2013-01-18 11:44:04
του Μανόλη Μαυροζαχαράκη
Η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης.
Η κρίση καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας που... εφαρμόζεται ανεπιτυχώς επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ.
Μαζί με την καταδίκη αυτή ανέκυψε ωστόσο το ερώτημα μήπως η συγκεκριμένη πολιτική έχει κάποιο δύσκολα αντιληπτό νόημα. Με δεδομένο μάλιστα ότι το επίκαιρο «στίγμα», που έχει καταφέρει η κρίση να καθιερώσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι το στίγμα του νεοφιλελευθερισμού.
Οι ιθύνουσες ελίτ της Δύσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, κοκ υποστήριξαν συνεχώς την κατ ‘ ευφημισμόν καλούμενη « μεταρρύθμιση », προσηλωμένη στον νεοφιλελεύθερο φανατισμό.
Ας επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τις διάφορες φιλοσοφίες που διέπουν την νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην Ευρώπη σήμερα.
Στον πυρήνα του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου προτάγματος που τεκμαίρεται υπό ηγεμονία της Γερμανίας, βρίσκεται η έννοια της εγκράτειας η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέμπει στον προτεσταντισμό[i].
Συνοπτικά μπορούμε να διαφοροποιήσουμε μεταξύ φυσικής εγκράτειας , της πολιτικής εγκράτειας και της εγκράτειας με την στενή οικονομική έννοια του όρου.
Εν προκειμένου, οι νεοφιλελεύθεροι τύπου Μέρκελ θεωρούν την φυσική εγκράτεια πραγματολογικά και πολιτικά απαραίτητη εμμένοντας στους περιορισμούς των δημοσίων δαπανών και του προϋπολογισμού για να μην παρατηρηθεί το χάος που είδαμε με την Ελλάδα.
Στη δεύτερη περίπτωση, της πολιτικής εγκράτειας θεωρείται περισσότερο κανονιστικό θέμα που δεν μπορεί να λειτουργήσει για αυτούς που ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανακατανομή εισοδήματος.
Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως απαντούν κανονιστικά στο ζήτημα προκρίνοντας για λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά και για λόγους ατομικής ελευθερίας ένα μικρό κράτος που νοιάζεται μόνο για τη λειτουργία των αγορών, αλλά κατά τα άλλα απέχει από την λειτουργία τους[ii].
Όπως σημειώνει ο Steward Hall «o νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτομο», με το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας. Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτομα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθμίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς ή να αναμιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωμα της κερδοφορίας και της συσσώρευσης ατομικού πλούτου»[iii].
Σύμφωνα με ένα κεντρικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού το οποίο καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντμαν , οι ελεύθερες αγορές εξασφαλίζουν τη βέλτιστη κατανομή των πόρων, και άρα την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας[iv].
Παρά την εμφανή αποτυχία σε κάθε σχεδόν περίπτωση που εισάγεται περισσότερη ελεύθερη αγορά, και την απορρύθμιση που αυτή φέρνει, οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν: οι πόροι δεν κατανέμονται βέλτιστα γιατί αυτό που φταίει είναι ότι χρειάζεται απόλυτα αδέσμευτη αγορά. Με το επιχείρημα αυτό μεταθέτουν την επιτυχία του εγχειρήματος τους στο μέλλον επιζητώντας ιδανικές συνθήκες της απόλυτης αγοράς.
Για τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνία έχει μια οργανική ποιότητα, είναι ακριβώς ο απροσχεδίαστος και αυθόρμητος συντονισμός πολλών ατόμων που δρούν ωθούμενα από προσωπικά κίνητρα.[v].
Η ιδέα του αυθόρμητου συντονισμού σχετίζεται με την έννοια της παράδοσης ως εσωτερικευμένης στα δρώντα υποκείμενα γνώσης και σοφίας. Είναι η έννοια της «τεχνογνωσίας» που αποκτά το άτομο δραστηριοποιούμενο και διαχειριζόμενο τα προβλήματα επί τόπου[vi].
