2012-11-15 12:44:06
Ερημιά στο Περαχώρι, εκεί που τελειώνει το Όρος, το καταφύγιο των 25 ψυχών! Τόσοι έμειναν κι όταν έλθει η ώρα για το φευγιό, η πόρτα δε θα ξανανοίξει ή θα ...ανοίγει περιστασιακά από τους επόμενους, που έφυγαν «για να ζήσουν καλύτερα και να κάνουν καταδιά στην Αθήνα και σε άλλες μεγαλουπόλεις».
Εκεί στην άκρα, λοιπόν, σε μια μεγάλη αυλή, η Μαρία Γκογεράκη παίρνει τον αέρα και τα χρόνια του Βρύσινα και ανανεώνει την ψυχή της! Και έφτασε σήμερα στα 102 της χρόνια, το μυαλό της είναι «ξυράφι», έχει ζωντάνια και είναι «γερή κράση». Και στο φαγητό της, μεσημέρι και βράδυ πίνει από μισό ποτηράκι κρασί και σου λέει με δυο κουβέντες, και με μια φωνή που θυμίζει αντρειοσύνη και λεβεντιά, πως «εδά τα πράματα είναι άνω-κάτω».
Ύστερα αρχίζει να αποκολλά κομμάτια- κομμάτια από την πολύχρονη ζωή της: «Εγώ ‘ μαι Αναγνωστάκη. Επαέ γεννήθηκα κι επαέ ανατράφηκα. Ο άντρας μου ήτονε ο Φώτης ο Γκογεράκης από τη Γενή και μου είπανε πως είμαι γεννημένη το ’12 μα στα χαρτιά με έχουνε γράψει το ’11. Κι άλλοι λένε πως εγεννήθηκα το ’10. Ξέρω ‘γω! Είμαι γέννημα, όπως και να το πεις, των Βαλκανικών πολέμων…»
Σε μια μεγάλη κορνίζα στο σπίτι της με τον σύζυγό της Φώτη, στα νέα της χρόνια.
Μάνα μεγάλη, γιαγιά σεβάσμια και γερή, γέννησε την Αννούλα και την έχασε κοριτσάκι στα 8 του χρόνια. Αυτή η απώλεια, παρότι έχουν περάσει δεκάδες χρόνια, είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Ήλθαν μετά, ο Γιάννης, ο Παντελής, ο Μαρίνος και η Ειρήνη που ξενιτεύτηκαν, οι τρεις στη Θεσσαλονίκη και ο ένας στο Ρέθυμνο Η ΣΥΝΤΑΓΗ…
Της ζητώ να μου δώσει τη συνταγή της μακροζωίας της και μου αποκαλύπτει με τον αυθορμητισμό που την διακρίνει: «Ό,τι κάνω εγώ να κάνεις κι εσύ για να ζήσεις όσο ζω!» Δηλαδή; επιμένω. Και μου λύνει το… γόρδιο δεσμό: «Να δουλεύεις σαν τον σκλάβο μέρα και νύχτα, όπως ήμουν σκλάβα και εγώ, να πίνεις το κρασάκι σου με μέτρο και να μην κάνεις κατάχρηση…»
Για την οινοποσία των χρόνων της νιότης της, είναι ειλικρινής: «Στα νιάτα μου όντε σμίγαμε στην παρέα με τσ’ άντρες τσι μεθούσα. Έπινα και το ούζο…».
