2013-02-22 12:46:03
«Ο μύλος έκλεισε», έγραψε στην πόρτα του νερόμυλου της Αγιά Φωτιάς του Σπηλίου ο μυλωνάς και αξεπέραστος στα πεντοζάλια... λαϊκός λυράρης Στεφανής Βασιλάκης, ο μεγάλος «Κοντύλης», κι έβαλε τελεία και παύλα!
Το 1987 ή ’88, στον πρώτο αλευρόμυλο στο κέντρο της κωμόπολης, ο Αντώνης Λουκάκης έκλεισε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, μάζεψε τη ζωή του μέσα στο νερό, στο σιτάρι και στο αλεύρι και έφυγε για το σπίτι του από το «κανάλι της Κεφαλόβρυσης». Ήταν ο τελευταίος μυλωνάς, ο έσχατος των Μοϊκανών, που «έκλεισε» το νερό και δεν μπήκε στο «λιγάτο» για να πέσει με ορμή και να γυρίσει τις μυλόπετρες. Τι να «συνθλίψουν» τότε, «ποιόν, τον άνεμο;»
Ήταν το τέλος μιας βασανιστικής εποχής, που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία της Λαογραφίας του τόπου. Ο μυλωνάς φεύγοντας, «έσφιξε» την καρδιά του για να μη λυγίσει, όμως κάποιες σταλαματιές έφυγαν από τα μάτια του. «Σήκωσε» σφαλίζοντας, χιλιάδες στιγμές στην «κοφινίδα, στην κουβέρτα, στις μυλόπετρες και στην αλευροδόχη» και με αυτές «ταξιδεύει» ακόμη στην κυψέλη της ογδονταεφτάχρονης διαδρομής του.
Παραμένει ακόμη η πινακίδα που αναγράφεται «το δικαίωμα του αλευρόμυλου»
Είναι ο Αντώνης Λουκάκης, ο γνωστός Λουκοπετραντώνης, ο τρίτος του σογιού των μυλωνάδων του νερού, μετά τον παππού Λουκοπέτρο (Πέτρο Λουκάκη) και τον πατέρα Λουκοπετρογιώργη (Γιώργη Λουκάκη) με τις κρητικές βράκες και τα στιβάνια.
Φαίνεται, πως η ζωή από παππού, κινείται μέσα στο… θαύμα από τη δύναμη του νερού, στις παραδοσιακές βιοτεχνίες παραγωγής των αλεύρων. Σαν να είναι κι αυτοί οι μοχλοί μέσα στις… βιομηχανίες της εποχής, που θα δώσουν στη νοικοκυρά την ύλη για να ζυμώσει και να ψήσει «το ψωμί που θα αναθρέψει γενιές και γενιές!» Όλα, όμως, έσβησαν ξαφνικά, όπως χάθηκε και η ποιότητα. Οι νερόμυλοι έπαψαν να στέλνουν αλεύρι στα σπίτια, οι φούρνοι στις αυλές σταμάτησαν να καπνίζουν και να ψήνουν «τις τριβίδες και τα σταρένια παξιμάδια» και τη θέση τους πήραν οι ηλεκτροκίνητες βιομηχανικές μονάδες ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ
Ένα πρόσωπο σε δυο ηλικίες. Είναι ο πατέρας του Γιώργης Λουκάκης κι αυτός μυλωνάς, στρατιώτης αριστερά και πολίτης με την κρητική φορεσιά που ντυνόταν όλα τα χρόνια της ζωής του
Αλλά πως βρέθηκε ο μυλωνάς μέσα στη βιοτεχνία; «Από κοπέλι 15 χρονών ο αφέντης μου για να μη γυρίζω στο χωριό με είχενε στο μύλο», απαντά. «Ήτανε ο αφέντης μου, ήτανε και ο παππούς μου μυλωνάδες στον πρώτο μύλο. Εγώ γεννήθηκα το ’26 και το ’51 που γιάειρα από φαντάρος, μπήκα στον πρώτο μύλο και τον ανάλαβα μοναχός μου και τον δούλευα. Είχα μάθει πλια μπροστά την τέχνη!»
