2013-02-22 12:58:03
Η κυβέρνηση Ομπάμα απάντησε στον κινεζικό δυναμισμό με ενίσχυση των αμερικανικών στρατιωτικών και διπλωματικών δεσμών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, κερδίζοντας την επιδοκιμασία στο εσωτερικό αλλά και στην περιφέρεια.
Όμως η «στροφή» αυτή στηρίζεται σε σοβαρή παρερμηνεία του στόχου. Η Κίνα παραμένει πολύ πιο αδύναμη και βαθιά ανασφαλής σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Για να κάνει το Πεκίνο πιο συνεργάσιμο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εργαστεί ώστε να κατευνάσει τις αγωνίες της Κίνας και όχι να τις εκμεταλλευθεί.
Από τότε που ο Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Ξιαοπίνγκ προχώρησε σε άνοιγμα της οικονομίας της χώρας του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κίνα κατόρθωσε να δυναμώσει, να πλουτίσει και ν’ αποκτήσει στρατιωτική ισχύ, ενώ παράλληλα συνέχισε να διατηρεί σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν το Πεκίνο φάνηκε ν’ αλλάζει ρότα και να συμπεριφέρεται με τρόπο που αποξενώνει τους γείτονές του και δημιουργεί καχυποψία στο εξωτερικό
. Τον Δεκέμβριο του 2009, για παράδειγμα, το Πεκίνο αρνήθηκε να υποχωρήσει στο πλαίσιο της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να εξοργίσει τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Κατόπιν, μετά την πώληση αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν τον Ιανουάριο του 2010, η κινεζική κυβέρνηση ανέστειλε για πρώτη φορά συνομιλίες υψηλού επιπέδου με τις ΗΠΑ για θέματα ασφαλείας και εξήγγειλε κυρώσεις χωρίς προηγούμενο για τις αμερικανικές εταιρείες που διατηρούσαν σχέσεις με την Ταϊβάν (αν και δεν είναι βέβαιον ότι οι κυρώσεις προκάλεσαν ουσιαστική ζημιά). Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, το Πεκίνο διαμαρτυρήθηκε με οργή κατά των σχεδίων για διενέργεια κοινής ναυτικής άσκησης ΗΠΑ-Ν. Κορέας στην Κίτρινη Θάλασσα, και τον Σεπτέμβριο κατήγγειλε την Ιαπωνία επειδή συνέλαβε τον πλοίαρχο ενός κινεζικού αλιευτικού που εμβόλισε σκάφος της ιαπωνικής ακτοφυλακής σε αμφισβητούμενα ύδατα. Και για να ολοκληρώσει αυτήν τη σειρά ανησυχητικών επεισοδίων, το Πεκίνο εκδήλωσε υπερβολική εχθρότητα σε βάρος δημοκρατικών χωρών και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στη Νορβηγία, μετά την απόφαση της αρμόδιας επιτροπής να απονείμει τον Οκτώβριο το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης στον Κινέζο δημοκράτη ακτιβιστή Λιου Σιαομπό. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η Κίνα κατάφερε να ακυρώσει πολλά από όσα είχε κερδίσει ύστερα από χρόνια συζητήσεων σχετικά με την «ειρηνική άνοδό» της.
Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν τότε αυτήν την καινοφανή εριστική διάθεση της Κίνας ως ένδειξη της αυξανόμενης αυτοπεποίθησής της. Γράφοντας στην Ουάσιγκτον Ποστ, ο Τζον Πάμφρετ σημείωνε πως το Πεκίνο επεδείκνυε «μια νέα θριαμβευτική στάση». Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η Κίνα βρισκόταν σε ανοδική τροχιά και η ανερχόμενη δύναμή της έπεισε τους ηγέτες της ότι θα είχαν -όπως ποτέ άλλοτε- τη δυνατότητα να διαμορφώνουν την πραγματικότητα στην Ασία. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, το 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα εγκαινίασε αυτό που αποκάλεσε «στροφή» προς την Ασία, δηλαδή μια αλλαγή στρατηγικής, με σκοπό την ενίσχυση των αμυντικών δεσμών των ΗΠΑ με χώρες της περιφέρειας και την ανάπτυξη της αμερικανικής ναυτικής παρουσίας εκεί. Το διπλωματικό μέρος της στρατηγικής αυτής αποκαλύφθηκε το 2011, όταν ο υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα επαναβεβαίωσε τους συμμάχους των ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους ανησυχούν για την άνοδο της Κίνας, ότι «οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν για πολύ καιρό την παρουσία τους στον Ειρηνικό». Φέτος, ο ίδιος αξιωματούχος υποσχέθηκε ότι ο αμερικανικός στρατός θα «ενισχύσει τη δύναμή του σ’ αυτήν τη ζωτική περιοχή». Υπό το κράτος της ανησυχίας μήπως η ισχυρή Κίνα αναδειχθεί σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα, ο Λευκός Οίκος αντέδρασε με ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, ώστε ν’ αντισταθμίσει τυχόν σχόλια περί αμερικανικής αδυναμίας.
Ατυχώς, ωστόσο, αυτή η αλλαγή πολιτικής βασίστηκε σε θεμελιώδη παρερμηνεία της πραγματικότητας που επικρατεί στα ηγετικά κλιμάκια της Κίνας. Η σκληρή διπλωματία του Πεκίνου δεν πηγάζει από την εμπιστοσύνη στην ισχύ της χώρας (καθώς οι Κινέζοι ηγέτες έχουν από καιρό καταλάβει ότι ο στρατός τους παραμένει σημαντικά κατώτερος εκείνου των ΗΠΑ), αλλά από βαθιά αίσθηση ανασφάλειας, που προέρχεται από μια σειρά βασανιστικών χρόνων οικονομικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής. Αντιμέτωποι με αυτές τις προκλήσεις και συνειδητοποιώντας ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν είναι πια σε θέση να τους προσφέρει άνετη στήριξη, οι Κινέζοι ηγέτες θέλησαν να διατηρήσουν τη λαϊκή νομιμοποίηση, ικανοποιώντας ένα όλο και πιο εθνικιστικό κοινό, με συμβολική επίδειξη ισχύος.
