2013-01-07 19:33:30
Στη Βουλή κατατέθηκε λίγο πριν από τις 7.00 το απόγευμα της Δευτέρας η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η οποία θα διερευνήσει πιθανές ευθύνες υπουργών ως προς τη διαχείριση της «λίστας λαγκάρντ».
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 86 παρ. 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗ
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ
ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ:
Α) Γεωργίου ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΚΑΙ
Β) Ευάγγελου ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ,
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗ «ΛΙΣΤΑ ΛΑΓΚΑΡΝΤ»
Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., που υπογράφουμε αυτήν την πρόταση, ζητούμε τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των Γεωργίου ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ και Ευάγγελου ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, πρώην Υπουργών Οικονομικών των Κυβερνήσεων Γ
. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου, σε σχέση με τις πράξεις και παραλείψεις τους ως προς τη διαχείριση της επονομαζόμενης «Λίστας Λαγκάρντ», η οποία περιέχει φορολογικά αναξιοποίητες μέχρι σήμερα τραπεζικές πληροφορίες καταθέσεων στην HSBC Ελβετίας, πρόσφορες για την είσπραξη φόρων και άλλων ωφελημάτων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, που, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις που περιέχονται στην συναφή ποινική δικογραφία υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ[1]. Τονίζουμε, στο στάδιο αυτό, ότι προϋπόθεση της ασφάλειας του προσδιορισμού του ύψους της ζημίας που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο, είναι η ταχεία ολοκλήρωση της επεξεργασίας των στοιχείων από το Σ.Δ.Ο.Ε., ούτως ώστε να προκύψει το ακριβές ποσό θετικής και αποθετικής ζημίας του Ελληνικού Δημοσίου από την μη αξιοποίηση της λίστας.
Η παρούσα πρόταση υποβάλλεται για τη διερεύνηση των γεγονότων και ευθυνών που έχουν ήδη προκύψει από τα μέχρι σήμερα στοιχεία, με την επιφύλαξη να ζητηθεί επέκταση της προκαταρκτικής εξέτασης, αναλόγως της πορείας της έρευνας και των στοιχείων που τυχόν θα προκύψουν για πρόσωπα, αδικήματα ή περιστάσεις τελέσεως που δεν περιλαμβάνονται εδώ.
Εισαγωγή
Οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας
Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ αποτελεί σκάνδαλο ολκής και φέρνει με χαρακτηριστικό τρόπο στην επιφάνεια την έκταση της σήψης ενός πολιτικού συστήματος εξουσίας που λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των οικονομικά ισχυρών σε βάρος της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Τη στιγμή που μισθωτοί και συνταξιούχοι βλέπουν τα εισοδήματά τους να κατακρημνίζονται και τις κοινωνικές δαπάνες να περικόπτονται μέχρι απόλυτου εκμηδενισμού ώστε να εξυπηρετηθούν οι “υποχρεώσεις” της χώρας απέναντι στους δανειστές της, ανώτεροι και ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι συναλλάσσονται παράτυπα και εξωθεσμικά και συνωμοτούν ώστε να προστατεύσουν μεγαλοκαταθέτες που εμπεριέχονται στην περιβόητη Λίστα Λαγκάρντ.
Ενώ ο ελληνικός λαός βιώνει τις πρωτοφανείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της ανεκδιήγητης διαχείρισής της από όλες τις Μνημονιακές κυβερνήσεις είναι ταυτόχρονα αναγκασμένος να υφίσταται και την καθημερινή συλλογική ταπείνωση από μια πολιτική εξουσία που έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο και που δεν διστάζει να εμπαίζει και να γελοιοποιεί θεσμούς, νόμους, αξίες και πολιτειακές λειτουργίες για να εξυπηρετήσει ίδια συμφέροντα και ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς και, φυσικά, εντεταλμένους «δημοσιογράφους» που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα του πολιτικού καθωσπρεπισμού, της προσχηματικής «πολιτικής ορθότητας» και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων.
Όλοι εκείνοι που θέλησαν να ενοχοποιήσουν έναν ολόκληρο λαό για την κατάσταση της χώρας, να τον εξουθενώσουν οικονομικά και ηθικά ώστε να αποδεχτεί αμαχητί τη μνημονιακή πραγματικότητα, το νέο «μεγάλο εθνικό σχέδιο» που δεν στοχεύει πουθενά αλλού παρά στην εξαφάνιση ατομικών, κοινωνικών, εργασιακών αλλά και κυριαρχικών δικαιωμάτων, στον αναπροσδιορισμό του ιστορικού ορίου των αναγκών των κυριαρχούμενων τάξεων ώστε να μετατραπεί η χώρα σε καπιταλιστικό παράδεισο εντατικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, εκείνοι που εμφανίσθηκαν ως τιμητές και υπερασπιστές του νόμου, της τάξης και της κάθαρσης από τις παθογένειες της μεταπολίτευσης που οι ίδιοι δημιούργησαν, εκείνοι που ταχυδακτυλουργικά φόρτωσαν τις δικές τους ευθύνες στις πλάτες του ελληνικού λαού, οι αδιάφθοροι και άτεγκτοι πολιτικοί «πρωτοπόροι» και «μεταρρυθμιστές» που δήθεν δεν υπολόγισαν το πολιτικό κόστος μπροστά στην αδήριτη εθνική ανάγκη να σωθεί η χώρα από τον γκρεμό της χρεοκοπίας εμφανίζονται σήμερα, επιτέλους, στις πραγματικές τους διαστάσεις: Δεν πρόκειται παρά για υποκριτές που δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του συστήματος οικονομικής εξουσίας που τους συντηρεί, για απλούς υπηρέτες που είναι έτοιμοι και ικανοί για όλα προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τα αφεντικά τους.
Η ηθική ποιότητα και το πολιτικό ανάστημα των «ηρώων» της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, που πρωταγωνιστούν στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ και σήμερα, κατόπιν εορτής, δείχνουν ο ένας τον άλλον σε μια θλιβερή προσπάθεια να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, αποκαλύπτονται σε όλη τους τη μικρότητα και όλοι, υποκριτικά ή όχι, αναφωνούν: Τελικά ο βασιλιάς ήταν γυμνός.
Η προσπάθεια συγκάλυψης
Είναι τεράστιες οι πολιτικές ευθύνες για την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, που βαρύνουν όλες διαδοχικά τις Κυβερνήσεις, επί των ημερών των οποίων η λίστα άλλαζε χέρια και συρτάρια χωρίς να αξιοποιείται προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του ελληνικού λαού. Πρωτίστως, οι ευθύνες αυτές αφορούν, πέραν των άμεσα εμπλεκομένων Υπουργών, τους διαδοχικούς Πρωθυπουργούς αυτών των Κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά. Ειδική και ξεχωριστή μνεία κάνουμε στις ευθύνες του Γ. Παπανδρέου, επί Πρωθυπουργίας του οποίου η λίστα έφθασε στην Ελλάδα και κρατήθηκε κρυφή και αναξιοποίητη, γεγονός που χρήζει περαιτέρω ουσιαστικής διερεύνησης και εκτίμησης.
Η δε σημερινή προσπάθεια της τρικομματικής κυβέρνησης να συγκαλύψει τις ευθύνες που βαρύνουν περισσότερα του ενός πρόσωπα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων θα προκαλούσε μόνο γέλιο και οίκτο αν δεν προκαλούσε την οργή και την αγανάκτηση μιας κοινωνίας που καταστρέφεται από τις πολιτικές τους. Η κατεπείγουσα διαδικασία που επιλέγεται για την συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης με αντικείμενο την άσκηση ποινικής δίωξης αποκλειστικά κατά του κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, δεν είναι παρά ένα χοντροκομμένο τέχνασμα της σημερινής κυβέρνησης ώστε να συσκοτίσει την υπόθεση σε όλες τις πτυχές της και να προστατεύσει κάθε άλλον εμπλεκόμενο, συμπεριλαμβανομένου, ιδιαιτέρως, του χρήσιμου κ. Βενιζέλου. Ενώ επί μήνες το θέμα της λίστας Λαγκάρντ σερνόταν σε υπουργικούς και κοινοβουλευτικούς διαδρόμους, σε θεσμικές και παραθεσμικές συσκέψεις και όλοι ανεξαιρέτως οι αρμόδιοι υπουργοί και κρατικοί υπάλληλοι είτε ψεύδονταν είτε κωλυσιεργούσαν εξοργιστικά, παρά τις επίμονες οχλήσεις και πιεστικές ερωτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, όταν το θέμα φάνηκε ότι ξεφεύγει από τον έλεγχο και γίνεται μη διαχειρίσιμο λόγω της εμπλοκής των οικονομικών εισαγγελέων επιλέχθηκε η πλέον ανώδυνη για το σύστημα λύση: Να καεί ένας ώστε να προστατευθούν οι υπόλοιποι. Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ όμως δεν αφορά μόνον έναν Υπουργό (κορυφαίο και καταχειροκροτηθέντα από τους Υπουργούς και Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) αλλά όλους όσοι ενεπλάκησαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο σε αυτή, όλους όσοι είτε είχαν γνώση της ύπαρξης της και δεν έπραξαν τίποτε, είτε, πολύ περισσότερο, την είχαν στην κατοχή τους και επέλεξαν να παρασιωπήσουν την ύπαρξή της εμπαίζοντας τον ελληνικό λαό και εξαπατώντας το Ελληνικό Κοινοβούλιο επί μακρότατο χρονικό διάστημα.
Η πολιτική σκοπιμότητα της κατεπείγουσας διαδικασίας είναι καταφανής. Κίνητρο, ένας νέος, τρικομματικός- κυβερνητικός «όρκος σιωπής», για να προστατευτεί ο απαραίτητος για την Κυβέρνηση κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και να αποσιωπηθούν οι τεράστιες ευθύνες για τους χειρισμούς του κατά την θητεία του ως Υπουργού Οικονομικών και Αντιπροέδρου των Κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου, όταν πήρε και κράτησε κρυφά στην κατοχή του, επί μήνες, την περιβόητη λίστα. Το ίδιο ισχύει και για την συντεταγμένη και ενορχηστρωμένη προσπάθεια να περιοριστεί η διερεύνηση στην διαγραφή από τη λίστα τριών ονομάτων, για τα οποία τονίζεται μόνον συγγένειά τους με τον Γ. Παπακωνσταντίνου και παρασιωπώνται οι λοιπές σχέσεις και ιδιότητές τους, που τα συνδέουν ευθέως με τη σημερινή και τις προηγούμενες Κυβερνήσεις. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια υπόθεση ο πυρήνας της οποίας έχει να κάνει αποκλειστικά με προστασία προς συγγενικά πρόσωπα ενός Υπουργού, ανεξαρτήτως του ότι αυτοτελώς ένα τέτοιο γεγονός παράγει αναπόδραστα συμπεράσματα για την ηθική απαξία των προθέσεων και των συμπεριφορών ανθρώπων που κράτησαν στα χέρια τους το τιμόνι της χώρας. Το βασικό θέμα είναι προφανώς άλλο και σχετίζεται με την παραθεσμική διαχείριση της λίστας ώστε να μην αξιοποιηθούν οι πληροφορίες που εμπεριέχονταν σε αυτή και να μην διενεργηθούν φορολογικοί έλεγχοι που πιθανόν να έθεταν σε κίνδυνο μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ανεπίσημες πληροφορίες, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αφού ακόμη δεν έχουμε λάβει γνώση ούτε της αρχικής ούτε της προσφάτως αποσταλείσης λίστας, προκύπτει ότι αυτή περιελάμβανε στοιχεία που ευθέως παραπέμπουν στο σύστημα διαπλοκής, που λυμαίνεται τη χώρα.
