεψαν επίσης πως η πρόσοδος είναι η φυσική πηγή άντλησης δημόσιου εισοδήματος (=φόρων) κι αυτό με τη σειρά του επιβάλλει όρια στις κρατικές δαπάνες. Αυτό το δημόσιο εισόδημα το ονόμασαν Ιmpôt Unique «μοναδική επιβολή».
Ο Henry George αναγνώρισε την οφειλή του στους Γάλλους Φυσιοκράτες και τους Βρετανούς κλασικούς (Adam Smith, David Ricardo, κ.λπ.), που, χωρίς να πρεσβεύουν τον ένα «μοναδικό φόρο», διατύπωσαν την πρωταρχική διαίρεση του προϊόντος της παραγωγής σε πρόσοδο (ή πλεόνασμα) και αμοιβή της εργασίας (ή απολαβές) και δήλωσαν πως ο φόρος επί της προσόδου ήταν ο πιο κατάλληλος διότι δεν προκαλεί στρεβλώσεις στην οικονομία. Το ίδιο δηλώνουν και σήμερα όλα τα φερέγγυα οικονομολογικά εγχειρίδια. (Π.χ. A.O’ Sullivan 1990 Urban Economics, McGraw-Hill μφρ Αστική Οικονομική Αθήνα, εκδ Κριτική, 2011. Επίσης A.B. Atkinson K.J. Stiglitg 1980 Lectures on Public Economics Λονδίνο McGraw, και πολλά άλλα.)
Στο έργο του A Perplexed Philosopher (1893) «Ένας Μπερδεμένος Φιλόσοφος» o George αναφέρει και τον ξεχασμένο πλέον P.E.Dove, ο οποίος στο δικό του έργο The Theory of Human Progression (1850) διατύπωσε το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για πρόσβαση και χρήση της γης και την ιδέα του μοναδικού φόρου (ή Γεωφορολόγηση) – όπως είδαμε λεπτομερέστερα στο φύλλο 24, Ο P.E. Dove για το πιο αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα φορολογίας.
Νωρίτερα, το 1797, ο Thomas Paine, που γεννήθηκε στην Αγγλία το 1737 και μετανάστευσε στην Αμερική το 1774 για να πάρει μέρος στην Επανάσταση, 1776, δημοσίευσε το Agrarian Justice, όπου απηχεί και τον John Locke και τους Φυσιοκράτες πρεσβεύοντας τη φορολόγηση της προσόδου. Έγραψε: «Είναι η αξία των βελτιώσεων πάνω στη γη και όχι η γη καθεαυτή που γίνεται ιδιωτική περιουσία. Κάθε κάτοχος γης οφείλει στην κοινωνία ένα γεωμίσθωμα (=φόρο). Από αυτή την πληρωμή γεωμισθώματος το κράτος καλύπτει τις δαπάνες του.»
Αλλά η πρωταρχική αυτή διαίρεση της παραγωγής σε πρόσοδο ή πλεόνασμα και απολαβές ήταν γνωστή και στην αρχαιότητα σε ορισμένες παραδόσεις, όπως η Βεδική Παράδοση στην Ινδία. Αυτή θεωρούσε τη γη κοινή περιουσία όλης της φυλής και το πλεόνασμα ως φυσικό έσοδο για το κράτος. (βλ. Ν. Καζάνας Κοινωνία δίχως Φόρους Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 1996, σ 118-120.)
Τελικά και το κράτος πρέπει να πειθαρχεί στο φυσικό νόμο και να μη δαπανά περισσότερα από τα φυσικά έσοδά του, δηλαδή όσα αποκομίζει από την είσπραξη της προσόδου ή δημόσιας αξίας.
vigla-watch.blogspot.gr
1. Η Γεωφορολόγηση, όπως αναφέρθηκε σε πολλά προηγούμενα φύλλα, είναι ο φόρος επί της αξίας του γεωτεμαχίου σκέτου (έκτασης ή εμβαδού επιφάνειας) αφού αφαιρεθούν τα οποιαδήποτε εγγειοβελτιωτικά προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας που μπορεί να υπάρχουν πάνω στη συγκεκριμένη θέση (περιφράξεις, καλλιέργειες, κτίσματα, ορυχεία στο υπέδαφος και ό,τι άλλο). Ή μπορεί να κοιταχτεί ως φόρος (επί) της προσόδου, η οποία είναι το πλεόνασμα παραγωγής υπεράνω του προϊόντος στις οριακές τοποθεσίες (και συνεπώς υπεράνω των απολαβών ή μισθών, δηλ. της αμοιβής της εργασίας).