Αν αντικρύσουμε τη συμπεριφορά της Κίνας υπό αυτό το πρίσμα, οι κίνδυνοι της «στροφής» γίνονται προφανείς. Η νέα αμερικανική πολιτική επιδεινώνει χωρίς λόγο τις ανασφάλειες του Πεκίνου και το μόνο που πετυχαίνει είναι να τροφοδοτήσει την επιθετικότητα της Κίνας, να υπονομεύσει την περιφερειακή σταθερότητα και να περιορίσει τη δυνατότητα συνεργασίας Πεκίνου - Ουάσιγκτον. Αντί, λοιπόν, να υπερεκτιμούν την κινεζική ισχύ και συνακόλουθα να εγκαταλείπουν την μακροχρόνια πολιτικής της διπλωματικής δέσμευσης, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τις υφιστάμενες αδυναμίες της Κίνας και τα δικά τους διαρκή πλεονεκτήματα. Η σωστή πολιτική απέναντι στην Κίνα θα πρέπει να κατευνάζει και όχι να εκμεταλλεύεται τα άγχη του Πεκίνου, ενώ παράλληλα να προστατεύει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΤΙΓΡΗΣ ΒΡΥΧΑΤΑΙ
Η απόφαση για τη «στροφή» προς την Ασία βασίστηκε στον συλλογισμό ότι η νέα δύναμη της Κίνας απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα και υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα, απλώς και μόνο επειδή θα μπορούσε να το κάνει, δηλαδή μόνο και μόνο γιατί η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της χώρας έκανε την επιθετική διπλωματία ευκολότερη και πιο ελκυστική σε σύγκριση με το παρελθόν. Στην κατάθεσή του στο αμερικανικό Κογκρέσο, τον Μάρτιο του 2010, ο ναύαρχος Ρόμπερτ Γουΐλαρντ, τότε επικεφαλής της αμερικανικής Διοίκησης του Ειρηνικού, υποστήριξε ότι η πρόσφατη στρατιωτική αναβάθμιση της Κίνας ήταν «δραματική». Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι οι ΗΠΑ έχουν σε μεγάλο βαθμό υπερεκτιμήσει τη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι από το 1979 (όταν στη διάρκεια του σύντομου πολέμου με το Βιετνάμ αποκαλύφθηκαν οι αδυναμίες του) ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) έχει πραγματοποιήσει άλματα, η δύναμή του παραμένει περιορισμένη. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ο ΛΑΣ δεν ανέπτυξε νέα πλοία ή αεροσκάφη, που θα ενίσχυαν ουσιαστικά την ικανότητά του να αντιπαρατεθεί στην αμερικανική ναυτική υπεροχή. Το βασικό εργαλείο της Κίνας για την αντιμετώπιση του αμερικανικού ναυτικού και την αποτροπή αμερικανικής επέμβασης στις ασιατικές διαμάχες, εξακολουθεί να είναι ένας στόλος από πετρελαιοκίνητα υποβρύχια που επιχειρούν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό του κινεζικού ναυτικού, μόλις πρόσφατα ο ΛΑΣ άρχισε να κατασκευάζει ένα καταδρομικό κατευθυνόμενων πυραύλων νέας γενιάς, σε ποσότητα και ποιότητα που ωχριά σε σύγκριση με τον αμερικανικό στόλο καταδρομικών τύπου Aegis. Μόλις τον Αύγουστο του 2011 το Πεκίνο εγκαινίασε τη λειτουργία του πρώτου αεροπλανοφόρου του (ο αμερικανικός στρατός διαθέτει 11), ενός παλιού και σχετικά μικρού πλοίου αγορασμένου από τους Ρώσους. Η Κίνα σχεδιάζει ν’ αναπτύξει αντι-ναυτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να πλήξουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, αλλά δεν έχει ακόμη αποκτήσει επαρκή τεχνογνωσία για να προχωρήσει σε υλοποίηση του σχεδίου. Και, σύμφωνα με την έκθεση του ίδιου του Πενταγώνου για την κατάσταση του κινεζικού στρατού το 2011, θα μπορούσε να θεωρηθεί σύγχρονο ένα ποσοστό λιγότερο του 30% των ναυτικών δυνάμεων επιφανείας, των αεροπορικών δυνάμεων και των δυνάμεων αεράμυνας και μόνο ένα 55% του υποβρυχιακού στόλου του ΛΑΣ. Με λίγα λόγια, ο ΛΑΣ δεν είναι ικανός να απειλήσει την αμερικανική κυριαρχία στη θάλασσα ή να μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων αυξήθηκε η ανησυχία του Πεκίνου σχετικά με τη στρατιωτική ανεπάρκεια της χώρας. Στα τέλη του 2008, όταν οι Κινέζοι ηγέτες παραδέχθηκαν ότι η χώρα τους δεν ήταν άτρωτη στις οικονομικές δονήσεις που κλόνιζαν την υφήλιο, το Πεκίνο πανικοβλήθηκε στην προοπτική εκτίναξης της εγχώριας ανεργίας και εσπευσμένα χρηματοδότησε μια τεράστια δέσμη κινήτρων, ύψους 570 δισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου. Όμως, τα πράγματα πήραν χειρότερη τροπή καθώς βραχυπρόθεσμα προκλήθηκε αστάθεια και μακροπρόθεσμα διαρθρωτικές ανισορροπίες στην οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 2009-10 η Κίνα γνώρισε τη μεγαλύτερη οικονομική αναταραχή από τη δεκαετία του ’60 και το τότε μαοϊκό «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός».
Μεταξύ 2009 και 2010, ο πληθωρισμός υπερδεκαπλασιάστηκε και τον Φεβρουάριο του 2010, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο παραδέχθηκε ότι η επιδείνωση στον πληθωρισμό, που προήλθε από το πακέτο κινήτρων, θα μπορούσε να «υπονομεύσει την κοινωνική σταθερότητα». Μέχρι το 2009, οι τιμές των ενοικίων στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν ξεπεράσει το μέσο μηνιαίο εισόδημα της μεσαίας τάξης κατά 20-30%, ξεπερνώντας κατά πολύ την προτεινόμενη από την Παγκόσμια Τράπεζα αναλογία. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 2010, σε μια προσπάθεια χαλιναγώγησης του δανεισμού, η κεντρική τράπεζα της Κίνας προχώρησε κατ’ επανάληψη σε αύξηση των υποχρεωτικών κεφαλαιακών αποθεμάτων των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθωρισμός συνέχισε την ανοδική του πορεία. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2010, σχεδόν το 60% των Κινέζων ανέφεραν ότι «οι τιμές ήταν απαράδεκτα υψηλές». Σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, οι τιμές των λαχανικών είχαν αυξηθεί κατά σχεδόν 25%, η τιμή του σκόρδου είχε δεκαπλασιαστεί και η τιμή του τσαγιού ήταν 20% υψηλότερη.
Και καθώς ο πληθωρισμός ροκάνιζε το εισόδημα, η ανεργία και η ανισότητα αυξήθηκαν: το 2009 η ανεργία στα αστικά κέντρα ήταν η υψηλότερη από το 1980. Η κυβέρνηση φοβόταν ιδιαιτέρως ότι οι άνεργοι πτυχιούχοι θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν παράγοντα αποσταθεροποίησης στις κινεζικές πόλεις. Το 2009, πάνω από επτά εκατομμύρια πτυχιούχοι ήταν άνεργοι. Έτσι, η κυβέρνηση επένδυσε περίπου 6 δισ. δολάρια, ώστε να τους προσφέρει θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές. Και καθώς η οικονομία παρουσίαζε επιδείνωση, την κατάσταση παραδέχθηκε με άρθρο της ακόμη και η κρατική Εφημερίδα του Λαού. Ένας τίτλος του Μαΐου 2010 δήλωνε: «Η πτώση εισοδήματος σε επικίνδυνο επίπεδο». Το άρθρο επικαλείτο στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας που κατέτασσαν την κινεζική ανισότητα σε «μία από τις υψηλότερες θέσεις στον κόσμο». Η ανησυχία της ηγεσίας μήπως η μαζική δυσαρέσκεια λάβει τη μορφή αντικυβερνητικής πολεμικής, διοχετεύθηκε μέσω δημοσιευμάτων της εφημερίδας, που προειδοποιούσε ότι η ανισότητα θα μπορούσε «να δημιουργήσει ισχυρά αρνητικά αισθήματα κατά των πλουσίων» και ότι «ο συναγερμός έχει ήδη χτυπήσει». Και συνέχιζε: «Το Πεκίνο ούτε έχει τη δυνατότητα ούτε πρέπει να αγνοήσει τον συναγερμό».
Αυτή η ανεργία και η ανισότητα προκάλεσαν αυτό ακριβώς το είδος αναταραχής που το Πεκίνο απευχόταν. Σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, ο αριθμός των «μαζικών περιστατικών» (έτσι χαρακτηρίζεται η παράνομη διαμαρτυρία άνω των πέντε ατόμων που «διαταράσσουν τη δημόσια τάξη») αυξήθηκε από 120.000 το 2008 σε πάνω από 180.000 το 2010. Οι ταραχές που ξέσπασαν το 2009 στο Σισού, στην επαρχία Χουμπέι, όπου 70.000 άνθρωποι συγκρούστηκαν με την αστυνομία, ήταν «οι πιο σοβαρές οδομαχίες» από το 1949, σύμφωνα με την Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών, που είναι μια κυβερνητική «δεξαμενή σκέψης» (Think Tank). Οι κοινωνιολόγοι της Ακαδημίας υποστήριξαν ότι η αύξηση της εγκληματικότητας και της κοινωνικής αναταραχής το 2009 σχετιζόταν με την ευρύτερη ανεργία στην ύπαιθρο και ήταν αποτέλεσμα της διόγκωσης ενός αδρανούς και περιθωριοποιημένου πληθυσμού. Το 2010, ο Γκούο Μπινσένγκ, ανώτερο στέλεχος του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου Ξινχούα, προειδοποιούσε ότι η Κίνα είχε μπει σε περίοδο «μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης» και ότι «το έργο της σταθεροποίησης ... θα αποδειχθεί πολύ επίπονο».
