2012-11-05 12:18:13
Έχω περάσει πολλές ώρες εξηγώντας σε φίλους και συντρόφους γιατί δεν πιστεύω ότι μας κυβερνά μια «χούντα», γιατί οι αναλογίες αυτές βλάπτουν παρά ωφελούν, γιατί η κατάσταση είναι μαύρη κι άραχλη αλλά όχι «χούντα». Η αλήθεια είναι ότι, τον τελευταίο καιρό, νιώθω όλο και μικρότερη διάθεση να το κάνω. Με αποθαρρύνουν, και ενίοτε με αποστομώνουν, τα πραγματικά περιστατικά.Το τελευταίο μόνο εικοσαήμερο είχαμε την κακοποίηση και τον βασανισμό αντιφασιστών στην Ασφάλεια, τις συλλήψεις του Κώστα Βαξεβάνη και του Σπύρου Καρατζαφέρη, την κατάργηση της εκπομπής του Κώστα Αρβανίτη και της Μαριλένας Κατσίμη, την παραπομπή του Αλέξανδρου Χονδρογιάννη στην Κέρκυρα για… ανατροπή του πολιτεύματος, επιδρομές Χρυσαυγιτών εναντίον μεταναστών στον Άγιο Παντελεήμονα (επίθεση στην κοινότητα των Τανζανών, και προχθές κυνήγι και σπασίματα μαγαζιών) χωρίς να συλληφθεί κανείς, το σταμάτημα των παραστάσεων στο Χυτήριο.
Τα δεδομένα βέβαια διαφέρουν (λ.χ., η εκπομπή του Κ. Αρβανίτη και της Μ. Κατσίμη ήταν ένα άνθος στο πέτρινο τηλεοπτικό τοπίο, ενώ μόνο κατ’ ευφημισμόν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω «λουλούδι» τον Σπ. Καρατζαφέρη), ωστόσο οι παραπάνω περιπτώσεις έχουν πολλά και σοβαρά κοινά. Καθώς είναι αρκετά γνωστές, θα σταθώ σε κάποιες, σημαντικές κατά τη γνώμη μου, πτυχές τους.
Στην υπόθεση του βασανισμού των αντιφασιστών διαδηλωτών, βρίσκω ανατριχιαστικό και αυτό καθαυτό το γεγονός, αλλά, ακόμα περισσότερο, τη στάση του Ν. Δένδια: όχι μόνο δεν υποσχέθηκε, έστω προσχηματικά, ότι θα ερευνήσει τις καταγγελίες, θα διατάξει ΕΔΕ κλπ., αλλά τις αρνήθηκε εκ προοιμίου οργίλος: επιτέθηκε με σφοδρότητα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αυγή που τις ανέδειξαν, απείλησε με μηνύσεις τον Guardian, ενώ δεν μετέβαλε στο ελάχιστο στάση όταν τον διέψευσαν καταφανώς οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Ας σκεφτούμε μόνο το πράσινο φως που ανάβει έτσι προς τους βασανιστές.
Στην περίπτωση της σύλληψης του Κ. Βαξεβάνη (όπως και πρωτύτερα του «Γέροντος Παστίτσιου» Φίλιππου Λοΐζου), η κατεπείγουσα κινητοποίηση των δικαστικών και διωκτικών αρχών είναι εντελώς δυσανάλογη σε σχέση με τις κατηγορίες, αλλά και την προκλητική αδράνεια των ίδιων σε άλλες περιπτώσεις. Η ψαλίδα είναι τέτοια που πλήττει ευθέως την εικόνα της ευνομούμενης πολιτείας, δημιουργώντας στους πολίτες την πεποίθηση της ύπαρξης δύο μέτρων και δύο σταθμών. Παρόμοια αίσθηση μεροληψίας δημιουργεί και η σύλληψη του Σπ. Καρατζαφέρη: ενεργοποιείται ένα παλιότερο ένταλμα και συλλαμβάνεται χαράματα, λίγες ώρες αφότου ανάγγειλε «αποκαλύψεις» για το Υπουργείο Οικονομικών.
