2012-11-01 11:15:19
Εισήγηση του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας Γιώργου Δακή
στο συνέδριο του ΙΕΝΕ “ Ενέργεια & Ανάπτυξη 2012”
Αθήνα, 30-31 Οκτωβρίου 2012
Ευχαριστώντας κατ’ αρχήν το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Διεύθυνση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να συμμετέχω στο σημερινό Συνέδριο, θα επωφεληθώ της ευκαιρίας να παρουσιάσω εν συντομία και επιγραμματικά την ενεργειακή ταυτότητα της Δυτικής Μακεδονίας, κυρίως ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Η ιστορία της Ενέργειας στη ΔυτικήΜακεδονία ξεκινάει ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1956, όταν η ΛΙΠΤΟΛ ΑΕ υπογράφει σύμβαση με τη γερμανική εταιρεία KHD AG με στόχο την κατασκευή του πρώτου λιγνιτικού σταθμού, ισχύος μόλις 10 MW. Η ημερομηνία αυτή, αποτελεί τη γενέθλια επέτειο της λιγνιτικής βιομηχανίας για την περιοχή μας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο λιγνίτης αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στο εθνικό μας ενεργειακό μίγμα, συνεισφέρει τα μέγιστα στον εξηλεκτρισμό της Χώρας, τροφοδοτεί αδιάλειπτα την εθνική μας οικονομία.
Σήμερα, 56 χρόνια μετά, στον ενεργειακό άξονα του λεκανοπεδίου εξορύσσονται ετησίως περίπου 50 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη οι οποίοι τροφοδοτούν τις 15 ατμοηλεκτρικές μονάδες της περιοχής, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 4.270 MW, καλύπτοντας το 58% των αναγκών της Ελλάδας σε ηλεκτρισμό. Περισσότεροι από 9.000 εργαζόμενοι απασχολούνται άμεσα ή έμμεσα στον παραγωγικό κύκλο της λιγνιτικής βιομηχανίας ενώ το περιφερειακό μας ΑΕΠ διαμορφώνεται σε ποσοστό 25% από τις δραστηριότητες της ΔΕΗ ΑΕ. Παράλληλα, με 525 MW υδροηλεκτρικών και με συνεχώς αυξανόμενη ισχύ των αιολικών και φωτοβολταικών συστημάτων, συμπληρώνεται το περιφερειακό ενεργειακό χαρτοφυλάκιο.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να σας κουράσω με αριθμούς και δεδομένα, αλλά αξίζει νομίζω να γίνουν ευρέως γνωστά τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη λιγνιτική βιομηχανία στη Δυτική Μακεδονία. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας:
· Για κάθε μία θέση μόνιμου προσωπικού στα ορυχεία λιγνίτη και στους σταθμούς παραγωγής δημιουργούνται και συντηρούνται 3,28 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας.
· Για κάθε ένα ευρώ που δαπανά η ΔΕΗ ΑΕ σε μισθούς και εργολαβίες, προκύπτουν επαγωγικά περισσότερα από τρία ευρώ στον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
· Η απόσυρση 300 MW λιγνιτικής ισχύος θα στερούσε από την τοπική οικονομία 83 εκατ. ευρώ ετησίως και θα προκαλούσε απώλεια 1.600 θέσεων εργασίας, κυρίως εκτός ΔΕΗ ΑΕ. Αν αποσυρθούν 2.400 MW, χωρίς ισοδύναμα μέτρα στήριξης της τοπικής οικονομίας, τα μεγέθη είναι δυνατόν να αποδειχθούν εφιαλτικά και μη αναστρέψιμα για την περιοχή μας.
· Σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, το σύνολο των λιγνιτών που εξορύχτηκαν από το 1960 μέχρι το 2009 στη ΔυτικήΜακεδονία, μετατράπηκε σε ηλεκτρική ενέργεια ίση με 562.000 GWh, απέτρεψε την εισαγωγή 154.000.000 τόνων ισοδύναμου πετρελαίου και πρόσφερε στην εθνική οικονομία εξοικονόμηση συναλλάγματος 49,7 δισ. δολαρίων.
· Ο όγκος των μαζών που διακινούνται ετησίως προκειμένου να αποκαλυφθεί ο λιγνίτης, αντιστοιχούν σε 18 φορές τον όγκο του υψώματος του Αγίου Γεωργίου στο λόφο του Λυκαβηττού.