Αντιμέτωπο με την αυξανόμενη αναταραχή και θέλοντας να αποσοβήσει μια ουσιαστική κρίση νομιμοποίησης, το Πεκίνο δεν είχε άλλη επιλογή από το να ικανοποιήσει τον διευρυνόμενο κύκλο των σκληροπυρηνικών εθνικιστών, οι οποίοι ήθελαν να προβάλουν μια σκληροτράχηλη εικόνα της Κίνας στο εξωτερικό.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΥΓΗ
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει από παλιά προωθήσει τον εθνικισμό ως μέσον διατήρησης της νομιμότητας. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, ο κινεζικός λαός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία παρά στην πολιτική. Όταν, όμως, χτύπησε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, το Πεκίνο δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται αποκλειστικά στις οικονομικές επιτυχίες του. Στο μεταξύ, ο εθνικισμός ακολουθούσε ανοδική τροχιά. Παρά το γεγονός ότι τα ανώτατα κομματικά στελέχη αντιλαμβάνονταν τις αδυναμίες της χώρας, ήταν πολλοί οι Κινέζοι που πίστευαν ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση θα αποτελούσε το κορυφαίο στάδιο στην ανοδική πορεία της Κίνας προς το καθεστώς της μεγάλης δύναμης. Όταν το 2008 και το 2009 οι ΗΠΑ βυθίζονταν στην ύφεση, η κινεζική οικονομία παρουσίαζε ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 10%. Και η κινεζική ηγεσία διαλαλούσε τις επιτυχίες του ΛΑΣ, περιλαμβανομένων των αντι-πειρατικών αποστολών, του διαστημικού προγράμματος και των δοκιμών προηγμένων στρατιωτικών αεροπλάνων, θέλοντας να πείσει τον κόσμο ότι η Κίνα ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις ΗΠΑ και ότι, ως εκ τούτου, οφείλει ν’ ακολουθήσει μια πιο δυναμική εξωτερική πολιτική.
Μετά τον Ιανουάριο του 2010, όταν έγιναν γνωστές οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Κίνα καθώς και ηχηρές φωνές από χρήστες του διαδικτύου, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της επιβολής κυρώσεων κατά των αμερικανικών εταιρειών οπλικών συστημάτων που είχαν συμμετάσχει στη συμφωνία. Ο υποναύαρχος Γιανγκ Λι, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών στο πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας του ΛΑΣ, κάλεσε την Κίνα «να δώσει ένα μάθημα στην αμερικανική κυβέρνηση, ότι δηλαδή, όποιος βλάπτει τους άλλους, βλάπτει τον εαυτό του». Ομοίως, ο υποστράτηγος Λούο Γιουάν, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Συλλόγου Στρατιωτικής Επιστήμης της Κίνας, επέμενε ότι ήταν καιρός «να κλείσουν οι λογαριασμοί» με τις ΗΠΑ. Στα διαδικτυακά πόρταλ People’s Daily και QQ, πολλοί χρήστες συμφώνησαν με τις θέσεις του στρατηγού και ζητούσαν από τη χώρα τους να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας εξαγωγές όπλων στο Ιράν, στη Β. Κορέα και στο Πακιστάν.
Ύστερα, τον Σεπτέμβριο του 2010, η διένεξη μεταξύ Πεκίνου και Τόκιο σχετικά με τη σύλληψη του πλοιάρχου του αλιευτικού σκάφους, αναδείχθηκε ως το πιο επίκαιρο θέμα στο διαδίκτυο στην Κίνα, δείγμα της οργής του κοινού. Αιτήματα για την άμεση και χωρίς όρους απελευθέρωση του πλοιάρχου κατέκλυσαν τις διαδικτυακές πύλες. Στα επίσημα μέσα ενημέρωσης, ο Φενγκ Ζαοκούι, ανώτερος εμπειρογνώμων της κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, υποστήριξε ότι «έχει πλέον περάσει ο καιρός που την Κίνα μπορούσαν να την κάνουν ό,τι θέλουν». Παρά τις προσπάθειες του κράτους να καταπνίξει αυτές τις φωνές, οι εκκλήσεις για εκδήλωση διαμαρτυριών κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, δίνοντας το έναυσμα για διαδηλώσεις όχι μόνο μπροστά στην ιαπωνική πρεσβεία αλλά και στο κτήριο του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Καθώς ξυπνούσε το εθνικιστικό αίσθημα και τα πολιτικο-οικονομικά προβλήματα διαχέονταν στη χώρα, οι Κινέζοι ηγέτες, ανήσυχοι για το μέγεθος της απήχησης του κόμματος στην κοινωνία και φοβούμενοι πιθανή έκρηξη κοινωνικής αναταραχής, καθησύχασαν τους εθνικιστές με επίδειξη σκληρής διπλωματίας και ρητορικής. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν η αδιάλλακτη τοποθέτηση του Πεκίνου στο διάστημα 2009-10, λόγω της οποίας αποξενώθηκαν από αυτήν τόσο οι γείτονες της χώρας όσο και άλλα κράτη ανά τον κόσμο. Αυτή η νέα διπλωματία πυροδότησε φόβους για την άνοδο της Κίνας σε όλη την ανατολική Ασία, πράγμα που με τη σειρά του οδήγησε τις ΗΠΑ ν’ ακολουθήσουν πολιτική εξισορρόπησης των δυνάμεων στην περιοχή.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ
Ορισμένες πτυχές της ασιατικής στρατηγικής του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα έχουν οικοδομηθεί πάνω σε πολιτικές προηγουμένων κυβερνήσεων. Η Ουάσιγκτον έχει αφιερώσει στην περιοχή περισσότερους πόρους, από το 1997 τουλάχιστον, όταν για πρώτη φορά μετακίνησε ένα υποβρύχιο από την Ευρώπη στο Γκουάμ. Οι κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους προχώρησαν στη συνέχεια σε ανάπτυξη κάθε τύπου μεγάλων ναυτικών και αεροπορικών οπλικών συστημάτων στο Γκουάμ και στην Ιαπωνία, συνεργάστηκαν με τη Σιγκαπούρη για να κατασκευάσουν μονάδα πλαισίωσης αεροπλανοφόρων στη ναυτική βάση Τσανγκί και ενίσχυσαν την αμυντική συνεργασία των ΗΠΑ με την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες. Η κυβέρνηση Μπους μετακίνησε ένα ακόμη αεροπλανοφόρο στο θέατρο του Ειρηνικού, ενώ το Πεντάγωνο ανακοίνωσε το 2005 ότι επρόκειτο να αναπτύξει στην Ασία το 60% των αμερικανικών υποβρυχίων. Στη διάρκεια των πολέμων του Αφγανιστάν και του Ιράκ, η στρατιωτική χρηματοδότηση για το θέατρο του Ειρηνικού παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Οι πολιτικές αυτές υπήρξαν αποτελεσματική απάντηση στην άνοδο της Κίνας. Ύστερα, όμως, από την αδιάλλακτη στάση της Κίνας στα έτη 2009 και 2010, η Ουάσιγκτον ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα αξιοπιστίας: οι σύμμαχοί της στην ανατολική Ασία διερωτώνταν κατά πόσον οι ΗΠΑ, τελματωμένες στη χειρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, θα μπορούσαν να συναγωνιστούν μια φαινομενικά πιο σίγουρη και πιο ικανή Κίνα. Κυρίως για να κατασιγάσουν αυτούς τους φόβους, οι ΗΠΑ επεδίωξαν ν’ αποδείξουν ότι μπορούν να διατηρήσουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Η «στροφή»της κυβέρνησης Ομπάμα συμπεριέλαβε την επέκταση των κοινών ναυτικών ασκήσεών της με την Ιαπωνία, ως μέρος της προετοιμασίας για την άμυνα των αμφισβητούμενων νησιών, τη σύναψη νέων συμφωνιών για πώληση όπλων στις Φιλιππίνες και, πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2012, την συμφωνία για την αποστολή Αμερικανών πεζοναυτών στην Αυστραλία. Η αμερικανική κυβέρνηση αποκατέστησε, επίσης, την αμυντική συνεργασία με την Ινδονησία και τη Νέα Ζηλανδία. Αυτές οι προσεκτικές πολιτικές αποφάσεις επαναβεβαίωσαν τους συμμάχους των ΗΠΑ ότι η Ουάσιγκτον παραμένει δεσμευμένη στην υπόσχεσή της για διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή.