Εν πάση περιπτώσει αποτελεί κοινό τόπο ακόμη για τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της μνημονιακής πολιτικής ότι καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να είναι σημαντικότερη από το συμφέρον, το δικαίωμα και την αξίωση του ελληνικού λαού να μάθει την αλήθεια. Κανένας εφήμερος πολιτικός σχεδιασμός και καμία μικροπολιτική επιδίωξη δεν είναι υπέρτερη της επιτακτικής ανάγκης να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η ανάγκη δε αυτή είναι ακόμη επιτακτικότερη σήμερα που οι κοινοβουλευτικοί και δημοκρατικοί θεσμοί έχουν, με ευθύνη των κυβερνώντων, απαξιωθεί με αποτέλεσμα να ανθίζουν τα φύτρα του ολοκληρωτισμού και του φασισμού, να θεωρείται ως απάντηση στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση η επιστροφή στις πιο σκοτεινές εποχές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Το χρέος όλων για την σε βάθος διερεύνηση όλων των πτυχών της υπόθεσης αυτής είναι τεράστιο και η ετυμηγορία της Ιστορίας θα είναι αμείλικτη.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- ΕΚΜ δεν θα συμπράξει στη συγκάλυψη, δεν θα αναλάβει ρόλο στο θέατρο σκιών που σκηνοθετεί η τρικομματική κυβέρνηση, ένα θέατρο που τροφοδοτεί την περαιτέρω απαξίωση της δημοκρατίας, των συνταγματικών θεσμών και των πολιτειακών λειτουργιών καλλιεργώντας το έδαφος του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας. Θα συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στην διαλεύκανση της υπόθεσης και στην απόδοση ευθυνών εκεί όπου ανήκουν, ανεξαρτήτως θέσεως των εμπλεκομένων και ενεχομένων προσώπων στην Κυβερνητική, Κομματική ή υπηρεσιακή ιεραρχία.
Πολιτικές όψεις της υπόθεσης Λαγκάρντ
Οι ποινικές πτυχές της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ έχουν κομβική σημασία για τη χώρα και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το πολιτικό σκέλος και τα πολιτικά συμπεράσματα που συνάγονται από την υπόθεση αυτή ανεξαρτήτως της ποινικής της αξιολόγησης:
Το πρώτο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει τόσο από τα στοιχεία της δικογραφίας όσο και από την δημόσια συζήτηση των τελευταίων ετών είναι ότι η γενικευμένη φοροασυλία που απολαμβάνει η εγχώρια ολιγαρχία του πλούτου είναι δομικό στοιχείο του μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Πλέον όλοι, ακόμη και οι εκπρόσωποι του αστικού συστήματος εξουσίας αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η φοροδιαφυγή έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και το συντριπτικό μέρος των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Εμείς, όμως, προσθέτουμε ότι δεν είναι μόνο η φοροδιαφυγή αλλά και οι νόμιμες φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν βιομήχανοι, εφοπλιστές, εθνικοί προμηθευτές και λοιποί «στυλοβάτες» της εθνικής οικονομίας, από τις οποίες επιτείνεται η επιβάρυνση εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων. Η νομοθετική παραβίαση του άρθρου 4 του Συντάγματος, για ισότιμη και αναλογική συμμετοχή όλων στα δημόσια βάρη συνδέεται με την συνολική κατάρρευση των δημοσίων εσόδων που επηρέασε καταλυτικά την ένταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Αυτά, βέβαια, αφήνουν αδιάφορες τις Κυβερνήσεις που συνειδητά επέλεξαν την εξόντωση της εργατικής τάξης και τη θυσία των εργαζομένων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας στο βωμό της περιλάλητης «ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ λοιπόν δεν αποτελεί «μεμονωμένο περιστατικό». Αντίθετα, πρόκειται για μια από τις στιγμές κατά τις οποίες οι αμαρτωλές σχέσεις και οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι μεταξύ εγχώρια κεφαλαιοκρατίας και πολιτικής ελίτ της εξουσίας έρχονται στην επιφάνεια. Βεβαίως κανείς δεν δικαιούται να δηλώνει έκπληκτος. Οι σχέσεις και οι συναλλαγές αυτές δεν είναι καινούριες αλλά αντίθετα δομούν το ελληνικό σύστημα εξουσίας της μεταπολίτευσης σε κάθε του πτυχή: Μεγαλοκαναλάρχες και πτωχευμένοι μεγιστάνες των ΜΜΕ, εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι όπλων, μεγαλοκατασκευαστές προμηθευτές του Δημοσίου, πάσης φύσεως μικροί ή μεγάλοι καπιταλιστές είναι ταυτόχρονα προστάτες και προστατευόμενοι ενός πολιτικού συστήματος έτοιμου και ικανού για όλα, πρόθυμου να κάνει τα πάντα για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους (που είναι και δικά του, αλλά συγκρούονται με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού) και να εγγυηθεί την επιβίωση τους στον διεθνή κεφαλαιακό ανταγωνισμό. Αυτό έκανε το πολιτικό σύστημα με την λυσσαλέα υποστήριξη της μνημονιακής πολιτικής, αυτό έκανε και με την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Στην πρώτη περίπτωση παραβιάζοντας ευθέως και εξακολουθητικά τη συνταγματική νομιμότητα και όχι μόνο, στη δεύτερη περίπτωση παραβιάζοντας εξόφθαλμα τον ίδιο τον ποινικό νόμο.
Το δεύτερο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η παραθεσμική και χαοτική λειτουργία του ελληνικού κράτους, εκφάνσεις της οποίας προκύπτουν εναργώς από την συναφή δικογραφία, δεν είναι αποτέλεσμα ανικανότητας, προσωπικών επιλογών και σταθμίσεων αλλά αποτελεί μια ιδιόμορφη, εκλεπτυσμένη και αποτελεσματική «τεχνολογία εξουσίας». Η αποτελεσματικότητα της εξουσίας αυτής ανάγεται ακριβώς σε αυτό που ονομάζεται στρατηγική επιλεκτικότητα του κράτους. Στα τυχαία δήθεν βραχυκυκλώματα των πολιτικών και ελεγκτικών μηχανισμών όταν η θεσμική πρόοδος μιας υπόθεσης θα μπορούσε να βλάψει συγκεκριμένα συμφέροντα συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, οικονομικής φύσης. Η αποτελεσματικότητα αυτής της τεχνολογίας εξουσίας ανάγεται τελικά στο αντίθετό της, την οργανωτική αναποτελεσματικότητα του επίσημου κρατικού μηχανισμού. Η ελληνική εκδοχή του αστικού συστήματος εξουσίας δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλέγμα επιμέρους δικτύων πολιτικής, διοικητικής και οικονομικής εξουσίας που απλώνει τα πλοκάμια του και αλληλοκαλύπτεται με τους επίσημους κρατικούς θεσμούς, συμπλέκεται και διαπλέκεται μαζί τους και προσπαθεί άλλοτε να επιταχύνει και άλλοτε να βραχυκυκλώσει τη λειτουργία τους με έναν και μοναδικό σκοπό: την αναπαραγωγή του εαυτού του και την συνέχιση μιας πολιτικής που ευνοεί φυσικά την κρατούσα τάξη στο σύνολό της αλλά και συγκεκριμένα ατομικά κεφάλαια που διατηρούν προνομιακές σχέσεις με τμήματα της πολιτικής ελίτ.
Η εξονυχιστική ποινική διερεύνηση, επομένως, της υπόθεσης της Λίστας Λαγκάρντ δεν αποτελεί αναγκαιότητα μόνο για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν εκείνοι που τέλεσαν αξιόποινες πράξεις σε βάρους του Δημοσίου και του ελληνικού λαού αλλά πρέπει να αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για το ριζικό μετασχηματισμό ενός κράτους αλυσοδεμένου και δεσμευμένου να εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μόνον απλών διοικητικών μέτρων, ούτε μόνον ποινικής τιμωρίας. Η πραγματική εξυγίανση του δημοσίου βίου απαιτεί κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο των κρατικών μηχανισμών, ανάπτυξη κοιτίδων δημοκρατίας μέσα στους πιο σκοτεινούς και δυσώδεις θύλακες εξουσίας και διάλυση των παραθεσμικών κέντρων και δικτύων του. Σε αυτό το πολιτικό σχέδιο είναι αφοσιωμένος ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και ακριβώς γι αυτό το λόγο προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί την οργή και τη λυσσαλέα επίθεση όσων ευνοούνται από τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, των κομμάτων, των προσώπων και των συμφερόντων που έχουν στρογγυλοκαθήσει στον σβέρκο του Ελληνικού λαού.
Η λίστα Λαγκάρντ, όμως, και πρέπει αυτό να σημειωθεί με κάθε έμφαση, είναι μία λίστα που προέρχεται από ένα μόλις υποκατάστημα μιας και μόνης τράπεζας. Πόσες είναι στην πραγματικότητα οι λίστες κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει και τούτο οφείλεται ακριβώς στο θεσμικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού που κατοχυρώνει την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και με πρόσχημα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προστατεύει το τραπεζικό απόρρητο μετατρέποντας το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα σε ένα τεράστιο πλυντήριο παράνομου χρήματος, χρήματος του οποίου η προέλευση είναι άγνωστη, χρήματος που δεν έχει φορολογηθεί. Το ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να βάζει διαρκώς εμπόδια στους αναγκαίους φορολογικούς και δικαστικούς ελέγχους των επιμέρους αρχών, να δημιουργεί ένα πραγματικό λαβύρινθο μέσα στον οποίο ο έλεγχος των κινήσεων του μαύρου χρήματος είναι σχεδόν αδύνατος. Και δεν πρόκειται φυσικά μόνο για τις τράπεζες. Οι Έλληνες καπιταλιστές, διαθέτουν αμύθητα κεφάλαια επενδεδυμένα στο εξωτερικό, σε υπεράκτιες εταιρίες, χρηματοπιστωτικά funds, σε μετοχές, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια. Και είναι ακριβώς το νεοφιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο που εμποδίζει τις επιμέρους αρχές να ελέγξουν το μέγεθος των τοποθετήσεων αυτών καθώς και την προέλευση τους. Εδώ προκύπτει για εμάς το τεράστιο πολιτικό θέμα, η ανάγκη για την αμφισβήτηση των ιερών και των οσίων του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος εξουσίας, η ανάγκη θέσπισης αυστηρότατων μέτρων για τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, τον περιορισμό των δυνατοτήτων που αυτή τη στιγμή δίνονται στον αστικό κόσμο, σε μεγάλους και μικρούς επιχειρηματίες, να αποφεύγουν την φορολόγηση, να ξεπλένουν χρήμα, να συσσωρεύουν πλούτο σε βάρος των εργαζομένων. Πέρα λοιπόν από την ποινική διάσταση του ζητήματος ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεν μπορεί παρά να αναδείξει και αυτή την πολιτική πλευρά του. Την ανάγκη για μια ριζική ανατροπή του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου σε Ελλάδα και Ευρώπη που αποτελεί τη μήτρα από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο σκάνδαλο της σύγχρονης ιστορίας: Η συσσώρευση πλούτου των λίγων σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας.