Η τρίτη περίπτωση της στενής εγκράτειας, διαφοροποιείται σε εγκράτεια κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης και κατά τη διάρκεια μιας θεμελιώδους κρίσης.
Στην περίοδο οικονομικής ύφεσης, δεν συστήνεται ακόμα και από τους νεοφιλελεύθερους ως απαραίτητη η υπερβάλλουσα εγκράτεια αλλά η αναθεώρηση και ο αναπροσανατολισμός των δημόσιων δαπανών.
Από πακέτα στήριξης και διάσωσης συστήνεται ωστόσο η κυβέρνηση να κρατήσει απόσταση - έτσι ώστε να μην διαταράξει τον αυτοκάθαρση της αγοράς στην περίοδο στασιμότητας[vii].
Εγκράτεια στην περίοδο της ύφεσης σημαίνει «όχι περισσότερες δαπάνες» όχι όμως «περιορισμό των δαπανών».
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης σε αυτή την φάση στρέφεται λιγότερο προς την «επανεκκίνηση» της οικονομίας αλλά στην σταθεροποίηση , έτσι ώστε η ύφεση να μην αφήσει μόνιμες βλάβες, αλλά να δράσει καθαρτικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, συστήνονται για παράδειγμα προγράμματα ευέλικτου χρόνου απασχόλησης, επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα κοκ.
Το αντίθετο συστήνεται όμως σε περιόδους δομικής κρίσης. Απόλυτη εγκράτεια.
Εντούτοις σε μια κρίση, η οποία έχει θεμελιώδη φύση, η εγκράτεια δεν είναι μόνο ανεπαρκής από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά αποτελεί και ρυθμιστικό πολιτικό λάθος.
Οι αποταμιευτές, οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει.
Αυτός ο διαχωρισμός των υπευθύνων από τις επιπτώσεις των αποφάσεων θέτει τις βάσεις για νέες κρίσεις.
Οι κρίσεις αυτές υποθάλπονται εν κατακλείδι στην ίδια την οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, που είναι: δημοσιονομική αυστηρότητα, νομισματικός έλεγχος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Το μοιραίο λάθος
Η μονεταριστική καταγωγή των οικονομολογικών θεωριών του νεοφιλελευθερισμού είναι εμφανής καθώς η νομισματική σταθερότητα, η περιοριστική νομισματική πολιτική (όχι κρατικός παρεμβατισμός – δημόσιες δαπάνες) και ως εκ τούτου ο αγώνας κατά του πληθωρισμού, αποτελούν βασικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. Κατ’ αυτούς η οικονομία της επέκτασης – τόνωσης της ζήτησης προκαλεί πληθωρισμό, δημιουργεί πλασματικές θέσεις εργασίας ή σκανδαλωδώς συντηρεί θνησιγενείς επιχειρήσεις διασαλεύοντας τον ανταγωνισμό και υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης.
Όπως καταγράφτηκε από τις εξελίξεις η επικράτηση της λογικής της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης υπήρξε μια εξέλιξη που αποδείχτηκε από την αρχή μοιραίο λάθος, επειδή οι υποστηρικτές της σκληρής λιτότητας δεν αντιλήφτηκαν ποτέ τις πραγματικές αιτίες της κρίσης,
Οι λογικές υπέρ του περιορισμού των κρατικών προϋπολογισμών είναι λάθος a priori διότι μπερδεύουν τις δημόσιες ανάγκες με τις ανάγκες ενός ιδιωτικού νοικοκυριού.
Σε τελική ανάλυση η κρίση στη ζώνη του ευρώ δεν ανάγεται κυρίως στην ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν για παράδειγμα, την παραμονή της κρίσης, πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους .
Πολύ μεγαλύτερη ήταν η ζημιά που προέκυψε από το αρρύθμιστο τραπεζικό σύστημα, το οποίο δάνειζε χρήματα αφειδώς και ανεύθυνα.