-Ήσουν κύριε Λουκάκη, δηλαδή, εκεί εργαζόμενος με ημερομίσθιο;
«Θα σου απαντήσω: Ο μύλος ήτανε συνεταιριστικός και ήταν πολλοί που είχαν «ημέρες», δηλαδή μερίδες, μετοχές. Σε αυτή την περιοχή, υπήρχαν άλλοι τρεις που άλεθαν με την ίδια ποσότητα νερού ούλοι. Στον πρώτο μύλο που έπεφτε το νερό ήταν σ’ αυτό που τον δούλευα εγώ…»
-Ναι αλλά υπήρχε και άλλος μύλος στο χωριό, αυτός στην Αγία Φωτιά…
«Υπήρχενε και αυτός με τη διαφορά πως αυτός ήτανε «χειμωνικός» γιατί δεν είχενε «άρτιο νερό» για να αλέθει και το καλοκαίρι…»
-Τι ήταν, λοιπόν, αυτός ο συνεταιρισμός;
«Ο μύλος είχενε δεκατρείς ή δεκατέσσερις συνεταίρους και το μεγαλύτερο μερίδιο το είχενε ο Μαρκογιάννης ο λαγουτιέρης. Ύστερα ήτανε ο Μανώλης ο Σαββάκης, ο Σταμάτης ο Παπαδάκης ο πρωτοχορευτής κι ο Δημήτρης ο Κουτρουλάκης που κι αυτοί είχανε μεγάλα μερίδια. Οι άλλοι που ακολουθούσανε μετά ήτανε μικρότεροι κι είχανε «μια- δυο μέρες», από τις σαράντες παράδες που λέγαμε, δηλαδή τις μετοχές. Τα άλλα μερίδια τα είχανε ο Χαράλαμπος ο Μαρινάκης, οι κληρονόμοι του Στυλιανού Σταματάκη, δηλαδή ο Αντώνης, ο Σταυριανός και η Βαρβάρα, ο Γιώργης ο Θεοδοσουλάκης, ο Μαρκογιώργης, ο Γιώργης Ξεξάκης και ο Γιώργης Δαμβακάκης. Τα άλλα, πολύ μικρά, τα είχανε ορισμένοι άλλοι από το χωριό…»
Χιλιάδες φορές έβαλε το μικρό φτυάρι στην «αλευροδόχη» για να βάλει το αλεύρι στο τσουβάλι
-Για να υπάρχει, όμως, τέτοια συμμετοχή στο συνεταιρισμό, φαντάζομαι και στους άλλους μύλους ανάλογη θα υπήρχε, τούτο δείχνει ότι οι συνεταίροι προσδοκούσαν σε κέρδη…
«Ούλοι που πήρανε παράδες, θέλανε να εξασφαλίζουν το ψωμί του σπιτιού για να μεγαλώσουν τα κοπέλια τους. Η δουλειά ήταν φτωχιά δουλειά για να ζει ο καθένας. Ο κόσμος έσπερνε στα χωράφια για να βγάλει το ψωμί του χρόνου του! Στην κατοχή είχαμε ανθρώπους από όλο το νομό, χιλιάδες, που ήρχουνταν με τα γαϊδουράκια φορτωμένα με στάρια για να αλέσουν. Μετά την κατοχή ο κόσμος λιγόστεψε και αυτοί που άλεθαν ήταν από τα χωριά της επαρχίας ανατολικά, από τις Καρίνες, την Πατσό, τη Λαμπινή. Ύστερα εγκαταλείφθηκε και η σπορά και στους μύλους αφού δεν είχαν δουλειά δεν γύριζαν οι μυλόπετρες…»
ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΥΡΟΔΟΧΗ
-Και με τόσους πελάτες…
«Ίντα να έκανα, άλεθα και τη μέρα και τη νύχτα για να τους προλάβω. Να εκέ ήτανε το κρεβάτι μου, να πάρω ένα ύπνο και να σηκωθώ να συνεχίσω. Δουλειά, όι παίξε-γέλασε! Να φανταστείς πως στην κατοχή μοιράζαμε το αξάι, την προμήθεια του μύλου δηλαδή, κάθε δεκαπέντε μέρες και μοιράζαμε από 250-350 οκάδες αλεύρι. Μπορείς να υπολογίσεις τη δουλειά που είχα…»