Τα παραπάνω δεδομένα αναδεικνύουν το μέγεθος και την κλίμακα του εγχειρήματος και επιπλέον, καταδεικνύουν την σημαντική και καταλυτική επίδραση της λιγνιτικής βιομηχανίας στην τοπική κοινωνία.
Δυστυχώς, ερμηνεύοντας την εθνική ενεργειακή στρατηγική, τη σχεδιαζόμενη απόσυρση σημαντικού μέρους των λιγνιτικών μονάδων σε συνδυασμό με την δυστοκία χρηματοδότησης νέων σύγχρονων σταθμών παραγωγής, το 2021 θα αποτελέσει οριακό και ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο καμπής για τη Δυτική Μακεδονία.
Εδώ βεβαίως αναδύεται ένα σοβαρό ζήτημα. Σύμφωνα με τις πολιτικές του ΥΠΕΚΑ, η κλιμακούμενη απεξάρτηση από τους λιγνίτες θα προσφέρει τη δυνατότητα στη Χώρα μας να πετύχει ευκολότερα τους στόχους του «20-20-20» και κυρίως αυτών που σχετίζονται με τα επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλά η επίτευξη των στόχων, αλλά το κόστος με το οποίο θα επιτευχθούν.
Απεξάρτηση από τους λιγνίτες, χωρίς εναλλακτική και ισοδύναμων μέτρων αναπτυξιακή προοπτική για τη Δυτική Μακεδονία, σημαίνει εκρηκτική αύξηση της ήδη πολύ υψηλής ανεργίας, απαξίωση επενδύσεων της τάξης των δις ευρώ, απεμπόληση μιας συσσωρευμένης τεχνογνωσίας δεκαετιών, πυροδότηση της εσωτερικής μετανάστευσης, διατάραξη του κοινωνικού και οικονομικού ιστού μιας ολόκληρης περιφέρειας.
Υπάρχει μια ασύμμετρη συσχέτιση μεταξύ του εθνικού ή πλανητικού οφέλους και του τοπικού κόστους. Στις αγορές, το διοξείδιο του άνθρακα διαπραγματεύεται σήμερα στα 7 ευρώ ανά τόνο. Όμως, η αποφυγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, λόγω της απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων, μπορεί να μας κοστίσει δραματικά περισσότερο αν λάβουμε υπόψη το τίμημα της αποσάθρωσης μιας εδραιωμένης παραγωγικής μόνο-ειδίκευσης, την αναπτυξιακή περιθωριοποίηση μιας ολόκληρης περιφέρειας, την απαξίωση επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ και το δημοσιονομικό κόστος 9000 ανέργων. Σηκώσαμε στις πλάτες μας τον εξηλεκτρισμό της Χώρας και προσφέραμε τα μέγιστα στον ασφαλή εθνικό ενεργειακό εφοδιασμό, πληρώνοντας ένα βαρύ περιβαλλοντικό τίμημα. Δεν μας αξίζει και δεν θα επιτρέψουμε να καταλήξουμε “στημένη λεμονόκουπα”. Η Ελληνική Κυβέρνηση μας οφείλει μια ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη απάντηση.
Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση και η διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής μας αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή για την αιρετή Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας.
Αναγνωρίζουμε το ιδιαίτερα δύσκολο και άκρως ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον άλλα ταυτόχρονα, γνωρίζουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα στον τομέα της Ενέργειας:
· Διαθέτουμε την υψηλότερη πυκνότητα δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνικό επίπεδο και στρατηγική θέση στη νοτιοδυτική Ευρώπη
· Διαθέτουμε συσσωρευμένη τεχνογνωσία και υψηλή συγκέντρωση εξειδικευμένου επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού σε ολόκληρο το φάσμα της ενεργειακής οικονομίας
· Ικανά αποθέματα λιγνίτη της τάξης των 2 δις τόνων
· Το 65 % των υδάτινων αποθεμάτων σε εθνικό επίπεδο
· Αναμένουμε την έλευση του φυσικού αερίου
· Εμπεδώσαμε μια μοναδική κουλτούρα, η οποία αποκτήθηκε πληρώνοντας σημαντικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό τίμημα, να συνυπάρχουμε με ενεργειακές βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας.