Κοινοβουλευτικό και δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης:
Η φορολόγηση καταθέσεων εξωτερικού και των καταθέσεων στην Ελβετία αποτέλεσε αντικείμενο πολυετούς και εκτεταμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου από πλευράς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Επισημαίνοντας την παραβίαση της συνταγματικής επιταγής για ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια βάρη «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έθετε επιτακτικά το ζήτημα και οι Κυβερνήσεις συνήθως απαντούσαν με ευχολόγια ή την επίκληση πρακτικών δυσχερειών. Σε ερωτήσεις που έγιναν στην διάρκεια της προηγούμενης Βουλής, οι Υπουργοί Οικονομικών απαντούσαν κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την φορολόγηση τέτοιων καταθέσεων ή απαντούσαν ότι είναι απαραίτητη η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία, η οποία, δήθεν, ήταν ζήτημα ημερών ήδη από τον…Οκτώβριο 2011! Πολλές φορές μάλιστα, χρησιμοποιούσαν την "επικείμενη" ανά πάσα στιγμή υπογραφή της συμφωνίας ως φόβητρο για να κάνουν τους βουλευτές να πάψουν να ρωτούν για τις καταθέσεις στην Ελβετία. Όποιος τολμούσε να ρωτήσει τι γίνεται με τη φορολόγηση των καταθέσεων αυτών, υφίστατο τα πυρά του «Υπεύθυνου Υπουργού», διότι «έθετε σε διακινδύνευση» ή «τορπίλιζε» την πάντοτε «επικείμενη» συμφωνία..!
Τον Αύγουστο 2012 οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Π. Κουρουμπλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παναγιώτης Λαφαζάνης κατέθεσαν προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερώτηση σχετικά με την χρήση και κτήση από τις Ελληνικές Αρχές στοιχείων ελλήνων καταθετών από c.d. που είχαν στην κατοχή τους οι Γερμανικές Αρχές. Ο Υπουργός Οικονομικών απάντησε ότι τέτοια στοιχεία δεν ήταν καν δυνατόν να ζητηθούν από τις Γερμανικές Αρχές[2]!
Με αυτό το δεδομένο, και έχοντας την άποψη ότι αποτελεί υποχρέωση του Υπουργείου να αναζητά διαφυγούσα φορολογική ύλη αξιοποιώντας και τις διεθνείς συμβάσεις που ισχύουν για τη χώρα μας, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Παναγιώτης Κουρουμπλής και Ζωή Κωνσταντοπούλου απηύθυναν στις 25/9/2012 Διάβημα και Αίτημα προς τους Οικονομικούς Εισαγγελείς (αρ. πρωτ. 303/25-9-2012), ζητώντας να διερευνηθεί το ζήτημα, αλλά και να διαλευκανθούν δημοσιεύματα που είχαν δει το φως της δημοσιότητας κατά τις ημέρες εκείνες και έφεραν λίστα «1.991 ονομάτων» να έχει παραδοθεί στον κ. Παπακωνσταντίνου και να αγνοείται η τύχη του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ανωτέρω διάβημα: «Οι απαντήσεις που δόθηκαν από πλευράς των Υπουργείων […] παρίστανται προσχηματικές και αναδεικνύουν απροθυμία διερεύνησης των υποθέσεων αυτών και, κυρίως, απόκτησης πρόσβασης στα στοιχεία που άλλες χώρες κατέχουν και χρησιμοποιούν. Η ίδια εγκληματική απραξία αναδεικνύεται εν σχέσει με τη λίστα Falciani, που φέρεται ότι παρέδωσε στον τότε Υπουργό Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου η τότε Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών και νυν επικεφαλής του Δ.Ν.Τ. κα Κριστίν Λαγκάρντ. Η άνω λίστα φέρεται να περιείχε 1.991 ονόματα ελλήνων[3], πλην όμως φέρεται να αγνοείται η τύχη της μετά την παράδοσή της στον κ. Παπακωνσταντίνου […] Η φοροδιαφυγή και μάλιστα σε αυτό το επίπεδο και σε αυτή τη μορφή, επιτάσσει την αποφασιστική παρέμβαση της Δικαιοσύνης, ως ελάχιστο μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς».
Με βάση τα σχετικά δημοσιεύματα και το διάβημα-αναφορά των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παραγγέλθηκε στις 27/9/2012 προκαταρκτική εξέταση με αντικείμενο τον «εντοπισμό της συγκεκριμένης λίστας, τη διερεύνηση της πορείας της μετά την παραλαβή της, τα εμπλακέντα με αυτήν πρόσωπα (υπηρεσιακά) και τις επ’ αυτής (λίστας) ενέργειές τους», σε κάθε δε περίπτωση «ως προς το περιεχόμενό της τη διενέργεια των προβλεπομένων νομίμων, προς την κατεύθυνση διακριβώσεως ενδεχόμενης διαπράξεως αυτεπαγγέλτως διωκομένων αξιοποίνων πράξεων οικονομικών εγκλημάτων (Ν. 2523/1997, ν. 3691/08) ή και συναφών προς αυτά (άρ. 17Α Ν. 2523/1997)»
Η δημοσιοποίηση της παραγγελθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και δημόσιες δηλώσεις των πρώην Υπουργών Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλου και των πρώην επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. Ι. Καπελέρη και Ι. Διώτη, από τις οποίες προέκυπτε ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν λάβει στην κατοχή τους ολόκληρη ή μέρος της λίστας, αλλά δεν είχαν προβεί σε καμία επίσημη ενέργεια αξιοποίησής της, ο καθένας δε προσπαθούσε με έμμεσο τρόπο να στρέψει τις υποψίες των ευθυνών σε άλλον, χωρίς παράλληλα να αιτιάται ευθέως κάποιον για κάτι.
Ακολούθησε προκαταρκτική εξέταση, κατά τη διάρκεια της οποίας κλήθηκαν ως ύποπτοι οι δύο πρώην επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. και παρείχαν εξηγήσεις. Την 31/10/2012[4] οι οικονομικοί Εισαγγελείς, κρίνοντας ότι, για τον μέχρι τότε χειρισμό της υπόθεσης προέκυπταν ευθύνες Κυβερνητικών Προσώπων, για τις οποίες υποχρεούντο να διαβιβάσουν αμελλητί τη δικογραφία στη Βουλή, προέβησαν στην εν λόγω διαβίβαση, κρατώντας παράλληλα αντίγραφα για τη συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης ως προς τα μη κυβερνητικά ενεχόμενα πρόσωπα. Η ανωτέρω δικογραφία απεστάλη, τελικώς, στον Υπουργό Δικαιοσύνης από τον Προϊστάμενο τους Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου μόλις στις 26/11/2012 και από τον Υπουργό στη Βουλή την 27/11/2012[5], οπότε πρωτοκολλήθηκε στο Γραφείο Προέδρου (Αρ. πρωτ. Ειδικής Γραμματείας Προέδρου Βουλής 2833/27-11-2012). Από την ημερομηνία εκείνη, χορηγήθηκαν αντίγραφά της στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. μόλις στις 3/1/2012, κατόπιν πολλών προφορικών και γραπτών διαβημάτων.
Αυτοτελώς η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή κατά το στάδιο εκείνο, κατά το οποίο ερευνητέα, στο πλαίσιο της αρχικής προκαταρκτικής εξέτασης, ήταν η υπεξαγωγή της αρχικής λίστας και οι σχετικοί με αυτήν χειρισμοί, είναι πρόδηλο ότι αφορούσε, τουλάχιστον, αμφότερα τα κυβερνητικά πρόσωπα που είχαν λάβει στην κατοχή τους τη λίστα, δηλαδή τους Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλο, οι οποίοι άλλωστε είχαν εξετασθεί ως μάρτυρες ενώπιον των Οικονομικών Εισαγγελέων.
Ωστόσο, στο στάδιο εκείνο, κανένα από τα Κόμματα της Συγκυβέρνησης ούτε και ο Πρόεδρος της Βουλής έκανε την παραμικρή ενέργεια για την συνέχιση της πορείας της δικογραφίας.
Εν τω μεταξύ, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής έλαβε χώρα η εξέταση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ, από τις 3 Οκτωβρίου 2012 μέχρι την 1 Νοεμβρίου 2012 [ημερομηνία κατά την οποία ανακοινώθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς στην Βουλή, οπότε, περιέργως, οι βουλευτές των κομμάτων της συγκυβέρνησης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σταματήσει η εκκινηθείσα διερεύνηση].
Η εξέταση της υπόθεσης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ξεκίνησε από σύμπτωση: κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης της Επιτροπής, είχαν κληθεί ενώπιόν της τρεις πρώην και ο νύν επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. (οι κκ. Ι. Καπελέρης, Ι. Διώτης, Σπ. Κλαδάς και Κ. Στασινόπουλος), κατόπιν αιτήματος του βουλευτή κ. Α. Κακλαμάνη, σε σχέση με δημοσιεύματα περί υποτιθέμενης λίστας «32 πολιτικών προσώπων που ελέγχονται από το Σ.Δ.Ο.Ε.», που είχαν προκληθεί από σχετική απάντηση του Υπουργού Οικονομικών στο βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλη. Ο αρχικός σκοπός της κλήσης των ανωτέρω ήταν να προσδιορισθεί ο τρόπος, οι συνθήκες και τα προβλήματα λειτουργίας του Σ.Δ.Ο.Ε. και να διαλευκανθεί εάν ίσχυαν ή όχι τα περί λίστας «32 πολιτικών προσώπων». Ωστόσο, κατά τις ημέρες εκείνες η επικαιρότητα είχε σχεδόν μονοπωληθεί από τις δημόσιες δηλώσεις των κκ. Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλου, Διώτη, Καπελέρη σε σχέση με τη λίστα Λαγκάρντ και, έτσι, η διερεύνηση αρχικώς επεκτάθηκε και, τελικώς, επικεντρώθηκε στο θέμα αυτό.