Στην πραγματικότητα δεν είναι «φόρος» καθόλου με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Είναι μάλλον η ΕΔΑ, Επιστροφή της Δημόσιας Αξίας, στην κοινότητα (Πολιτεία, Έθνος, Δημόσιο): δηλαδή η επιστροφή του μεριδίου της παραγωγής που οφείλεται στην ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας και ορθότατα ονομάζεται «δημόσια αξία» (φύλλο 22, Φορολογία Β: ΕΔΑ ή Γεωφορολόγηση) σε αντίθεση με το μερίδιο που οφείλεται στην εργασία ατόμων και στη χρήση κεφαλαίου και ονομάζεται «ιδιωτική αξία».
Η πρόσοδος οφείλεται, είδαμε, όχι στην ανθρώπινη εργασία καθεαυτή και στη χρήση κεφαλαίου (=χρήματα, σύνεργα, μηχανήματα, οχήματα, κτήρια, κ.λπ.) αλλά σε τρεις άλλους διαφορετικούς παράγοντες.
Πρώτος και κυριότερος παράγων, συναινούν όλοι οι κλασικοί, είναι η θέση της μονάδας παραγωγής (=τοποθεσία) σε σχέση με το κέντρο στην πρωτεύουσα (ή μεγαλούπολη), με συγκοινωνιακούς κόμβους (σταθμοί, λιμάνι, αεροδρόμιο), με αγορές, με πηγές πρώτων υλών, με χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ηλεκτρισμό, νερό, παιδεία, περίθαλψη, κ.λπ.). Δεύτερος και σημαντικός παράγων ιδίως για καλλιέργειες είναι η γονιμότητα του εδάφους και γειτνίαση σε νερό, ηλεκτρισμό, συγκοινωνίες κ.λπ.)˙ το ίδιο ισχύει για ορυχεία κάθε είδους με πλούσιες ή φτωχές φλέβες. Ο τρίτος παράγων είναι η χρήση της τοποθεσίας και η διαφοροποίηση στην παραγωγή και στο προϊόν. Εκεί που κάποτε στην Αμερική ήταν καλλιέργειες σιτηρών ή βοσκοτόπια, τώρα υπάρχουν πετρελαιοπηγάδια ή χρυσωρυχεία. Επειδή αγαθά όπως το πετρέλαιο και το χρυσάφι βρίσκονται σε περιορισμένες τοποθεσίες, ενώ εδάφη για καλλιέργειες ή για βοσκοτόπια είναι πολύ πιο κοινά, κι επειδή τελικά πετρέλαιο και χρυσάφι (ή άλλα πολύτιμα ορυκτά) έχουν μεγαλύτερη αξία για τους ανθρώπους παντού σήμερα, γι αυτό οι άνθρωποι προτιμούν την εξόρυξη κι επεξεργασία αυτών των αγαθών.
Οι κλασικοί συνεπώς συμφωνούν πως η πρόσοδος ή δημόσια αξία (και η αύξησή της) οφείλεται στην ανάπτυξη της κοινωνίας με την αύξηση του πληθυσμού, την τεχνολογική πρόοδο, την πολιτισμική άνθηση, την παροχή ποικίλων υπηρεσιών, κ.λπ., αλλά και την αυξανόμενη πραγματική ζήτηση αυτών των αγαθών.
Όπως βλέπουμε απλά στην καθημερινότητα, παντού οι αξίες γαιών ανεβαίνουν συνεχώς, ακόμα και όταν υπάρχει κάποια οικονομική κρίση και οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών πέφτουν (βλ. Αρχές Διακυβέρνησης 16: Ο Οικονομικός Κύκλος § 4-7γ). Σπάνια, και μόνο σε βαθιά ύφεση, οι αξίες γαιών, ιδίως οικοπέδων στο κέντρο των πόλεων, πέφτουν˙ αλλά ακόμα και τότε η πτώση θα κρατήσει μόνο για όσο κρατά η ύφεση.