-Και το δικό σου μεροκάματο;
«Είχαμε συμφωνήσει και εγώ έπαιρνα από το αξάι το 1\3 και αυτοί που είχανε τις παράδες τα 2\3…»
-Γνωρίζεις ποια περίοδο, μπήκαν σε λειτουργία οι νερόμυλοι στην περιοχή;
«Ουδείς μπορεί να γνωρίζει και ο καθένας κάνει τις δικές του εκτιμήσεις. Γεγονός είναι πως οι μύλοι στον τόπο μας άρχισαν να δουλεύουν πριν την τουρκοκρατία…»
Ο τελευταίος μυλωνάς πριν λίγες μέρες στο σπίτι του με τη σύζυγό του Χρυσούλα
Ο πρώτος νερόμυλος, εκεί που «έφαγε» τη ζωή του κοντά σαράντα χρόνια ο Αντώνης Λουκάκης, «σκεπάζει» νοσταλγία και χιλιάδες μνήμες που όσο κι αν προσπαθούν να τον «ξυπνήσουν» με το δεύτερο «Μεσακό», με τα έργα αναστήλωσης και ανάπλασης που έχουν μπει μπροστά, δεν πρόκειται να τους δώσουν τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο εκείνων των σκληρών εποχών.
-Θα γύριζες ξανά στον αλευρόμυλο, αν ξαναγεννιόσουνα;
Ο τελευταίος μυλωνάς δε διστάζει να απαντήσει: «Εδά τα πλερώνω με την υγειά μου, μα αν ξαναγεννιόμουνα πάλι στο μύλο θα με έβρισκες. Και μη ξεχνάς πως ο νερόμυλος βγάζει το γνήσιο αλεύρι και ψήνεις το καλύτερο ψωμί. Οι βιομηχανικοί είναι πολύστροφοι και το καίνε…»
madeincreta.gr
Το 1987 ή ’88, στον πρώτο αλευρόμυλο στο κέντρο της κωμόπολης, ο Αντώνης Λουκάκης έκλεισε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, μάζεψε τη ζωή του μέσα στο νερό, στο σιτάρι και στο αλεύρι και έφυγε για το σπίτι του από το «κανάλι της Κεφαλόβρυσης». Ήταν ο τελευταίος μυλωνάς, ο έσχατος των Μοϊκανών, που «έκλεισε» το νερό και δεν μπήκε στο «λιγάτο» για να πέσει με ορμή και να γυρίσει τις μυλόπετρες. Τι να «συνθλίψουν» τότε, «ποιόν, τον άνεμο;»
Ήταν το τέλος μιας βασανιστικής εποχής, που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία της Λαογραφίας του τόπου. Ο μυλωνάς φεύγοντας, «έσφιξε» την καρδιά του για να μη λυγίσει, όμως κάποιες σταλαματιές έφυγαν από τα μάτια του. «Σήκωσε» σφαλίζοντας, χιλιάδες στιγμές στην «κοφινίδα, στην κουβέρτα, στις μυλόπετρες και στην αλευροδόχη» και με αυτές «ταξιδεύει» ακόμη στην κυψέλη της ογδονταεφτάχρονης διαδρομής του.
Παραμένει ακόμη η πινακίδα που αναγράφεται «το δικαίωμα του αλευρόμυλου»
Είναι ο Αντώνης Λουκάκης, ο γνωστός Λουκοπετραντώνης, ο τρίτος του σογιού των μυλωνάδων του νερού, μετά τον παππού Λουκοπέτρο (Πέτρο Λουκάκη) και τον πατέρα Λουκοπετρογιώργη (Γιώργη Λουκάκη) με τις κρητικές βράκες και τα στιβάνια.