Όσον αφορά την «Πρωινή Ενημέρωση», η παρέμβαση είναι πρωτοφανής στα μεταπολιτευτικά χρονικά: δύο έγκυροι δημοσιογράφοι, σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη εκπομπή, καρατομούνται επειδή δεν συνεμορφώθησαν προς τας κυβερνητικάς υποδείξεις και τόλμησαν να αναφερθούν στο δημοσίευμα της Guardian για τα βασανιστήρια. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν τηρήθηκε κανένα πρόσχημα, ας πούμε να σταματήσει η εκπομπή σιωπηλά λίγους μήνες μετά, όταν θα έληγε η σύμβαση του Κ. Αρβανίτη. Ο πέλεκυς έπεσε αμέσως, βαρύς. Έχει κι αυτό τη σημασία του.
Όσο για την υπόθεση Χονδρογιάννη, αρκεί να δούμε τις εικόνες που ανάρτησε στο facebook. Η πραγματικότητα βοά: για κάποιες φωτογραφίες ανδρών των ΜΑΤ και Χρυσαυγιτών (έχουμε δει εκατοντάδες ανάλογες, και πολύ χειρότερες) διώκεται για «διάδοση ψευδών ειδήσεων με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος», «παραβίαση προσωπικών δεδομένων» και «έργω εξύβριση» Τέλος, στην παράσταση του Corpus Christi το κράτος δεν θέλησε να προστατέψει ένα βασικό δικαίωμα: την ελευθερία της έκφρασης και της τέχνης. Απρόθυμα, λες και δεν το αφορούσε, και μόνο μετά από επίμονες παρεμβάσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (και κάποιων της ΔΗΜΑΡ) έστελνε τα ΜΑΤ, εξαιτίας της παρουσίας των οποίων οι «διαμαρτυρόμενοι» δεν μπόρεσαν να κάνουν τουλούμι στο ξύλο ηθοποιούς και θεατές· ωστόσο, την ίδια στιγμή, το κράτος αρνιόταν στην πράξη να διασφαλίσει τη συνέχιση της παράστασης.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά εντάσσονται σε ένα οργανωμένο σχέδιο, αν υπάρχει πολιτικό κέντρο από το οποίο εκπορεύονται ή πώς διαπλέκονται με προσωπικές στρατηγικές (λ.χ. στην περίπτωση της «Πρωινής Ενημέρωσης» με την προσωπικότητα του γεν. διευθυντή της ΕΡΤ Αιμίλιου Λιάτσου). Ας μείνουμε στο αποτέλεσμα, το οποίο συνοψίζεται σε δύο σημεία:
Πρώτον, πλήττονται στον πυρήνα τους βασικά δικαιώματα, με πρώτο την ελευθερία της έκφρασης. Ενώ ανάλογα περιστατικά υπήρχαν ασφαλώς και τα προηγούμενα χρόνια, η διαφορά είναι ότι σήμερα τα κρούσματα είναι καταιγιστικά και απροσχημάτιστα. Η ελεύθερη έκφραση ποινικοποιείται, καταστρατηγείται ή τίθεται εν αμφιβόλω — όταν συρρικνώνεται ο χώρος άσκησής της, είτε αυτός είναι η δημόσια τηλεόραση είτε ο Τύπος είτε το ίντερνετ. Είναι πολύ εμφανές, γι’ αυτό δεν θα επιμείνω σε τούτο το ζοφερό σκηνικό, που δεν αναιρεί η –σημαντική βέβαια– αθώωση Βαξεβάνη.
Δεύτερον, κλείνουν σιγά-σιγά οι λίγες χαραμάδες αντιλόγου που είχαν απομείνει στο επίσημο τοπίο της ενημέρωσης, ενώ παράλληλα επιχειρείται να ελεγχθούν τα social media. Ένα πεδίο δηλαδή το οποίο, σε αντιπαράθεση με την επίσημη μονοφωνία, είχε αναδειχθεί σε τόπο και τρόπο ανεξάρτητης ενημέρωσης, ειδικά για τη νεολαία. Ας σκεφτούμε μόνο πόσα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας αναδείχθηκαν στο διαδίκτυο. Η αξία του μέσου αυτού είναι ότι ο οιοσδήποτε, επώνυμος ή μη, επώνυμα ή ανώνυμα, στο κέντρο της Αθήνας ή στο τελευταίο χωριό, μπορούσε να ανεβάσει ένα σχόλιο, να πει μια γνώμη και, κυρίως, μια πληροφορία ή ένα στοιχείο. Παρά τα προβλήματά του, το διαδίκτυο σήμερα συνιστά ένα πολύτιμο πεδίο ελευθερίας. Οι διώξεις Φ. Λοΐζου και Α. Χονδρογιάννη στοχεύουν σε αυτό ακριβώς: οι ελεύθεροι χρήστες να τρομοκρατηθούν, να «συμμορφωθούν», να το σκεφτούν καλά όποτε θελήσουν να χλευάσουν την καθεστηκυία τάξη ή να ανεβάσουν μια φωτογραφία-τεκμήριο.