2. Αλλά πώς ξέρουμε ότι το πλεόνασμα σε μια παραγωγική μονάδα οφείλεται στην ευνοϊκή θέση της και όχι σε πρόσθετη εργασία ή κεφαλαιακή επένδυση; Με άλλα λόγια, είναι πρόσοδος και όχι κέρδος;
Ας δούμε, λοιπόν, τι ακριβώς γίνεται με την εφαρμογή πρόσθετης εργασίας και μεγαλύτερου κεφαλαίου που αποδίδουν πρόσθετο κέρδος, κάτι διαφορετικό από την πρόσοδο ή αξία της γης.
Εδώ εικονίζονται δύο καταστάσεις μιας περίπτωσης 5 ισομεγεθών κτημάτων, που έχουν ίδια ευφορία κι αποδοτικότητα. Στο 1α υποθέτουμε ότι η χρήση κεφαλαίου κι εργασιακού χρόνου (ας πούμε 45 ώρες τη βδομάδα) είναι ίδια σε κάθε κτήμα. Η παραγωγή επίσης είναι ίδια. Εδώ δεν υπάρχει γεωπρόσοδος ή πλεόνασμα δηλαδή διαφορά στο μέγεθος παραγωγής.
Στο 1β έχουμε τα ίδια 5 κτήματα αλλά με διαφορές στην απόδοση. Τώρα υποθέτουμε ότι ο Β εργάζεται 50 ώρες τη βδομάδα: η παραγωγή του φυσικά θ΄ αυξηθεί. Ο Δ επίσης εργάζεται 50 ώρες και χρησιμοποιεί περισσότερο κεφάλαιο (τρακτέρ, κ.λπ.): η παραγωγή του θ΄ αυξηθεί περισσότερο. Ο Ε προτιμά να εργάζεται 40 ώρες: η παραγωγή του είναι μειωμένη.
Αυτές οι διαφορές οφείλονται, όχι στη γονιμότητα ή θέση των τοποθεσιών καθεαυτών, αλλά στη διαφορετική χρήση κεφαλαίου κι εργασίας. Εδώ εξακολουθούμε να μην έχουμε καθόλου γεωπρόσοδο. Τα πλεονάσματα οφείλονται σε εντατικοποίηση της εργασίας κι όχι σε εδαφική αποδοτικότητα. Έτσι, αν τώρα έπρεπε να συνεισφέρουν κάποιο φόρο για τις δημόσιες δαπάνες και οι πέντε θα πρέπει, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέραμε σε προηγούμενα φύλλα, να δώσουν ίσο ποσό (3 ή 5 μονάδες ο καθένας, ας πούμε). Παρεμπιπτόντως, θ΄ αναγκαζόταν έτσι κι ο παραγωγός Ε να εργάζεται περισσότερο ώστε να μην υστερεί από τους άλλους, διότι η συνεισφορά θα του αφήσει λιγότερο εισόδημα.
Τώρα, ο φόρος θα υπολογισθεί σύμφωνα με την αξία των γαιών, όχι σύμφωνα με την παραγωγή των κτημάτων. Αφού, όπως είπαμε, όλα τα κτήματα ανήκουν σε μία ζώνη με ίδια ευφορία κι αποδοτικότητα, η αξία των κτημάτων είναι ίδια. Κάθε κτήμα (με ίδιο μέγεθος πάντα) εκτιμάται, ας πούμε, σε 40.000 ευρώ. Έτσι, σε αυτήν τη ζώνη, σε αυτήν την περιοχή, το κάθε κτήμα θα πληρώνει τον ίδιο φόρο, σύμφωνα με την αξία του εδάφους που είναι ίδια, άσχετα με την παραγωγή του.
3. Στα 2α και 2β βλέπουμε ένα δεύτερο παράδειγμα, λίγο πιο περίπλοκο, αλλά ουσιαστικά όμοιο. Εδώ πάλι έχουμε ζώνες με 10 ή 40 κτήματα (ή άλλου τύπου μονάδες παραγωγής). Τα πλεονάσματα πάνω από τη γραμμή 40 οφείλονται καθαρά στην τοποθεσία και αποτελούν γεωπρόσοδο.
Στο 2β κάποιοι παραγωγοί στις ζώνες Β και Γ εργάζονται περισσότερες ώρες και χρησιμοποιούν περισσότερο κεφάλαιο: έτσι έχουν αυξημένη παραγωγή. Το πλεόνασμά τους πάνω από 40 είναι σύνθετο. Το πλεόνασμα 23 του Β είναι 13 γεωπρόσοδος και 10 προϊόν εργασίας του. Ομοίως το πλεόνασμα 10 του Γ είναι 7 γεωπρόσοδος και 3 προϊόν εργασίας του.
