2013-02-10 12:57:03
του Στρατή Μαζίδη
Ήταν αργά το βράδυ. Νεκρική σιγή στο σπίτι. Ύπνος όμως πουθενά. Να κοιμηθείς! Πώς να κοιμηθείς; Μια κουβέντα είναι να κοιμηθείς. Κι αν κοιμηθείς θα δεις εφιάλτες.
Αν πάλι δεις κάτι όμορφο, τότε θα ξυπνήσεις για να γυρίσεις στον εφιάλτη σου.
Φόροι, ανεργία, χαράτσια, δυστυχία, εγκληματικότητα, υποσιτισμένα παιδιά, ηγέτες με κατεβασμένα παντελόνια, μαύρο έως ανύπαρκτο μέλλον.
Και όλα αυτά που είχα κατα νου να κάνω; Όσα σχεδιάζαμε με τη γυναίκα μου; Τα απλά, τα καθημερινά, τα λογικά. Τα παιδιά; Οι αναμνήσεις που θα ζούσαμε μαζί τους;
Πήρα τη σκάλα και από το φανταστικό πατάρι κατέβασα εκείνο το μικρό πολύχρωμο κουτί. Είχε γεμίσει σκόνη αφού είχα καιρό να το ανοίξω. Είδα τα ονόματά μας ξεθωριασμένα από το χρόνο. Να το ανοίξω άραγε;
Και το άνοιξα. Και βγήκαν από μέσα αποσυμπιεσμένα όλα τα όνειρα. Έπιασαν όλο το χώρο. Μου ξανάρθαν ένα ένα όπως λέει και το τραγούδι. Την ίδια στιγμή γύρισα κάποια χρόνια πίσω σε ένα όμορφο βράδυ που τραγουδούσαμε “πριν χαθεί το όνειρό μας και ξαναβραδιάσουμε άσε με να σ’αγαπάω κι όπου φτάσουμε”.
Και ξαναβραδιάσαμε. Και φτάσαμε στον πάτο. Μέχρι και η κόλαση φαίνεται από δω. Λίγο να κουνήσεις και θα σε φλογίσει.
Προσπάθησα να ξαναβάλω τα όνειρα στο κουτί. Όμως δε χωρούσαν. Άι σιχτίρ σκέφτηκα. Θα τα πετάξω. Ούτως ή άλλως άχρηστα είναι πια. Πήρα μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, τα έχωσα μέσα, τα έκλεισα καλά καλά κι ας ήταν μεσάνυχτα αποφάσισα να πάω να τα πετάξω. Όσο τα έβλεπα, τόσο περισσότερο με αναστάτωναν.
Κι αν το ανακάλυπτε η γυναίκα μου; Δε βαριέσαι, κάτι θα επινοήσω.
Βγήκα στο δρόμο. Πίσσα. Σκοτάδι. Νέκρα. Ανοίγω τον κάδο και ετοιμάζομαι να σηκώσω τη μαυροσακούλα. Ήταν και λίγο βαριά. Τόσα χρόνια, τόσα όνειρα, τόσες προσπάθειες.
- Επ! , ακούω μια φωνή την ώρα που ταυτόχρονα αισθάνομαι κι ένα σκούντηγμα στην πλάτη. Τρόμαξα. Αφού δεν ήταν κανείς στο δρόμο.
- Καλέ μου άνθρωπε!
- Ε; Είναι δυνατόν;
- Τι πας να κάνεις αγόρι μου;
- Κυρ Θανάση; Ξαναγύρισες στη γειτονιά για μια γρήγορη βόλτα;
- Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω! Γιατί μη νομίζεις, κι εκεί πάνω που είμαι, αυτός ο Υψιστος όλο στο τρέξιμο με έχει. Θανάση το ένα, Θανάση το άλλο.
- Χαχαχαχαχα
- Να είδες; Σε έκανα και γέλασες! Α χα!
- Μα, καλά εσύ δεν έλεγες ότι η ζωή είναι ατμός;
- Α όλα κι όλα. Αυτό το έλεγε ο Θρασύβουλας.
- Εσύ δηλαδή.
- Όχι. Εγώ έκανα κι άλλα πράγματα. Θυμάσαι; Ήμουν πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης. Φαρμακοποιός, δάσκαλος οδήγησης, θυρωρός, καταφερτζής και τελικά την Ελένη την έκανα βασίλισσα.
- Ναι αλλά είχες το διαμέρισμα της Χατζηλαζαρίνας.
- Ναι σε αυτό έχεις δίκιο. Ήταν άλλες εποχές τότε.
- Ξέρεις πόσοι άλλοι κατέβηκαν κρυφά κυρ Θανάση για να πετάξουν τέτοιες σακούλες;
- Το ξέρω. Μη ξεχνάς!