«Αλλά», μου λέει και μου ξαναλέει, παίρνοντας από το απόθεμα της πηγαίας διάθεσής της: «θα μου βγάλεις πράμα, που 'μαι φτωχιά;»
Αλλά αυτό το… «επιπλέον» μεταξύ σοβαρού και αστείου που ζητά, σε καμία περίπτωση δεν είναι ζητιανιά. Είναι το περίσσευμα της κρητικής περηφάνιας, της μητρικής αγάπης και της έγνοιας στους βλαστούς της: «Εδά στα γεράματά μου ήρθαν οι δυσκολίες και θέλω μια βοήθεια από το Κράτος. Να πληρώνω αυτή τη γυναίκα που με βοηθά και να μην επιβαρύνω τα παιδιά μου». Είναι η αξιοπρέπεια της μάνας που, ακόμη και τώρα, θεωρεί ότι οφείλει και δεν της οφείλουν…
Με την Μαρία από την Αλβανία που την φροντίζει
Αυτή η ζωοδότρα, ευτυχής για τους τέσσερις συνεχιστές της, τα έξι εγγόνια και τα εφτά δισέγγονα της, ίσως, «αν θέλει ο θεός» να δει και τρισέγγονο. Όμως είναι προσγειωμένη: «Είμαι γερής κράσης κι ο Θεός θέλει και με έχει ζωντανή. Μου ‘χει γραμμένα τα χρόνια μου. Πέρασα πολλές δυσκολίες όντε-ν- ήτονε ο άντρας μου στον πόλεμο στην Αλβανία για να μεγαλώσω το κοριτσάκι μου την Άννα που μου πέθανε στα 8 του χρόνια Δούλευα μέρα-νύχτα στα χωράφια στσι αγροτικές δουλειές, σκλάβα σου λέω…»
«ΛΑΧΤΑΡΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ»
Τη ρωτώ αν την τρομάζει ο θάνατος και τί υπάρχει μετά θάνατο. Όμως δεν έχει φόβους: «Τον περιμένω κάθε μέρα. Ας έλθει με το καλό μόνο να μη με παιδέψει! Κανένας μας δεν ξέρει τι υπάρχει μετά το θάνατο. Ξέρεις κανένα που να ‘φυγε και να γύρισε να μας πει πως είναι; Φεύγουμε με κλειστά μάτια και πάμε μακριά, ούτε που ξέρουμε…»
Όμως, αυτή η ζωντανή γερόντισσα με τις πολύχρονες εμπειρίες ζωής, νιώθει άδεια από το πιο σπουδαίο, που είναι τα παιδιά της και διατυπώνει τη λαχτάρα της. Νιώθει να έχει ξεκολλήσει το μεγάλο κομμάτι της εαυτής της. Γι'αυτό ταιριάζει το τετράστιχο που είναι και το απαύγασμα της διαδρομής της:
Τα παλαιά μου βάσανα,
περάσανε και πάνε
μα τούτα τα ερχόμενα,
μαχαίρια και σπαθιά ‘ναι.
madeincreta.gr
Εκεί στην άκρα, λοιπόν, σε μια μεγάλη αυλή, η Μαρία Γκογεράκη παίρνει τον αέρα και τα χρόνια του Βρύσινα και ανανεώνει την ψυχή της! Και έφτασε σήμερα στα 102 της χρόνια, το μυαλό της είναι «ξυράφι», έχει ζωντάνια και είναι «γερή κράση». Και στο φαγητό της, μεσημέρι και βράδυ πίνει από μισό ποτηράκι κρασί και σου λέει με δυο κουβέντες, και με μια φωνή που θυμίζει αντρειοσύνη και λεβεντιά, πως «εδά τα πράματα είναι άνω-κάτω».
Ύστερα αρχίζει να αποκολλά κομμάτια- κομμάτια από την πολύχρονη ζωή της: «Εγώ ‘ μαι Αναγνωστάκη. Επαέ γεννήθηκα κι επαέ ανατράφηκα. Ο άντρας μου ήτονε ο Φώτης ο Γκογεράκης από τη Γενή και μου είπανε πως είμαι γεννημένη το ’12 μα στα χαρτιά με έχουνε γράψει το ’11. Κι άλλοι λένε πως εγεννήθηκα το ’10. Ξέρω ‘γω! Είμαι γέννημα, όπως και να το πεις, των Βαλκανικών πολέμων…»
Σε μια μεγάλη κορνίζα στο σπίτι της με τον σύζυγό της Φώτη, στα νέα της χρόνια.