Η οριακή τοποθεσία παίζει σπουδαίο ρόλο σαν μέτρο υπολογισμού και ρύθμισης. Η οριακή είναι, είπαμε, η τοποθεσία με τη χαμηλότερη παραγωγή: γι αυτό δεν παρουσιάζει γεωπρόσοδο (παρότι, μ΄ αυστηρά κριτήρια, περιέχει ποσοστό ωφέλειας από τη γενικότερη κοινωνική ανάπτυξη). Η παραγωγή στις οριακές τοποθεσίες γίνεται η βάση πάνω στην οποία υπολογίζονται τα πλεονάσματα της γεωπροσόδου στις πιο πλεονεκτικές τοποθεσίες. Αλλά συγχρόνως είναι κι ο ρυθμιστής ή καθοριστής των μισθών (δηλαδή της αμοιβής των εργατών).
Το πλεόνασμα της γεωπροσόδου στις πιο αποδοτικές τοποθεσίες, όπως φαίνεται καθαρά στο Διάγρ. 2α, οφείλεται στα πλεονεκτήματα που αυτές οι τοποθεσίες έχουν όχι εξαιτίας της οποιαδήποτε προσπάθειας του ίδιου του κατόχου αλλά εξαιτίας της ύπαρξης της κοινότητας και της όλης κοινωνικής ανάπτυξης. Έτσι η γεωπρόσοδος μπορεί να γίνει η φυσική πηγή χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών και να μαζεύεται από την κυβέρνηση σαν φόρος.
Αλλά, επανερχόμαστε στο ερώτημα: εδώ πώς ξεχωρίζεται στις γεωπροσόδους Β και Γ το ποσοστό που οφείλεται στην αυξημένη επένδυση εργασίας και κεφαλαίου;
Στα διαγράμματά μας είναι, φυσικά, εύκολο. Πώς όμως γίνεται η αξιολόγηση και ο διαχωρισμός στις πραγματικές συνθήκες παραγωγής όπου το συνολικό προϊόν δεν διαχωρίζεται τόσο απλά και καθαρά;
Στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι πολύ απλό και ξεκάθαρο. Αυτό που αξιολογείται κι εδώ δεν είναι το μέγεθος της παραγωγής και της προσόδου, αλλά η αξία της τοποθεσίας.
Κάθε μονάδα παραγωγής βρίσκεται μέσα σε μία ζώνη μαζί με άλλες μονάδες κι όλες οι γαίες σε αυτήν τη ζώνη έχουν την ίδια αξία. Π.χ. τα οικόπεδα γύρω από την Ομόνοια στο κέντρο της Αθήνας ή τα οικόπεδα στην περιοχή της Κυψέλης ή τα οικόπεδα στην Εκάλη˙ το ίδιο ισχύει για εδάφη στη βιομηχανική ζώνη κοντά στη Θήβα ή για αγροτεμάχια στον εύφορο κάμπο των Μεγάρων ή της Θεσσαλίας ή για παραθαλάσσια οικόπεδα κοντά στο Σούνιο ή στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης.
Αυτό που φορολογείται σε όλες τις περιπτώσεις είναι η αξία του εδάφους. Και η αξία είναι ίδια για όλα τα εδάφη σε μια ζώνη – όπως αυτές που αναφέρθηκαν. Αν στην ίδια παραλία ένα ξενοδοχείο έχει τζίρο 60 εκατομμύρια και τα διπλανά του 65 και 50, δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που ενδιαφέρει τον έφορο είναι η αξία των εδαφών πάνω στα οποία στέκονται τα ξενοδοχεία: τα ξενοδοχεία θα φορολογηθούν μόνο με βάση την αξία των εδαφών τους, όχι ανάλογα με τον τζίρο ή τα καθαρά κέρδη τους ή την αξία των κτηρίων και κήπων με όλο τον εξοπλισμό τους.
Το ίδιο ισχύει για εργοστάσια σε μια βιομηχανική περιοχή. Δεν θα φορολογηθεί το κέρδος του καθενός αλλά η αξία του εδάφους. Ο έφορος δεν θα κοιτάξει τα κτήρια, τα μηχανήματα, τα υλικά και παρόμοια: μόνο το μέγεθος του οικοπέδου και την περιοχή θα εξετάσει για να προσδιορίσει τον φόρο.
Πολύ απλή διαδικασία! Ένα απλό και δίκαιο σύστημα φορολογίας που δεν χρειάζεται να αλλάξει ποτέ!