- Τι;
- Πράκτωρ Θ-Β! Εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, ταχύτητα. Αυτά βλέπουμε εκεί πάνω. Πετάτε τα όνειρά σας αγόρι μου στα σκουπίδια. Μην τα πετάτε.
- Και τι να τα κάνουμε; Σάμπως μας χρειάζονται;
- Α χα! Άκου τι λέει! Βεβαίως σας χρειάζονται! Παιδί μου τα πράματα είναι απλά και να το πεις και στους άλλους.
- Πες μου κυρ Θανάση.
- Όχι Θανάσης. Θρασύβουλας!
- Χαχα! Μου τα γυρνάς!
- Η τρόικα!
- Τι η τρόικα;
- Ατμός. Η τρόικα είναι ατμός και φεύγει. Αρκεί εμείς, εσείς δηλαδή ο κόσμος να ξυπνήσετε, να σηκωθείτε, να γίνετε πάλι σαν κοινωνία αυτό που ήμασταν κάποτε και τόσο παραστατικά το εμφανίζαμε στις ταινίες μας. Απλά χρειάζεται να ανοίξετε το καπάκι.
- Λες κυρ Θανάση;
- Λέω παιδί μου. Και πάρε λοιπόν πάλι πάνω τη σακούλα, βγάλε τα όνειρα από μέσα. Αλλά! Θα τα βάλεις να φαίνονται. Και τη σακούλα κρατησέ τη.
- Τι να την κάνω;
- Θα βάλεις μέσα όλα τα “σκουπίδια” όταν έρθει η στιγμή για να τα πετάξετε μακριά. Λοιπόν έλα να σε βοηθήσω με τη σακούλα. Α χα! Καλά πέτρες έχει; Αυτή είναι πιο βαριά κι από την κα Καλιακούδα που ανέβαζα στον 5ο όροφο όταν ήμουν θυρωρός.
- Όμορφος ήσουν και παραμένεις κυρ Θανάση. Άσε θα σηκώσω εγώ την …καλιακούδα. Καλύτερα να προλάβεις κανέναν ακόμη.
- Εντάξει και να θυμάσαι! Όλοι αυτοί είναι ατμός - Θα το θυμάμαι καλέ μου άνθρωπε!
freepen.gr
Ήταν αργά το βράδυ. Νεκρική σιγή στο σπίτι. Ύπνος όμως πουθενά. Να κοιμηθείς! Πώς να κοιμηθείς; Μια κουβέντα είναι να κοιμηθείς. Κι αν κοιμηθείς θα δεις εφιάλτες.
Αν πάλι δεις κάτι όμορφο, τότε θα ξυπνήσεις για να γυρίσεις στον εφιάλτη σου.
Φόροι, ανεργία, χαράτσια, δυστυχία, εγκληματικότητα, υποσιτισμένα παιδιά, ηγέτες με κατεβασμένα παντελόνια, μαύρο έως ανύπαρκτο μέλλον.
Και όλα αυτά που είχα κατα νου να κάνω; Όσα σχεδιάζαμε με τη γυναίκα μου; Τα απλά, τα καθημερινά, τα λογικά. Τα παιδιά; Οι αναμνήσεις που θα ζούσαμε μαζί τους;
Πήρα τη σκάλα και από το φανταστικό πατάρι κατέβασα εκείνο το μικρό πολύχρωμο κουτί. Είχε γεμίσει σκόνη αφού είχα καιρό να το ανοίξω. Είδα τα ονόματά μας ξεθωριασμένα από το χρόνο. Να το ανοίξω άραγε;
Και το άνοιξα. Και βγήκαν από μέσα αποσυμπιεσμένα όλα τα όνειρα. Έπιασαν όλο το χώρο. Μου ξανάρθαν ένα ένα όπως λέει και το τραγούδι. Την ίδια στιγμή γύρισα κάποια χρόνια πίσω σε ένα όμορφο βράδυ που τραγουδούσαμε “πριν χαθεί το όνειρό μας και ξαναβραδιάσουμε άσε με να σ’αγαπάω κι όπου φτάσουμε”.
Και ξαναβραδιάσαμε. Και φτάσαμε στον πάτο. Μέχρι και η κόλαση φαίνεται από δω. Λίγο να κουνήσεις και θα σε φλογίσει.
Προσπάθησα να ξαναβάλω τα όνειρα στο κουτί. Όμως δε χωρούσαν. Άι σιχτίρ σκέφτηκα. Θα τα πετάξω. Ούτως ή άλλως άχρηστα είναι πια. Πήρα μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, τα έχωσα μέσα, τα έκλεισα καλά καλά κι ας ήταν μεσάνυχτα αποφάσισα να πάω να τα πετάξω. Όσο τα έβλεπα, τόσο περισσότερο με αναστάτωναν.