Με αίτημα των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. που συμμετείχαν στην Επιτροπή, κλήθηκαν επίσης ενώπιόν της οι πρώην και ο νυν Υπουργός Οικονομικών και, ειδικότερα, οι κκ. Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλος, Σαχινίδης και Στουρνάρας. Από τις καταθέσεις και τοποθετήσεις όλων των ανωτέρω προσώπων, προέκυψαν πλείστα νεότερα στοιχεία και αντιφάσεις, αλλά και η φερόμενη γνώση και εμπλοκή στην υπόθεση περισσοτέρων υψηλόβαθμών κυβερνητικών προσώπων και υπηρεσιακών παραγόντων, μεταξύ των οποίων ο πρώην Αρχηγός της Ε.Υ.Π. Κ. Μπίκας, ο πρώην Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Οικονομικών Α. Μπάνος, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών Η. Πλασκοβίτης, ο πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι Κ. Χαλαστάνης, η πρώην διευθύντρια του γραφείου του κ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και ο πρώην Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, για τον οποίο ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε, χαρακτηριστικά, ότι είχε ενημερωθεί για τη λίστα και ότι του έδωσε την εντολή να προχωρήσει, αλλά και ότι, από κοινού με τον κ. Παπακωνσταντίνου, συναντήθηκε με τον Διοικητή της HSBC Ελβετίας στο Νταβός στα τέλη Ιανουαρίου 2011, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η λίστα ήταν στην κατοχή του κ. Παπακωνσταντίνου.
Από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ- Ε.Κ.Μ. ζητήθηκε να κληθούν όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, προκειμένου να συνεχισθεί η διερεύνηση. Στην ψηφοφορία που έγινε, το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε 6 κατά της συνέχισης (5 βουλευτές της Ν.Δ. και 1 βουλευτής του Κ.Κ.Ε., ενώ απών κατά την ψηφοφορία ήταν ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και 5 υπέρ της συνέχισης (οι 3 βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Στ. Κοντονής, Ζ. Κωνσταντοπούλου και Π. Λαφαζάνης, ο βουλευτής των Αν. Ελλ. και ο βουλευτής της Χρ.Α.). Ο βουλευτής της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλης ψήφισε «παρών». Μετά τη δημοσιοποίηση του αποτελέσματος, το Κ.Κ.Ε. έκανε δημόσια δήλωση ότι «δεν θα είχε αντίρρηση να κληθούν νέα πρόσωπα και ο Γ. Παπανδρέου». Ωστόσο, μολονότι οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- Ε.Κ.Μ. ζητούσαν επανειλημμένως να μπει εκ νέου το θέμα σε ψηφοφορία, ο Πρόεδρος της Επιτροπής αρνείτο επί σχεδόν 1,5 μήνα να διεξαχθεί η σχετική συζήτηση και ψηφοφορία. Στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της 6/12/2012, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. ζήτησαν εκ νέου τη συζήτηση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ και την κλήτευση επιπλέον προσώπων προς εξέταση, και, συγκεκριμένα, των ήδη προταθέντων (Γ. Παπανδρέου, Κ. Μπίκα, Τ. Μπάνου, Η. Πλασκοβίτη κλπ) αλλά και άλλων, μεταξύ των οποίων ο Γ. Ραγκούσης, που είχε δηλώσει ότι τώρα εξηγούνται ανεξήγητες για τον ίδιο επιλογές της Κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεσμεύθηκε να συζητηθεί το θέμα στην επόμενη συνεδρίαση, της 13/12/2012, οπότε και πάλι δεν συζητήθηκε, και δεν τέθηκε καν στην ημερήσια διάταξη. Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής της 19/12/2012, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. απαίτησαν να τεθεί σε ψηφοφορία το ζήτημα και να συζητηθεί η συνέχιση της έρευνας για τη λίστα Λαγκάρντ, στηλιτεύοντας την παρελκυστική πολιτική που ακολουθείτο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν και πάλι οριακό, με πολλές ενδιαφέρουσες μεταβολές ψήφων, που διαμόρφωσαν την απορριπτική απόφαση, με 7 ψήφους έναντι 6. Υπέρ της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., των ΑΝ.ΕΛΛ. και του Κ.Κ.Ε., καθώς και ο βουλευτής της Ν.Δ. Μ. Κεφαλογιάννης. Κατά της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι βουλευτές της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, της Χρ. Αυγ., και της ΔΗΜΑΡ. Ο εκπρόσωπος, μάλιστα, της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλης δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να συντάξει πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής, αλλά δεν είχε τους απαιτούμενους βουλευτές (προδήλως υπονοώντας ότι Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν θα υπέγραφαν μια τέτοια πρόταση, που αυτονοήτως, δεν μπορούσε παρά να στρέφεται κατά αμφοτέρων των πρώην Υπουργών).
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- Ε.Κ.Μ. κατήγγειλε την ευθεία απόπειρα συγκάλυψης του θέματος για το οποίο εκκρεμούσε ήδη η διαβιβασθείσα από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς ποινική δικογραφία, που ίδρυε υποχρέωση των βουλευτών να συμβάλουν στην διαλεύκανση της υπόθεσης και στην απόδοση των ποινικών ευθυνών στους υπαιτίους. Κατήγγειλε, επίσης, την αδικαιολόγητη βραδύτητα με την οποία κινείτο το Υπουργείο Οικονομικών για την ανάκτηση του πρωτότυπου αρχείου από τη Γαλλία, ενώ αυτό φερόταν ότι είχε ζητηθεί από τις 12 Οκτωβρίου 2012. Σημειωτέον ότι, αντίθετα με όσα ανακριβή λέγονται, η ενέργεια του Υπουργού Οικονομικών να αναζητήσει την πρωτότυπη λίστα από τις Γαλλικές Αρχές δεν ήταν ούτε αυθόρμητη ούτε άμεση: ενώ το θέμα είχε ανακύψει από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2012, ο νυν Υπουργός απηύθυνε έγγραφο προς τις Γαλλικές Αρχές, μόνον κατόπιν σχετικού εγγράφου των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος με αρ. πρωτ. 1484 ΚΔΕ/8-10-2012, με το οποίο του γνώριζαν: «κρίνομεν σκόπιμον να προβή η Υπηρεσία σας στην επαναζήτηση του συγκεκριμένου CD και παρακαλούμεν, επί του τελευταίου τούτου, να έχομεν σχετική, θετική ή αρνητική, ενημέρωση».
Δύο ημέρες μετά την απόφαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας να σταματήσει η διερεύνηση (19-12-2012), το βράδυ της Παρασκευής 21 Δεκεμβρίου 2012, ενώ είχαν διακοπεί οι εργασίες της Βουλής λόγω εορτών, ανακοινώθηκε η κτήση του πρωτότυπου αρχείου από το Υπουργείο Οικονομικών. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. απηύθυνε ερώτημα (24-12-2012) για τους λόγους της τόσο μεγάλης καθυστέρησης και αναμένεται απάντηση. Το νέο ηλεκτρονικό αρχείο σε c.d. εξετάσθηκε και διαπιστώθηκε ότι περιείχε 3 επιπλέον αρχεία από το αρχικό, τα οποία μάλιστα αντιστοιχούσαν σε πρόσωπα συνδεόμενα συγγενικά με τον Γ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και με τη σημερινή και προηγούμενες Κυβερνήσεις.
Σχετικώς απεστάλησαν συμπληρωματικά στοιχεία στη Βουλή, από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς την Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012. Αίφνης, όλα άλλαξαν. Αυτό το τμήμα της δικογραφίας διαβιβάσθηκε σε μία ημέρα από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον Υπουργό και από τον τελευταίο στη Βουλή, την Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012, χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής σε κόμματα και βουλευτές, αλλά και δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο σχεδόν αστραπιαία.
Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. ΔΗΜ.ΑΡ. εμφανίσθηκαν ξαφνικά πανέτοιμα να παραπέμψουν τον Γ. Παπακωνσταντίνου και μόνον, για νόθευση εγγράφου και μόνον, και υπέβαλαν αμέσως, Παραμονή Πρωτοχρονιάς, πρόταση δίωξης εναντίον του αποκλειστικά για το αδίκημα της νόθευσης του εγγράφου. Ποιού εγγράφου; Αυτού που κρατούσε στο συρτάρι του ο κ. Βενιζέλος επί 14 μήνες. Ούτε λέξη για την υπεξαγωγή του εγγράφου αυτού από Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλο από την ημέρα παραλαβής του μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 2012. Ούτε λέξη για τη ζημία του δημοσίου συμφέροντος από τη μη αξιοποίηση της λίστας αυτής, με 2062 καταθέτες επί 2,5 και πλέον χρόνια, κατά τα οποία τα ίδια πρόσωπα, ως Υπουργοί Οικονομικών των Κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, επέδραμαν σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα των αδυνάμων. Τελικώς, το αδίκημα κατά τη Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είναι ότι απεκρύβη από το Δημόσιο, στο σύνολό του, και επί 2-2,5 χρόνια, ένα στοιχείο- πειστήριο πολύτιμο για την είσπραξη φόρων, που παρείχε πληροφορίες για 2.062 καταθέτες, αλλά μόνον ότι το αρχείο αυτό, που ο κ. Βενιζέλος κρατούσε ερμητικά κρυφό από το Δημόσιο και από τη Βουλή, περιείχε 3 ονόματα λιγότερα, τα ονόματα των ανωτέρω προσώπων.
Όσοι στοιχειωδώς γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται, εξεγείρονται με την υποκρισία και την μεθόδευση μιας ακρωτηριασμένης, αποσπασματικής και μονομερούς κατηγορίας, που, δια της έντεχνης διατύπωσής της, ωφελεί και τον κ. Παπακωνσταντίνου (αφήνοντάς τον στο απυρόβλητο για όλη την περιγραφόμενη στην παρούσα συμπεριφορά του και παρέχοντάς του αυτοτελώς υπερασπιστικά επιχειρήματα που δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία της δικογραφίας) και, τελικώς, εξυπηρετεί πρωτίστως την πολιτική σκοπιμότητα στήριξης του Ε. Βενιζέλου, αδιαφορώντας για τις ευθύνες του για τη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου. Τέτοιες μεθοδεύσεις σε καμία περίπτωση δεν υπηρετούν την αλήθεια, ούτε, βέβαια, την ανάγκη διαφάνειας, δικαιοσύνης και απόδοσης ευθυνών.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., τηρώντας στάση ευθύνης, δεν ενδίδει σε τέτοιου είδους τακτικισμούς. Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ πρέπει να διαλευκανθεί πλήρως και η απόδοση ευθυνών δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από το πόσο χρήσιμος είναι για την Κυβέρνηση οποιοσδήποτε εμπλέκεται σε αυτήν. Στα πλαίσια των εργασιών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. έκαναν το καθήκον τους, σε πείσμα της διαρκούς προσπάθειας συσκότισης, συγκάλυψης, αποπροσανατολισμού και επικοινωνιακού αντιπερισπασμού, που επιχειρούσαν οι βουλευτές των κομμάτων της Κυβέρνησης. Υπέβαλαν επίμονα ερωτήσεις (πολλές από τις οποίες δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα), έκαναν προτάσεις για κλήση επιπλέον προσώπων και ζήτησαν την συνέχιση διερεύνησης της υπόθεσης, έχοντας πλήρη συνείδηση της ποινικής διάστασής της, που προέκυπτε κατά τρόπο απροσμάχητο εξαρχής.
Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται η υποβολή της παρούσας προτάσεως, για την σύσταση Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλου, για τους οποίους ήδη προκύπτουν σοβαρά στοιχεία, που στηρίζονται αλλά δεν περιορίζονται στα περιεχόμενα στη δικογραφία αποδεικτικά μέσα. Από την πορεία της εξέτασης και από όσα προκύψουν θα εξαρτηθεί η περαιτέρω στάση μας ως προς άλλα πρόσωπα και αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα.