Ο δημόσιος τομέας δεν έχει δανειστεί τόσο υπερβολικά, όσο ο ιδιωτικός τομέας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κρίση του ευρώ σήμερα εξακολουθεί να παρερμηνεύεται ως μια δημοσιονομική κρίση.
Πρόκειται ωστόσο για μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών.
Όπως σημειώνει ο Martin Wolf ότι στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια μετακινούνταν απρόσκοπτα και «η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά χρηματοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο ή και στους δύο.
Η περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, επίσης, δημιούργησε μεγάλες ζημίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα» [viii]
Ακολούθησαν τα «ξαφνικά εμπόδια» στις εισροές κεφαλαίων. Αυτά τα εμπόδια δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάμηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία).
Το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την σπάταλη δημοσιονομική πολιτική.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στον απόηχο της βαθιάς ύφεσης και της διάσωσης των τραπεζών.
Άλλωστε όπως σημείωνε ο Keynes, η περίοδο της οικονομικής απογείωσης και όχι η περίοδο της ύφεσης, είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα,.
Η λιτότητα .σε γενικές γραμμές δεν συνιστάται διότι υποθηκεύει τις επενδύσεις.
Οι καταναλωτικές δαπάνες παραμένουν στάσιμες στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονται. Οι εταιρείες δεν επενδύουν, διότι οι πωλήσεις ακυρώθηκαν λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Εάν την ίδια στιγμή, μειώνονται οι δημόσιες επενδύσεις και περιστέλλονται οι κρατικές δαπάνες έπεται η συρρίκνωση της οικονομίας, ενώ τα φορολογικά έσοδα πέφτουν.
Το αποτέλεσμα είναι η στασιμότητα και αποπληθωρισμός.
Οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.
Τα αντιλαϊκά μέτρα
Το πρόβλημα με την λιτότητα είναι ότι συνδέεται με αντιλαϊκά μέτρα όπως οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης και η μείωση μισθών και συντάξεων.
Ιδιαίτερα εμφανή είναι τα αρνητικά αποτελέσματα της λιτότητας στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Ισπανίας, με μια ανεργία που ξεπερνάει το 25 % και μια νέα γενιά η οποία δεν διαθέτει πλέον οικονομική προοπτική.
Το 50% όλων των νέων στη Νότια Ευρώπη δεν έχει δουλειά.
Μια ολόκληρη γενιά διαλύεται κυριολεκτικά από την πολιτική.
Η ανεργία συνοδεύεται από επισφαλή εργασία, από φόβους για το μέλλον, από ψυχολογικές ασθένειες όπως η κατάθλιψη. Όλα αυτά οδηγούν πολλούς νέους ανθρώπους στην αυτοκτονία.
Η λιτότητα χειροτερεύει την κατάσταση όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και οικονομικά.
Όσο διαρκεί η λιτότητα θα διαρκεί και η τραπεζική κρίση, επειδή με κάθε άνεργο εξουδετερώνονται αποταμιεύσεις και αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια κάτι που αναγκαία οδηγεί σε τραπεζικά προβλήματα.
Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγαλύτερους περιορισμούς στην χορήγηση δανείων και κατά συνέπεια σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, κάτι που πάλι με τη σειρά του οδηγεί σε υψηλότερο χρέος..
Συνολικά, η πολιτική αυτή στερείται νοήματος και δεν μπορεί να επιλύσει την κρίση, αλλά μόνο να την επιδεινώσει.
Όσοι πιστεύουν ότι η πολιτική αυτή λειτουργεί δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα ειδικότερα διότι αφαιρούν από την ανθρώπινη διάσταση, βλέποντας μόνο αριθμούς.
Αυτό συμβαίνει γιατί η λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη ενώ η πτώση στην δημόσια κατανάλωση οδηγεί στην κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας.
Παρά την αποτυχία της συνταγής εντούτοις με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε και ο ωρίμασε ο κυνισμός εκείνων των επιχειρημάτων που καλωσορίζουν την λιτότητα ως χρήσιμη και απαραίτητη συνταγή.