***
Προσπερνώντας επιμέρους σοβαρές πτυχές (λ.χ. πώς η προστασία των προσωπικών δεδομένων μετατρέπεται σε όχημα για την προστασία της κρατικής αυθαιρεσίας και την περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης) τελειώνω με μια παρατήρηση.
Η εμπέδωση της αίσθησης ατιμωρησίας και αδικίας, της εικόνας ενός διεφθαρμένου, αυθαίρετου και άδικου κράτους (παγκινητοποίηση για τη σύλληψη Παστίτσιου ή Βαξεβάνη, τη στιγμή που κουκουλώνεται επισήμως το σκάνδαλο Siemens· σύλληψη και παραπομπή στο αυτόφωρο τυροπιτά στη Λάρισα επειδή μετέφερε τέσσερις τυρόπιτες χωρίς παραστατικά, ενώ η λίστα Λαγκάρντ μένει προκλητικά αναξιοποίητη) αποτελεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της «τιμωρού» ναζιστικής ακροδεξιάς.
Αυτό, κανονικά, δεν θα έπρεπε να ανησυχεί μόνο την Αριστερά — παρεμπιπτόντως, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε το παρών σε όλες τις περιπτώσεις αυτές. Αν εξαιρέσουμε όμως την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τους ανθρώπους της, που δίνουν καθημερινά σοβαρές μάχες για τα ζητήματα αυτά, η σιωπή πολλών άλλων (φορέων, θεσμικών, δημοκρατών, εκσυγχρονιστών και μεταρρυθμιστών) είναι απογοητευτική. Και ενδεικτική: στον νυν υπέρ πάντων (υπέρ Μνημονίου) αγώνα υποτάσσονται τα πάντα.
Επιστρέφω στο σημείο όπου ξεκίνησα. Δεν έχω αλλάξει ακόμα γνώμη: εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχουμε χούντα. Όπως έλεγα όμως, βρίσκω όλο και μικρότερο κουράγιο να επιχειρηματολογώ επ’ αυτού — και, κυρίως, βρίσκω όλο και λιγότερους πρόθυμους συνομιλητές να ακούσουν τις «πολυσύνθετες» και «νηφάλιες» αναλύσεις μου. Γιατί είναι δύσκολο να ακούγονται τέτοιες αναλύσεις, όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει. Το γεγονός ότι το σύνθημα «Τόση ελευθερία είχαμε να δούμε από τη Χούντα» ή ο στίχος «Χούντα δε θυμάμαι, μα ούτε ελευθερία» αποτελούν πλέον εδραία πεποίθηση για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους σημαίνει πολλά.
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ
anarxikostrapezitis
Τα δεδομένα βέβαια διαφέρουν (λ.χ., η εκπομπή του Κ. Αρβανίτη και της Μ. Κατσίμη ήταν ένα άνθος στο πέτρινο τηλεοπτικό τοπίο, ενώ μόνο κατ’ ευφημισμόν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω «λουλούδι» τον Σπ. Καρατζαφέρη), ωστόσο οι παραπάνω περιπτώσεις έχουν πολλά και σοβαρά κοινά. Καθώς είναι αρκετά γνωστές, θα σταθώ σε κάποιες, σημαντικές κατά τη γνώμη μου, πτυχές τους.
Στην υπόθεση του βασανισμού των αντιφασιστών διαδηλωτών, βρίσκω ανατριχιαστικό και αυτό καθαυτό το γεγονός, αλλά, ακόμα περισσότερο, τη στάση του Ν. Δένδια: όχι μόνο δεν υποσχέθηκε, έστω προσχηματικά, ότι θα ερευνήσει τις καταγγελίες, θα διατάξει ΕΔΕ κλπ., αλλά τις αρνήθηκε εκ προοιμίου οργίλος: επιτέθηκε με σφοδρότητα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αυγή που τις ανέδειξαν, απείλησε με μηνύσεις τον Guardian, ενώ δεν μετέβαλε στο ελάχιστο στάση όταν τον διέψευσαν καταφανώς οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Ας σκεφτούμε μόνο το πράσινο φως που ανάβει έτσι προς τους βασανιστές.
