2013-02-07 17:58:31
Φωτογραφία για Οι Οίκοι δεν είναι υπεράνω των νόμων
By John Gapper 

Ήταν μια πολύ παραγωγική εβδομάδα για τα απολιθώματα του παρελθόντος. Ένας σκελετός που βρέθηκε κάτω από πάρκινγκ αποδείχθηκε ότι ανήκε στον Ριχάρδο Γ΄ και το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ξεσκόνισε τα emails της τελευταίας δεκαετίας της Standard & Poor’s. Κανένα από τα δύο θεάματα δεν το λες ευχάριστο. 

Σήμερα είναι περίεργο όταν θυμόμαστε τη μανία που επικρατούσε στην S&P και στους άλλους οίκους στα μέσα της δεκαετίας του 2000 καθώς ανταγωνίζονταν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των τραπεζών για αξιολογήσεις σύνθετων χρεογράφων. Αυτά βέβαια συνέβαιναν σε μια άλλη χώρα και, τέλος πάντων, τα collateralised debt obligations έχουν πεθάνει. Σήμερα, οι τράπεζες αποφεύγουν να δανείζουν και τους καλύτερους πελάτες τους, πόσο μάλλον οποιονδήποτε άλλον. 

Έκτοτε, σχεδιάστηκαν πολλοί νέοι νόμοι που υποχρεώνουν τους οίκους αξιολογήσεων να ανεβάσουν τα στάνταρ τους και αποθαρρύνουν τους επενδυτές από το να τους παίρνουν στα σοβαρά. Χρειάζεται να ανατρέξουμε στην κρίση savings and loans του ’80 για να υποχρεώσουμε την S&P σε περιορισμούς; 


Η εύκολη απάντηση είναι όχι, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να είναι ναι. Η S&P ίσως απαλλαχθεί, αρνείται τις κατηγορίες και δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι οι οίκοι αξιολογήσεων μπλέχτηκαν άσχημα στη στεγαστική φούσκα και τα κίνητρα ώστε να συμπεριφερθούν σωστά ήταν ανύπαρκτα.

 

Μέχρι πρόσφατα οι οίκοι είχαν αντιμετωπίσει λιγοστούς κινδύνους, όσο άσχημα κι αν έκαναν τη δουλειά τους, καθώς έπειθαν τα δικαστήρια ότι οι αξιολογήσεις τους δεν είναι παρά η γνώμη τους και έτσι προστατεύονται από τους νόμους περί ελευθερίας του λόγου. 

Το επιχείρημά τους είναι ότι, αφού δεν έχουν συμβόλαιο ή υποχρέωση εμπιστευτικότητας απέναντι στους επενδυτές ομολόγων, μπορούν να δημοσιεύσουν πάνω-κάτω οποιαδήποτε γνώμη, χωρίς να κατηγορηθούν. Μπορεί να κάνουν λάθος. Μπορεί να παραπλανηθούν. Μπορεί να μπερδευτούν και να αξιολογήσουν κάτι ως ΑΑΑ, ενώ είναι ετοιμόρροπο. 

Η μεγάλη κοιλιά σε αυτό το επιχείρημα είναι βέβαια ότι οι οίκοι δεν αναλύουν και αξιολογούν ομόλογα απλώς και μόνο για να εκφραστούν ή γιατί το απολαμβάνουν. Πληρώνονται για να το κάνουν από τους εκδότες των ομολόγων. Στην περίπτωση των στεγαστικών χρεογράφων στις ΗΠΑ, η S&P έπαιρνε 750.000 δολάρια ανά συνθετικό CDO από τις τράπεζες, οι οποίες τα εξέδιδαν με ταχύτατους ρυθμούς. 

Η αξιολόγηση ομολόγων είναι μια δουλειά και οι αξιολογήσεις των οίκων είναι γνώμες που έχουν εμπορική βαρύτητα και τις χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες. 