Όπως τονίζει ο νομπελίστας Paul Krugman[ix], όσοι σερβίρουν τις «κοινές πεποιθήσεις» περί λιτότητας στην Ελλάδα και στην Ισπανία «ξέχασαν ότι εδώ εμπλέκονται και οι λαοί.» και ότι ο κόσμος «σε αυτές τις δύο χώρες λέει, πολύ απλά, ότι έφτασε στα όριά του: με την ανεργία σε επίπεδα Μεγάλης Υφεσης και με τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης να γυρεύουν τροφή στα σκουπίδια, η πολιτική της λιτότητας ήδη έχασε το μέτρο. Κι αυτό δείχνει ότι τα συμπεφωνημένα μπορεί πλέον να μην ισχύουν».
Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ειδικότερα η Ελλάδα πάσχουν από κυκλικά και διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα.
Οι οικονομίες τους δεν είναι αρκετά αποδοτικές και άρα μη ανταγωνιστικές στη ζώνη του ευρώ.
Άπαντες γνωρίζουν ότι εντός της ζώνης του ευρώ οι χώρες αυτές θα χρειαστούν μεγάλη βοήθεια για να δώσουν θετικό πρόσημο στις οικονομίες τους και να ανασυγκροτήσουν τα παραγωγικά τους μοντέλα.
antapocrisis.gr
Η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης.
Η κρίση καλλιέργησε το έδαφος για την εκκωφαντική καταδίκη των αρνητικών πτυχών της λιτότητας που... εφαρμόζεται ανεπιτυχώς επί τρία συναπτά έτη στις περιφερειακές χώρες του ευρώ.
Μαζί με την καταδίκη αυτή ανέκυψε ωστόσο το ερώτημα μήπως η συγκεκριμένη πολιτική έχει κάποιο δύσκολα αντιληπτό νόημα. Με δεδομένο μάλιστα ότι το επίκαιρο «στίγμα», που έχει καταφέρει η κρίση να καθιερώσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι το στίγμα του νεοφιλελευθερισμού.
Οι ιθύνουσες ελίτ της Δύσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, κοκ υποστήριξαν συνεχώς την κατ ‘ ευφημισμόν καλούμενη « μεταρρύθμιση », προσηλωμένη στον νεοφιλελεύθερο φανατισμό.
Ας επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τις διάφορες φιλοσοφίες που διέπουν την νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην Ευρώπη σήμερα.
Στον πυρήνα του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου προτάγματος που τεκμαίρεται υπό ηγεμονία της Γερμανίας, βρίσκεται η έννοια της εγκράτειας η οποία εν πολλοίς έχει θρησκευτικές καταβολές και παραπέμπει στον προτεσταντισμό[i].
Συνοπτικά μπορούμε να διαφοροποιήσουμε μεταξύ φυσικής εγκράτειας , της πολιτικής εγκράτειας και της εγκράτειας με την στενή οικονομική έννοια του όρου.
Εν προκειμένου, οι νεοφιλελεύθεροι τύπου Μέρκελ θεωρούν την φυσική εγκράτεια πραγματολογικά και πολιτικά απαραίτητη εμμένοντας στους περιορισμούς των δημοσίων δαπανών και του προϋπολογισμού για να μην παρατηρηθεί το χάος που είδαμε με την Ελλάδα.
Στη δεύτερη περίπτωση, της πολιτικής εγκράτειας θεωρείται περισσότερο κανονιστικό θέμα που δεν μπορεί να λειτουργήσει για αυτούς που ενδιαφέρονται περισσότερο για την ανακατανομή εισοδήματος.
Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως απαντούν κανονιστικά στο ζήτημα προκρίνοντας για λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά και για λόγους ατομικής ελευθερίας ένα μικρό κράτος που νοιάζεται μόνο για τη λειτουργία των αγορών, αλλά κατά τα άλλα απέχει από την λειτουργία τους[ii].