Εν κατακλείδι, διαθέτουμε τη μέγιστη δυνατή διαφοροποίηση ενεργειακών πηγών, εκτεταμένες υποδομές, συσσωρευμένη τεχνογνωσία και τη βούληση να παραμείνουμε η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας. Βεβαίως, αυτό αποτελεί μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη στην προσπάθεια διατήρησης και διεύρυνσης του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής μας. Το ικανό της συνθήκης προσδιορίζεται μονοσήμαντα από την προσέλκυση και αξιοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Στην κατεύθυνση της διατήρησης του ενεργειακού χαρακτήρα, η κατασκευή νέων σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων αποτελεί κομβικό σημείο και στρατηγική προτεραιότητα για το ενεργειακό μέλλον της περιοχής μας. Το 2013, περίπου το 40% της εγκατεστημένης ισχύος θα έχει ξεπεράσει τα 30 χρόνια λειτουργίας. Πέραν της χαμηλής απόδοσης των υπέργηρων λιγνιτικών μονάδων η οποία μεταφράζεται ευθέως σε αυξημένη κατανάλωση καυσίμου αλλά και σε υψηλά επίπεδα ρύπων, οι υπάρχουσες μονάδες εμφανίζουν τεχνική δυσκολία ευέλικτης προσαρμογής σε αυξομειώσεις των φορτίων ζήτησης. Με δεδομένη την μελλοντική υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αλλά και την τάση για αποκεντρωμένη παραγωγή, η κατασκευή σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων διαγράφεται περισσότερο από επιτακτική. Σύγχρονες μονάδες, αποδοτικές, ευέλικτες, περιβαλλοντικά αποδεκτές και ιδιαίτερα ελκυστικές σε ένα περιβάλλον με υψηλή διαφοροποίηση σε ηλεκτροπαραγωγικές πηγές και έντονου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ιδιαίτερα καθοριστική μπορεί να αναδειχθεί η αξιοποίηση του λιγνίτη στην υποκατάσταση του πετρελαίου θέρμανσης. Το υψηλό κόστος θέρμανσης στην Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας απομυζεί δραματικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και καθιστά ταυτόχρονα λιγότερο ανταγωνιστικούς τους τομείς της μεταποίησης και της παροχής υπηρεσιών. Η απάντηση μπορεί να προέλθει από την αξιοποίηση του λιγνίτη σε μικρής και μεσαίας κλίμακας αποκεντρωμένα συστήματα παραγωγής θερμότητας ή/και συμπαραγωγής.
Ο φυσικός λιγνίτης, μέσω απλών διαδικασιών αναβάθμισης μετατρέπεται σε ξηρό κονιοποιημένο λιγνίτη, αποκτά υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο ανά μονάδα βάρους και συμπεριφέρεται ως ρευστό καύσιμο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αποκεντρωμένα συστήματα της τάξης του 1-20 MW και να υποκαταστήσει το πετρέλαιο θέρμανσης σε όλα σχεδόν τα αστικά και ημιαστικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας. Πρόκειται για πολύ ώριμες και ευρέως διαδεδομένες πρακτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πληροφοριακά να αναφέρω ότι η γερμανική RWE επένδυσε στην παραγωγή ξηρού λιγνίτη και διπλασίασε πρόσφατα την παραγωγή της προκειμένου να στραφεί σε εξαγωγές σε Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο.
Συμπληρωματικά στη δράση αυτή, μπορούν να αναπτυχθούν διαδικασίες παραγωγής σύμμεικτων πελλετών λιγνίτη και βιομάζας. Ένα καινοτόμο προϊόν με υψηλή θερμογόνο ικανότητα, εγχώριας παραγωγής και με ανταγωνιστικό κόστος απέναντι στην αυξανόμενη τιμή των αμιγώς βιομαζικών πελλετών εισαγωγής.
Προχωρώντας, θα ήθελα να αναφερθώ στη σχεδιαζόμενη υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στο εθνικό ενεργειακό μίγμα και στην νομοτελειακή ανάγκη δημιουργίας συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας μεγάλης κλίμακας. Τόσο η τεχνική της αντλησιοταμίευσης όσο και η πρακτική της αποθήκευσης ενέργειας με τη μορφή πεπιεσμένου αέρα, μπορούν και επιβάλλεται να αναπτυχθούν σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας μέσα από ένα συνολικό και ολοκληρωμένο «έξυπνο» σύστημα διαχείρισης. Η συσσωρευμένη τεχνογνωσία στον ενεργειακό άξονα της περιοχής μας σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ανάγκες σε έξυπνα δίκτυα και ευφυείς πρακτικές διαχείρισης της ενέργειας, συνιστούν την κρίσιμη μάζα για επενδύσεις σε ένα τομέα έντασης γνώσης και με υψηλή προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες.