Στην περίπτωση της σύλληψης του Κ. Βαξεβάνη (όπως και πρωτύτερα του «Γέροντος Παστίτσιου» Φίλιππου Λοΐζου), η κατεπείγουσα κινητοποίηση των δικαστικών και διωκτικών αρχών είναι εντελώς δυσανάλογη σε σχέση με τις κατηγορίες, αλλά και την προκλητική αδράνεια των ίδιων σε άλλες περιπτώσεις. Η ψαλίδα είναι τέτοια που πλήττει ευθέως την εικόνα της ευνομούμενης πολιτείας, δημιουργώντας στους πολίτες την πεποίθηση της ύπαρξης δύο μέτρων και δύο σταθμών. Παρόμοια αίσθηση μεροληψίας δημιουργεί και η σύλληψη του Σπ. Καρατζαφέρη: ενεργοποιείται ένα παλιότερο ένταλμα και συλλαμβάνεται χαράματα, λίγες ώρες αφότου ανάγγειλε «αποκαλύψεις» για το Υπουργείο Οικονομικών.
Όσον αφορά την «Πρωινή Ενημέρωση», η παρέμβαση είναι πρωτοφανής στα μεταπολιτευτικά χρονικά: δύο έγκυροι δημοσιογράφοι, σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη εκπομπή, καρατομούνται επειδή δεν συνεμορφώθησαν προς τας κυβερνητικάς υποδείξεις και τόλμησαν να αναφερθούν στο δημοσίευμα της Guardian για τα βασανιστήρια. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν τηρήθηκε κανένα πρόσχημα, ας πούμε να σταματήσει η εκπομπή σιωπηλά λίγους μήνες μετά, όταν θα έληγε η σύμβαση του Κ. Αρβανίτη. Ο πέλεκυς έπεσε αμέσως, βαρύς. Έχει κι αυτό τη σημασία του.
Όσο για την υπόθεση Χονδρογιάννη, αρκεί να δούμε τις εικόνες που ανάρτησε στο facebook. Η πραγματικότητα βοά: για κάποιες φωτογραφίες ανδρών των ΜΑΤ και Χρυσαυγιτών (έχουμε δει εκατοντάδες ανάλογες, και πολύ χειρότερες) διώκεται για «διάδοση ψευδών ειδήσεων με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος», «παραβίαση προσωπικών δεδομένων» και «έργω εξύβριση» Τέλος, στην παράσταση του Corpus Christi το κράτος δεν θέλησε να προστατέψει ένα βασικό δικαίωμα: την ελευθερία της έκφρασης και της τέχνης. Απρόθυμα, λες και δεν το αφορούσε, και μόνο μετά από επίμονες παρεμβάσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (και κάποιων της ΔΗΜΑΡ) έστελνε τα ΜΑΤ, εξαιτίας της παρουσίας των οποίων οι «διαμαρτυρόμενοι» δεν μπόρεσαν να κάνουν τουλούμι στο ξύλο ηθοποιούς και θεατές· ωστόσο, την ίδια στιγμή, το κράτος αρνιόταν στην πράξη να διασφαλίσει τη συνέχιση της παράστασης.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά εντάσσονται σε ένα οργανωμένο σχέδιο, αν υπάρχει πολιτικό κέντρο από το οποίο εκπορεύονται ή πώς διαπλέκονται με προσωπικές στρατηγικές (λ.χ. στην περίπτωση της «Πρωινής Ενημέρωσης» με την προσωπικότητα του γεν. διευθυντή της ΕΡΤ Αιμίλιου Λιάτσου). Ας μείνουμε στο αποτέλεσμα, το οποίο συνοψίζεται σε δύο σημεία:
Πρώτον, πλήττονται στον πυρήνα τους βασικά δικαιώματα, με πρώτο την ελευθερία της έκφρασης. Ενώ ανάλογα περιστατικά υπήρχαν ασφαλώς και τα προηγούμενα χρόνια, η διαφορά είναι ότι σήμερα τα κρούσματα είναι καταιγιστικά και απροσχημάτιστα. Η ελεύθερη έκφραση ποινικοποιείται, καταστρατηγείται ή τίθεται εν αμφιβόλω — όταν συρρικνώνεται ο χώρος άσκησής της, είτε αυτός είναι η δημόσια τηλεόραση είτε ο Τύπος είτε το ίντερνετ. Είναι πολύ εμφανές, γι’ αυτό δεν θα επιμείνω σε τούτο το ζοφερό σκηνικό, που δεν αναιρεί η –σημαντική βέβαια– αθώωση Βαξεβάνη.