Όπως σημειώνει ο Steward Hall «o νεοφιλελευθερισμός εδράζεται στο «ελεύθερο, κτητικό άτομο», με το κράτος να θεωρείται τυραννικό και καταπιεστικό. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος πρόνοιας είναι ο πλέον βασικός εχθρός της ελευθερίας. Το κράτος δεν πρέπει ποτέ να κυβερνά την κοινωνία, να υπαγορεύει στα ελεύθερα άτομα πώς να διαθέσουν την ιδιωτική τους περιουσία, να ρυθμίζει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς ή να αναμιγνύεται στο θεόσταλτο δικαίωμα της κερδοφορίας και της συσσώρευσης ατομικού πλούτου»[iii].
Σύμφωνα με ένα κεντρικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού το οποίο καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντμαν , οι ελεύθερες αγορές εξασφαλίζουν τη βέλτιστη κατανομή των πόρων, και άρα την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας[iv].
Παρά την εμφανή αποτυχία σε κάθε σχεδόν περίπτωση που εισάγεται περισσότερη ελεύθερη αγορά, και την απορρύθμιση που αυτή φέρνει, οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν: οι πόροι δεν κατανέμονται βέλτιστα γιατί αυτό που φταίει είναι ότι χρειάζεται απόλυτα αδέσμευτη αγορά. Με το επιχείρημα αυτό μεταθέτουν την επιτυχία του εγχειρήματος τους στο μέλλον επιζητώντας ιδανικές συνθήκες της απόλυτης αγοράς.
Για τους νεοφιλελεύθερους η κοινωνία έχει μια οργανική ποιότητα, είναι ακριβώς ο απροσχεδίαστος και αυθόρμητος συντονισμός πολλών ατόμων που δρούν ωθούμενα από προσωπικά κίνητρα.[v].
Η ιδέα του αυθόρμητου συντονισμού σχετίζεται με την έννοια της παράδοσης ως εσωτερικευμένης στα δρώντα υποκείμενα γνώσης και σοφίας. Είναι η έννοια της «τεχνογνωσίας» που αποκτά το άτομο δραστηριοποιούμενο και διαχειριζόμενο τα προβλήματα επί τόπου[vi].
Η τρίτη περίπτωση της στενής εγκράτειας, διαφοροποιείται σε εγκράτεια κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης και κατά τη διάρκεια μιας θεμελιώδους κρίσης.
Στην περίοδο οικονομικής ύφεσης, δεν συστήνεται ακόμα και από τους νεοφιλελεύθερους ως απαραίτητη η υπερβάλλουσα εγκράτεια αλλά η αναθεώρηση και ο αναπροσανατολισμός των δημόσιων δαπανών.
Από πακέτα στήριξης και διάσωσης συστήνεται ωστόσο η κυβέρνηση να κρατήσει απόσταση - έτσι ώστε να μην διαταράξει τον αυτοκάθαρση της αγοράς στην περίοδο στασιμότητας[vii].
Εγκράτεια στην περίοδο της ύφεσης σημαίνει «όχι περισσότερες δαπάνες» όχι όμως «περιορισμό των δαπανών».
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης σε αυτή την φάση στρέφεται λιγότερο προς την «επανεκκίνηση» της οικονομίας αλλά στην σταθεροποίηση , έτσι ώστε η ύφεση να μην αφήσει μόνιμες βλάβες, αλλά να δράσει καθαρτικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, συστήνονται για παράδειγμα προγράμματα ευέλικτου χρόνου απασχόλησης, επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα κοκ.
Το αντίθετο συστήνεται όμως σε περιόδους δομικής κρίσης. Απόλυτη εγκράτεια.
Εντούτοις σε μια κρίση, η οποία έχει θεμελιώδη φύση, η εγκράτεια δεν είναι μόνο ανεπαρκής από την άποψη της ανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά αποτελεί και ρυθμιστικό πολιτικό λάθος.
Οι αποταμιευτές, οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες, όλοι οι φορείς της κοινωνίας, πρέπει να σηκώσουν το κόστος των λαθών που οι τράπεζες και οι επενδυτές έχουν διαπράξει.
