2013-01-04 12:16:03
Η πρόσφατη παραίτηση του πρωθυπουργού Μάριο Μόντι και η επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πολιτική είναι απίθανο να αλλάξουν το παιχνίδι. Στην πραγματικότητα, είναι απλώς τα ...τελευταία παραδείγματα ενός ευρύτερου προβλήματος στην ιταλική πολιτική: της αδυναμίας των συντηρητικών να οικοδομήσουν ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα.
Ακριβώς πριν από ένα χρόνο, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι φαινόταν απεγνωσμένος καθώς υπέκυψε στην αυξανόμενη πίεση να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ανοίγοντας τον δρόμο για τον κομψό καθηγητή και πρώην Ευρωκράτη Μάριο Μόντι. Οι εχθροί του στα ιταλικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης είχαν την τιμητική τους: Το Economist ανακοίνωσε «Αλληλούϊα: Παραιτείται ο Μπερλουσκόνι» και οι Financial Times δήλωσαν ότι «Η φιέστα των Bunga - Bunga τελείωσε [1]». Κοινή αντίληψη ήταν ότι η τελευταία υπόκλιση του Μπερλουσκόνι ήταν και το τέλος μιας εποχής.
Λίγοι προέβλεψαν την επιστροφή του στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής μέσα σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο. Στις 8 Δεκεμβρίου, ωστόσο, ο Μπερλουσκόνι σηματοδότησε την επιστροφή του στο προσκήνιο με την απόσυρση της στήριξης του κόμματός του στην προσωρινή κυβέρνηση, αναγκάζοντας σε παραίτηση τον Μόντι και την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών τον Φεβρουάριο του 2013. Και ανακοίνωσε ότι θα κατεβεί για άλλη μια φορά ως υποψήφιος για την πρωθυπουργία.
Αυτή η τελευταία θεατρική κίνηση του Μπερλουσκόνι περιπλέκει την ιταλική πολιτική σκηνή, αλλά είναι απίθανο να αλλάξει το παιχνίδι. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο Κόμμα της Ελευθερίας (PDL) λίγο πάνω από το 15% των ψήφων, μια αύξηση λιγότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες από την ώρα που έγινε η αναγγελία του Μπερλουσκόνι και πολύ λιγότερο από το ήμισυ του ποσοστού που είχε αποσπάσει στις εκλογές του 2008 (37%). Το PDL θα μπορούσε να κερδίσει ψήφους από τώρα μέχρι και τις εκλογές, ειδικά αν η δεξιά πτέρυγα των υποστηρικτών του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, που είναι μια χαλαρή ομάδα λαϊκιστών υπό την ηγεσία του κωμικού Beppe Grillo, αρχίζουν να ανησυχούν με την υποστήριξη ενός τέτοιου πολιτικού πρωτάρη. Αλλά ο Μπερλουσκόνι είναι πολύ απίθανο να βρεθεί στην εξουσία για τέταρτη φορά.
Οπότε περί τίνος πρόκειται αυτή η επιστροφή; Κατ' αρχάς, η προσωπική περιουσία του Μπερλουσκόνι είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη διατήρηση της παρουσίας του στο ιταλικό κοινοβούλιο. Αντιμετωπίζοντας μια σειρά από ποινικές έρευνες, μεταξύ των οποίων μία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, χρειάζεται να διατηρήσει κάποια πολιτική επιρροή για να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές του να ξεπεράσει τις νομικές ωδίνες του. Με το να «τραβήξει την πρίζα» από την κυβέρνηση Μόντι, ο Μπερλουσκόνι ήταν σε θέση να διασφαλίσει ότι οι γενικές εκλογές θα συμπίπτουν με τις περιφερειακές εκλογές στο Λάτσιο και την Λομβαρδία, αποσπώντας την προσοχή από την πιθανή ήττα του κόμματός του στις δημοσκοπήσεις. Η κίνησή του εξασφαλίζει επίσης ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου εκλογικού νόμου, τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος το 2005 για να ελαχιστοποιήσει τις οι απώλειές του ενόψει της πιθανολογούμενης ήττας από το κέντρο-αριστερό συνασπισμό του Ρομάνο Πρόντι. Ο νόμος αυτός (ο λεγόμενος και porcellum, που σημαίνει «βρώμικο τέχνασμα»), καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για κάθε κόμμα να σχηματίσει πλειοψηφία και στα δύο σώματα του ιταλικού κοινοβουλίου. Αυτό θα βελτιώσει τη θέση του αποδυναμωμένου PDL στη νέα Βουλή και θα δώσει στον Μπερλουσκόνι την ευκαιρία να ασκήσει κάποια εξουσία (με την χρήση βέτο) στην αναπόφευκτα πολύπλοκη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης που θα ακολουθήσει αυτές τις εκλογές.