Να σημειώσουμε προς υπεράσπιση των οίκων ότι οι αξιολογήσεις τους έχουν γενικώς αρκετά καλή εμφάνιση. Από τα αμερικανικά asset-backed securities που αξιολογούσε με ΑΑΑ η S&P από το 1983 ως το 2011, το 93% παρέμεινε σταθερό και μόνο το 0,1% κήρυξε χρεοστάσιο. 

Το μπέρδεμα με τις στεγαστικές αξιολογήσεις στις ΗΠΑ δεν ήταν κάτι σύνηθες. Προκάλεσε όμως πολύ μεγάλη ζημιά. Η Moody’s και η S&P δεν κατάφεραν να προβλέψουν τη σοβαρότητα της στεγαστικής φούσκας ή να διακρίνουν την κακή ποιότητα των subprime δανείων που τιτλοποιούνταν. Τους αναλυτές που πίστευαν ότι τα μοντέλα πρέπει να αναβαθμιστούν για να δείχνουν τους μεγαλύτερους κινδύνους απέρριπταν στελέχη που δεν ήθελαν να χάσουν δουλειές από τις τράπεζες. 

Ο νομικός εκπρόσωπος της S&P, ο βετεράνος Floyd Abrams, σχολίασε ότι μερικά αποσπάσματα από 20 εκατομμύρια emails δεν αποτελούν αποδείξεις και θεωρεί ότι «η κυβέρνηση περπατάει σε ασταθή πορεία». 

Οι δικαστικές αρχές πάντως έχουν ήδη στριμώξει την επίκληση της ελευθερίας του λόγου. Τον Νοέμβριο δικαστήριο της Αυστραλίας περιέγραψε τις αξιολογήσεις της S&P για δύο πιστωτικά παράγωγα ως «αποπροσανατολιστικές και απατηλές» γιατί δεν είχε ασκηθεί η πρέπουσα προσοχή. Σε μια άλλη αμερικανική περίπτωση, δικαστής έκρινε ότι οι αξιολογήσεις δεν είναι μια απλή γνώμη, «όπως η γνώμη ότι ένας τύπος κουζίνας είναι καλύτερος από έναν άλλον». 

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές κερδίζουν όταν οι οίκοι αξιολογήσεων μπορούν να δώσουν τη γνώμη τους για το αξιόχρεο ενός εκδότη, χωρίς να κινδυνεύουν να μηνυθούν αν κάτι δεν πάει καλά στη συνέχεια. Εφόσον κάνουν τη δουλειά τους τίμια και επιμελώς θα πρέπει να προστατεύονται από τον νόμο. 

Όμως, η ελευθερία του λόγου δεν είναι υπεράσπιση για την απάτη και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως υπεράσπιση όταν η S&P ή οποιοσδήποτε οίκος συνειδητά χαμηλώνει τα στάνταρ και τα μοντέλα επικινδυνότητας για να ευχαριστήσει τους εκδότες και να αποκομίσει κέρδη. Οι επενδυτές ίσως δεν πρέπει να περιμένουν περισσότερα από τους οίκους, αλλά έχουν το δικαίωμα να απαιτούν ακεραιότητα. 

Παρά τα προβλήματά τους, οι μεγάλοι οίκοι δεν έχουν χάσει τη δύναμή τους στις αγορές αξιολογήσεων. Οι τρεις μεγάλοι οίκοι της δεκαετίας του 2000, S&P, Fitch και Moody’s,διατηρούν μερίδιο αγοράς 97%. Οι ανταγωνιστές, που πληρώνονται από τους επενδυτές ομολόγων και όχι από τους εκδότες, όπως η Egan-Jones, παραμένουν ελάχιστοι. 

Έτσι οι εκδότες διατηρούν την πανίσχυρη επιρροή που είχαν πάντα. Αν δεν προκύψει κάποιο νομικό ταρακούνημα για τους οίκους που χαλαρώνουν τα στάνταρ τους, θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος «διαταραγμένων» αξιολογήσεων. 

To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.

ΠΗΓΗ: FT.com 

Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