Δεύτερον, κλείνουν σιγά-σιγά οι λίγες χαραμάδες αντιλόγου που είχαν απομείνει στο επίσημο τοπίο της ενημέρωσης, ενώ παράλληλα επιχειρείται να ελεγχθούν τα social media. Ένα πεδίο δηλαδή το οποίο, σε αντιπαράθεση με την επίσημη μονοφωνία, είχε αναδειχθεί σε τόπο και τρόπο ανεξάρτητης ενημέρωσης, ειδικά για τη νεολαία. Ας σκεφτούμε μόνο πόσα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας αναδείχθηκαν στο διαδίκτυο. Η αξία του μέσου αυτού είναι ότι ο οιοσδήποτε, επώνυμος ή μη, επώνυμα ή ανώνυμα, στο κέντρο της Αθήνας ή στο τελευταίο χωριό, μπορούσε να ανεβάσει ένα σχόλιο, να πει μια γνώμη και, κυρίως, μια πληροφορία ή ένα στοιχείο. Παρά τα προβλήματά του, το διαδίκτυο σήμερα συνιστά ένα πολύτιμο πεδίο ελευθερίας. Οι διώξεις Φ. Λοΐζου και Α. Χονδρογιάννη στοχεύουν σε αυτό ακριβώς: οι ελεύθεροι χρήστες να τρομοκρατηθούν, να «συμμορφωθούν», να το σκεφτούν καλά όποτε θελήσουν να χλευάσουν την καθεστηκυία τάξη ή να ανεβάσουν μια φωτογραφία-τεκμήριο.
***
Προσπερνώντας επιμέρους σοβαρές πτυχές (λ.χ. πώς η προστασία των προσωπικών δεδομένων μετατρέπεται σε όχημα για την προστασία της κρατικής αυθαιρεσίας και την περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης) τελειώνω με μια παρατήρηση.
Η εμπέδωση της αίσθησης ατιμωρησίας και αδικίας, της εικόνας ενός διεφθαρμένου, αυθαίρετου και άδικου κράτους (παγκινητοποίηση για τη σύλληψη Παστίτσιου ή Βαξεβάνη, τη στιγμή που κουκουλώνεται επισήμως το σκάνδαλο Siemens· σύλληψη και παραπομπή στο αυτόφωρο τυροπιτά στη Λάρισα επειδή μετέφερε τέσσερις τυρόπιτες χωρίς παραστατικά, ενώ η λίστα Λαγκάρντ μένει προκλητικά αναξιοποίητη) αποτελεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της «τιμωρού» ναζιστικής ακροδεξιάς.
Αυτό, κανονικά, δεν θα έπρεπε να ανησυχεί μόνο την Αριστερά — παρεμπιπτόντως, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε το παρών σε όλες τις περιπτώσεις αυτές. Αν εξαιρέσουμε όμως την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τους ανθρώπους της, που δίνουν καθημερινά σοβαρές μάχες για τα ζητήματα αυτά, η σιωπή πολλών άλλων (φορέων, θεσμικών, δημοκρατών, εκσυγχρονιστών και μεταρρυθμιστών) είναι απογοητευτική. Και ενδεικτική: στον νυν υπέρ πάντων (υπέρ Μνημονίου) αγώνα υποτάσσονται τα πάντα.
Επιστρέφω στο σημείο όπου ξεκίνησα. Δεν έχω αλλάξει ακόμα γνώμη: εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχουμε χούντα. Όπως έλεγα όμως, βρίσκω όλο και μικρότερο κουράγιο να επιχειρηματολογώ επ’ αυτού — και, κυρίως, βρίσκω όλο και λιγότερους πρόθυμους συνομιλητές να ακούσουν τις «πολυσύνθετες» και «νηφάλιες» αναλύσεις μου. Γιατί είναι δύσκολο να ακούγονται τέτοιες αναλύσεις, όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει. Το γεγονός ότι το σύνθημα «Τόση ελευθερία είχαμε να δούμε από τη Χούντα» ή ο στίχος «Χούντα δε θυμάμαι, μα ούτε ελευθερία» αποτελούν πλέον εδραία πεποίθηση για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους σημαίνει πολλά.
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ
anarxikostrapezitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