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν πυρετώδεις ελιγμοί από την πλευρά των επιχειρηματικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που βρίσκονται κοντά στον Μόντι (ιδίως ο πρόεδρος της Ferrari Λούκα Κορντέρο ντι Μοντετζέμολο) για να σχηματίσουν ένα είδος συνασπισμού ώστε να διατηρηθεί μια νέα τεχνοκρατική κυβέρνηση υπό τον σημερινό πρωθυπουργό. Επί του παρόντος, οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα σημαντικό προβάδισμα στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), το οποίο προτιμάται από το περίπου 36% των Ιταλών ψηφοφόρων. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Grillo είναι στη δεύτερη θέση με περίπου 18%. Οι αριθμοί δίνουν στο PD την πλειοψηφία στην κάτω βουλή του ιταλικού κοινοβουλίου (το ιταλικό δίκαιο εγγυάται την πλειοψηφία σε όποιον λάβει τις περισσότερους ψήφους), αλλά θα μπορούσε να αφήσει το κόμμα χωρίς πλειοψηφία στην ισχυρή ιταλική Γερουσία, κάνοντας την μελλοντική κυβέρνηση να εξαρτάται είτε από τους Χριστιανοδημοκράτες της μικρής Ένωσης Κέντρου (UDC) ή το ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς, της Οικολογίας και της Ελευθερίας (SEL) υπό την ηγεσία του κυβερνήτη της Απουλίας, Nichi Vendola.
Οι φόβοι για δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ασταθούς κατάστασης έχουν παρακινήσει τους υποστηρικτές του Μόντι να οργανώσουν ένα πολιτικό κίνημα για να προστατεύσουν την ηγεσία του, αξιοποιώντας τη σχετική δημοτικότητα της σημερινής κυβέρνησης και την χαμηλή εκτίμηση των ψηφοφόρων προς τους επαγγελματίες πολιτικούς της Ιταλίας. Ωστόσο, το μειονέκτημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι οι σύμμαχοι του Μόντι είναι ως επί το πλείστον τεχνοκράτες και βιομήχανοι που στερούνται της υποστήριξης ενός πολιτικού μηχανισμού και μιας καλά οριοθετημένης εκλογικής βάσης. Την ίδια στιγμή, ο Μόντι δεν μπορεί να μείνει έξω από την πολιτική αν θέλει να διατηρήσει την πρωθυπουργία. Για τους λόγους αυτούς, ο Μόντι ανακοίνωσε λίγο πριν από το νέο έτος ότι δεν θα κατέβει υποψήφιος βουλευτής (ως ισόβιος γερουσιαστής θα είναι παρών στο κοινοβούλιο ούτως ή άλλως), αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν υποψήφιος πρωθυπουργός ενός συνασπισμού κομμάτων του κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της UDC. Αυτό αλλάζει ουσιαστικά το ρόλο του Μόντι από αμερόληπτο τεχνοκράτη σε επαγγελματία πολιτικό, και είναι μια στρατηγική υψηλού κινδύνου αφού θα τον εκθέσει σε σκληρές πολιτικές επιθέσεις από πρόσωπα σαν τον Grillo και τον Μπερλουσκόνι.
Το δίλημμα του Μόντι και η επιστροφή του Μπερλουσκόνι σηματοδοτούν ένα ευρύτερο θέμα στην ιταλική πολιτική: την αποτυχία των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα ικανό να ευθυγραμμιστεί με την γενική τάση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Η αμηχανία με την οποία έγινε δεκτός ο Μπερλουσκόνι στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου από την Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στις Βρυξέλλες, το δείχνει σαφώς. Ωστόσο, είναι ο Μπερλουσκόνι και όχι ο Μόντι, που έχει μια σταθερή, αν και διαβρωμένη, βάση στήριξης από την μεσαία τάξη και τους ιδιοκτήτες των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των βασικών συντηρητικών κομμάτων σε άλλες χώρες. Οι βιομήχανοι που είναι προσανατολισμένοι στις εξαγωγές, όπως ο Μοντετζέμολο της Ferrari και οι κεντρικοί τραπεζίτες, όπως ο Μάριο Ντράγκι, έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής να πείσουν τους ψηφοφόρους της ιταλικής κεντροδεξιάς για τις αρετές της ελεύθερης αγοράς, της λιτότητας και της διαφάνειας. Ο Μπερλουσκόνι ίσως να μην κερδίσει τις εκλογές, αλλά μπορεί να διασφαλίσει ότι θα τις χάσουν οι άλλοι.