4. Αλλά τώρα προκύπτει μια απροσδόκητη και χαρμόσυνη άποψη.
Οι επιχειρηματίες δεν θα διστάζουν να εργαστούν περισσότερο ή να τοποθετήσουν μεγαλύτερα κεφάλαια στις επιχειρήσεις τους. Ο σουβλατζής, ο ξυλουργός ή ο καρδιολόγος μπορούν να εργάζονται 7 ή 8 ή 10 ώρες την ημέρα, γνωρίζοντας πως τα κέρδη τους μένουν δικά τους, ανέπαφα από την εφορία.
Σήμερα, με το γνωστό μας σύστημα, οι επιχειρηματίες κι ελεύθεροι επαγγελματίες, με μικρό ή μεγάλο τζίρο, δεν δείχνουν μεγάλη προθυμία να αυξήσουν τα κέρδη τους (εκτός αν μπορούν να τα αποκρύψουν), διότι ξέρουν πως η εφορία θα πάρει ένα μεγάλο μέρος. «Τι, για την εφορία θα δουλεύω;» λένε και δεν έχουν καθόλου άδικο. Γι αυτό συχνά φοροδιαφεύγουν.
Με τη γεωφορολόγηση, αυτό το παράπονο θα εκλείψει εντελώς (και η φοροδιαφυγή), καθώς το προϊόν της εργασίας κάθε επιχειρηματία – γεωργού, ψαρά, βιομήχανου, εμπόρου, τραπεζίτη, κ.λπ. – δεν θα φορολογείται καθόλου.
Σαν συνέπεια, όλοι οι άνθρωποι που δεν υποφέρουν από σωματικές ή νοητικές παθήσεις, θα θέλουν να εργάζονται όσο καλύτερα μπορούν, διότι θα μπορούν να απολαμβάνουν ολόκληρο τον καρπό της εργασίας τους και να τον διαθέτουν όπως επιθυμούν – μέσα στο πλαίσιο του νόμου.
5. Η ιδέα του Μοναδικού Φόρου (Single Tax) επί της έγγειου αξίας με την κατάργηση όλων των άλλων φόρων αποδίδεται γενικά στον Αμερικανό Henry George, ο οποίος τη διατύπωσε στο Progress and Poverty (1879, Νέα Υόρκη, πολλές επανεκδόσεις έκτοτε). Πολλοί μεταγενέστεροι οικονομολόγοι όπως ο A. Marshall, ο E. Barone, o R. Burgess κ.α. (ο Ν. Καζάνας στην Ελλάδα), την υιοθέτησαν τονίζοντας πως αφού η πρόσοδος σε διάφορες τοποθεσίες και η «υπεραξία» εδαφών σε διαφορετικές ζώνες ή περιοχές δημιουργείται όχι από τον κάτοχο της τοποθεσίας αλλά από την εργασία, ανάπτυξη και ζήτηση στην ευρύτερη κοινωνία ή Πολιτεία (κι ακόμα πιο πέρα, σε άλλες χώρες), και ορθά ονομάζεται «δημόσια αξία», είναι λογικό, δίκαιο και φυσικό αυτή να επιστρέφεται ως αμοιβή, εισφορά ή φόρος στο Δημόσιο.
Ο όρος «δημόσια αξία» για το πλεόνασμα της προσόδου στην παραγωγή ή για την υπεραξία των τοποθεσιών χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον A. Marshall (1898 Principles of Economics, Κέμπριτς, Αγγλία). Αυτός έδειξε απλά πως η παραγωγή σε κάθε μονάδα ή τοποθεσία έχει δύο συστατικά: ένα είναι το μερίδιο που οφείλεται στην εργασία καθεαυτή κι ονομάζεται «ιδιωτική αξία» (private value)˙ το άλλο είναι η πρόσοδος (=το πλεόνασμα) που οφείλεται στην ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας γενικά κι ονομάζεται «δημόσια αξία» (public value) και είναι κατάλληλη για εισφορά ή αμοιβή στο Δημόσιο (βλ. Αρχές Διακυβέρνησης 22, Φορολογία Β: ΕΔΑ ή Γεωφορολόγηση).