Παράλληλα, όμως, η αμερικανική κυβέρνηση ανέτρεψε τη μακροχρόνια πολιτική δέσμευση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο. Στράφηκε σε δαπανηρές πρωτοβουλίες, η ισχύς των οποίων είναι δυσανάλογη προς την απειλή που εκπορεύεται από την Κίνα. Όσον αφορά την εδαφική διένεξη γύρω από τα νησιά Σπράτλι, στη νότια Θάλασσα της Κίνας, οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν καταφέρει να αποτρέπουν τις περιφερειακές δυνάμεις από πιθανές επιθετικές ενέργειες, με το να κάνουν σαφές το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για διατήρηση του καθεστώτος ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Ωστόσο, η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, ανέμιξε ευθέως τις ΗΠΑ σε αυτές τις νομικά περίπλοκες διενέξεις. Τον Ιούλιο του 2010 στο Ανόι, ύστερα από μακρές συνομιλίες με όλους τους παράγοντες που προβάλλουν διεκδικήσεις στα νησιά, πλην της Κίνας, η κ. Κλίντον διακήρυξε την αμερικανική στήριξη προς τις διαπραγματευτικές θέσεις των Φιλιππίνων και του Βιετνάμ. Αυτό που καθιστά την απόφαση προβληματική είναι το γεγονός ότι αυτά τα νησιά έχουν μικρό οικονομικό ενδιαφέρον (εκτός από την αλιεία) και καθόλου ορυκτό πλούτο, καθώς επίσης και ότι έχουν ελάσσονα στρατηγική σημασία, αφού είναι πολύ μικρά για να υποστηρίξουν στρατιωτική δραστηριότητα.
Οι ΗΠΑ, αναιτίως επίσης, προκάλεσαν το Πεκίνο αυξάνοντας τη στρατιωτική παρουσία τους στην ηπειρωτική ανατολική Ασία. Με βάση τη διαπίστωση ότι ο στρατός της Ν. Κορέας έχει ανάγκη από λιγότερη αμερικανική βοήθεια για ν’ αντιμετωπίσει την απειλή από τη Β. Κορέα, η κυβέρνηση Μπους απέσυρε το 40% των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Ν. Κορέα, διέκοψε την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων μεταξύ της Σεούλ και της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης που χωρίζει τη Βόρειο από τη Νότιο Κορέα, και περιόρισε το εύρος και τη συχνότητα των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ-Ν. Κορέας. Η κυβέρνηση Ομπάμα ανέτρεψε αυτές τις αποφάσεις. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν τη μεγαλύτερη κοινή στρατιωτική άσκηση με τη Ν. Κορέα από την εποχή του πολέμου της Κορέας, και αύξησαν την παρουσία του αμερικανικού στρατού στη χώρα. Η Ουάσιγκτον και η Σεούλ κατέληξαν, εξάλλου, σε μια πλειάδα νέων αμυντικών συμφωνιών. Νωρίτερα μέσα στη φετινή χρονιά, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε σχέδια για αναβάθμιση των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην κορεατική χερσόνησο, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Ν. Κορέας είναι απείρως ανώτερες εκείνων του ολοένα και πιο δυσλειτουργικού καθεστώτος της Β. Κορέας.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν την παρουσία τους στην Ινδοκίνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν αποκρούσει την επιθυμία του Βιετνάμ για σύναψη πιο ουσιαστικών αμυντικών δεσμών. Η Ουάσιγκτον αντιλήφθηκε ότι αν ήθελε σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο, θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι η Κίνα διαθέτει πολύ μεγαλύτερο στρατηγικό μερίδιο στην περιοχή, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Όμως, το 2010 η κ. Κλίντον και ο τότε υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, επισκέφθηκαν μαζί το Ανόι (η κ. Κλίντον πήγε δύο φορές). Η υπουργός Εξωτερικών έκανε έκκληση για αμερικανο-βιετναμική στρατηγική συνεργασία και στο τέλος του 2010, για πρώτη φορά μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν κοινό ναυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με το Βιετνάμ. Από τότε, το αμερικανικό ναυτικό διενεργεί ετήσιες ασκήσεις με το βιετναμικό ναυτικό και το 2011 οι δύο χώρες υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης για την αμυντική συνεργασία. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν επίσης τη συνεργασία τους με την Καμπότζη, η οποία το 2010 συνέπραξε στη σειρά ναυτικών ασκήσεων που διεξάγονται κάθε χρόνο στην περιοχή, με την ονομασία CARAT (Cooperation Afloat Readiness and Training) και υπό αμερικανική διοίκηση. Την ίδια χρονιά η κ. Κλίντον προειδοποίησε ρητά την Πνομ Πενχ να μην «εξαρτάται υπερβολικά» από την Κίνα.
Τέλος, η κυβέρνηση Ομπάμα προώθησε τη ναυτική συνεργασία στη νότια Θάλασσα της Κίνας. Για να ολοκληρώσει τους δεσμούς των ΗΠΑ με τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, η Ιαπωνία υπέγραψε συμφωνίες στρατηγικής συνεργασίας με τις δύο χώρες, επεκτείνοντας έτσι την αμυντική συνεργασία τους και τις στρατιωτικές ανταλλαγές. Για πρώτη φορά φέτος, στην ετήσια στρατιωτική άσκηση ΗΠΑ-Φιλιππίνων με την ονομασία Balikatan, συμμετείχαν στρατιωτικές δυνάμεις από την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα.
ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ αντιδρούσαν πιο ήπια απέναντι στην εθνικιστική διπλωματία της Κίνας, όσον αφορά τη βελτίωση των αμυντικών τους δεσμών με τους ναυτικούς συμμάχους τους στην περιοχή, οι Κινέζοι ηγέτες πάλι δεν θα ήταν ευχαριστημένοι. Τα μέτρα αυτά ήταν χρήσιμα για την ασφάλεια των ΗΠΑ, διενεργήθηκαν πολύ μακριά από τα σύνορα της Κίνας και στηρίχτηκαν σε πολιτικές προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων. Όταν, ωστόσο, η Ουάσιγκτον αναμίχθηκε ευθέως σε κυριαρχικές διενέξεις της Κίνας και ενίσχυσε την παρουσία της στα χερσαία σύνορα της χώρας, το Πεκίνο, όπως ήταν αναμενόμενο, χαρακτήρισε αδικαιολόγητη, επεκτατική και απειλητική την απομάκρυνση των ΗΠΑ από την προηγούμενη πολιτική τους. Όπως θα περίμενε κανείς από μια μεγάλη δύναμη που έρχεται αντιμέτωπη με επιδεινούμενο στρατηγικό περιβάλλον, η Κίνα αντέκρουσε την αμερικανική «στροφή» με χειροπιαστές πολιτικές και όχι απλώς με την επιθετική ρητορική του παρελθόντος.
Ένα από τα αποτελέσματα ήταν ότι η Κίνα έχει σχεδόν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να ασκεί επιρροή στη Β. Κορέα, ώστε η τελευταία να σταματήσει την ανάπτυξη του πυρηνικού της προγράμματος. Από το 2011, το Πεκίνο αύξησε ουσιαστικά την επισιτιστική βοήθεια προς την Πιονγκγιάνγκ, εισήγαγε περισσότερα μεταλλεύματα από τη Β. Κορέα και πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις στη χώρα αυτή, στους τομείς της μεταλλευτικής βιομηχανίας, των υποδομών και της βιομηχανίας. Η Κίνα αποσύρθηκε επίσης από τις εξαμερείς συνομιλίες σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Β. Κορέας, αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον να προχωρήσει σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Πιονγκγιάνγκ. Εν τω μεταξύ, η Β. Κορέα εξακολουθεί να προοδεύει στην ικανότητα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων.
Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ασκεί πιέσεις σε εκείνους τους γείτονες της Κίνας που ενίσχυσαν την αμυντική συνεργασία τους με τις ΗΠΑ. Την άνοιξη του 2011, η ένταση ανάμεσα στο Πεκίνο και το Ανόι κλιμακώθηκε, καθώς κινεζικά πλοία περιπολίας παρενόχλησαν σκάφη σεισμικών ερευνών του Βιετνάμ, που έπλεαν σε αμφισβητούμενα ύδατα. Αρκετοί ήταν και οι Κινέζοι αξιωματικοί του στρατού που τάχθηκαν υπέρ της χρήσης βίας κατά του βιετναμικού ναυτικού. Ομοίως, η σύγκρουση Κίνας και Φιλιππίνων, νωρίτερα τη φετινή χρονιά, σχετικά με τον αμφισβητούμενο ύφαλο Scarborough, υποδηλώνει ότι το Πεκίνο θα αντιπαρατεθεί με χώρες που βασίζονται στην υποστήριξη των ΗΠΑ, όσον αφορά διαμάχες γύρω από την εδαφική κυριαρχία. Η Κίνα έστειλε ετοιμοπόλεμα σκάφη περιπολίας για να ισχυροποιήσει τη διεκδίκησή της στον ύφαλο και, μετά την αποχώρηση των φιλιππινέζικων πλοίων, εγκατέστησε μόνιμη παρουσία στην περιοχή. Φέτος, επίσης, οι κινεζικές πετρελαϊκές εταιρείες ανακοίνωσαν πρωτοφανή σχέδια για θαλάσσιες γεωτρήσεις πετρελαίου σε αμφισβητούμενα ύδατα (οι υπόλοιποι διεκδικητές δραστηριοποιούνταν εδώ και χρόνια στην ίδια θαλάσσια περιοχή). Ο ΛΑΣ δημιούργησε μια νέα στρατιωτική φρουρά, επιφορτισμένη με την υπεράσπιση των εδαφικών διεκδικήσεων της χώρας στη νότια Θάλασσα της Κίνας. Έκτοτε, η Κίνα συνέχισε να ενισχύει ενεργά την παρουσία της σε όλα τα αμφισβητούμενα ύδατα και νησιά.
Όπως αποδεικνύουν όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα, η «στροφή» προς την Ασία, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Ομπάμα, δεν συνέβαλε στην σταθερότητα της περιοχής. Μάλλον το αντίθετο: αύξησε την ένταση και την έφερε πιο κοντά σε μια σύγκρουση. Τώρα, πολεμικά αεροσκάφη και πλοία αλωνίζουν στον ουρανό και στη θάλασσα της περιοχής. Οι ΗΠΑ διακινδυνεύουν να βρεθούν αναμεμιγμένες σε εχθροπραξίες με αντικείμενο στρατηγικά αδιάφορα και οικονομικά αμελητέα νησιά.
Η «στροφή» αναμένεται να περιπλακεί περαιτέρω μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου εθνικισμού όχι μόνο στην Κίνα αλλά και στην Ιαπωνία, στις Φιλιππίνες και στο Βιετνάμ. Σκεφθείτε τι συνέβη τον Σεπτέμβριο, όταν το αντι-κινεζικό κλίμα στην Ιαπωνία ώθησε το Τόκιο να αγοράσει μια συστάδα νησιών που διεκδικεί τόσο το ίδιο το Τόκιο όσο και το Πεκίνο. (Πρόκειται για τα νησιά Ντιαογιού, σύμφωνα με την Κίνα, ή Σενκάκου, σύμφωνα με την Ιαπωνία). Μετά το ενδιαφέρον που εκδήλωσε ο Σιντάρο Ισιχάρα, κυβερνήτης του Τόκιο και ένθερμος ακτιβιστής κατά της Κίνας, ν’ αγοράσει τα νησιά, σε μια κίνηση που αναμφίβολα αποτέλεσε πρόκληση για το Πεκίνο, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αντί να σταματήσει την πώληση, αποφάσισε να τα αγοράσει η ίδια. Όπως και τα Σπράτλι, τα νησιά αυτά δεν έχουν σπουδαία στρατηγική ή οικονομική αξία. Παρ’ όλα αυτά, η ενέργεια της Ιαπωνίας αποτέλεσε προσβολή κατά της κινεζικής διεκδίκησης και προκάλεσε διαδηλώσεις εναντίον της Ιαπωνίας σε όλη την Κίνα και βανδαλισμούς κατά ιαπωνικών επιχειρήσεων και ιαπωνικής κρατικής περιουσίας σε κινεζικό έδαφος. Αυτή η εθνικιστική κατακραυγή οδήγησε το Πεκίνο να κλιμακώσει την ένταση με την Ιαπωνία. Τουλάχιστον 14 κρατικά κινεζικά πλοία επιτήρησης συνόδευσαν εκατοντάδες κινεζικά αλιευτικά στα συγκεκριμένα νησιά, όπου εισήλθαν σε θαλάσσιο χώρο ιαπωνικής διεκδίκησης.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα απείλησε τα συμφέροντα των ΗΠΑ εκτός ανατολικής Ασίας, εγκαταλείποντας τη συνεργασία που οι δύο χώρες είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν στα χρόνια που προηγήθηκαν της «στροφής». Μεταξύ 2006 και 2010 η Κίνα υπερψήφισε πέντε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επέβαλαν κυρώσεις στο Ιράν. Το 2012, όμως, το Πεκίνο απείλησε με βέτο τις κυρώσεις κατά των εξαγωγών ιρανικού πετρελαίου. Μετά τη χωριστή σύμφωνη γνώμη ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας (Ιανουάριος 2012), να μην επιτρέψουν εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου, το Πεκίνο συνήψε νέες συμφωνίες με την Τεχεράνη για αγορά ιρανικού πετρελαίου. Ακόμη χειρότερα, το Πεκίνο εμπόδισε στα Ηνωμένα Έθνη τις πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον να σταματήσει η αιματοχυσία στη Συρία και στάθηκε στο πλευρό της Μόσχας που υποστήριζε τη συριακή ηγεσία.
Η αυξημένη δραστηριότητα της Ουάσιγκτον στην περιφέρεια της Κίνας, έκανε το Πεκίνο να συμπεράνει ότι οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τη στρατηγική τους δέσμευση, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα απεμπόλησε τα νόμιμα συμφέροντα της Κίνας ως προς την ασφάλεια των συνόρων της, ακόμη και εκείνων που δεν είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Προκαλώντας την Κίνα και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις διεκδικήσεις της σε συμβολικής σημασίας εδάφη, η Ουάσιγκτον έδωσε λαβή στους Κινέζους ηγέτες να πιστέψουν ότι μόνο αν υιοθετήσουν φιλοπόλεμες πολιτικές πρακτικές, η ανερχόμενη Κίνα θα είναι ικανή να εγγυηθεί την ασφάλειά της. Εδώ έγκειται και η μεγάλη ειρωνεία της «στροφής»: μια στρατηγική που υποτίθεται ότι σκοπό έχει να ελέγξει την ανοδική πορεία της Κίνας, πυροδότησε τη μαχητικότητα της χώρας και έβλαψε την πίστη της στη συνεργασία.