Αναφορικά με τη διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας και συμπληρωματικά στη διέλευση του φυσικού αερίου, ιδιαίτερη προοπτική αποκτά η αξιοποίηση των λιγνιτών σε εξωηλεκτρικές χρήσεις. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η αναδυόμενη τάση στην αξιοποίηση των στερεών ορυκτών καυσίμων, κάτω από το βάρος των περιβαλλοντικών πιέσεων αλλά και της στενότητας των αποθεμάτων πετρελαίου, οδηγεί πολλές χώρες στην αξιοποίηση του άνθρακα και του λιγνίτη για παραγωγή καυσίμων κίνησης.
Με βάση το λιγνίτη και σε συνδυασμό με βιομαζικά καύσιμα που μπορούν να προέλθουν από εκτεταμένες ενεργειακές καλλιέργειες στα εξαντλημένα ορυχεία λιγνίτη, προσφέρεται η δυνατότητα της πολυπαραγωγής (poly-generation) με στόχο την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μεθανόλης, καυσίμων κίνησης και υδρογόνου, με ένα πολύ χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Ακόμη και όταν εξαντληθούν τα τοπικά αποθέματα λιγνίτη, μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, η υψηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων που θα παράγονται, η απόκτηση τεχνογνωσίας και η μετάβαση σε παραγωγή μεγάλης κλίμακας, δικαιολογούν την οικονομικότητα της μεταφοράς λιγνιτών από τις γειτονικές χώρες (Σκόπια, Αλβανία, Σερβία). Πρακτικά, προτείνουμε την αξιοποίηση του λιγνίτη ως πλατφόρμα για την είσοδό μας στην επόμενη ενεργειακή εποχή. Στρατηγικά, προσδιορίζουμε τη ΔυτικήΜακεδονία ως ευρωπαϊκό ενεργειακό κέντρο.
Επιπλέον, πέραν των τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανταγωνιστικότητα της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ιδιαίτερα ελκυστικές εμφανίζονται οι αναδυόμενες τεχνολογίες που στοχεύουν στη δέσμευση και αξιοποίηση του CO2, γνωστές διεθνώς ως Carbon Capture and Utilization (CCU). Οι εν λόγω τεχνολογίες προσφέρουν δυνατότητες αξιοποίησης του διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύεται σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Βεβαίως, παραμένουν ακόμη σε επιδεκτικό στάδιο και απαιτείται σημαντική προσπάθεια μέχρι την ωρίμανσή τους σε εμπορική κλίμακα. Στην κατεύθυνση αυτή, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας δρομολογεί συνεργασίες με ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.
Δυστυχώς όμως, απουσιάζει μια συνεκτική, ρεαλιστική, επενδυτικά ελκυστική, ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη εθνική πολιτική για τους εγχώριους λιγνίτες. Μια πολιτική με αφετηρία τις ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες που βιώνει η Χώρα μας και στόχο τη βιώσιμη έξοδο από την κρίση. Οι εγχώριοι λιγνίτες μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην ασφάλεια του εθνικού ενεργειακού εφοδιασμού αλλά κυρίως, στην πιεστική αναγκαιότητα δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος και επανεκκίνησης της οικονομίας μας.
Αποτελούν εθνικό κεφάλαιο και δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με προσωπικές προσλαμβάνουσες ή να αποτελούν έρμαιο φιλόδοξων έως γραφικών «οικολογικών ευαισθησιών».
