2012-11-05 08:58:24
Γαλδαδάς Αλκης
Βιβλία,
«Για όσους θέλουν συναισθηματισμούς και αγαπούλες, καλό είναι να κοιτάξουν κάτι άλλο» έγραφε πριν από λίγο καιρό κάποιος στο Διαδίκτυο έχοντας μόλις ανακαλύψει τον «Νευρομάντη» του Γουίλιαμ Γκίμπσον, είκοσι οκτώ χρόνια μετά την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία. Πιστεύω πως είχε δίκιο. Ο Γκίμπσον δεν γράφει μελιστάλακτες ιστορίες, ούτε επιστημονική φαντασία με ηρωισμούς στο αχανές Διάστημα με επικές προδιαγραφές, αυτό που ονομάζεται Space Opera. Γιατί και ο πραγματικός κόσμος του συγγραφέα αυτού, μέχρι να γράψει τον «Νευρομάντη», ήταν αρκετά σκληρός απέναντί του.
Δύσκολη νεότητα
Ο Γκίμπσον γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου του 1948 και έζησε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Νότου με τη μητέρα του η οποία ήταν αγχωμένη και σε κατάθλιψη έχοντας χάσει τον σύζυγό της και πατέρα του γιου της. Ο ίδιος ήταν αρκετά ντροπαλός και εσωστρεφής στην εφηβεία του και το ότι πέρασε και κάποια από τα χρόνια αυτά εσωτερικός σε σχολείο δεν τον έκανε να νιώθει καλύτερα
. Απεχθανόταν τη θρησκεία και έβρισκε καταφύγιο στις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Οταν ενηλικιώθηκε χρειάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού. Αλλά η επικείμενη κλήρωσή του το 1967 μέσα σε αυτούς που θα πήγαιναν στον πόλεμο του Βιετνάμ τον έκανε να πάρει ένα εισιτήριο και να βρεθεί σε χρόνο μηδέν στον γειτονικό Καναδά. Και εκεί δουλειές χωρίς μέλλον έκανε, όπως υπάλληλος σε κατάστημα στο Τορόντο που πουλούσε ναργιλέδες, ζυγαριές ακριβείας και όλα τα υπόλοιπα σύνεργα για να… κάνεις κεφάλι, ανακατεύτηκε στο κίνημα των Χίπις και ταξίδεψε το 1970 στην Ευρώπη, ειδικά σε ορισμένες χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, επομένως και στην Ελλάδα, γιατί όπως εξηγούσε αργότερα, εκεί είχαν πέραση τα ισχυρά δολάρια απέναντι στα αδύναμα νομίσματα των χωρών αυτών!
Υπέφερε δηλαδή μόνιμα από οικονομική στενότητα και τελικά γύρω στο 1972 αναγκάστηκε να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, να παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικής Λογοτεχνίας και κάποια σχετικά με την επιστημονική φαντασία για να εξασφαλίσει κάποιες υποτροφίες, αφού είχε φθάσει μετά τον γάμο του να μένει σπίτι προσέχοντας το μωρό τους και η οικογένεια ζούσε μόνο με τον μισθό της συζύγου του που ήταν εκπαιδευτικός. Τα επόμενα τρία χρόνια ήταν βοηθός σε κάποιον που δίδασκε Ιστορία του Κινηματογράφου, έγραφε ιστορίες που του απέφεραν πενταροδεκάρες με τη δημοσίευσή τους σε φθηνά περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και το 1981 κάποιος φίλος τού σύστησε να δίνει τις ιστορίες του στο θρυλικό πια, αφού έχει κλείσει πλέον, περιοδικό «Omni», γιατί εκεί πλήρωναν δέκα φορές καλύτερα και ο Γκίμπσον τα είχε ανάγκη τα χρήματα αυτά.
Το κοινωνικό ασανσέρ του «κυβερνοπάνκ»
Το «Καίγοντας τη Χρωμία» ήταν μια από τις πρώτες ιστορίες του και εκεί έδειξε το πόσο όλες οι προηγούμενες εμπειρίες του τον είχαν κάνει έναν τύπο πολύ ευαίσθητο στα ρεύματα της εποχής. Κατάλαβε ότι το κίνημα της πανκ μουσικής δεν ήταν απλώς νότες παιγμένες με βίαιο τρόπο. Ηταν η θορυβώδης έκφραση μιας άλλης νοοτροπίας και ενός αντίστοιχου τρόπου ζωής. Νέοι άνθρωποι με περιορισμένες προοπτικές θα μπλέκονταν με τις κατακτήσεις της πληροφορικής και το μπάσιμο των υπολογιστών στην καθημερινότητα του επάνω κόσμου, αλλά και του… υποκόσμου. Συνέλαβε την έννοια του κυβερνοχώρου, της πραγματικότητας δηλαδή που υλοποιείται από τους υπολογιστές και τα δίκτυα όπου οι άνθρωποι βρίσκονται συνδεδεμένοι, και σε αυτόν φαντάστηκε τεχνολογικές κατακτήσεις που θα έφερναν το ανθρώπινο σώμα και κυρίως τον ανθρώπινο εγκέφαλο να είναι σαν μια τέλεια προέκταση των υπολογιστικών δικτύων και αντίστροφα.
Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει ο Γκίμπσον μένεις κυριολεκτικά άναυδος από την ειλικρίνειά του. Εχει πει ότι δεν απέφυγε τον πόλεμο στο Βιετνάμ από ηρωισμό αλλά από τύχη και τη χίπικη διάθεση που τον διακατείχε εκείνη την εποχή. Οτι δεν έχει ιδέα από υπολογιστές. Εγραψε τον «Νευρομάντη» διότι τότε είχαν αρχίσει οι εκδότες να δίνουν μεγάλες προκαταβολές. Είχαν τότε πέραση τα βιβλία τα σχετικά με το νέο αυτό είδος της επιστημονικής φαντασίας που ασχολείτο με το αμέσως προσεχές μέλλον των ανθρώπων όχι στο Διάστημα και τους άλλους πλανήτες αλλά στις γήινες μεγαλουπόλεις που ήδη υπήρχαν. Λέει ότι τρόμαξε στο πρώτο του μυθιστόρημα, τον «Νευρομάντη», όταν του είπαν ότι έπρεπε να γεμίσει τριακόσιες σελίδες. Γι' αυτό και το βιβλίο κυριαρχείται από έναν αγχωτικό ρυθμό και σε κάθε σελίδα είναι έκδηλη η προσπάθεια εντυπωσιασμού του αναγνώστη συνέχεια με κάτι καινούργιο.
Εχθρός του ιμπεριαλιστικού έπους
Και από εκεί έφθασε κάποτε ο πράκτορας των συγγραφικών του δικαιωμάτων να κυκλοφορεί την περίληψη του επόμενου βιβλίου του σε μια κόλλα χαρτί Α4 και οι εκδότες να μπαίνουν στη διαδικασία του πλειστηριασμού προσφέροντας εκατοντάδες χιλιάδες δολαρίων για ένα βιβλίο που ΘΑ γραφόταν. Εχει εκφράσει την αηδία του, κυριολεκτικά, για την κλασική αμερικανική σκηνή της επιστημονικής φαντασίας με τους καθιερωμένους υπερδεξιούς συγγραφείς να γράφουν για κατακτήσεις στο Διάστημα με μια καθαρά ιμπεριαλιστική και υπερσυντηρητική νοοτροπία, αόριστες περιγραφές που ενοχλούν αφάνταστα τον εραστή της λεπτομέρειας Γκίμπσον και τον κάνουν να δίνει για τίτλο στο τελευταίο του βιβλίο τη φράση: «Μην εμπιστεύεστε αυτή τη συγκεκριμένη γεύση» εννοώντας την κλασική επιστημονική φαντασία.
Το τελευταίο του, ενδέκατο στη σειρά, βιβλίο δεν είναι πια μυθιστόρημα αλλά μια συλλογή από τα άρθρα του που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά όπως το «Wired» και δημιούργησαν αίσθηση όπως εκείνο με τίτλο: «Σιγκαπούρη: Η Ντίσνεϊλαντ (όπου ισχύει) και η θανατική ποινή» και έκανε την υπερσυντηρητικά σκεπτόμενη κυβέρνηση του νησιού αυτού να απαγορεύσει για καιρό την κυκλοφορία του «Wired» εκεί! Το κυβερνοπάνκ ως κίνημα που το κουβάλησαν τη δεκαετία του '80 και του '90 στους ώμους τους ο Γκίμπσον, ο Στέρλινγκ, ο Σίρλεϊ, ο Ρούντι Ρόικερ και μερικοί ήσσονες προφήτες έχει κηρυχθεί κλινικά νεκρό, δηλαδή οι εκδότες δεν δίνουν τα τρελά λεφτά που έδιναν κάποτε, στις άλλες χώρες δεν σκοτώνονται να μεταφράσουν τα μυθιστορήματα και των πιο μεγάλων ονομάτων. Μένει όμως κάτι χρήσιμο για εμάς; Αξίζει να διαβάζουμε ακόμα τα βιβλία του Γκίμπσον; Νομίζω πως ναι.