Κι αν το ανακάλυπτε η γυναίκα μου; Δε βαριέσαι, κάτι θα επινοήσω.
Βγήκα στο δρόμο. Πίσσα. Σκοτάδι. Νέκρα. Ανοίγω τον κάδο και ετοιμάζομαι να σηκώσω τη μαυροσακούλα. Ήταν και λίγο βαριά. Τόσα χρόνια, τόσα όνειρα, τόσες προσπάθειες.
- Επ! , ακούω μια φωνή την ώρα που ταυτόχρονα αισθάνομαι κι ένα σκούντηγμα στην πλάτη. Τρόμαξα. Αφού δεν ήταν κανείς στο δρόμο.
- Καλέ μου άνθρωπε!
- Ε; Είναι δυνατόν;
- Τι πας να κάνεις αγόρι μου;
- Κυρ Θανάση; Ξαναγύρισες στη γειτονιά για μια γρήγορη βόλτα;
- Δεν προλαβαίνω, δεν προλαβαίνω! Γιατί μη νομίζεις, κι εκεί πάνω που είμαι, αυτός ο Υψιστος όλο στο τρέξιμο με έχει. Θανάση το ένα, Θανάση το άλλο.
- Χαχαχαχαχα
- Να είδες; Σε έκανα και γέλασες! Α χα!
- Μα, καλά εσύ δεν έλεγες ότι η ζωή είναι ατμός;
- Α όλα κι όλα. Αυτό το έλεγε ο Θρασύβουλας.
- Εσύ δηλαδή.
- Όχι. Εγώ έκανα κι άλλα πράγματα. Θυμάσαι; Ήμουν πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης. Φαρμακοποιός, δάσκαλος οδήγησης, θυρωρός, καταφερτζής και τελικά την Ελένη την έκανα βασίλισσα.
- Ναι αλλά είχες το διαμέρισμα της Χατζηλαζαρίνας.
- Ναι σε αυτό έχεις δίκιο. Ήταν άλλες εποχές τότε.
- Ξέρεις πόσοι άλλοι κατέβηκαν κρυφά κυρ Θανάση για να πετάξουν τέτοιες σακούλες;
- Το ξέρω. Μη ξεχνάς!
- Τι;
- Πράκτωρ Θ-Β! Εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, ταχύτητα. Αυτά βλέπουμε εκεί πάνω. Πετάτε τα όνειρά σας αγόρι μου στα σκουπίδια. Μην τα πετάτε.
- Και τι να τα κάνουμε; Σάμπως μας χρειάζονται;
- Α χα! Άκου τι λέει! Βεβαίως σας χρειάζονται! Παιδί μου τα πράματα είναι απλά και να το πεις και στους άλλους.
- Πες μου κυρ Θανάση.
- Όχι Θανάσης. Θρασύβουλας!
- Χαχα! Μου τα γυρνάς!
- Η τρόικα!
- Τι η τρόικα;
- Ατμός. Η τρόικα είναι ατμός και φεύγει. Αρκεί εμείς, εσείς δηλαδή ο κόσμος να ξυπνήσετε, να σηκωθείτε, να γίνετε πάλι σαν κοινωνία αυτό που ήμασταν κάποτε και τόσο παραστατικά το εμφανίζαμε στις ταινίες μας. Απλά χρειάζεται να ανοίξετε το καπάκι.
- Λες κυρ Θανάση;
- Λέω παιδί μου. Και πάρε λοιπόν πάλι πάνω τη σακούλα, βγάλε τα όνειρα από μέσα. Αλλά! Θα τα βάλεις να φαίνονται. Και τη σακούλα κρατησέ τη.
- Τι να την κάνω;
- Θα βάλεις μέσα όλα τα “σκουπίδια” όταν έρθει η στιγμή για να τα πετάξετε μακριά. Λοιπόν έλα να σε βοηθήσω με τη σακούλα. Α χα! Καλά πέτρες έχει; Αυτή είναι πιο βαριά κι από την κα Καλιακούδα που ανέβαζα στον 5ο όροφο όταν ήμουν θυρωρός.
- Όμορφος ήσουν και παραμένεις κυρ Θανάση. Άσε θα σηκώσω εγώ την …καλιακούδα. Καλύτερα να προλάβεις κανέναν ακόμη.
- Εντάξει και να θυμάσαι! Όλοι αυτοί είναι ατμός - Θα το θυμάμαι καλέ μου άνθρωπε!
freepen.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αγόραζαν γυαλιά ηλίου... με δαπάνες του δημοσίου!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Tus τραγουδάει τον Άγιο Βαλεντίνο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