Η κυρίαρχη απειλή της περιβαλλοντικής ισορροπίας εκκολάπτεται διαχρονικά σε συνθήκες φτώχειας, ανεξέλεγκτης ανεργίας και αναπτυξιακών αδιεξόδων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι τόσο οι υπηρεσιακοί παράγοντες και τα στελέχη της αιρετής Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας όσο και εγώ προσωπικά, παραμένουμε στη διάθεσή σας για κάθε συνεργασία, στα πλαίσια πάντοτε του αμοιβαίου οφέλους και με γνώμονα τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
InfoGnomon
στο συνέδριο του ΙΕΝΕ “ Ενέργεια & Ανάπτυξη 2012”
Αθήνα, 30-31 Οκτωβρίου 2012
Ευχαριστώντας κατ’ αρχήν το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Διεύθυνση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να συμμετέχω στο σημερινό Συνέδριο, θα επωφεληθώ της ευκαιρίας να παρουσιάσω εν συντομία και επιγραμματικά την ενεργειακή ταυτότητα της Δυτικής Μακεδονίας, κυρίως ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Η ιστορία της Ενέργειας στη ΔυτικήΜακεδονία ξεκινάει ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1956, όταν η ΛΙΠΤΟΛ ΑΕ υπογράφει σύμβαση με τη γερμανική εταιρεία KHD AG με στόχο την κατασκευή του πρώτου λιγνιτικού σταθμού, ισχύος μόλις 10 MW. Η ημερομηνία αυτή, αποτελεί τη γενέθλια επέτειο της λιγνιτικής βιομηχανίας για την περιοχή μας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο λιγνίτης αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στο εθνικό μας ενεργειακό μίγμα, συνεισφέρει τα μέγιστα στον εξηλεκτρισμό της Χώρας, τροφοδοτεί αδιάλειπτα την εθνική μας οικονομία.
Σήμερα, 56 χρόνια μετά, στον ενεργειακό άξονα του λεκανοπεδίου εξορύσσονται ετησίως περίπου 50 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη οι οποίοι τροφοδοτούν τις 15 ατμοηλεκτρικές μονάδες της περιοχής, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 4.270 MW, καλύπτοντας το 58% των αναγκών της Ελλάδας σε ηλεκτρισμό. Περισσότεροι από 9.000 εργαζόμενοι απασχολούνται άμεσα ή έμμεσα στον παραγωγικό κύκλο της λιγνιτικής βιομηχανίας ενώ το περιφερειακό μας ΑΕΠ διαμορφώνεται σε ποσοστό 25% από τις δραστηριότητες της ΔΕΗ ΑΕ. Παράλληλα, με 525 MW υδροηλεκτρικών και με συνεχώς αυξανόμενη ισχύ των αιολικών και φωτοβολταικών συστημάτων, συμπληρώνεται το περιφερειακό ενεργειακό χαρτοφυλάκιο.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να σας κουράσω με αριθμούς και δεδομένα, αλλά αξίζει νομίζω να γίνουν ευρέως γνωστά τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη λιγνιτική βιομηχανία στη Δυτική Μακεδονία. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας:
· Για κάθε μία θέση μόνιμου προσωπικού στα ορυχεία λιγνίτη και στους σταθμούς παραγωγής δημιουργούνται και συντηρούνται 3,28 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας.
· Για κάθε ένα ευρώ που δαπανά η ΔΕΗ ΑΕ σε μισθούς και εργολαβίες, προκύπτουν επαγωγικά περισσότερα από τρία ευρώ στον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
· Η απόσυρση 300 MW λιγνιτικής ισχύος θα στερούσε από την τοπική οικονομία 83 εκατ. ευρώ ετησίως και θα προκαλούσε απώλεια 1.600 θέσεων εργασίας, κυρίως εκτός ΔΕΗ ΑΕ. Αν αποσυρθούν 2.400 MW, χωρίς ισοδύναμα μέτρα στήριξης της τοπικής οικονομίας, τα μεγέθη είναι δυνατόν να αποδειχθούν εφιαλτικά και μη αναστρέψιμα για την περιοχή μας.
· Σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, το σύνολο των λιγνιτών που εξορύχτηκαν από το 1960 μέχρι το 2009 στη ΔυτικήΜακεδονία, μετατράπηκε σε ηλεκτρική ενέργεια ίση με 562.000 GWh, απέτρεψε την εισαγωγή 154.000.000 τόνων ισοδύναμου πετρελαίου και πρόσφερε στην εθνική οικονομία εξοικονόμηση συναλλάγματος 49,7 δισ. δολαρίων.
· Ο όγκος των μαζών που διακινούνται ετησίως προκειμένου να αποκαλυφθεί ο λιγνίτης, αντιστοιχούν σε 18 φορές τον όγκο του υψώματος του Αγίου Γεωργίου στο λόφο του Λυκαβηττού.