Η «στροφή» έχει ήδη προκαλέσει ζημία στα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, κι αυτό το κόστος δεν μπορεί παρά να είναι ολοένα αυξανόμενο. Αν η Ουάσιγκτον συνεχίσει σ’ αυτόν τον δρόμο, είναι αναπόφευκτο να επιδεινωθεί η κινεζική αντίδραση απέναντι στις αμερικανικές πολιτικές και να αποτραπεί η διμερής συνεργασία σε σημαντικά ζητήματα, που ξεκινούν από το εμπόριο και φθάνουν μέχρι τη διεθνή οικονομική σταθερότητα. Ένα ξέσπασμα εχθροπραξιών στην περιοχή μπορεί να καταστεί πιθανό, καθώς η Κίνα αντιδρά στην ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στα σύνορά της και η εθνικιστική ένταση εντείνεται ανάμεσα στην Κίνα και τους εταίρους ασφαλείας των ΗΠΑ, σχετικά με νησιά αμφισβητούμενα αλλά χωρίς μεγάλη σημασία.
Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Οι ΗΠΑ μπορούν ν’ απαντήσουν στη σκληρή κινεζική διπλωματία με πολιτικές πρακτικές που θα εγγυώνται τη διατήρηση της τάξης στην περιφέρεια αλλά και θα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες μιας αμερικανο-κινεζικής σύγκρουσης. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αναμορφώσει την πολιτική της για την Ασία, ώστε ν’ αποκαταστήσει την κοινή αντίληψη των προηγουμένων κυβερνήσεων: ότι η αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ενδοχώρα της ανατολικής Ασίας δεν έχει ζωτική σημασία για την ασφάλεια των ΗΠΑ και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει ν’ αποφύγουν μια δυσάρεστη εμπλοκή σε πολύπλοκες κυριαρχικές διεκδικήσεις στην περιοχή. Επειδή το αμερικανικό ναυτικό θα συνεχίσει να υπερισχύει στις θάλασσες της Ασίας, οι ΗΠΑ είναι σε θέση να διαβεβαιώσουν τους συμμάχους τους για την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν την εξισορρόπηση με την Κίνα, ενώ παράλληλα – σιωπηρά - θα αποδεσμεύονται από ναυτικές αντιδικίες και θα μειώνουν την παρουσία τους στα χερσαία σύνορα της Κίνας. Όσο η Κίνα ανεβαίνει, γίνεται φανερό ότι η αυτοσυγκράτηση μάλλον, και όχι η κινδυνολογία, θα υπηρετήσουν καλύτερα την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Foreign Affairs
Ο ROBERT S. ROSS είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κολέγιο της Βοστόνης και αντεπιστέλλον μέλος του John King Fairbank Centre για τις κινεζικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχει γράψει το βιβλίο Chinese Security Policy: Structure, Power, and Politics.
greekfinanceforum.com
Όμως η «στροφή» αυτή στηρίζεται σε σοβαρή παρερμηνεία του στόχου. Η Κίνα παραμένει πολύ πιο αδύναμη και βαθιά ανασφαλής σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Για να κάνει το Πεκίνο πιο συνεργάσιμο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εργαστεί ώστε να κατευνάσει τις αγωνίες της Κίνας και όχι να τις εκμεταλλευθεί.
Από τότε που ο Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Ξιαοπίνγκ προχώρησε σε άνοιγμα της οικονομίας της χώρας του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κίνα κατόρθωσε να δυναμώσει, να πλουτίσει και ν’ αποκτήσει στρατιωτική ισχύ, ενώ παράλληλα συνέχισε να διατηρεί σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν το Πεκίνο φάνηκε ν’ αλλάζει ρότα και να συμπεριφέρεται με τρόπο που αποξενώνει τους γείτονές του και δημιουργεί καχυποψία στο εξωτερικό
Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν τότε αυτήν την καινοφανή εριστική διάθεση της Κίνας ως ένδειξη της αυξανόμενης αυτοπεποίθησής της. Γράφοντας στην Ουάσιγκτον Ποστ, ο Τζον Πάμφρετ σημείωνε πως το Πεκίνο επεδείκνυε «μια νέα θριαμβευτική στάση». Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η Κίνα βρισκόταν σε ανοδική τροχιά και η ανερχόμενη δύναμή της έπεισε τους ηγέτες της ότι θα είχαν -όπως ποτέ άλλοτε- τη δυνατότητα να διαμορφώνουν την πραγματικότητα στην Ασία. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, το 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα εγκαινίασε αυτό που αποκάλεσε «στροφή» προς την Ασία, δηλαδή μια αλλαγή στρατηγικής, με σκοπό την ενίσχυση των αμυντικών δεσμών των ΗΠΑ με χώρες της περιφέρειας και την ανάπτυξη της αμερικανικής ναυτικής παρουσίας εκεί. Το διπλωματικό μέρος της στρατηγικής αυτής αποκαλύφθηκε το 2011, όταν ο υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα επαναβεβαίωσε τους συμμάχους των ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους ανησυχούν για την άνοδο της Κίνας, ότι «οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν για πολύ καιρό την παρουσία τους στον Ειρηνικό». Φέτος, ο ίδιος αξιωματούχος υποσχέθηκε ότι ο αμερικανικός στρατός θα «ενισχύσει τη δύναμή του σ’ αυτήν τη ζωτική περιοχή». Υπό το κράτος της ανησυχίας μήπως η ισχυρή Κίνα αναδειχθεί σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα, ο Λευκός Οίκος αντέδρασε με ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, ώστε ν’ αντισταθμίσει τυχόν σχόλια περί αμερικανικής αδυναμίας.
Ατυχώς, ωστόσο, αυτή η αλλαγή πολιτικής βασίστηκε σε θεμελιώδη παρερμηνεία της πραγματικότητας που επικρατεί στα ηγετικά κλιμάκια της Κίνας. Η σκληρή διπλωματία του Πεκίνου δεν πηγάζει από την εμπιστοσύνη στην ισχύ της χώρας (καθώς οι Κινέζοι ηγέτες έχουν από καιρό καταλάβει ότι ο στρατός τους παραμένει σημαντικά κατώτερος εκείνου των ΗΠΑ), αλλά από βαθιά αίσθηση ανασφάλειας, που προέρχεται από μια σειρά βασανιστικών χρόνων οικονομικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής. Αντιμέτωποι με αυτές τις προκλήσεις και συνειδητοποιώντας ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν είναι πια σε θέση να τους προσφέρει άνετη στήριξη, οι Κινέζοι ηγέτες θέλησαν να διατηρήσουν τη λαϊκή νομιμοποίηση, ικανοποιώντας ένα όλο και πιο εθνικιστικό κοινό, με συμβολική επίδειξη ισχύος.