Χαμηλή ζωή, υψηλή τεχνολογία
Ο βασικός άξονας των πρισματικά γραμμένων βιβλίων του έχει δύο πόλους: Low Life - High Tech. Νέα και καθόλου πλούσια παιδιά που αγωνίζονται να διασωθούν παρά τις απάνθρωπες συνθήκες των καινούργιων και δυστοπικών Μεγα-Πόλεων. Μην τον δείτε σαν έναν Ιούλιο Βερν ή έναν Γουέλς της αρχής του αιώνα αυτού γιατί γίνεται έξω φρενών. Δεν θέλει να προβλέπει αλλά να διαπιστώνει. Το κυβερνοπάνκ θεωρεί ότι γύρισε το μέσα έξω και έγινε ημέρα με την ημέρα ένα με την καθημερινότητά μας.
Αναδημοσιευσα Από Βημα
molibixarti
Βιβλία,
«Για όσους θέλουν συναισθηματισμούς και αγαπούλες, καλό είναι να κοιτάξουν κάτι άλλο» έγραφε πριν από λίγο καιρό κάποιος στο Διαδίκτυο έχοντας μόλις ανακαλύψει τον «Νευρομάντη» του Γουίλιαμ Γκίμπσον, είκοσι οκτώ χρόνια μετά την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία. Πιστεύω πως είχε δίκιο. Ο Γκίμπσον δεν γράφει μελιστάλακτες ιστορίες, ούτε επιστημονική φαντασία με ηρωισμούς στο αχανές Διάστημα με επικές προδιαγραφές, αυτό που ονομάζεται Space Opera. Γιατί και ο πραγματικός κόσμος του συγγραφέα αυτού, μέχρι να γράψει τον «Νευρομάντη», ήταν αρκετά σκληρός απέναντί του.
Δύσκολη νεότητα
Ο Γκίμπσον γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου του 1948 και έζησε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Νότου με τη μητέρα του η οποία ήταν αγχωμένη και σε κατάθλιψη έχοντας χάσει τον σύζυγό της και πατέρα του γιου της. Ο ίδιος ήταν αρκετά ντροπαλός και εσωστρεφής στην εφηβεία του και το ότι πέρασε και κάποια από τα χρόνια αυτά εσωτερικός σε σχολείο δεν τον έκανε να νιώθει καλύτερα
Υπέφερε δηλαδή μόνιμα από οικονομική στενότητα και τελικά γύρω στο 1972 αναγκάστηκε να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, να παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικής Λογοτεχνίας και κάποια σχετικά με την επιστημονική φαντασία για να εξασφαλίσει κάποιες υποτροφίες, αφού είχε φθάσει μετά τον γάμο του να μένει σπίτι προσέχοντας το μωρό τους και η οικογένεια ζούσε μόνο με τον μισθό της συζύγου του που ήταν εκπαιδευτικός. Τα επόμενα τρία χρόνια ήταν βοηθός σε κάποιον που δίδασκε Ιστορία του Κινηματογράφου, έγραφε ιστορίες που του απέφεραν πενταροδεκάρες με τη δημοσίευσή τους σε φθηνά περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και το 1981 κάποιος φίλος τού σύστησε να δίνει τις ιστορίες του στο θρυλικό πια, αφού έχει κλείσει πλέον, περιοδικό «Omni», γιατί εκεί πλήρωναν δέκα φορές καλύτερα και ο Γκίμπσον τα είχε ανάγκη τα χρήματα αυτά.
Το κοινωνικό ασανσέρ του «κυβερνοπάνκ»
Το «Καίγοντας τη Χρωμία» ήταν μια από τις πρώτες ιστορίες του και εκεί έδειξε το πόσο όλες οι προηγούμενες εμπειρίες του τον είχαν κάνει έναν τύπο πολύ ευαίσθητο στα ρεύματα της εποχής. Κατάλαβε ότι το κίνημα της πανκ μουσικής δεν ήταν απλώς νότες παιγμένες με βίαιο τρόπο. Ηταν η θορυβώδης έκφραση μιας άλλης νοοτροπίας και ενός αντίστοιχου τρόπου ζωής. Νέοι άνθρωποι με περιορισμένες προοπτικές θα μπλέκονταν με τις κατακτήσεις της πληροφορικής και το μπάσιμο των υπολογιστών στην καθημερινότητα του επάνω κόσμου, αλλά και του… υποκόσμου. Συνέλαβε την έννοια του κυβερνοχώρου, της πραγματικότητας δηλαδή που υλοποιείται από τους υπολογιστές και τα δίκτυα όπου οι άνθρωποι βρίσκονται συνδεδεμένοι, και σε αυτόν φαντάστηκε τεχνολογικές κατακτήσεις που θα έφερναν το ανθρώπινο σώμα και κυρίως τον ανθρώπινο εγκέφαλο να είναι σαν μια τέλεια προέκταση των υπολογιστικών δικτύων και αντίστροφα.
Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει ο Γκίμπσον μένεις κυριολεκτικά άναυδος από την ειλικρίνειά του. Εχει πει ότι δεν απέφυγε τον πόλεμο στο Βιετνάμ από ηρωισμό αλλά από τύχη και τη χίπικη διάθεση που τον διακατείχε εκείνη την εποχή. Οτι δεν έχει ιδέα από υπολογιστές. Εγραψε τον «Νευρομάντη» διότι τότε είχαν αρχίσει οι εκδότες να δίνουν μεγάλες προκαταβολές. Είχαν τότε πέραση τα βιβλία τα σχετικά με το νέο αυτό είδος της επιστημονικής φαντασίας που ασχολείτο με το αμέσως προσεχές μέλλον των ανθρώπων όχι στο Διάστημα και τους άλλους πλανήτες αλλά στις γήινες μεγαλουπόλεις που ήδη υπήρχαν. Λέει ότι τρόμαξε στο πρώτο του μυθιστόρημα, τον «Νευρομάντη», όταν του είπαν ότι έπρεπε να γεμίσει τριακόσιες σελίδες. Γι' αυτό και το βιβλίο κυριαρχείται από έναν αγχωτικό ρυθμό και σε κάθε σελίδα είναι έκδηλη η προσπάθεια εντυπωσιασμού του αναγνώστη συνέχεια με κάτι καινούργιο.
Εχθρός του ιμπεριαλιστικού έπους
Και από εκεί έφθασε κάποτε ο πράκτορας των συγγραφικών του δικαιωμάτων να κυκλοφορεί την περίληψη του επόμενου βιβλίου του σε μια κόλλα χαρτί Α4 και οι εκδότες να μπαίνουν στη διαδικασία του πλειστηριασμού προσφέροντας εκατοντάδες χιλιάδες δολαρίων για ένα βιβλίο που ΘΑ γραφόταν. Εχει εκφράσει την αηδία του, κυριολεκτικά, για την κλασική αμερικανική σκηνή της επιστημονικής φαντασίας με τους καθιερωμένους υπερδεξιούς συγγραφείς να γράφουν για κατακτήσεις στο Διάστημα με μια καθαρά ιμπεριαλιστική και υπερσυντηρητική νοοτροπία, αόριστες περιγραφές που ενοχλούν αφάνταστα τον εραστή της λεπτομέρειας Γκίμπσον και τον κάνουν να δίνει για τίτλο στο τελευταίο του βιβλίο τη φράση: «Μην εμπιστεύεστε αυτή τη συγκεκριμένη γεύση» εννοώντας την κλασική επιστημονική φαντασία.
Το τελευταίο του, ενδέκατο στη σειρά, βιβλίο δεν είναι πια μυθιστόρημα αλλά μια συλλογή από τα άρθρα του που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά όπως το «Wired» και δημιούργησαν αίσθηση όπως εκείνο με τίτλο: «Σιγκαπούρη: Η Ντίσνεϊλαντ (όπου ισχύει) και η θανατική ποινή» και έκανε την υπερσυντηρητικά σκεπτόμενη κυβέρνηση του νησιού αυτού να απαγορεύσει για καιρό την κυκλοφορία του «Wired» εκεί! Το κυβερνοπάνκ ως κίνημα που το κουβάλησαν τη δεκαετία του '80 και του '90 στους ώμους τους ο Γκίμπσον, ο Στέρλινγκ, ο Σίρλεϊ, ο Ρούντι Ρόικερ και μερικοί ήσσονες προφήτες έχει κηρυχθεί κλινικά νεκρό, δηλαδή οι εκδότες δεν δίνουν τα τρελά λεφτά που έδιναν κάποτε, στις άλλες χώρες δεν σκοτώνονται να μεταφράσουν τα μυθιστορήματα και των πιο μεγάλων ονομάτων. Μένει όμως κάτι χρήσιμο για εμάς; Αξίζει να διαβάζουμε ακόμα τα βιβλία του Γκίμπσον; Νομίζω πως ναι.
Χαμηλή ζωή, υψηλή τεχνολογία
Ο βασικός άξονας των πρισματικά γραμμένων βιβλίων του έχει δύο πόλους: Low Life - High Tech. Νέα και καθόλου πλούσια παιδιά που αγωνίζονται να διασωθούν παρά τις απάνθρωπες συνθήκες των καινούργιων και δυστοπικών Μεγα-Πόλεων. Μην τον δείτε σαν έναν Ιούλιο Βερν ή έναν Γουέλς της αρχής του αιώνα αυτού γιατί γίνεται έξω φρενών. Δεν θέλει να προβλέπει αλλά να διαπιστώνει. Το κυβερνοπάνκ θεωρεί ότι γύρισε το μέσα έξω και έγινε ημέρα με την ημέρα ένα με την καθημερινότητά μας.
Αναδημοσιευσα Από Βημα
molibixarti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πρόσκληση της Σερβίας στις Βρυξέλλες για το Κόσοβο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ανατροπή... με κατάργηση των αφορολόγητων ποσών
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