Τα παραπάνω δεδομένα αναδεικνύουν το μέγεθος και την κλίμακα του εγχειρήματος και επιπλέον, καταδεικνύουν την σημαντική και καταλυτική επίδραση της λιγνιτικής βιομηχανίας στην τοπική κοινωνία.
Δυστυχώς, ερμηνεύοντας την εθνική ενεργειακή στρατηγική, τη σχεδιαζόμενη απόσυρση σημαντικού μέρους των λιγνιτικών μονάδων σε συνδυασμό με την δυστοκία χρηματοδότησης νέων σύγχρονων σταθμών παραγωγής, το 2021 θα αποτελέσει οριακό και ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο καμπής για τη Δυτική Μακεδονία.
Εδώ βεβαίως αναδύεται ένα σοβαρό ζήτημα. Σύμφωνα με τις πολιτικές του ΥΠΕΚΑ, η κλιμακούμενη απεξάρτηση από τους λιγνίτες θα προσφέρει τη δυνατότητα στη Χώρα μας να πετύχει ευκολότερα τους στόχους του «20-20-20» και κυρίως αυτών που σχετίζονται με τα επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλά η επίτευξη των στόχων, αλλά το κόστος με το οποίο θα επιτευχθούν.
Απεξάρτηση από τους λιγνίτες, χωρίς εναλλακτική και ισοδύναμων μέτρων αναπτυξιακή προοπτική για τη Δυτική Μακεδονία, σημαίνει εκρηκτική αύξηση της ήδη πολύ υψηλής ανεργίας, απαξίωση επενδύσεων της τάξης των δις ευρώ, απεμπόληση μιας συσσωρευμένης τεχνογνωσίας δεκαετιών, πυροδότηση της εσωτερικής μετανάστευσης, διατάραξη του κοινωνικού και οικονομικού ιστού μιας ολόκληρης περιφέρειας.
Υπάρχει μια ασύμμετρη συσχέτιση μεταξύ του εθνικού ή πλανητικού οφέλους και του τοπικού κόστους. Στις αγορές, το διοξείδιο του άνθρακα διαπραγματεύεται σήμερα στα 7 ευρώ ανά τόνο. Όμως, η αποφυγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, λόγω της απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων, μπορεί να μας κοστίσει δραματικά περισσότερο αν λάβουμε υπόψη το τίμημα της αποσάθρωσης μιας εδραιωμένης παραγωγικής μόνο-ειδίκευσης, την αναπτυξιακή περιθωριοποίηση μιας ολόκληρης περιφέρειας, την απαξίωση επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ και το δημοσιονομικό κόστος 9000 ανέργων. Σηκώσαμε στις πλάτες μας τον εξηλεκτρισμό της Χώρας και προσφέραμε τα μέγιστα στον ασφαλή εθνικό ενεργειακό εφοδιασμό, πληρώνοντας ένα βαρύ περιβαλλοντικό τίμημα. Δεν μας αξίζει και δεν θα επιτρέψουμε να καταλήξουμε “στημένη λεμονόκουπα”. Η Ελληνική Κυβέρνηση μας οφείλει μια ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη απάντηση.
Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση και η διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής μας αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή για την αιρετή Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας.
Αναγνωρίζουμε το ιδιαίτερα δύσκολο και άκρως ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον άλλα ταυτόχρονα, γνωρίζουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα στον τομέα της Ενέργειας:
· Διαθέτουμε την υψηλότερη πυκνότητα δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνικό επίπεδο και στρατηγική θέση στη νοτιοδυτική Ευρώπη
· Διαθέτουμε συσσωρευμένη τεχνογνωσία και υψηλή συγκέντρωση εξειδικευμένου επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού σε ολόκληρο το φάσμα της ενεργειακής οικονομίας
· Ικανά αποθέματα λιγνίτη της τάξης των 2 δις τόνων
· Το 65 % των υδάτινων αποθεμάτων σε εθνικό επίπεδο
· Αναμένουμε την έλευση του φυσικού αερίου
· Εμπεδώσαμε μια μοναδική κουλτούρα, η οποία αποκτήθηκε πληρώνοντας σημαντικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό τίμημα, να συνυπάρχουμε με ενεργειακές βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας.