Αν αντικρύσουμε τη συμπεριφορά της Κίνας υπό αυτό το πρίσμα, οι κίνδυνοι της «στροφής» γίνονται προφανείς. Η νέα αμερικανική πολιτική επιδεινώνει χωρίς λόγο τις ανασφάλειες του Πεκίνου και το μόνο που πετυχαίνει είναι να τροφοδοτήσει την επιθετικότητα της Κίνας, να υπονομεύσει την περιφερειακή σταθερότητα και να περιορίσει τη δυνατότητα συνεργασίας Πεκίνου - Ουάσιγκτον. Αντί, λοιπόν, να υπερεκτιμούν την κινεζική ισχύ και συνακόλουθα να εγκαταλείπουν την μακροχρόνια πολιτικής της διπλωματικής δέσμευσης, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τις υφιστάμενες αδυναμίες της Κίνας και τα δικά τους διαρκή πλεονεκτήματα. Η σωστή πολιτική απέναντι στην Κίνα θα πρέπει να κατευνάζει και όχι να εκμεταλλεύεται τα άγχη του Πεκίνου, ενώ παράλληλα να προστατεύει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΤΙΓΡΗΣ ΒΡΥΧΑΤΑΙ
Η απόφαση για τη «στροφή» προς την Ασία βασίστηκε στον συλλογισμό ότι η νέα δύναμη της Κίνας απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα και υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα, απλώς και μόνο επειδή θα μπορούσε να το κάνει, δηλαδή μόνο και μόνο γιατί η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της χώρας έκανε την επιθετική διπλωματία ευκολότερη και πιο ελκυστική σε σύγκριση με το παρελθόν. Στην κατάθεσή του στο αμερικανικό Κογκρέσο, τον Μάρτιο του 2010, ο ναύαρχος Ρόμπερτ Γουΐλαρντ, τότε επικεφαλής της αμερικανικής Διοίκησης του Ειρηνικού, υποστήριξε ότι η πρόσφατη στρατιωτική αναβάθμιση της Κίνας ήταν «δραματική». Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι οι ΗΠΑ έχουν σε μεγάλο βαθμό υπερεκτιμήσει τη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι από το 1979 (όταν στη διάρκεια του σύντομου πολέμου με το Βιετνάμ αποκαλύφθηκαν οι αδυναμίες του) ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) έχει πραγματοποιήσει άλματα, η δύναμή του παραμένει περιορισμένη. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ο ΛΑΣ δεν ανέπτυξε νέα πλοία ή αεροσκάφη, που θα ενίσχυαν ουσιαστικά την ικανότητά του να αντιπαρατεθεί στην αμερικανική ναυτική υπεροχή. Το βασικό εργαλείο της Κίνας για την αντιμετώπιση του αμερικανικού ναυτικού και την αποτροπή αμερικανικής επέμβασης στις ασιατικές διαμάχες, εξακολουθεί να είναι ένας στόλος από πετρελαιοκίνητα υποβρύχια που επιχειρούν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό του κινεζικού ναυτικού, μόλις πρόσφατα ο ΛΑΣ άρχισε να κατασκευάζει ένα καταδρομικό κατευθυνόμενων πυραύλων νέας γενιάς, σε ποσότητα και ποιότητα που ωχριά σε σύγκριση με τον αμερικανικό στόλο καταδρομικών τύπου Aegis. Μόλις τον Αύγουστο του 2011 το Πεκίνο εγκαινίασε τη λειτουργία του πρώτου αεροπλανοφόρου του (ο αμερικανικός στρατός διαθέτει 11), ενός παλιού και σχετικά μικρού πλοίου αγορασμένου από τους Ρώσους. Η Κίνα σχεδιάζει ν’ αναπτύξει αντι-ναυτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να πλήξουν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, αλλά δεν έχει ακόμη αποκτήσει επαρκή τεχνογνωσία για να προχωρήσει σε υλοποίηση του σχεδίου. Και, σύμφωνα με την έκθεση του ίδιου του Πενταγώνου για την κατάσταση του κινεζικού στρατού το 2011, θα μπορούσε να θεωρηθεί σύγχρονο ένα ποσοστό λιγότερο του 30% των ναυτικών δυνάμεων επιφανείας, των αεροπορικών δυνάμεων και των δυνάμεων αεράμυνας και μόνο ένα 55% του υποβρυχιακού στόλου του ΛΑΣ. Με λίγα λόγια, ο ΛΑΣ δεν είναι ικανός να απειλήσει την αμερικανική κυριαρχία στη θάλασσα ή να μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων αυξήθηκε η ανησυχία του Πεκίνου σχετικά με τη στρατιωτική ανεπάρκεια της χώρας. Στα τέλη του 2008, όταν οι Κινέζοι ηγέτες παραδέχθηκαν ότι η χώρα τους δεν ήταν άτρωτη στις οικονομικές δονήσεις που κλόνιζαν την υφήλιο, το Πεκίνο πανικοβλήθηκε στην προοπτική εκτίναξης της εγχώριας ανεργίας και εσπευσμένα χρηματοδότησε μια τεράστια δέσμη κινήτρων, ύψους 570 δισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου. Όμως, τα πράγματα πήραν χειρότερη τροπή καθώς βραχυπρόθεσμα προκλήθηκε αστάθεια και μακροπρόθεσμα διαρθρωτικές ανισορροπίες στην οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 2009-10 η Κίνα γνώρισε τη μεγαλύτερη οικονομική αναταραχή από τη δεκαετία του ’60 και το τότε μαοϊκό «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός».
Μεταξύ 2009 και 2010, ο πληθωρισμός υπερδεκαπλασιάστηκε και τον Φεβρουάριο του 2010, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο παραδέχθηκε ότι η επιδείνωση στον πληθωρισμό, που προήλθε από το πακέτο κινήτρων, θα μπορούσε να «υπονομεύσει την κοινωνική σταθερότητα». Μέχρι το 2009, οι τιμές των ενοικίων στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν ξεπεράσει το μέσο μηνιαίο εισόδημα της μεσαίας τάξης κατά 20-30%, ξεπερνώντας κατά πολύ την προτεινόμενη από την Παγκόσμια Τράπεζα αναλογία. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 2010, σε μια προσπάθεια χαλιναγώγησης του δανεισμού, η κεντρική τράπεζα της Κίνας προχώρησε κατ’ επανάληψη σε αύξηση των υποχρεωτικών κεφαλαιακών αποθεμάτων των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθωρισμός συνέχισε την ανοδική του πορεία. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2010, σχεδόν το 60% των Κινέζων ανέφεραν ότι «οι τιμές ήταν απαράδεκτα υψηλές». Σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, οι τιμές των λαχανικών είχαν αυξηθεί κατά σχεδόν 25%, η τιμή του σκόρδου είχε δεκαπλασιαστεί και η τιμή του τσαγιού ήταν 20% υψηλότερη.
Και καθώς ο πληθωρισμός ροκάνιζε το εισόδημα, η ανεργία και η ανισότητα αυξήθηκαν: το 2009 η ανεργία στα αστικά κέντρα ήταν η υψηλότερη από το 1980. Η κυβέρνηση φοβόταν ιδιαιτέρως ότι οι άνεργοι πτυχιούχοι θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν παράγοντα αποσταθεροποίησης στις κινεζικές πόλεις. Το 2009, πάνω από επτά εκατομμύρια πτυχιούχοι ήταν άνεργοι. Έτσι, η κυβέρνηση επένδυσε περίπου 6 δισ. δολάρια, ώστε να τους προσφέρει θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές. Και καθώς η οικονομία παρουσίαζε επιδείνωση, την κατάσταση παραδέχθηκε με άρθρο της ακόμη και η κρατική Εφημερίδα του Λαού. Ένας τίτλος του Μαΐου 2010 δήλωνε: «Η πτώση εισοδήματος σε επικίνδυνο επίπεδο». Το άρθρο επικαλείτο στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας που κατέτασσαν την κινεζική ανισότητα σε «μία από τις υψηλότερες θέσεις στον κόσμο». Η ανησυχία της ηγεσίας μήπως η μαζική δυσαρέσκεια λάβει τη μορφή αντικυβερνητικής πολεμικής, διοχετεύθηκε μέσω δημοσιευμάτων της εφημερίδας, που προειδοποιούσε ότι η ανισότητα θα μπορούσε «να δημιουργήσει ισχυρά αρνητικά αισθήματα κατά των πλουσίων» και ότι «ο συναγερμός έχει ήδη χτυπήσει». Και συνέχιζε: «Το Πεκίνο ούτε έχει τη δυνατότητα ούτε πρέπει να αγνοήσει τον συναγερμό».
Αυτή η ανεργία και η ανισότητα προκάλεσαν αυτό ακριβώς το είδος αναταραχής που το Πεκίνο απευχόταν. Σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, ο αριθμός των «μαζικών περιστατικών» (έτσι χαρακτηρίζεται η παράνομη διαμαρτυρία άνω των πέντε ατόμων που «διαταράσσουν τη δημόσια τάξη») αυξήθηκε από 120.000 το 2008 σε πάνω από 180.000 το 2010. Οι ταραχές που ξέσπασαν το 2009 στο Σισού, στην επαρχία Χουμπέι, όπου 70.000 άνθρωποι συγκρούστηκαν με την αστυνομία, ήταν «οι πιο σοβαρές οδομαχίες» από το 1949, σύμφωνα με την Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών, που είναι μια κυβερνητική «δεξαμενή σκέψης» (Think Tank). Οι κοινωνιολόγοι της Ακαδημίας υποστήριξαν ότι η αύξηση της εγκληματικότητας και της κοινωνικής αναταραχής το 2009 σχετιζόταν με την ευρύτερη ανεργία στην ύπαιθρο και ήταν αποτέλεσμα της διόγκωσης ενός αδρανούς και περιθωριοποιημένου πληθυσμού. Το 2010, ο Γκούο Μπινσένγκ, ανώτερο στέλεχος του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου Ξινχούα, προειδοποιούσε ότι η Κίνα είχε μπει σε περίοδο «μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης» και ότι «το έργο της σταθεροποίησης ... θα αποδειχθεί πολύ επίπονο».