Πραγματικά περιστατικά
Α. Η λίστα Falciani- εργαλείο είσπραξης δισεκατομμυρίων ευρώ σε φόρους από άλλες Ευρωπαικές χώρες
Η διεθνώς γνωστή ως λίστα Falciani, ένα σύνολο αρχείων καταθέσεων σε υποκατάστημα της τράπεζας HSBC Ελβετίας, αποτέλεσε αντικείμενο αξιοπ Tromaktiko
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 86 παρ. 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗ
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ
ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ:
Α) Γεωργίου ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΚΑΙ
Β) Ευάγγελου ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ,
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗ «ΛΙΣΤΑ ΛΑΓΚΑΡΝΤ»
Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., που υπογράφουμε αυτήν την πρόταση, ζητούμε τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των Γεωργίου ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ και Ευάγγελου ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, πρώην Υπουργών Οικονομικών των Κυβερνήσεων Γ
Η παρούσα πρόταση υποβάλλεται για τη διερεύνηση των γεγονότων και ευθυνών που έχουν ήδη προκύψει από τα μέχρι σήμερα στοιχεία, με την επιφύλαξη να ζητηθεί επέκταση της προκαταρκτικής εξέτασης, αναλόγως της πορείας της έρευνας και των στοιχείων που τυχόν θα προκύψουν για πρόσωπα, αδικήματα ή περιστάσεις τελέσεως που δεν περιλαμβάνονται εδώ.
Εισαγωγή
Οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας
Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ αποτελεί σκάνδαλο ολκής και φέρνει με χαρακτηριστικό τρόπο στην επιφάνεια την έκταση της σήψης ενός πολιτικού συστήματος εξουσίας που λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των οικονομικά ισχυρών σε βάρος της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Τη στιγμή που μισθωτοί και συνταξιούχοι βλέπουν τα εισοδήματά τους να κατακρημνίζονται και τις κοινωνικές δαπάνες να περικόπτονται μέχρι απόλυτου εκμηδενισμού ώστε να εξυπηρετηθούν οι “υποχρεώσεις” της χώρας απέναντι στους δανειστές της, ανώτεροι και ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι συναλλάσσονται παράτυπα και εξωθεσμικά και συνωμοτούν ώστε να προστατεύσουν μεγαλοκαταθέτες που εμπεριέχονται στην περιβόητη Λίστα Λαγκάρντ.
Ενώ ο ελληνικός λαός βιώνει τις πρωτοφανείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της ανεκδιήγητης διαχείρισής της από όλες τις Μνημονιακές κυβερνήσεις είναι ταυτόχρονα αναγκασμένος να υφίσταται και την καθημερινή συλλογική ταπείνωση από μια πολιτική εξουσία που έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο και που δεν διστάζει να εμπαίζει και να γελοιοποιεί θεσμούς, νόμους, αξίες και πολιτειακές λειτουργίες για να εξυπηρετήσει ίδια συμφέροντα και ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς και, φυσικά, εντεταλμένους «δημοσιογράφους» που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα του πολιτικού καθωσπρεπισμού, της προσχηματικής «πολιτικής ορθότητας» και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων.
Όλοι εκείνοι που θέλησαν να ενοχοποιήσουν έναν ολόκληρο λαό για την κατάσταση της χώρας, να τον εξουθενώσουν οικονομικά και ηθικά ώστε να αποδεχτεί αμαχητί τη μνημονιακή πραγματικότητα, το νέο «μεγάλο εθνικό σχέδιο» που δεν στοχεύει πουθενά αλλού παρά στην εξαφάνιση ατομικών, κοινωνικών, εργασιακών αλλά και κυριαρχικών δικαιωμάτων, στον αναπροσδιορισμό του ιστορικού ορίου των αναγκών των κυριαρχούμενων τάξεων ώστε να μετατραπεί η χώρα σε καπιταλιστικό παράδεισο εντατικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, εκείνοι που εμφανίσθηκαν ως τιμητές και υπερασπιστές του νόμου, της τάξης και της κάθαρσης από τις παθογένειες της μεταπολίτευσης που οι ίδιοι δημιούργησαν, εκείνοι που ταχυδακτυλουργικά φόρτωσαν τις δικές τους ευθύνες στις πλάτες του ελληνικού λαού, οι αδιάφθοροι και άτεγκτοι πολιτικοί «πρωτοπόροι» και «μεταρρυθμιστές» που δήθεν δεν υπολόγισαν το πολιτικό κόστος μπροστά στην αδήριτη εθνική ανάγκη να σωθεί η χώρα από τον γκρεμό της χρεοκοπίας εμφανίζονται σήμερα, επιτέλους, στις πραγματικές τους διαστάσεις: Δεν πρόκειται παρά για υποκριτές που δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του συστήματος οικονομικής εξουσίας που τους συντηρεί, για απλούς υπηρέτες που είναι έτοιμοι και ικανοί για όλα προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τα αφεντικά τους.
Η ηθική ποιότητα και το πολιτικό ανάστημα των «ηρώων» της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, που πρωταγωνιστούν στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ και σήμερα, κατόπιν εορτής, δείχνουν ο ένας τον άλλον σε μια θλιβερή προσπάθεια να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, αποκαλύπτονται σε όλη τους τη μικρότητα και όλοι, υποκριτικά ή όχι, αναφωνούν: Τελικά ο βασιλιάς ήταν γυμνός.
Η προσπάθεια συγκάλυψης
Είναι τεράστιες οι πολιτικές ευθύνες για την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, που βαρύνουν όλες διαδοχικά τις Κυβερνήσεις, επί των ημερών των οποίων η λίστα άλλαζε χέρια και συρτάρια χωρίς να αξιοποιείται προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του ελληνικού λαού. Πρωτίστως, οι ευθύνες αυτές αφορούν, πέραν των άμεσα εμπλεκομένων Υπουργών, τους διαδοχικούς Πρωθυπουργούς αυτών των Κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά. Ειδική και ξεχωριστή μνεία κάνουμε στις ευθύνες του Γ. Παπανδρέου, επί Πρωθυπουργίας του οποίου η λίστα έφθασε στην Ελλάδα και κρατήθηκε κρυφή και αναξιοποίητη, γεγονός που χρήζει περαιτέρω ουσιαστικής διερεύνησης και εκτίμησης.
Η δε σημερινή προσπάθεια της τρικομματικής κυβέρνησης να συγκαλύψει τις ευθύνες που βαρύνουν περισσότερα του ενός πρόσωπα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων θα προκαλούσε μόνο γέλιο και οίκτο αν δεν προκαλούσε την οργή και την αγανάκτηση μιας κοινωνίας που καταστρέφεται από τις πολιτικές τους. Η κατεπείγουσα διαδικασία που επιλέγεται για την συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης με αντικείμενο την άσκηση ποινικής δίωξης αποκλειστικά κατά του κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, δεν είναι παρά ένα χοντροκομμένο τέχνασμα της σημερινής κυβέρνησης ώστε να συσκοτίσει την υπόθεση σε όλες τις πτυχές της και να προστατεύσει κάθε άλλον εμπλεκόμενο, συμπεριλαμβανομένου, ιδιαιτέρως, του χρήσιμου κ. Βενιζέλου. Ενώ επί μήνες το θέμα της λίστας Λαγκάρντ σερνόταν σε υπουργικούς και κοινοβουλευτικούς διαδρόμους, σε θεσμικές και παραθεσμικές συσκέψεις και όλοι ανεξαιρέτως οι αρμόδιοι υπουργοί και κρατικοί υπάλληλοι είτε ψεύδονταν είτε κωλυσιεργούσαν εξοργιστικά, παρά τις επίμονες οχλήσεις και πιεστικές ερωτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, όταν το θέμα φάνηκε ότι ξεφεύγει από τον έλεγχο και γίνεται μη διαχειρίσιμο λόγω της εμπλοκής των οικονομικών εισαγγελέων επιλέχθηκε η πλέον ανώδυνη για το σύστημα λύση: Να καεί ένας ώστε να προστατευθούν οι υπόλοιποι. Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ όμως δεν αφορά μόνον έναν Υπουργό (κορυφαίο και καταχειροκροτηθέντα από τους Υπουργούς και Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) αλλά όλους όσοι ενεπλάκησαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο σε αυτή, όλους όσοι είτε είχαν γνώση της ύπαρξης της και δεν έπραξαν τίποτε, είτε, πολύ περισσότερο, την είχαν στην κατοχή τους και επέλεξαν να παρασιωπήσουν την ύπαρξή της εμπαίζοντας τον ελληνικό λαό και εξαπατώντας το Ελληνικό Κοινοβούλιο επί μακρότατο χρονικό διάστημα.
Η πολιτική σκοπιμότητα της κατεπείγουσας διαδικασίας είναι καταφανής. Κίνητρο, ένας νέος, τρικομματικός- κυβερνητικός «όρκος σιωπής», για να προστατευτεί ο απαραίτητος για την Κυβέρνηση κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και να αποσιωπηθούν οι τεράστιες ευθύνες για τους χειρισμούς του κατά την θητεία του ως Υπουργού Οικονομικών και Αντιπροέδρου των Κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου, όταν πήρε και κράτησε κρυφά στην κατοχή του, επί μήνες, την περιβόητη λίστα. Το ίδιο ισχύει και για την συντεταγμένη και ενορχηστρωμένη προσπάθεια να περιοριστεί η διερεύνηση στην διαγραφή από τη λίστα τριών ονομάτων, για τα οποία τονίζεται μόνον συγγένειά τους με τον Γ. Παπακωνσταντίνου και παρασιωπώνται οι λοιπές σχέσεις και ιδιότητές τους, που τα συνδέουν ευθέως με τη σημερινή και τις προηγούμενες Κυβερνήσεις. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια υπόθεση ο πυρήνας της οποίας έχει να κάνει αποκλειστικά με προστασία προς συγγενικά πρόσωπα ενός Υπουργού, ανεξαρτήτως του ότι αυτοτελώς ένα τέτοιο γεγονός παράγει αναπόδραστα συμπεράσματα για την ηθική απαξία των προθέσεων και των συμπεριφορών ανθρώπων που κράτησαν στα χέρια τους το τιμόνι της χώρας. Το βασικό θέμα είναι προφανώς άλλο και σχετίζεται με την παραθεσμική διαχείριση της λίστας ώστε να μην αξιοποιηθούν οι πληροφορίες που εμπεριέχονταν σε αυτή και να μην διενεργηθούν φορολογικοί έλεγχοι που πιθανόν να έθεταν σε κίνδυνο μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ανεπίσημες πληροφορίες, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αφού ακόμη δεν έχουμε λάβει γνώση ούτε της αρχικής ούτε της προσφάτως αποσταλείσης λίστας, προκύπτει ότι αυτή περιελάμβανε στοιχεία που ευθέως παραπέμπουν στο σύστημα διαπλοκής, που λυμαίνεται τη χώρα.