Εν κατακλείδι, διαθέτουμε τη μέγιστη δυνατή διαφοροποίηση ενεργειακών πηγών, εκτεταμένες υποδομές, συσσωρευμένη τεχνογνωσία και τη βούληση να παραμείνουμε η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας. Βεβαίως, αυτό αποτελεί μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη στην προσπάθεια διατήρησης και διεύρυνσης του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής μας. Το ικανό της συνθήκης προσδιορίζεται μονοσήμαντα από την προσέλκυση και αξιοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Στην κατεύθυνση της διατήρησης του ενεργειακού χαρακτήρα, η κατασκευή νέων σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων αποτελεί κομβικό σημείο και στρατηγική προτεραιότητα για το ενεργειακό μέλλον της περιοχής μας. Το 2013, περίπου το 40% της εγκατεστημένης ισχύος θα έχει ξεπεράσει τα 30 χρόνια λειτουργίας. Πέραν της χαμηλής απόδοσης των υπέργηρων λιγνιτικών μονάδων η οποία μεταφράζεται ευθέως σε αυξημένη κατανάλωση καυσίμου αλλά και σε υψηλά επίπεδα ρύπων, οι υπάρχουσες μονάδες εμφανίζουν τεχνική δυσκολία ευέλικτης προσαρμογής σε αυξομειώσεις των φορτίων ζήτησης. Με δεδομένη την μελλοντική υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αλλά και την τάση για αποκεντρωμένη παραγωγή, η κατασκευή σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων διαγράφεται περισσότερο από επιτακτική. Σύγχρονες μονάδες, αποδοτικές, ευέλικτες, περιβαλλοντικά αποδεκτές και ιδιαίτερα ελκυστικές σε ένα περιβάλλον με υψηλή διαφοροποίηση σε ηλεκτροπαραγωγικές πηγές και έντονου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ιδιαίτερα καθοριστική μπορεί να αναδειχθεί η αξιοποίηση του λιγνίτη στην υποκατάσταση του πετρελαίου θέρμανσης. Το υψηλό κόστος θέρμανσης στην Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας απομυζεί δραματικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και καθιστά ταυτόχρονα λιγότερο ανταγωνιστικούς τους τομείς της μεταποίησης και της παροχής υπηρεσιών. Η απάντηση μπορεί να προέλθει από την αξιοποίηση του λιγνίτη σε μικρής και μεσαίας κλίμακας αποκεντρωμένα συστήματα παραγωγής θερμότητας ή/και συμπαραγωγής.
Ο φυσικός λιγνίτης, μέσω απλών διαδικασιών αναβάθμισης μετατρέπεται σε ξηρό κονιοποιημένο λιγνίτη, αποκτά υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο ανά μονάδα βάρους και συμπεριφέρεται ως ρευστό καύσιμο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αποκεντρωμένα συστήματα της τάξης του 1-20 MW και να υποκαταστήσει το πετρέλαιο θέρμανσης σε όλα σχεδόν τα αστικά και ημιαστικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας. Πρόκειται για πολύ ώριμες και ευρέως διαδεδομένες πρακτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πληροφοριακά να αναφέρω ότι η γερμανική RWE επένδυσε στην παραγωγή ξηρού λιγνίτη και διπλασίασε πρόσφατα την παραγωγή της προκειμένου να στραφεί σε εξαγωγές σε Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο.
Συμπληρωματικά στη δράση αυτή, μπορούν να αναπτυχθούν διαδικασίες παραγωγής σύμμεικτων πελλετών λιγνίτη και βιομάζας. Ένα καινοτόμο προϊόν με υψηλή θερμογόνο ικανότητα, εγχώριας παραγωγής και με ανταγωνιστικό κόστος απέναντι στην αυξανόμενη τιμή των αμιγώς βιομαζικών πελλετών εισαγωγής.
Προχωρώντας, θα ήθελα να αναφερθώ στη σχεδιαζόμενη υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στο εθνικό ενεργειακό μίγμα και στην νομοτελειακή ανάγκη δημιουργίας συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας μεγάλης κλίμακας. Τόσο η τεχνική της αντλησιοταμίευσης όσο και η πρακτική της αποθήκευσης ενέργειας με τη μορφή πεπιεσμένου αέρα, μπορούν και επιβάλλεται να αναπτυχθούν σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας μέσα από ένα συνολικό και ολοκληρωμένο «έξυπνο» σύστημα διαχείρισης. Η συσσωρευμένη τεχνογνωσία στον ενεργειακό άξονα της περιοχής μας σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ανάγκες σε έξυπνα δίκτυα και ευφυείς πρακτικές διαχείρισης της ενέργειας, συνιστούν την κρίσιμη μάζα για επενδύσεις σε ένα τομέα έντασης γνώσης και με υψηλή προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες.