Foreign Affairs
Ο JONATHAN HOPKIN είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο London School of Economics
greekfinanceforum.com
Ακριβώς πριν από ένα χρόνο, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι φαινόταν απεγνωσμένος καθώς υπέκυψε στην αυξανόμενη πίεση να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ανοίγοντας τον δρόμο για τον κομψό καθηγητή και πρώην Ευρωκράτη Μάριο Μόντι. Οι εχθροί του στα ιταλικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης είχαν την τιμητική τους: Το Economist ανακοίνωσε «Αλληλούϊα: Παραιτείται ο Μπερλουσκόνι» και οι Financial Times δήλωσαν ότι «Η φιέστα των Bunga - Bunga τελείωσε [1]». Κοινή αντίληψη ήταν ότι η τελευταία υπόκλιση του Μπερλουσκόνι ήταν και το τέλος μιας εποχής.
Λίγοι προέβλεψαν την επιστροφή του στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής μέσα σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο. Στις 8 Δεκεμβρίου, ωστόσο, ο Μπερλουσκόνι σηματοδότησε την επιστροφή του στο προσκήνιο με την απόσυρση της στήριξης του κόμματός του στην προσωρινή κυβέρνηση, αναγκάζοντας σε παραίτηση τον Μόντι και την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών τον Φεβρουάριο του 2013. Και ανακοίνωσε ότι θα κατεβεί για άλλη μια φορά ως υποψήφιος για την πρωθυπουργία.
Αυτή η τελευταία θεατρική κίνηση του Μπερλουσκόνι περιπλέκει την ιταλική πολιτική σκηνή, αλλά είναι απίθανο να αλλάξει το παιχνίδι. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο Κόμμα της Ελευθερίας (PDL) λίγο πάνω από το 15% των ψήφων, μια αύξηση λιγότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες από την ώρα που έγινε η αναγγελία του Μπερλουσκόνι και πολύ λιγότερο από το ήμισυ του ποσοστού που είχε αποσπάσει στις εκλογές του 2008 (37%). Το PDL θα μπορούσε να κερδίσει ψήφους από τώρα μέχρι και τις εκλογές, ειδικά αν η δεξιά πτέρυγα των υποστηρικτών του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, που είναι μια χαλαρή ομάδα λαϊκιστών υπό την ηγεσία του κωμικού Beppe Grillo, αρχίζουν να ανησυχούν με την υποστήριξη ενός τέτοιου πολιτικού πρωτάρη. Αλλά ο Μπερλουσκόνι είναι πολύ απίθανο να βρεθεί στην εξουσία για τέταρτη φορά.
Οπότε περί τίνος πρόκειται αυτή η επιστροφή; Κατ' αρχάς, η προσωπική περιουσία του Μπερλουσκόνι είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη διατήρηση της παρουσίας του στο ιταλικό κοινοβούλιο. Αντιμετωπίζοντας μια σειρά από ποινικές έρευνες, μεταξύ των οποίων μία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, χρειάζεται να διατηρήσει κάποια πολιτική επιρροή για να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές του να ξεπεράσει τις νομικές ωδίνες του. Με το να «τραβήξει την πρίζα» από την κυβέρνηση Μόντι, ο Μπερλουσκόνι ήταν σε θέση να διασφαλίσει ότι οι γενικές εκλογές θα συμπίπτουν με τις περιφερειακές εκλογές στο Λάτσιο και την Λομβαρδία, αποσπώντας την προσοχή από την πιθανή ήττα του κόμματός του στις δημοσκοπήσεις. Η κίνησή του εξασφαλίζει επίσης ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου εκλογικού νόμου, τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος το 2005 για να ελαχιστοποιήσει τις οι απώλειές του ενόψει της πιθανολογούμενης ήττας από το κέντρο-αριστερό συνασπισμό του Ρομάνο Πρόντι. Ο νόμος αυτός (ο λεγόμενος και porcellum, που σημαίνει «βρώμικο τέχνασμα»), καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για κάθε κόμμα να σχηματίσει πλειοψηφία και στα δύο σώματα του ιταλικού κοινοβουλίου. Αυτό θα βελτιώσει τη θέση του αποδυναμωμένου PDL στη νέα Βουλή και θα δώσει στον Μπερλουσκόνι την ευκαιρία να ασκήσει κάποια εξουσία (με την χρήση βέτο) στην αναπόφευκτα πολύπλοκη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης που θα ακολουθήσει αυτές τις εκλογές.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν πυρετώδεις ελιγμοί από την πλευρά των επιχειρηματικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που βρίσκονται κοντά στον Μόντι (ιδίως ο πρόεδρος της Ferrari Λούκα Κορντέρο ντι Μοντετζέμολο) για να σχηματίσουν ένα είδος συνασπισμού ώστε να διατηρηθεί μια νέα τεχνοκρατική κυβέρνηση υπό τον σημερινό πρωθυπουργό. Επί του παρόντος, οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα σημαντικό προβάδισμα στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), το οποίο προτιμάται από το περίπου 36% των Ιταλών ψηφοφόρων. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Grillo είναι στη δεύτερη θέση με περίπου 18%. Οι αριθμοί δίνουν στο PD την πλειοψηφία στην κάτω βουλή του ιταλικού κοινοβουλίου (το ιταλικό δίκαιο εγγυάται την πλειοψηφία σε όποιον λάβει τις περισσότερους ψήφους), αλλά θα μπορούσε να αφήσει το κόμμα χωρίς πλειοψηφία στην ισχυρή ιταλική Γερουσία, κάνοντας την μελλοντική κυβέρνηση να εξαρτάται είτε από τους Χριστιανοδημοκράτες της μικρής Ένωσης Κέντρου (UDC) ή το ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς, της Οικολογίας και της Ελευθερίας (SEL) υπό την ηγεσία του κυβερνήτη της Απουλίας, Nichi Vendola.