Αυτός ο διαχωρισμός των υπευθύνων από τις επιπτώσεις των αποφάσεων θέτει τις βάσεις για νέες κρίσεις.
Οι κρίσεις αυτές υποθάλπονται εν κατακλείδι στην ίδια την οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, που είναι: δημοσιονομική αυστηρότητα, νομισματικός έλεγχος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Το μοιραίο λάθος
Η μονεταριστική καταγωγή των οικονομολογικών θεωριών του νεοφιλελευθερισμού είναι εμφανής καθώς η νομισματική σταθερότητα, η περιοριστική νομισματική πολιτική (όχι κρατικός παρεμβατισμός – δημόσιες δαπάνες) και ως εκ τούτου ο αγώνας κατά του πληθωρισμού, αποτελούν βασικό στόχο των νεοφιλελεύθερων. Κατ’ αυτούς η οικονομία της επέκτασης – τόνωσης της ζήτησης προκαλεί πληθωρισμό, δημιουργεί πλασματικές θέσεις εργασίας ή σκανδαλωδώς συντηρεί θνησιγενείς επιχειρήσεις διασαλεύοντας τον ανταγωνισμό και υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη και τις προοπτικές απασχόλησης.
Όπως καταγράφτηκε από τις εξελίξεις η επικράτηση της λογικής της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης υπήρξε μια εξέλιξη που αποδείχτηκε από την αρχή μοιραίο λάθος, επειδή οι υποστηρικτές της σκληρής λιτότητας δεν αντιλήφτηκαν ποτέ τις πραγματικές αιτίες της κρίσης,
Οι λογικές υπέρ του περιορισμού των κρατικών προϋπολογισμών είναι λάθος a priori διότι μπερδεύουν τις δημόσιες ανάγκες με τις ανάγκες ενός ιδιωτικού νοικοκυριού.
Σε τελική ανάλυση η κρίση στη ζώνη του ευρώ δεν ανάγεται κυρίως στην ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν για παράδειγμα, την παραμονή της κρίσης, πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους .
Πολύ μεγαλύτερη ήταν η ζημιά που προέκυψε από το αρρύθμιστο τραπεζικό σύστημα, το οποίο δάνειζε χρήματα αφειδώς και ανεύθυνα.
Ο δημόσιος τομέας δεν έχει δανειστεί τόσο υπερβολικά, όσο ο ιδιωτικός τομέας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κρίση του ευρώ σήμερα εξακολουθεί να παρερμηνεύεται ως μια δημοσιονομική κρίση.
Πρόκειται ωστόσο για μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών.
Όπως σημειώνει ο Martin Wolf ότι στα χρόνια της ευφορίας προ της χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια μετακινούνταν απρόσκοπτα και «η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κατέγραφαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 10% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά χρηματοδότησαν τις πλεονάζουσες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, στον δημόσιο ή και στους δύο.
Η περίοδος ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, επίσης, δημιούργησε μεγάλες ζημίες στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα» [viii]
Ακολούθησαν τα «ξαφνικά εμπόδια» στις εισροές κεφαλαίων. Αυτά τα εμπόδια δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 (επηρεάζοντας την Ελλάδα και την Ιρλανδία), την άνοιξη του 2010 (επηρεάζοντας την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) και τέλος το δεύτερο εξάμηνο του 2011 (επηρεάζοντας την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία).
Το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με την σπάταλη δημοσιονομική πολιτική.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στον απόηχο της βαθιάς ύφεσης και της διάσωσης των τραπεζών.
Άλλωστε όπως σημείωνε ο Keynes, η περίοδο της οικονομικής απογείωσης και όχι η περίοδο της ύφεσης, είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα,.
Η λιτότητα .σε γενικές γραμμές δεν συνιστάται διότι υποθηκεύει τις επενδύσεις.
