2012-11-22 11:36:03
του Μανόλη Παντινάκη
Μετά από 35 χρόνια, μια ζωή δηλαδή, ένα ζευγάρι πήρε τη μεγάλη απόφαση και εγκαταστάθηκε στο χωριό Όρος, ψηλά στους πρόποδες του Βρύσινα του Ρεθύμνου. Αυτό είναι μια επιτυχία! Γιατί, τα προηγούμενα χρόνια, όσοι έφευγαν δεν ξαναγύριζαν και οι πιο πολλοί αποχαιρέτησαν οριστικά. Τώρα, από τους 95 της δεκαετίας του ’50 έμειναν μόλις 25 και ο πληθυσμός, ελλείψει νέων κατοίκων, δεν ανανεώνεται. Μοιραία, το Όρος έγινε ένα νεκροταφείο ψυχών Και τι να ψάχνεις εδώ, μέσα στη στενοχώρια; Πολλά σπίτια με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, που στέγασαν το «αχ» και τον πόνο και εννιά παιδιών, ρήμαξαν και σωριάστηκαν και άλλα αφέθηκαν στο έλεος του χρόνου. Όσα έμειναν ζωντανά στεγάζουν τη μοναξιά, την ανημποριά και τη θλίψη. Ψάχνω να βρω ένα χαμόγελο μα δε βρίσκω. Βρίσκω μόνο στην ερημιά, να ανοίγουν οι πόρτες και οι άνθρωποι με το μεγαλείο τους να ανοίγουν διάπλατα και τις καρδιές τους. Αθάνατο φως στο σκοτάδι…
Σ'αυτό το χάλασμα σήμερα, γεννήθηκαν 9 παιδιά
Στο Όρος των στεναγμών, ψάχνω και τα χνάρια του Παντελή Παπαδάκη, του 67χρονου κοινοτάρχη με τα οκτώ μικρά παιδιά. Αναζητώ τα «Μεζάρια», εκεί που ο γερμανοντυμένος Κρητικός οδήγησε στις 28 Αυγούστου του ’41 τους ενόπλους του Σούμπερτ και τον δολοφόνησαν αφού τον υπέβαλλαν σε απίστευτα βασανιστήρια. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην Κρήτη του αιμοσταγούς λοχία. Και ίσως αυτή η θυσία να ήταν η αφορμή για να γίνει γνωστό στη νεότερη ιστορία, το χωριουδάκι στα όρη.
ΑΛΛΑ…
Στην ίδια αυλή με την ιστορική εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που «προστατεύει, θεραπεύει, θαυματουργεί και προλαμβάνει» στον οικισμό, και το νεοκλασικό κτήριο που στα σπλάχνα του δινόταν η γνώση στα παιδιά του χωριού. Έμεινε κι αυτό να στέκει έρημο και μόνο τα καλοκαίρια, για λίγες μέρες, παίρνει ζωή!
Αλλά να! Σε τούτο το χάλασμα, εκεί κοντά, πήραν την πρώτη αναπνοή τα εννιά παιδιά του Κωστή Τσουτσουδάκη, και πιο πέρα, άλλες τόσες ψυχές του Νίκου Αλεβυζάκη. Και παραδίπλα βγήκε το πρώτο κλάμα από τα εννιά προσωπάκια του σπιτιού του Μανώλη Φουρναράκη. Και σε άλλα σπίτια - φαντάσματα είδαν το φως της ζωής και τέσσερα και πέντε και έξι παιδιά, τα αδυσώπητα χρόνια του ’60. Τώρα πια, ούτε κλάμα ούτε παιδική φωνή!
Ο εφημέριος Μανώλης Καραγιώργης που μοιράζεται τις ενορίες σε χωριά του Βρύσινα, θα εκτελέσει τα ενοριακά του καθήκοντα μια φορά το μήνα. Και σε έκτακτες περιπτώσεις σε γάμο, βάφτιση, κηδεία ή μνημόσυνο. Και τι να το κάνεις; Και οι νεόνυμφοι και οι νεοφώτιστοι θα πάρουν την ευλογία στον τόπο καταγωγής τους, και μετά το μυστήριο θα φύγουν. Σε κέντρο του Ρεθύμνου θα γιορτάσουν και στο σπιτικό τους στην πόλη θα επιστρέψουν…
Για 35 χρόνια κοινοτικός γραμματέας στο Όρος ο Γιάννης Φουρναράκης και η σύζυγός του Βάσω Παπαδάκη, είναι, ίσως, από τους τολμηρούς που πήγαν αντίθετα στο ρεύμα και έμειναν. Μπορεί να μην είχαν και άλλη επιλογή. Τα τρία τους παιδιά έψαξαν αλλού τη μοίρα τους, στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, ρίζωσαν και έβγαλαν βλαστούς.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και καλοδέχτηκε το μουσαφίρη τον άγνωστο. Και σε χρόνο- αστραπή η οικοδέσποινα Βάσω, μια καλοσυνάτη και πολυδουλεμένη γυναίκα με τον άρχοντα της, θα σε υποχρεώσουν με την ευγένεια και την συμπεριφορά τους να δοκιμάσεις τα καλούδια που άπλωσαν στο τραπέζι και να τσουγκρίσεις μαζί τους το ποτηράκι με την τσικουδιά.