Εν πάση περιπτώσει αποτελεί κοινό τόπο ακόμη για τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της μνημονιακής πολιτικής ότι καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να είναι σημαντικότερη από το συμφέρον, το δικαίωμα και την αξίωση του ελληνικού λαού να μάθει την αλήθεια. Κανένας εφήμερος πολιτικός σχεδιασμός και καμία μικροπολιτική επιδίωξη δεν είναι υπέρτερη της επιτακτικής ανάγκης να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η ανάγκη δε αυτή είναι ακόμη επιτακτικότερη σήμερα που οι κοινοβουλευτικοί και δημοκρατικοί θεσμοί έχουν, με ευθύνη των κυβερνώντων, απαξιωθεί με αποτέλεσμα να ανθίζουν τα φύτρα του ολοκληρωτισμού και του φασισμού, να θεωρείται ως απάντηση στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση η επιστροφή στις πιο σκοτεινές εποχές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Το χρέος όλων για την σε βάθος διερεύνηση όλων των πτυχών της υπόθεσης αυτής είναι τεράστιο και η ετυμηγορία της Ιστορίας θα είναι αμείλικτη.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- ΕΚΜ δεν θα συμπράξει στη συγκάλυψη, δεν θα αναλάβει ρόλο στο θέατρο σκιών που σκηνοθετεί η τρικομματική κυβέρνηση, ένα θέατρο που τροφοδοτεί την περαιτέρω απαξίωση της δημοκρατίας, των συνταγματικών θεσμών και των πολιτειακών λειτουργιών καλλιεργώντας το έδαφος του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας. Θα συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στην διαλεύκανση της υπόθεσης και στην απόδοση ευθυνών εκεί όπου ανήκουν, ανεξαρτήτως θέσεως των εμπλεκομένων και ενεχομένων προσώπων στην Κυβερνητική, Κομματική ή υπηρεσιακή ιεραρχία.
Πολιτικές όψεις της υπόθεσης Λαγκάρντ
Οι ποινικές πτυχές της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ έχουν κομβική σημασία για τη χώρα και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το πολιτικό σκέλος και τα πολιτικά συμπεράσματα που συνάγονται από την υπόθεση αυτή ανεξαρτήτως της ποινικής της αξιολόγησης:
Το πρώτο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει τόσο από τα στοιχεία της δικογραφίας όσο και από την δημόσια συζήτηση των τελευταίων ετών είναι ότι η γενικευμένη φοροασυλία που απολαμβάνει η εγχώρια ολιγαρχία του πλούτου είναι δομικό στοιχείο του μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Πλέον όλοι, ακόμη και οι εκπρόσωποι του αστικού συστήματος εξουσίας αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η φοροδιαφυγή έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και το συντριπτικό μέρος των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Εμείς, όμως, προσθέτουμε ότι δεν είναι μόνο η φοροδιαφυγή αλλά και οι νόμιμες φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν βιομήχανοι, εφοπλιστές, εθνικοί προμηθευτές και λοιποί «στυλοβάτες» της εθνικής οικονομίας, από τις οποίες επιτείνεται η επιβάρυνση εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων. Η νομοθετική παραβίαση του άρθρου 4 του Συντάγματος, για ισότιμη και αναλογική συμμετοχή όλων στα δημόσια βάρη συνδέεται με την συνολική κατάρρευση των δημοσίων εσόδων που επηρέασε καταλυτικά την ένταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Αυτά, βέβαια, αφήνουν αδιάφορες τις Κυβερνήσεις που συνειδητά επέλεξαν την εξόντωση της εργατικής τάξης και τη θυσία των εργαζομένων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας στο βωμό της περιλάλητης «ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ λοιπόν δεν αποτελεί «μεμονωμένο περιστατικό». Αντίθετα, πρόκειται για μια από τις στιγμές κατά τις οποίες οι αμαρτωλές σχέσεις και οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι μεταξύ εγχώρια κεφαλαιοκρατίας και πολιτικής ελίτ της εξουσίας έρχονται στην επιφάνεια. Βεβαίως κανείς δεν δικαιούται να δηλώνει έκπληκτος. Οι σχέσεις και οι συναλλαγές αυτές δεν είναι καινούριες αλλά αντίθετα δομούν το ελληνικό σύστημα εξουσίας της μεταπολίτευσης σε κάθε του πτυχή: Μεγαλοκαναλάρχες και πτωχευμένοι μεγιστάνες των ΜΜΕ, εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι όπλων, μεγαλοκατασκευαστές προμηθευτές του Δημοσίου, πάσης φύσεως μικροί ή μεγάλοι καπιταλιστές είναι ταυτόχρονα προστάτες και προστατευόμενοι ενός πολιτικού συστήματος έτοιμου και ικανού για όλα, πρόθυμου να κάνει τα πάντα για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους (που είναι και δικά του, αλλά συγκρούονται με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού) και να εγγυηθεί την επιβίωση τους στον διεθνή κεφαλαιακό ανταγωνισμό. Αυτό έκανε το πολιτικό σύστημα με την λυσσαλέα υποστήριξη της μνημονιακής πολιτικής, αυτό έκανε και με την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Στην πρώτη περίπτωση παραβιάζοντας ευθέως και εξακολουθητικά τη συνταγματική νομιμότητα και όχι μόνο, στη δεύτερη περίπτωση παραβιάζοντας εξόφθαλμα τον ίδιο τον ποινικό νόμο.
Το δεύτερο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η παραθεσμική και χαοτική λειτουργία του ελληνικού κράτους, εκφάνσεις της οποίας προκύπτουν εναργώς από την συναφή δικογραφία, δεν είναι αποτέλεσμα ανικανότητας, προσωπικών επιλογών και σταθμίσεων αλλά αποτελεί μια ιδιόμορφη, εκλεπτυσμένη και αποτελεσματική «τεχνολογία εξουσίας». Η αποτελεσματικότητα της εξουσίας αυτής ανάγεται ακριβώς σε αυτό που ονομάζεται στρατηγική επιλεκτικότητα του κράτους. Στα τυχαία δήθεν βραχυκυκλώματα των πολιτικών και ελεγκτικών μηχανισμών όταν η θεσμική πρόοδος μιας υπόθεσης θα μπορούσε να βλάψει συγκεκριμένα συμφέροντα συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, οικονομικής φύσης. Η αποτελεσματικότητα αυτής της τεχνολογίας εξουσίας ανάγεται τελικά στο αντίθετό της, την οργανωτική αναποτελεσματικότητα του επίσημου κρατικού μηχανισμού. Η ελληνική εκδοχή του αστικού συστήματος εξουσίας δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλέγμα επιμέρους δικτύων πολιτικής, διοικητικής και οικονομικής εξουσίας που απλώνει τα πλοκάμια του και αλληλοκαλύπτεται με τους επίσημους κρατικούς θεσμούς, συμπλέκεται και διαπλέκεται μαζί τους και προσπαθεί άλλοτε να επιταχύνει και άλλοτε να βραχυκυκλώσει τη λειτουργία τους με έναν και μοναδικό σκοπό: την αναπαραγωγή του εαυτού του και την συνέχιση μιας πολιτικής που ευνοεί φυσικά την κρατούσα τάξη στο σύνολό της αλλά και συγκεκριμένα ατομικά κεφάλαια που διατηρούν προνομιακές σχέσεις με τμήματα της πολιτικής ελίτ.
Η εξονυχιστική ποινική διερεύνηση, επομένως, της υπόθεσης της Λίστας Λαγκάρντ δεν αποτελεί αναγκαιότητα μόνο για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν εκείνοι που τέλεσαν αξιόποινες πράξεις σε βάρους του Δημοσίου και του ελληνικού λαού αλλά πρέπει να αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για το ριζικό μετασχηματισμό ενός κράτους αλυσοδεμένου και δεσμευμένου να εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μόνον απλών διοικητικών μέτρων, ούτε μόνον ποινικής τιμωρίας. Η πραγματική εξυγίανση του δημοσίου βίου απαιτεί κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο των κρατικών μηχανισμών, ανάπτυξη κοιτίδων δημοκρατίας μέσα στους πιο σκοτεινούς και δυσώδεις θύλακες εξουσίας και διάλυση των παραθεσμικών κέντρων και δικτύων του. Σε αυτό το πολιτικό σχέδιο είναι αφοσιωμένος ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και ακριβώς γι αυτό το λόγο προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί την οργή και τη λυσσαλέα επίθεση όσων ευνοούνται από τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, των κομμάτων, των προσώπων και των συμφερόντων που έχουν στρογγυλοκαθήσει στον σβέρκο του Ελληνικού λαού.
Η λίστα Λαγκάρντ, όμως, και πρέπει αυτό να σημειωθεί με κάθε έμφαση, είναι μία λίστα που προέρχεται από ένα μόλις υποκατάστημα μιας και μόνης τράπεζας. Πόσες είναι στην πραγματικότητα οι λίστες κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει και τούτο οφείλεται ακριβώς στο θεσμικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού που κατοχυρώνει την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και με πρόσχημα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προστατεύει το τραπεζικό απόρρητο μετατρέποντας το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα σε ένα τεράστιο πλυντήριο παράνομου χρήματος, χρήματος του οποίου η προέλευση είναι άγνωστη, χρήματος που δεν έχει φορολογηθεί. Το ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να βάζει διαρκώς εμπόδια στους αναγκαίους φορολογικούς και δικαστικούς ελέγχους των επιμέρους αρχών, να δημιουργεί ένα πραγματικό λαβύρινθο μέσα στον οποίο ο έλεγχος των κινήσεων του μαύρου χρήματος είναι σχεδόν αδύνατος. Και δεν πρόκειται φυσικά μόνο για τις τράπεζες. Οι Έλληνες καπιταλιστές, διαθέτουν αμύθητα κεφάλαια επενδεδυμένα στο εξωτερικό, σε υπεράκτιες εταιρίες, χρηματοπιστωτικά funds, σε μετοχές, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια. Και είναι ακριβώς το νεοφιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο που εμποδίζει τις επιμέρους αρχές να ελέγξουν το μέγεθος των τοποθετήσεων αυτών καθώς και την προέλευση τους. Εδώ προκύπτει για εμάς το τεράστιο πολιτικό θέμα, η ανάγκη για την αμφισβήτηση των ιερών και των οσίων του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος εξουσίας, η ανάγκη θέσπισης αυστηρότατων μέτρων για τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, τον περιορισμό των δυνατοτήτων που αυτή τη στιγμή δίνονται στον αστικό κόσμο, σε μεγάλους και μικρούς επιχειρηματίες, να αποφεύγουν την φορολόγηση, να ξεπλένουν χρήμα, να συσσωρεύουν πλούτο σε βάρος των εργαζομένων. Πέρα λοιπόν από την ποινική διάσταση του ζητήματος ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεν μπορεί παρά να αναδείξει και αυτή την πολιτική πλευρά του. Την ανάγκη για μια ριζική ανατροπή του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου σε Ελλάδα και Ευρώπη που αποτελεί τη μήτρα από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο σκάνδαλο της σύγχρονης ιστορίας: Η συσσώρευση πλούτου των λίγων σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας.