Οι καταναλωτικές δαπάνες παραμένουν στάσιμες στη ζώνη του ευρώ, καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονται. Οι εταιρείες δεν επενδύουν, διότι οι πωλήσεις ακυρώθηκαν λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Εάν την ίδια στιγμή, μειώνονται οι δημόσιες επενδύσεις και περιστέλλονται οι κρατικές δαπάνες έπεται η συρρίκνωση της οικονομίας, ενώ τα φορολογικά έσοδα πέφτουν.
Το αποτέλεσμα είναι η στασιμότητα και αποπληθωρισμός.
Οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.
Τα αντιλαϊκά μέτρα
Το πρόβλημα με την λιτότητα είναι ότι συνδέεται με αντιλαϊκά μέτρα όπως οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης και η μείωση μισθών και συντάξεων.
Ιδιαίτερα εμφανή είναι τα αρνητικά αποτελέσματα της λιτότητας στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Ισπανίας, με μια ανεργία που ξεπερνάει το 25 % και μια νέα γενιά η οποία δεν διαθέτει πλέον οικονομική προοπτική.
Το 50% όλων των νέων στη Νότια Ευρώπη δεν έχει δουλειά.
Μια ολόκληρη γενιά διαλύεται κυριολεκτικά από την πολιτική.
Η ανεργία συνοδεύεται από επισφαλή εργασία, από φόβους για το μέλλον, από ψυχολογικές ασθένειες όπως η κατάθλιψη. Όλα αυτά οδηγούν πολλούς νέους ανθρώπους στην αυτοκτονία.
Η λιτότητα χειροτερεύει την κατάσταση όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και οικονομικά.
Όσο διαρκεί η λιτότητα θα διαρκεί και η τραπεζική κρίση, επειδή με κάθε άνεργο εξουδετερώνονται αποταμιεύσεις και αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια κάτι που αναγκαία οδηγεί σε τραπεζικά προβλήματα.
Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγαλύτερους περιορισμούς στην χορήγηση δανείων και κατά συνέπεια σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, κάτι που πάλι με τη σειρά του οδηγεί σε υψηλότερο χρέος..
Συνολικά, η πολιτική αυτή στερείται νοήματος και δεν μπορεί να επιλύσει την κρίση, αλλά μόνο να την επιδεινώσει.
Όσοι πιστεύουν ότι η πολιτική αυτή λειτουργεί δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα ειδικότερα διότι αφαιρούν από την ανθρώπινη διάσταση, βλέποντας μόνο αριθμούς.
Αυτό συμβαίνει γιατί η λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη ενώ η πτώση στην δημόσια κατανάλωση οδηγεί στην κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας.
Παρά την αποτυχία της συνταγής εντούτοις με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε και ο ωρίμασε ο κυνισμός εκείνων των επιχειρημάτων που καλωσορίζουν την λιτότητα ως χρήσιμη και απαραίτητη συνταγή.
Όπως τονίζει ο νομπελίστας Paul Krugman[ix], όσοι σερβίρουν τις «κοινές πεποιθήσεις» περί λιτότητας στην Ελλάδα και στην Ισπανία «ξέχασαν ότι εδώ εμπλέκονται και οι λαοί.» και ότι ο κόσμος «σε αυτές τις δύο χώρες λέει, πολύ απλά, ότι έφτασε στα όριά του: με την ανεργία σε επίπεδα Μεγάλης Υφεσης και με τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης να γυρεύουν τροφή στα σκουπίδια, η πολιτική της λιτότητας ήδη έχασε το μέτρο. Κι αυτό δείχνει ότι τα συμπεφωνημένα μπορεί πλέον να μην ισχύουν».
Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ειδικότερα η Ελλάδα πάσχουν από κυκλικά και διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα.
Οι οικονομίες τους δεν είναι αρκετά αποδοτικές και άρα μη ανταγωνιστικές στη ζώνη του ευρώ.
Άπαντες γνωρίζουν ότι εντός της ζώνης του ευρώ οι χώρες αυτές θα χρειαστούν μεγάλη βοήθεια για να δώσουν θετικό πρόσημο στις οικονομίες τους και να ανασυγκροτήσουν τα παραγωγικά τους μοντέλα.
antapocrisis.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