Και ευτυχώς που υπάρχουν και τα σπίτια των λιγοστών. Γιατί, το ένα και μοναδικό καφενείο που υπήρχε, άντεξε κι αυτό μέχρι το 2010. Ήταν αδύνατο να κρατηθεί για να εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και να ανακυκλώνεται η μιζέρια…
ΤΟ ’40 ΦΟΙΤΟΥΣΑΝ 44 ΜΑΘΗΤΕΣ
«Το σχολειό έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80», λέει ο κ. Φουρναράκης που πονά για την ψυχομαχητό του γεννησιμιού του τόπου. «Όταν φοιτούσα εγώ, τη δεκαετία του ’40, το σχολειό είχε 44 μαθητές και το 1959 που πήγα φαντάρος άφησα στο χωριό 18 νέους από 16 μέχρι 25 χρονών. Επιστρέφοντας μετά από δυο χρόνια, βρήκα τους μισούς. Οι άλλοι είχαν φύγει εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα και στο Ρέθυμνο…»
Και τι να πρωτοπεί αυτός ο άνθρωπος, που από το δικό του μολύβι πέρασαν τόσα και τόσα έργα, ως γραμματικός, που αφορούσαν τη μικρή κοινωνία του χωριού του; Τώρα; «Αχ και τι να πούμε! Μας έχει καθηλώσει η κρίση, ο κρατικός μηχανισμός έχει διαλύσει, κατάργησαν την αγροφυλακή, έκλεισαν τα σχολεία, χάθηκαν και οι αστυνόμοι. Τώρα ζούμε στο έλεος του Θεού. Δεν ορίζουμε την περιουσία μας και το ευτύχημα είναι πως δεν έχουμε ζωοκλοπές… Για τους ηλικιωμένους δεν ελπίζω σε κάτι καλύτερο και ίσως να ωφεληθούν οι νεότερες γενιές. Η αλήθεια είναι, πως και εμείς είχαμε ξεφύγει και θα έπρεπε οι ιθύνοντες να έχουν τραβήξει από χρόνια τα λουριά. Αλίμονο αν περιμένουμε από τη Γερμανία και τη Γαλλία!»
Μέσα στο νεκροταφείο των ψυχών και το νεκροταφείο των αυτοκινήτων
Μέσα στη μοναξιά του Όρους, ωστόσο, η κυρία Βάσω νιώθει τη γαλήνη και την ποιότητα και στη μαυρίλα της κρίσης δίδει φως: «Δεν το αλλάζω το χωριό μου και τα παιδιά και τα εγγόνια μου, και αυτό με ευχαριστεί, το αγαπάνε. Έχουμε ηρεμία και διατρεφόμαστε με όλα τα αγαθά που καλλιεργούμε και συντηρούμε. Πολλοί χωριανοί που μένουν στο Ρέθυμνο, θα έλθουν και θα εφοδιαστούν με προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν, με κουνέλια, με κότες, με αρνάκια. Τίποτα δεν αποκτάται χωρίς κόπο! Ύστερα οι νέοι θα πρέπει να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις και σε νέες καλλιέργειες που θα τους αποφέρουν…»
Όμως, στις δυσκολίες των καιρών, στις κοινωνίες που ρημάζουν και το ποτάμι δεν έχει επιστροφή, οι άνθρωποι γυρίζουν και νοσταλγούν: «Τότε», κλείνει ο Γιάννης Φουρναράκης, «ήμασταν σαν τα αδέλφια! Είχαμε αγνότητα και σεβασμό στην οικογένεια και σήμερα οι αξίες κατεδαφίζονται. Αναζητώ τις εποχές μου, όμως δεν ξαναγυρίζουν…»
madeincreta.gr
Μετά από 35 χρόνια, μια ζωή δηλαδή, ένα ζευγάρι πήρε τη μεγάλη απόφαση και εγκαταστάθηκε στο χωριό Όρος, ψηλά στους πρόποδες του Βρύσινα του Ρεθύμνου. Αυτό είναι μια επιτυχία! Γιατί, τα προηγούμενα χρόνια, όσοι έφευγαν δεν ξαναγύριζαν και οι πιο πολλοί αποχαιρέτησαν οριστικά. Τώρα, από τους 95 της δεκαετίας του ’50 έμειναν μόλις 25 και ο πληθυσμός, ελλείψει νέων κατοίκων, δεν ανανεώνεται. Μοιραία, το Όρος έγινε ένα νεκροταφείο ψυχών Και τι να