Κοινοβουλευτικό και δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης:
Η φορολόγηση καταθέσεων εξωτερικού και των καταθέσεων στην Ελβετία αποτέλεσε αντικείμενο πολυετούς και εκτεταμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου από πλευράς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Επισημαίνοντας την παραβίαση της συνταγματικής επιταγής για ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια βάρη «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έθετε επιτακτικά το ζήτημα και οι Κυβερνήσεις συνήθως απαντούσαν με ευχολόγια ή την επίκληση πρακτικών δυσχερειών. Σε ερωτήσεις που έγιναν στην διάρκεια της προηγούμενης Βουλής, οι Υπουργοί Οικονομικών απαντούσαν κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την φορολόγηση τέτοιων καταθέσεων ή απαντούσαν ότι είναι απαραίτητη η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία, η οποία, δήθεν, ήταν ζήτημα ημερών ήδη από τον…Οκτώβριο 2011! Πολλές φορές μάλιστα, χρησιμοποιούσαν την "επικείμενη" ανά πάσα στιγμή υπογραφή της συμφωνίας ως φόβητρο για να κάνουν τους βουλευτές να πάψουν να ρωτούν για τις καταθέσεις στην Ελβετία. Όποιος τολμούσε να ρωτήσει τι γίνεται με τη φορολόγηση των καταθέσεων αυτών, υφίστατο τα πυρά του «Υπεύθυνου Υπουργού», διότι «έθετε σε διακινδύνευση» ή «τορπίλιζε» την πάντοτε «επικείμενη» συμφωνία..!
Τον Αύγουστο 2012 οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Π. Κουρουμπλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παναγιώτης Λαφαζάνης κατέθεσαν προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ερώτηση σχετικά με την χρήση και κτήση από τις Ελληνικές Αρχές στοιχείων ελλήνων καταθετών από c.d. που είχαν στην κατοχή τους οι Γερμανικές Αρχές. Ο Υπουργός Οικονομικών απάντησε ότι τέτοια στοιχεία δεν ήταν καν δυνατόν να ζητηθούν από τις Γερμανικές Αρχές[2]!
Με αυτό το δεδομένο, και έχοντας την άποψη ότι αποτελεί υποχρέωση του Υπουργείου να αναζητά διαφυγούσα φορολογική ύλη αξιοποιώντας και τις διεθνείς συμβάσεις που ισχύουν για τη χώρα μας, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Παναγιώτης Κουρουμπλής και Ζωή Κωνσταντοπούλου απηύθυναν στις 25/9/2012 Διάβημα και Αίτημα προς τους Οικονομικούς Εισαγγελείς (αρ. πρωτ. 303/25-9-2012), ζητώντας να διερευνηθεί το ζήτημα, αλλά και να διαλευκανθούν δημοσιεύματα που είχαν δει το φως της δημοσιότητας κατά τις ημέρες εκείνες και έφεραν λίστα «1.991 ονομάτων» να έχει παραδοθεί στον κ. Παπακωνσταντίνου και να αγνοείται η τύχη του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ανωτέρω διάβημα: «Οι απαντήσεις που δόθηκαν από πλευράς των Υπουργείων […] παρίστανται προσχηματικές και αναδεικνύουν απροθυμία διερεύνησης των υποθέσεων αυτών και, κυρίως, απόκτησης πρόσβασης στα στοιχεία που άλλες χώρες κατέχουν και χρησιμοποιούν. Η ίδια εγκληματική απραξία αναδεικνύεται εν σχέσει με τη λίστα Falciani, που φέρεται ότι παρέδωσε στον τότε Υπουργό Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου η τότε Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών και νυν επικεφαλής του Δ.Ν.Τ. κα Κριστίν Λαγκάρντ. Η άνω λίστα φέρεται να περιείχε 1.991 ονόματα ελλήνων[3], πλην όμως φέρεται να αγνοείται η τύχη της μετά την παράδοσή της στον κ. Παπακωνσταντίνου […] Η φοροδιαφυγή και μάλιστα σε αυτό το επίπεδο και σε αυτή τη μορφή, επιτάσσει την αποφασιστική παρέμβαση της Δικαιοσύνης, ως ελάχιστο μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς».
Με βάση τα σχετικά δημοσιεύματα και το διάβημα-αναφορά των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παραγγέλθηκε στις 27/9/2012 προκαταρκτική εξέταση με αντικείμενο τον «εντοπισμό της συγκεκριμένης λίστας, τη διερεύνηση της πορείας της μετά την παραλαβή της, τα εμπλακέντα με αυτήν πρόσωπα (υπηρεσιακά) και τις επ’ αυτής (λίστας) ενέργειές τους», σε κάθε δε περίπτωση «ως προς το περιεχόμενό της τη διενέργεια των προβλεπομένων νομίμων, προς την κατεύθυνση διακριβώσεως ενδεχόμενης διαπράξεως αυτεπαγγέλτως διωκομένων αξιοποίνων πράξεων οικονομικών εγκλημάτων (Ν. 2523/1997, ν. 3691/08) ή και συναφών προς αυτά (άρ. 17Α Ν. 2523/1997)»
Η δημοσιοποίηση της παραγγελθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και δημόσιες δηλώσεις των πρώην Υπουργών Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλου και των πρώην επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. Ι. Καπελέρη και Ι. Διώτη, από τις οποίες προέκυπτε ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν λάβει στην κατοχή τους ολόκληρη ή μέρος της λίστας, αλλά δεν είχαν προβεί σε καμία επίσημη ενέργεια αξιοποίησής της, ο καθένας δε προσπαθούσε με έμμεσο τρόπο να στρέψει τις υποψίες των ευθυνών σε άλλον, χωρίς παράλληλα να αιτιάται ευθέως κάποιον για κάτι.
Ακολούθησε προκαταρκτική εξέταση, κατά τη διάρκεια της οποίας κλήθηκαν ως ύποπτοι οι δύο πρώην επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. και παρείχαν εξηγήσεις. Την 31/10/2012[4] οι οικονομικοί Εισαγγελείς, κρίνοντας ότι, για τον μέχρι τότε χειρισμό της υπόθεσης προέκυπταν ευθύνες Κυβερνητικών Προσώπων, για τις οποίες υποχρεούντο να διαβιβάσουν αμελλητί τη δικογραφία στη Βουλή, προέβησαν στην εν λόγω διαβίβαση, κρατώντας παράλληλα αντίγραφα για τη συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης ως προς τα μη κυβερνητικά ενεχόμενα πρόσωπα. Η ανωτέρω δικογραφία απεστάλη, τελικώς, στον Υπουργό Δικαιοσύνης από τον Προϊστάμενο τους Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου μόλις στις 26/11/2012 και από τον Υπουργό στη Βουλή την 27/11/2012[5], οπότε πρωτοκολλήθηκε στο Γραφείο Προέδρου (Αρ. πρωτ. Ειδικής Γραμματείας Προέδρου Βουλής 2833/27-11-2012). Από την ημερομηνία εκείνη, χορηγήθηκαν αντίγραφά της στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. μόλις στις 3/1/2012, κατόπιν πολλών προφορικών και γραπτών διαβημάτων.
Αυτοτελώς η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή κατά το στάδιο εκείνο, κατά το οποίο ερευνητέα, στο πλαίσιο της αρχικής προκαταρκτικής εξέτασης, ήταν η υπεξαγωγή της αρχικής λίστας και οι σχετικοί με αυτήν χειρισμοί, είναι πρόδηλο ότι αφορούσε, τουλάχιστον, αμφότερα τα κυβερνητικά πρόσωπα που είχαν λάβει στην κατοχή τους τη λίστα, δηλαδή τους Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλο, οι οποίοι άλλωστε είχαν εξετασθεί ως μάρτυρες ενώπιον των Οικονομικών Εισαγγελέων.
Ωστόσο, στο στάδιο εκείνο, κανένα από τα Κόμματα της Συγκυβέρνησης ούτε και ο Πρόεδρος της Βουλής έκανε την παραμικρή ενέργεια για την συνέχιση της πορείας της δικογραφίας.
Εν τω μεταξύ, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής έλαβε χώρα η εξέταση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ, από τις 3 Οκτωβρίου 2012 μέχρι την 1 Νοεμβρίου 2012 [ημερομηνία κατά την οποία ανακοινώθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς στην Βουλή, οπότε, περιέργως, οι βουλευτές των κομμάτων της συγκυβέρνησης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σταματήσει η εκκινηθείσα διερεύνηση].
Η εξέταση της υπόθεσης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ξεκίνησε από σύμπτωση: κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης της Επιτροπής, είχαν κληθεί ενώπιόν της τρεις πρώην και ο νύν επικεφαλής του Σ.Δ.Ο.Ε. (οι κκ. Ι. Καπελέρης, Ι. Διώτης, Σπ. Κλαδάς και Κ. Στασινόπουλος), κατόπιν αιτήματος του βουλευτή κ. Α. Κακλαμάνη, σε σχέση με δημοσιεύματα περί υποτιθέμενης λίστας «32 πολιτικών προσώπων που ελέγχονται από το Σ.Δ.Ο.Ε.», που είχαν προκληθεί από σχετική απάντηση του Υπουργού Οικονομικών στο βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλη. Ο αρχικός σκοπός της κλήσης των ανωτέρω ήταν να προσδιορισθεί ο τρόπος, οι συνθήκες και τα προβλήματα λειτουργίας του Σ.Δ.Ο.Ε. και να διαλευκανθεί εάν ίσχυαν ή όχι τα περί λίστας «32 πολιτικών προσώπων». Ωστόσο, κατά τις ημέρες εκείνες η επικαιρότητα είχε σχεδόν μονοπωληθεί από τις δημόσιες δηλώσεις των κκ. Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλου, Διώτη, Καπελέρη σε σχέση με τη λίστα Λαγκάρντ και, έτσι, η διερεύνηση αρχικώς επεκτάθηκε και, τελικώς, επικεντρώθηκε στο θέμα αυτό.
Με αίτημα των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. που συμμετείχαν στην Επιτροπή, κλήθηκαν επίσης ενώπιόν της οι πρώην και ο νυν Υπουργός Οικονομικών και, ειδικότερα, οι κκ. Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλος, Σαχινίδης και Στουρνάρας. Από τις καταθέσεις και τοποθετήσεις όλων των ανωτέρω προσώπων, προέκυψαν πλείστα νεότερα στοιχεία και αντιφάσεις, αλλά και η φερόμενη γνώση και εμπλοκή στην υπόθεση περισσοτέρων υψηλόβαθμών κυβερνητικών προσώπων και υπηρεσιακών παραγόντων, μεταξύ των οποίων ο πρώην Αρχηγός της Ε.Υ.Π. Κ. Μπίκας, ο πρώην Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Οικονομικών Α. Μπάνος, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών Η. Πλασκοβίτης, ο πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι Κ. Χαλαστάνης, η πρώην διευθύντρια του γραφείου του κ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και ο πρώην Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, για τον οποίο ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε, χαρακτηριστικά, ότι είχε ενημερωθεί για τη λίστα και ότι του έδωσε την εντολή να προχωρήσει, αλλά και ότι, από κοινού με τον κ. Παπακωνσταντίνου, συναντήθηκε με τον Διοικητή της HSBC Ελβετίας στο Νταβός στα τέλη Ιανουαρίου 2011, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η λίστα ήταν στην κατοχή του κ. Παπακωνσταντίνου.