Μάνα μεγάλη, γιαγιά σεβάσμια και γερή, γέννησε την Αννούλα και την έχασε κοριτσάκι στα 8 του χρόνια. Αυτή η απώλεια, παρότι έχουν περάσει δεκάδες χρόνια, είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Ήλθαν μετά, ο Γιάννης, ο Παντελής, ο Μαρίνος και η Ειρήνη που ξενιτεύτηκαν, οι τρεις στη Θεσσαλονίκη και ο ένας στο Ρέθυμνο Η ΣΥΝΤΑΓΗ…
Της ζητώ να μου δώσει τη συνταγή της μακροζωίας της και μου αποκαλύπτει με τον αυθορμητισμό που την διακρίνει: «Ό,τι κάνω εγώ να κάνεις κι εσύ για να ζήσεις όσο ζω!» Δηλαδή; επιμένω. Και μου λύνει το… γόρδιο δεσμό: «Να δουλεύεις σαν τον σκλάβο μέρα και νύχτα, όπως ήμουν σκλάβα και εγώ, να πίνεις το κρασάκι σου με μέτρο και να μην κάνεις κατάχρηση…»
Για την οινοποσία των χρόνων της νιότης της, είναι ειλικρινής: «Στα νιάτα μου όντε σμίγαμε στην παρέα με τσ’ άντρες τσι μεθούσα. Έπινα και το ούζο…».
«Αλλά», μου λέει και μου ξαναλέει, παίρνοντας από το απόθεμα της πηγαίας διάθεσής της: «θα μου βγάλεις πράμα, που 'μαι φτωχιά;»
Αλλά αυτό το… «επιπλέον» μεταξύ σοβαρού και αστείου που ζητά, σε καμία περίπτωση δεν είναι ζητιανιά. Είναι το περίσσευμα της κρητικής περηφάνιας, της μητρικής αγάπης και της έγνοιας στους βλαστούς της: «Εδά στα γεράματά μου ήρθαν οι δυσκολίες και θέλω μια βοήθεια από το Κράτος. Να πληρώνω αυτή τη γυναίκα που με βοηθά και να μην επιβαρύνω τα παιδιά μου». Είναι η αξιοπρέπεια της μάνας που, ακόμη και τώρα, θεωρεί ότι οφείλει και δεν της οφείλουν…
Με την Μαρία από την Αλβανία που την φροντίζει
Αυτή η ζωοδότρα, ευτυχής για τους τέσσερις συνεχιστές της, τα έξι εγγόνια και τα εφτά δισέγγονα της, ίσως, «αν θέλει ο θεός» να δει και τρισέγγονο. Όμως είναι προσγειωμένη: «Είμαι γερής κράσης κι ο Θεός θέλει και με έχει ζωντανή. Μου ‘χει γραμμένα τα χρόνια μου. Πέρασα πολλές δυσκολίες όντε-ν- ήτονε ο άντρας μου στον πόλεμο στην Αλβανία για να μεγαλώσω το κοριτσάκι μου την Άννα που μου πέθανε στα 8 του χρόνια Δούλευα μέρα-νύχτα στα χωράφια στσι αγροτικές δουλειές, σκλάβα σου λέω…»
«ΛΑΧΤΑΡΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ»
Τη ρωτώ αν την τρομάζει ο θάνατος και τί υπάρχει μετά θάνατο. Όμως δεν έχει φόβους: «Τον περιμένω κάθε μέρα. Ας έλθει με το καλό μόνο να μη με παιδέψει! Κανένας μας δεν ξέρει τι υπάρχει μετά το θάνατο. Ξέρεις κανένα που να ‘φυγε και να γύρισε να μας πει πως είναι; Φεύγουμε με κλειστά μάτια και πάμε μακριά, ούτε που ξέρουμε…»
Όμως, αυτή η ζωντανή γερόντισσα με τις πολύχρονες εμπειρίες ζωής, νιώθει άδεια από το πιο σπουδαίο, που είναι τα παιδιά της και διατυπώνει τη λαχτάρα της. Νιώθει να έχει ξεκολλήσει το μεγάλο κομμάτι της εαυτής της. Γι'αυτό ταιριάζει το τετράστιχο που είναι και το απαύγασμα της διαδρομής της:
Τα παλαιά μου βάσανα,
περάσανε και πάνε
μα τούτα τα ερχόμενα,
μαχαίρια και σπαθιά ‘ναι.
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ένταση στο Πολυτεχνείο μεταξύ φοιτητών - Δύο τραυματίες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