Στην πραγματικότητα, η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε νωρίτερα από τους Γάλλους «φυσιοκράτες». Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Francois Quesnay (Κενέ) με σημαντικότερους ακόλουθους τον Dupont de Nemours, τον J.R.A. Turgot και τον Marquis de Condorcet. Γενικά οι ιδέες τους δεν ταιριάζουν ακριβώς με τις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς διότι ασχολήθηκαν με την αγροτική οικονομία της εποχής καθώς η εκβιομηχάνιση μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται για να ωριμάσει μαζί με τις νέες χρηματοπιστωτικές λειτουργίες γύρω στο 1850. Αλλά οι φυσιοκράτες διέβλεψαν πως το γενικό (αναλογικό) φορολογικό σύστημα προκαλούσε πληθωρισμό και περιόριζε την παραγωγή («δεν θα δουλεύω για την εφορία!»). Διέβλεψαν επίσης πως η πρόσοδος είναι η φυσική πηγή άντλησης δημόσιου εισοδήματος (=φόρων) κι αυτό με τη σειρά του επιβάλλει όρια στις κρατικές δαπάνες. Αυτό το δημόσιο εισόδημα το ονόμασαν Ιmpôt Unique «μοναδική επιβολή».
Ο Henry George αναγνώρισε την οφειλή του στους Γάλλους Φυσιοκράτες και τους Βρετανούς κλασικούς (Adam Smith, David Ricardo, κ.λπ.), που, χωρίς να πρεσβεύουν τον ένα «μοναδικό φόρο», διατύπωσαν την πρωταρχική διαίρεση του προϊόντος της παραγωγής σε πρόσοδο (ή πλεόνασμα) και αμοιβή της εργασίας (ή απολαβές) και δήλωσαν πως ο φόρος επί της προσόδου ήταν ο πιο κατάλληλος διότι δεν προκαλεί στρεβλώσεις στην οικονομία. Το ίδιο δηλώνουν και σήμερα όλα τα φερέγγυα οικονομολογικά εγχειρίδια. (Π.χ. A.O’ Sullivan 1990 Urban Economics, McGraw-Hill μφρ Αστική Οικονομική Αθήνα, εκδ Κριτική, 2011. Επίσης A.B. Atkinson K.J. Stiglitg 1980 Lectures on Public Economics Λονδίνο McGraw, και πολλά άλλα.)
Στο έργο του A Perplexed Philosopher (1893) «Ένας Μπερδεμένος Φιλόσοφος» o George αναφέρει και τον ξεχασμένο πλέον P.E.Dove, ο οποίος στο δικό του έργο The Theory of Human Progression (1850) διατύπωσε το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για πρόσβαση και χρήση της γης και την ιδέα του μοναδικού φόρου (ή Γεωφορολόγηση) – όπως είδαμε λεπτομερέστερα στο φύλλο 24, Ο P.E. Dove για το πιο αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα φορολογίας.
Νωρίτερα, το 1797, ο Thomas Paine, που γεννήθηκε στην Αγγλία το 1737 και μετανάστευσε στην Αμερική το 1774 για να πάρει μέρος στην Επανάσταση, 1776, δημοσίευσε το Agrarian Justice, όπου απηχεί και τον John Locke και τους Φυσιοκράτες πρεσβεύοντας τη φορολόγηση της προσόδου. Έγραψε: «Είναι η αξία των βελτιώσεων πάνω στη γη και όχι η γη καθεαυτή που γίνεται ιδιωτική περιουσία. Κάθε κάτοχος γης οφείλει στην κοινωνία ένα γεωμίσθωμα (=φόρο). Από αυτή την πληρωμή γεωμισθώματος το κράτος καλύπτει τις δαπάνες του.»
Αλλά η πρωταρχική αυτή διαίρεση της παραγωγής σε πρόσοδο ή πλεόνασμα και απολαβές ήταν γνωστή και στην αρχαιότητα σε ορισμένες παραδόσεις, όπως η Βεδική Παράδοση στην Ινδία. Αυτή θεωρούσε τη γη κοινή περιουσία όλης της φυλής και το πλεόνασμα ως φυσικό έσοδο για το κράτος. (βλ. Ν. Καζάνας Κοινωνία δίχως Φόρους Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 1996, σ 118-120.)
Τελικά και το κράτος πρέπει να πειθαρχεί στο φυσικό νόμο και να μη δαπανά περισσότερα από τα φυσικά έσοδά του, δηλαδή όσα αποκομίζει από την είσπραξη της προσόδου ή δημόσιας αξίας.
vigla-watch.blogspot.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
11 μύθοι για τη σοκολάτα!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