Οι φόβοι για δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ασταθούς κατάστασης έχουν παρακινήσει τους υποστηρικτές του Μόντι να οργανώσουν ένα πολιτικό κίνημα για να προστατεύσουν την ηγεσία του, αξιοποιώντας τη σχετική δημοτικότητα της σημερινής κυβέρνησης και την χαμηλή εκτίμηση των ψηφοφόρων προς τους επαγγελματίες πολιτικούς της Ιταλίας. Ωστόσο, το μειονέκτημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι οι σύμμαχοι του Μόντι είναι ως επί το πλείστον τεχνοκράτες και βιομήχανοι που στερούνται της υποστήριξης ενός πολιτικού μηχανισμού και μιας καλά οριοθετημένης εκλογικής βάσης. Την ίδια στιγμή, ο Μόντι δεν μπορεί να μείνει έξω από την πολιτική αν θέλει να διατηρήσει την πρωθυπουργία. Για τους λόγους αυτούς, ο Μόντι ανακοίνωσε λίγο πριν από το νέο έτος ότι δεν θα κατέβει υποψήφιος βουλευτής (ως ισόβιος γερουσιαστής θα είναι παρών στο κοινοβούλιο ούτως ή άλλως), αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν υποψήφιος πρωθυπουργός ενός συνασπισμού κομμάτων του κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της UDC. Αυτό αλλάζει ουσιαστικά το ρόλο του Μόντι από αμερόληπτο τεχνοκράτη σε επαγγελματία πολιτικό, και είναι μια στρατηγική υψηλού κινδύνου αφού θα τον εκθέσει σε σκληρές πολιτικές επιθέσεις από πρόσωπα σαν τον Grillo και τον Μπερλουσκόνι.
Το δίλημμα του Μόντι και η επιστροφή του Μπερλουσκόνι σηματοδοτούν ένα ευρύτερο θέμα στην ιταλική πολιτική: την αποτυχία των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο πολιτικό κόμμα ικανό να ευθυγραμμιστεί με την γενική τάση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Η αμηχανία με την οποία έγινε δεκτός ο Μπερλουσκόνι στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου από την Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στις Βρυξέλλες, το δείχνει σαφώς. Ωστόσο, είναι ο Μπερλουσκόνι και όχι ο Μόντι, που έχει μια σταθερή, αν και διαβρωμένη, βάση στήριξης από την μεσαία τάξη και τους ιδιοκτήτες των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των βασικών συντηρητικών κομμάτων σε άλλες χώρες. Οι βιομήχανοι που είναι προσανατολισμένοι στις εξαγωγές, όπως ο Μοντετζέμολο της Ferrari και οι κεντρικοί τραπεζίτες, όπως ο Μάριο Ντράγκι, έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής να πείσουν τους ψηφοφόρους της ιταλικής κεντροδεξιάς για τις αρετές της ελεύθερης αγοράς, της λιτότητας και της διαφάνειας. Ο Μπερλουσκόνι ίσως να μην κερδίσει τις εκλογές, αλλά μπορεί να διασφαλίσει ότι θα τις χάσουν οι άλλοι.
Foreign Affairs
Ο JONATHAN HOPKIN είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο London School of Economics
greekfinanceforum.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δεν έβαλε τα λεφτά ο πρίγκιπας και ζήτησε παράταση
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΟΧΙ ΑΛΛΟ ''ΣΦΙΞΙΜΟ ΤΩΝ ΛΟΥΡΙΩΝ'' ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΔΝΤ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