Φαίνεται, πως η ζωή από παππού, κινείται μέσα στο… θαύμα από τη δύναμη του νερού, στις παραδοσιακές βιοτεχνίες παραγωγής των αλεύρων. Σαν να είναι κι αυτοί οι μοχλοί μέσα στις… βιομηχανίες της εποχής, που θα δώσουν στη νοικοκυρά την ύλη για να ζυμώσει και να ψήσει «το ψωμί που θα αναθρέψει γενιές και γενιές!» Όλα, όμως, έσβησαν ξαφνικά, όπως χάθηκε και η ποιότητα. Οι νερόμυλοι έπαψαν να στέλνουν αλεύρι στα σπίτια, οι φούρνοι στις αυλές σταμάτησαν να καπνίζουν και να ψήνουν «τις τριβίδες και τα σταρένια παξιμάδια» και τη θέση τους πήραν οι ηλεκτροκίνητες βιομηχανικές μονάδες ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΗΤΑΝ ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ
Ένα πρόσωπο σε δυο ηλικίες. Είναι ο πατέρας του Γιώργης Λουκάκης κι αυτός μυλωνάς, στρατιώτης αριστερά και πολίτης με την κρητική φορεσιά που ντυνόταν όλα τα χρόνια της ζωής του
Αλλά πως βρέθηκε ο μυλωνάς μέσα στη βιοτεχνία; «Από κοπέλι 15 χρονών ο αφέντης μου για να μη γυρίζω στο χωριό με είχενε στο μύλο», απαντά. «Ήτανε ο αφέντης μου, ήτανε και ο παππούς μου μυλωνάδες στον πρώτο μύλο. Εγώ γεννήθηκα το ’26 και το ’51 που γιάειρα από φαντάρος, μπήκα στον πρώτο μύλο και τον ανάλαβα μοναχός μου και τον δούλευα. Είχα μάθει πλια μπροστά την τέχνη!»
-Ήσουν κύριε Λουκάκη, δηλαδή, εκεί εργαζόμενος με ημερομίσθιο;
«Θα σου απαντήσω: Ο μύλος ήτανε συνεταιριστικός και ήταν πολλοί που είχαν «ημέρες», δηλαδή μερίδες, μετοχές. Σε αυτή την περιοχή, υπήρχαν άλλοι τρεις που άλεθαν με την ίδια ποσότητα νερού ούλοι. Στον πρώτο μύλο που έπεφτε το νερό ήταν σ’ αυτό που τον δούλευα εγώ…»
-Ναι αλλά υπήρχε και άλλος μύλος στο χωριό, αυτός στην Αγία Φωτιά…
«Υπήρχενε και αυτός με τη διαφορά πως αυτός ήτανε «χειμωνικός» γιατί δεν είχενε «άρτιο νερό» για να αλέθει και το καλοκαίρι…»
-Τι ήταν, λοιπόν, αυτός ο συνεταιρισμός;
«Ο μύλος είχενε δεκατρείς ή δεκατέσσερις συνεταίρους και το μεγαλύτερο μερίδιο το είχενε ο Μαρκογιάννης ο λαγουτιέρης. Ύστερα ήτανε ο Μανώλης ο Σαββάκης, ο Σταμάτης ο Παπαδάκης ο πρωτοχορευτής κι ο Δημήτρης ο Κουτρουλάκης που κι αυτοί είχανε μεγάλα μερίδια. Οι άλλοι που ακολουθούσανε μετά ήτανε μικρότεροι κι είχανε «μια- δυο μέρες», από τις σαράντες παράδες που λέγαμε, δηλαδή τις μετοχές. Τα άλλα μερίδια τα είχανε ο Χαράλαμπος ο Μαρινάκης, οι κληρονόμοι του Στυλιανού Σταματάκη, δηλαδή ο Αντώνης, ο Σταυριανός και η Βαρβάρα, ο Γιώργης ο Θεοδοσουλάκης, ο Μαρκογιώργης, ο Γιώργης Ξεξάκης και ο Γιώργης Δαμβακάκης. Τα άλλα, πολύ μικρά, τα είχανε ορισμένοι άλλοι από το χωριό…»