ψάχνεις εδώ, μέσα στη στενοχώρια; Πολλά σπίτια με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, που στέγασαν το «αχ» και τον πόνο και εννιά παιδιών, ρήμαξαν και σωριάστηκαν και άλλα αφέθηκαν στο έλεος του χρόνου. Όσα έμειναν ζωντανά στεγάζουν τη μοναξιά, την ανημποριά και τη θλίψη. Ψάχνω να βρω ένα χαμόγελο μα δε βρίσκω. Βρίσκω μόνο στην ερημιά, να ανοίγουν οι πόρτες και οι άνθρωποι με το μεγαλείο τους να ανοίγουν διάπλατα και τις καρδιές τους. Αθάνατο φως στο σκοτάδι…
Σ'αυτό το χάλασμα σήμερα, γεννήθηκαν 9 παιδιά
Στο Όρος των στεναγμών, ψάχνω και τα χνάρια του Παντελή Παπαδάκη, του 67χρονου κοινοτάρχη με τα οκτώ μικρά παιδιά. Αναζητώ τα «Μεζάρια», εκεί που ο γερμανοντυμένος Κρητικός οδήγησε στις 28 Αυγούστου του ’41 τους ενόπλους του Σούμπερτ και τον δολοφόνησαν αφού τον υπέβαλλαν σε απίστευτα βασανιστήρια. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην Κρήτη του αιμοσταγούς λοχία. Και ίσως αυτή η θυσία να ήταν η αφορμή για να γίνει γνωστό στη νεότερη ιστορία, το χωριουδάκι στα όρη.
ΑΛΛΑ…
Στην ίδια αυλή με την ιστορική εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που «προστατεύει, θεραπεύει, θαυματουργεί και προλαμβάνει» στον οικισμό, και το νεοκλασικό κτήριο που στα σπλάχνα του δινόταν η γνώση στα παιδιά του χωριού. Έμεινε κι αυτό να στέκει έρημο και μόνο τα καλοκαίρια, για λίγες μέρες, παίρνει ζωή!
Αλλά να! Σε τούτο το χάλασμα, εκεί κοντά, πήραν την πρώτη αναπνοή τα εννιά παιδιά του Κωστή Τσουτσουδάκη, και πιο πέρα, άλλες τόσες ψυχές του Νίκου Αλεβυζάκη. Και παραδίπλα βγήκε το πρώτο κλάμα από τα εννιά προσωπάκια του σπιτιού του Μανώλη Φουρναράκη. Και σε άλλα σπίτια - φαντάσματα είδαν το φως της ζωής και τέσσερα και πέντε και έξι παιδιά, τα αδυσώπητα χρόνια του ’60. Τώρα πια, ούτε κλάμα ούτε παιδική φωνή!
Ο εφημέριος Μανώλης Καραγιώργης που μοιράζεται τις ενορίες σε χωριά του Βρύσινα, θα εκτελέσει τα ενοριακά του καθήκοντα μια φορά το μήνα. Και σε έκτακτες περιπτώσεις σε γάμο, βάφτιση, κηδεία ή μνημόσυνο. Και τι να το κάνεις; Και οι νεόνυμφοι και οι νεοφώτιστοι θα πάρουν την ευλογία στον τόπο καταγωγής τους, και μετά το μυστήριο θα φύγουν. Σε κέντρο του Ρεθύμνου θα γιορτάσουν και στο σπιτικό τους στην πόλη θα επιστρέψουν…
Για 35 χρόνια κοινοτικός γραμματέας στο Όρος ο Γιάννης Φουρναράκης και η σύζυγός του Βάσω Παπαδάκη, είναι, ίσως, από τους τολμηρούς που πήγαν αντίθετα στο ρεύμα και έμειναν. Μπορεί να μην είχαν και άλλη επιλογή. Τα τρία τους παιδιά έψαξαν αλλού τη μοίρα τους, στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, ρίζωσαν και έβγαλαν βλαστούς.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και καλοδέχτηκε το μουσαφίρη τον άγνωστο. Και σε χρόνο- αστραπή η οικοδέσποινα Βάσω, μια καλοσυνάτη και πολυδουλεμένη γυναίκα με τον άρχοντα της, θα σε υποχρεώσουν με την ευγένεια και την συμπεριφορά τους να δοκιμάσεις τα καλούδια που άπλωσαν στο τραπέζι και να τσουγκρίσεις μαζί τους το ποτηράκι με την τσικουδιά.