Από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ- Ε.Κ.Μ. ζητήθηκε να κληθούν όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, προκειμένου να συνεχισθεί η διερεύνηση. Στην ψηφοφορία που έγινε, το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε 6 κατά της συνέχισης (5 βουλευτές της Ν.Δ. και 1 βουλευτής του Κ.Κ.Ε., ενώ απών κατά την ψηφοφορία ήταν ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και 5 υπέρ της συνέχισης (οι 3 βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. Στ. Κοντονής, Ζ. Κωνσταντοπούλου και Π. Λαφαζάνης, ο βουλευτής των Αν. Ελλ. και ο βουλευτής της Χρ.Α.). Ο βουλευτής της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλης ψήφισε «παρών». Μετά τη δημοσιοποίηση του αποτελέσματος, το Κ.Κ.Ε. έκανε δημόσια δήλωση ότι «δεν θα είχε αντίρρηση να κληθούν νέα πρόσωπα και ο Γ. Παπανδρέου». Ωστόσο, μολονότι οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- Ε.Κ.Μ. ζητούσαν επανειλημμένως να μπει εκ νέου το θέμα σε ψηφοφορία, ο Πρόεδρος της Επιτροπής αρνείτο επί σχεδόν 1,5 μήνα να διεξαχθεί η σχετική συζήτηση και ψηφοφορία. Στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της 6/12/2012, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. ζήτησαν εκ νέου τη συζήτηση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ και την κλήτευση επιπλέον προσώπων προς εξέταση, και, συγκεκριμένα, των ήδη προταθέντων (Γ. Παπανδρέου, Κ. Μπίκα, Τ. Μπάνου, Η. Πλασκοβίτη κλπ) αλλά και άλλων, μεταξύ των οποίων ο Γ. Ραγκούσης, που είχε δηλώσει ότι τώρα εξηγούνται ανεξήγητες για τον ίδιο επιλογές της Κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεσμεύθηκε να συζητηθεί το θέμα στην επόμενη συνεδρίαση, της 13/12/2012, οπότε και πάλι δεν συζητήθηκε, και δεν τέθηκε καν στην ημερήσια διάταξη. Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής της 19/12/2012, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. απαίτησαν να τεθεί σε ψηφοφορία το ζήτημα και να συζητηθεί η συνέχιση της έρευνας για τη λίστα Λαγκάρντ, στηλιτεύοντας την παρελκυστική πολιτική που ακολουθείτο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν και πάλι οριακό, με πολλές ενδιαφέρουσες μεταβολές ψήφων, που διαμόρφωσαν την απορριπτική απόφαση, με 7 ψήφους έναντι 6. Υπέρ της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., των ΑΝ.ΕΛΛ. και του Κ.Κ.Ε., καθώς και ο βουλευτής της Ν.Δ. Μ. Κεφαλογιάννης. Κατά της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι βουλευτές της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, της Χρ. Αυγ., και της ΔΗΜΑΡ. Ο εκπρόσωπος, μάλιστα, της ΔΗΜ.ΑΡ. Ν. Τσούκαλης δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να συντάξει πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής, αλλά δεν είχε τους απαιτούμενους βουλευτές (προδήλως υπονοώντας ότι Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν θα υπέγραφαν μια τέτοια πρόταση, που αυτονοήτως, δεν μπορούσε παρά να στρέφεται κατά αμφοτέρων των πρώην Υπουργών).
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- Ε.Κ.Μ. κατήγγειλε την ευθεία απόπειρα συγκάλυψης του θέματος για το οποίο εκκρεμούσε ήδη η διαβιβασθείσα από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς ποινική δικογραφία, που ίδρυε υποχρέωση των βουλευτών να συμβάλουν στην διαλεύκανση της υπόθεσης και στην απόδοση των ποινικών ευθυνών στους υπαιτίους. Κατήγγειλε, επίσης, την αδικαιολόγητη βραδύτητα με την οποία κινείτο το Υπουργείο Οικονομικών για την ανάκτηση του πρωτότυπου αρχείου από τη Γαλλία, ενώ αυτό φερόταν ότι είχε ζητηθεί από τις 12 Οκτωβρίου 2012. Σημειωτέον ότι, αντίθετα με όσα ανακριβή λέγονται, η ενέργεια του Υπουργού Οικονομικών να αναζητήσει την πρωτότυπη λίστα από τις Γαλλικές Αρχές δεν ήταν ούτε αυθόρμητη ούτε άμεση: ενώ το θέμα είχε ανακύψει από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2012, ο νυν Υπουργός απηύθυνε έγγραφο προς τις Γαλλικές Αρχές, μόνον κατόπιν σχετικού εγγράφου των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος με αρ. πρωτ. 1484 ΚΔΕ/8-10-2012, με το οποίο του γνώριζαν: «κρίνομεν σκόπιμον να προβή η Υπηρεσία σας στην επαναζήτηση του συγκεκριμένου CD και παρακαλούμεν, επί του τελευταίου τούτου, να έχομεν σχετική, θετική ή αρνητική, ενημέρωση».
Δύο ημέρες μετά την απόφαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας να σταματήσει η διερεύνηση (19-12-2012), το βράδυ της Παρασκευής 21 Δεκεμβρίου 2012, ενώ είχαν διακοπεί οι εργασίες της Βουλής λόγω εορτών, ανακοινώθηκε η κτήση του πρωτότυπου αρχείου από το Υπουργείο Οικονομικών. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. απηύθυνε ερώτημα (24-12-2012) για τους λόγους της τόσο μεγάλης καθυστέρησης και αναμένεται απάντηση. Το νέο ηλεκτρονικό αρχείο σε c.d. εξετάσθηκε και διαπιστώθηκε ότι περιείχε 3 επιπλέον αρχεία από το αρχικό, τα οποία μάλιστα αντιστοιχούσαν σε πρόσωπα συνδεόμενα συγγενικά με τον Γ. Παπακωνσταντίνου, αλλά και με τη σημερινή και προηγούμενες Κυβερνήσεις.
Σχετικώς απεστάλησαν συμπληρωματικά στοιχεία στη Βουλή, από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς την Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012. Αίφνης, όλα άλλαξαν. Αυτό το τμήμα της δικογραφίας διαβιβάσθηκε σε μία ημέρα από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον Υπουργό και από τον τελευταίο στη Βουλή, την Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012, χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής σε κόμματα και βουλευτές, αλλά και δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο σχεδόν αστραπιαία.
Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. ΔΗΜ.ΑΡ. εμφανίσθηκαν ξαφνικά πανέτοιμα να παραπέμψουν τον Γ. Παπακωνσταντίνου και μόνον, για νόθευση εγγράφου και μόνον, και υπέβαλαν αμέσως, Παραμονή Πρωτοχρονιάς, πρόταση δίωξης εναντίον του αποκλειστικά για το αδίκημα της νόθευσης του εγγράφου. Ποιού εγγράφου; Αυτού που κρατούσε στο συρτάρι του ο κ. Βενιζέλος επί 14 μήνες. Ούτε λέξη για την υπεξαγωγή του εγγράφου αυτού από Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλο από την ημέρα παραλαβής του μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 2012. Ούτε λέξη για τη ζημία του δημοσίου συμφέροντος από τη μη αξιοποίηση της λίστας αυτής, με 2062 καταθέτες επί 2,5 και πλέον χρόνια, κατά τα οποία τα ίδια πρόσωπα, ως Υπουργοί Οικονομικών των Κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, επέδραμαν σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα των αδυνάμων. Τελικώς, το αδίκημα κατά τη Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είναι ότι απεκρύβη από το Δημόσιο, στο σύνολό του, και επί 2-2,5 χρόνια, ένα στοιχείο- πειστήριο πολύτιμο για την είσπραξη φόρων, που παρείχε πληροφορίες για 2.062 καταθέτες, αλλά μόνον ότι το αρχείο αυτό, που ο κ. Βενιζέλος κρατούσε ερμητικά κρυφό από το Δημόσιο και από τη Βουλή, περιείχε 3 ονόματα λιγότερα, τα ονόματα των ανωτέρω προσώπων.
Όσοι στοιχειωδώς γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται, εξεγείρονται με την υποκρισία και την μεθόδευση μιας ακρωτηριασμένης, αποσπασματικής και μονομερούς κατηγορίας, που, δια της έντεχνης διατύπωσής της, ωφελεί και τον κ. Παπακωνσταντίνου (αφήνοντάς τον στο απυρόβλητο για όλη την περιγραφόμενη στην παρούσα συμπεριφορά του και παρέχοντάς του αυτοτελώς υπερασπιστικά επιχειρήματα που δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία της δικογραφίας) και, τελικώς, εξυπηρετεί πρωτίστως την πολιτική σκοπιμότητα στήριξης του Ε. Βενιζέλου, αδιαφορώντας για τις ευθύνες του για τη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου. Τέτοιες μεθοδεύσεις σε καμία περίπτωση δεν υπηρετούν την αλήθεια, ούτε, βέβαια, την ανάγκη διαφάνειας, δικαιοσύνης και απόδοσης ευθυνών.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ., τηρώντας στάση ευθύνης, δεν ενδίδει σε τέτοιου είδους τακτικισμούς. Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ πρέπει να διαλευκανθεί πλήρως και η απόδοση ευθυνών δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από το πόσο χρήσιμος είναι για την Κυβέρνηση οποιοσδήποτε εμπλέκεται σε αυτήν. Στα πλαίσια των εργασιών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Ε.Κ.Μ. έκαναν το καθήκον τους, σε πείσμα της διαρκούς προσπάθειας συσκότισης, συγκάλυψης, αποπροσανατολισμού και επικοινωνιακού αντιπερισπασμού, που επιχειρούσαν οι βουλευτές των κομμάτων της Κυβέρνησης. Υπέβαλαν επίμονα ερωτήσεις (πολλές από τις οποίες δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα), έκαναν προτάσεις για κλήση επιπλέον προσώπων και ζήτησαν την συνέχιση διερεύνησης της υπόθεσης, έχοντας πλήρη συνείδηση της ποινικής διάστασής της, που προέκυπτε κατά τρόπο απροσμάχητο εξαρχής.
Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται η υποβολή της παρούσας προτάσεως, για την σύσταση Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλου, για τους οποίους ήδη προκύπτουν σοβαρά στοιχεία, που στηρίζονται αλλά δεν περιορίζονται στα περιεχόμενα στη δικογραφία αποδεικτικά μέσα. Από την πορεία της εξέτασης και από όσα προκύψουν θα εξαρτηθεί η περαιτέρω στάση μας ως προς άλλα πρόσωπα και αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα.
Πραγματικά περιστατικά
Α. Η λίστα Falciani- εργαλείο είσπραξης δισεκατομμυρίων ευρώ σε φόρους από άλλες Ευρωπαικές χώρες
Η διεθνώς γνωστή ως λίστα Falciani, ένα σύνολο αρχείων καταθέσεων σε υποκατάστημα της τράπεζας HSBC Ελβετίας, αποτέλεσε αντικείμενο αξιοπ Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μία ζεστή κατοικία στη Μαδρίτη
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μαλακτικό scrub για χέρια και πόδια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