Αναφορικά με τη διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας και συμπληρωματικά στη διέλευση του φυσικού αερίου, ιδιαίτερη προοπτική αποκτά η αξιοποίηση των λιγνιτών σε εξωηλεκτρικές χρήσεις. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η αναδυόμενη τάση στην αξιοποίηση των στερεών ορυκτών καυσίμων, κάτω από το βάρος των περιβαλλοντικών πιέσεων αλλά και της στενότητας των αποθεμάτων πετρελαίου, οδηγεί πολλές χώρες στην αξιοποίηση του άνθρακα και του λιγνίτη για παραγωγή καυσίμων κίνησης.
Με βάση το λιγνίτη και σε συνδυασμό με βιομαζικά καύσιμα που μπορούν να προέλθουν από εκτεταμένες ενεργειακές καλλιέργειες στα εξαντλημένα ορυχεία λιγνίτη, προσφέρεται η δυνατότητα της πολυπαραγωγής (poly-generation) με στόχο την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μεθανόλης, καυσίμων κίνησης και υδρογόνου, με ένα πολύ χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Ακόμη και όταν εξαντληθούν τα τοπικά αποθέματα λιγνίτη, μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, η υψηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων που θα παράγονται, η απόκτηση τεχνογνωσίας και η μετάβαση σε παραγωγή μεγάλης κλίμακας, δικαιολογούν την οικονομικότητα της μεταφοράς λιγνιτών από τις γειτονικές χώρες (Σκόπια, Αλβανία, Σερβία). Πρακτικά, προτείνουμε την αξιοποίηση του λιγνίτη ως πλατφόρμα για την είσοδό μας στην επόμενη ενεργειακή εποχή. Στρατηγικά, προσδιορίζουμε τη ΔυτικήΜακεδονία ως ευρωπαϊκό ενεργειακό κέντρο.
Επιπλέον, πέραν των τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανταγωνιστικότητα της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ιδιαίτερα ελκυστικές εμφανίζονται οι αναδυόμενες τεχνολογίες που στοχεύουν στη δέσμευση και αξιοποίηση του CO2, γνωστές διεθνώς ως Carbon Capture and Utilization (CCU). Οι εν λόγω τεχνολογίες προσφέρουν δυνατότητες αξιοποίησης του διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύεται σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Βεβαίως, παραμένουν ακόμη σε επιδεκτικό στάδιο και απαιτείται σημαντική προσπάθεια μέχρι την ωρίμανσή τους σε εμπορική κλίμακα. Στην κατεύθυνση αυτή, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας δρομολογεί συνεργασίες με ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.
Δυστυχώς όμως, απουσιάζει μια συνεκτική, ρεαλιστική, επενδυτικά ελκυστική, ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη εθνική πολιτική για τους εγχώριους λιγνίτες. Μια πολιτική με αφετηρία τις ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες που βιώνει η Χώρα μας και στόχο τη βιώσιμη έξοδο από την κρίση. Οι εγχώριοι λιγνίτες μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην ασφάλεια του εθνικού ενεργειακού εφοδιασμού αλλά κυρίως, στην πιεστική αναγκαιότητα δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος και επανεκκίνησης της οικονομίας μας.
Αποτελούν εθνικό κεφάλαιο και δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με προσωπικές προσλαμβάνουσες ή να αποτελούν έρμαιο φιλόδοξων έως γραφικών «οικολογικών ευαισθησιών».
Η κυρίαρχη απειλή της περιβαλλοντικής ισορροπίας εκκολάπτεται διαχρονικά σε συνθήκες φτώχειας, ανεξέλεγκτης ανεργίας και αναπτυξιακών αδιεξόδων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι τόσο οι υπηρεσιακοί παράγοντες και τα στελέχη της αιρετής Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας όσο και εγώ προσωπικά, παραμένουμε στη διάθεσή σας για κάθε συνεργασία, στα πλαίσια πάντοτε του αμοιβαίου οφέλους και με γνώμονα τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