Και ευτυχώς που υπάρχουν και τα σπίτια των λιγοστών. Γιατί, το ένα και μοναδικό καφενείο που υπήρχε, άντεξε κι αυτό μέχρι το 2010. Ήταν αδύνατο να κρατηθεί για να εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και να ανακυκλώνεται η μιζέρια…
ΤΟ ’40 ΦΟΙΤΟΥΣΑΝ 44 ΜΑΘΗΤΕΣ
«Το σχολειό έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80», λέει ο κ. Φουρναράκης που πονά για την ψυχομαχητό του γεννησιμιού του τόπου. «Όταν φοιτούσα εγώ, τη δεκαετία του ’40, το σχολειό είχε 44 μαθητές και το 1959 που πήγα φαντάρος άφησα στο χωριό 18 νέους από 16 μέχρι 25 χρονών. Επιστρέφοντας μετά από δυο χρόνια, βρήκα τους μισούς. Οι άλλοι είχαν φύγει εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα και στο Ρέθυμνο…»
Και τι να πρωτοπεί αυτός ο άνθρωπος, που από το δικό του μολύβι πέρασαν τόσα και τόσα έργα, ως γραμματικός, που αφορούσαν τη μικρή κοινωνία του χωριού του; Τώρα; «Αχ και τι να πούμε! Μας έχει καθηλώσει η κρίση, ο κρατικός μηχανισμός έχει διαλύσει, κατάργησαν την αγροφυλακή, έκλεισαν τα σχολεία, χάθηκαν και οι αστυνόμοι. Τώρα ζούμε στο έλεος του Θεού. Δεν ορίζουμε την περιουσία μας και το ευτύχημα είναι πως δεν έχουμε ζωοκλοπές… Για τους ηλικιωμένους δεν ελπίζω σε κάτι καλύτερο και ίσως να ωφεληθούν οι νεότερες γενιές. Η αλήθεια είναι, πως και εμείς είχαμε ξεφύγει και θα έπρεπε οι ιθύνοντες να έχουν τραβήξει από χρόνια τα λουριά. Αλίμονο αν περιμένουμε από τη Γερμανία και τη Γαλλία!»
Μέσα στο νεκροταφείο των ψυχών και το νεκροταφείο των αυτοκινήτων
Μέσα στη μοναξιά του Όρους, ωστόσο, η κυρία Βάσω νιώθει τη γαλήνη και την ποιότητα και στη μαυρίλα της κρίσης δίδει φως: «Δεν το αλλάζω το χωριό μου και τα παιδιά και τα εγγόνια μου, και αυτό με ευχαριστεί, το αγαπάνε. Έχουμε ηρεμία και διατρεφόμαστε με όλα τα αγαθά που καλλιεργούμε και συντηρούμε. Πολλοί χωριανοί που μένουν στο Ρέθυμνο, θα έλθουν και θα εφοδιαστούν με προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν, με κουνέλια, με κότες, με αρνάκια. Τίποτα δεν αποκτάται χωρίς κόπο! Ύστερα οι νέοι θα πρέπει να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις και σε νέες καλλιέργειες που θα τους αποφέρουν…»
Όμως, στις δυσκολίες των καιρών, στις κοινωνίες που ρημάζουν και το ποτάμι δεν έχει επιστροφή, οι άνθρωποι γυρίζουν και νοσταλγούν: «Τότε», κλείνει ο Γιάννης Φουρναράκης, «ήμασταν σαν τα αδέλφια! Είχαμε αγνότητα και σεβασμό στην οικογένεια και σήμερα οι αξίες κατεδαφίζονται. Αναζητώ τις εποχές μου, όμως δεν ξαναγυρίζουν…»
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πήρε "σκούπα" ο Ιβάν
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