Χιλιάδες φορές έβαλε το μικρό φτυάρι στην «αλευροδόχη» για να βάλει το αλεύρι στο τσουβάλι
-Για να υπάρχει, όμως, τέτοια συμμετοχή στο συνεταιρισμό, φαντάζομαι και στους άλλους μύλους ανάλογη θα υπήρχε, τούτο δείχνει ότι οι συνεταίροι προσδοκούσαν σε κέρδη…
«Ούλοι που πήρανε παράδες, θέλανε να εξασφαλίζουν το ψωμί του σπιτιού για να μεγαλώσουν τα κοπέλια τους. Η δουλειά ήταν φτωχιά δουλειά για να ζει ο καθένας. Ο κόσμος έσπερνε στα χωράφια για να βγάλει το ψωμί του χρόνου του! Στην κατοχή είχαμε ανθρώπους από όλο το νομό, χιλιάδες, που ήρχουνταν με τα γαϊδουράκια φορτωμένα με στάρια για να αλέσουν. Μετά την κατοχή ο κόσμος λιγόστεψε και αυτοί που άλεθαν ήταν από τα χωριά της επαρχίας ανατολικά, από τις Καρίνες, την Πατσό, τη Λαμπινή. Ύστερα εγκαταλείφθηκε και η σπορά και στους μύλους αφού δεν είχαν δουλειά δεν γύριζαν οι μυλόπετρες…»
ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΥΡΟΔΟΧΗ
-Και με τόσους πελάτες…
«Ίντα να έκανα, άλεθα και τη μέρα και τη νύχτα για να τους προλάβω. Να εκέ ήτανε το κρεβάτι μου, να πάρω ένα ύπνο και να σηκωθώ να συνεχίσω. Δουλειά, όι παίξε-γέλασε! Να φανταστείς πως στην κατοχή μοιράζαμε το αξάι, την προμήθεια του μύλου δηλαδή, κάθε δεκαπέντε μέρες και μοιράζαμε από 250-350 οκάδες αλεύρι. Μπορείς να υπολογίσεις τη δουλειά που είχα…»
-Και το δικό σου μεροκάματο;
«Είχαμε συμφωνήσει και εγώ έπαιρνα από το αξάι το 1\3 και αυτοί που είχανε τις παράδες τα 2\3…»
-Γνωρίζεις ποια περίοδο, μπήκαν σε λειτουργία οι νερόμυλοι στην περιοχή;
«Ουδείς μπορεί να γνωρίζει και ο καθένας κάνει τις δικές του εκτιμήσεις. Γεγονός είναι πως οι μύλοι στον τόπο μας άρχισαν να δουλεύουν πριν την τουρκοκρατία…»
Ο τελευταίος μυλωνάς πριν λίγες μέρες στο σπίτι του με τη σύζυγό του Χρυσούλα
Ο πρώτος νερόμυλος, εκεί που «έφαγε» τη ζωή του κοντά σαράντα χρόνια ο Αντώνης Λουκάκης, «σκεπάζει» νοσταλγία και χιλιάδες μνήμες που όσο κι αν προσπαθούν να τον «ξυπνήσουν» με το δεύτερο «Μεσακό», με τα έργα αναστήλωσης και ανάπλασης που έχουν μπει μπροστά, δεν πρόκειται να τους δώσουν τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο εκείνων των σκληρών εποχών.
-Θα γύριζες ξανά στον αλευρόμυλο, αν ξαναγεννιόσουνα;
Ο τελευταίος μυλωνάς δε διστάζει να απαντήσει: «Εδά τα πλερώνω με την υγειά μου, μα αν ξαναγεννιόμουνα πάλι στο μύλο θα με έβρισκες. Και μη ξεχνάς πως ο νερόμυλος βγάζει το γνήσιο αλεύρι και ψήνεις το καλύτερο ψωμί. Οι βιομηχανικοί είναι πολύστροφοι και το καίνε…»
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το μαρούλι στη διατροφή μας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