Αντιμέτωπο με την αυξανόμενη αναταραχή και θέλοντας να αποσοβήσει μια ουσιαστική κρίση νομιμοποίησης, το Πεκίνο δεν είχε άλλη επιλογή από το να ικανοποιήσει τον διευρυνόμενο κύκλο των σκληροπυρηνικών εθνικιστών, οι οποίοι ήθελαν να προβάλουν μια σκληροτράχηλη εικόνα της Κίνας στο εξωτερικό.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΥΓΗ
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει από παλιά προωθήσει τον εθνικισμό ως μέσον διατήρησης της νομιμότητας. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, ο κινεζικός λαός έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία παρά στην πολιτική. Όταν, όμως, χτύπησε η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, το Πεκίνο δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται αποκλειστικά στις οικονομικές επιτυχίες του. Στο μεταξύ, ο εθνικισμός ακολουθούσε ανοδική τροχιά. Παρά το γεγονός ότι τα ανώτατα κομματικά στελέχη αντιλαμβάνονταν τις αδυναμίες της χώρας, ήταν πολλοί οι Κινέζοι που πίστευαν ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση θα αποτελούσε το κορυφαίο στάδιο στην ανοδική πορεία της Κίνας προς το καθεστώς της μεγάλης δύναμης. Όταν το 2008 και το 2009 οι ΗΠΑ βυθίζονταν στην ύφεση, η κινεζική οικονομία παρουσίαζε ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 10%. Και η κινεζική ηγεσία διαλαλούσε τις επιτυχίες του ΛΑΣ, περιλαμβανομένων των αντι-πειρατικών αποστολών, του διαστημικού προγράμματος και των δοκιμών προηγμένων στρατιωτικών αεροπλάνων, θέλοντας να πείσει τον κόσμο ότι η Κίνα ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις ΗΠΑ και ότι, ως εκ τούτου, οφείλει ν’ ακολουθήσει μια πιο δυναμική εξωτερική πολιτική.
Μετά τον Ιανουάριο του 2010, όταν έγιναν γνωστές οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Κίνα καθώς και ηχηρές φωνές από χρήστες του διαδικτύου, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της επιβολής κυρώσεων κατά των αμερικανικών εταιρειών οπλικών συστημάτων που είχαν συμμετάσχει στη συμφωνία. Ο υποναύαρχος Γιανγκ Λι, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών στο πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας του ΛΑΣ, κάλεσε την Κίνα «να δώσει ένα μάθημα στην αμερικανική κυβέρνηση, ότι δηλαδή, όποιος βλάπτει τους άλλους, βλάπτει τον εαυτό του». Ομοίως, ο υποστράτηγος Λούο Γιουάν, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Συλλόγου Στρατιωτικής Επιστήμης της Κίνας, επέμενε ότι ήταν καιρός «να κλείσουν οι λογαριασμοί» με τις ΗΠΑ. Στα διαδικτυακά πόρταλ People’s Daily και QQ, πολλοί χρήστες συμφώνησαν με τις θέσεις του στρατηγού και ζητούσαν από τη χώρα τους να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας εξαγωγές όπλων στο Ιράν, στη Β. Κορέα και στο Πακιστάν.
Ύστερα, τον Σεπτέμβριο του 2010, η διένεξη μεταξύ Πεκίνου και Τόκιο σχετικά με τη σύλληψη του πλοιάρχου του αλιευτικού σκάφους, αναδείχθηκε ως το πιο επίκαιρο θέμα στο διαδίκτυο στην Κίνα, δείγμα της οργής του κοινού. Αιτήματα για την άμεση και χωρίς όρους απελευθέρωση του πλοιάρχου κατέκλυσαν τις διαδικτυακές πύλες. Στα επίσημα μέσα ενημέρωσης, ο Φενγκ Ζαοκούι, ανώτερος εμπειρογνώμων της κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, υποστήριξε ότι «έχει πλέον περάσει ο καιρός που την Κίνα μπορούσαν να την κάνουν ό,τι θέλουν». Παρά τις προσπάθειες του κράτους να καταπνίξει αυτές τις φωνές, οι εκκλήσεις για εκδήλωση διαμαρτυριών κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, δίνοντας το έναυσμα για διαδηλώσεις όχι μόνο μπροστά στην ιαπωνική πρεσβεία αλλά και στο κτήριο του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Καθώς ξυπνούσε το εθνικιστικό αίσθημα και τα πολιτικο-οικονομικά προβλήματα διαχέονταν στη χώρα, οι Κινέζοι ηγέτες, ανήσυχοι για το μέγεθος της απήχησης του κόμματος στην κοινωνία και φοβούμενοι πιθανή έκρηξη κοινωνικής αναταραχής, καθησύχασαν τους εθνικιστές με επίδειξη σκληρής διπλωματίας και ρητορικής. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν η αδιάλλακτη τοποθέτηση του Πεκίνου στο διάστημα 2009-10, λόγω της οποίας αποξενώθηκαν από αυτήν τόσο οι γείτονες της χώρας όσο και άλλα κράτη ανά τον κόσμο. Αυτή η νέα διπλωματία πυροδότησε φόβους για την άνοδο της Κίνας σε όλη την ανατολική Ασία, πράγμα που με τη σειρά του οδήγησε τις ΗΠΑ ν’ ακολουθήσουν πολιτική εξισορρόπησης των δυνάμεων στην περιοχή.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ
Ορισμένες πτυχές της ασιατικής στρατηγικής του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα έχουν οικοδομηθεί πάνω σε πολιτικές προηγουμένων κυβερνήσεων. Η Ουάσιγκτον έχει αφιερώσει στην περιοχή περισσότερους πόρους, από το 1997 τουλάχιστον, όταν για πρώτη φορά μετακίνησε ένα υποβρύχιο από την Ευρώπη στο Γκουάμ. Οι κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους προχώρησαν στη συνέχεια σε ανάπτυξη κάθε τύπου μεγάλων ναυτικών και αεροπορικών οπλικών συστημάτων στο Γκουάμ και στην Ιαπωνία, συνεργάστηκαν με τη Σιγκαπούρη για να κατασκευάσουν μονάδα πλαισίωσης αεροπλανοφόρων στη ναυτική βάση Τσανγκί και ενίσχυσαν την αμυντική συνεργασία των ΗΠΑ με την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες. Η κυβέρνηση Μπους μετακίνησε ένα ακόμη αεροπλανοφόρο στο θέατρο του Ειρηνικού, ενώ το Πεντάγωνο ανακοίνωσε το 2005 ότι επρόκειτο να αναπτύξει στην Ασία το 60% των αμερικανικών υποβρυχίων. Στη διάρκεια των πολέμων του Αφγανιστάν και του Ιράκ, η στρατιωτική χρηματοδότηση για το θέατρο του Ειρηνικού παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Οι πολιτικές αυτές υπήρξαν αποτελεσματική απάντηση στην άνοδο της Κίνας. Ύστερα, όμως, από την αδιάλλακτη στάση της Κίνας στα έτη 2009 και 2010, η Ουάσιγκτον ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα αξιοπιστίας: οι σύμμαχοί της στην ανατολική Ασία διερωτώνταν κατά πόσον οι ΗΠΑ, τελματωμένες στη χειρότερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, θα μπορούσαν να συναγωνιστούν μια φαινομενικά πιο σίγουρη και πιο ικανή Κίνα. Κυρίως για να κατασιγάσουν αυτούς τους φόβους, οι ΗΠΑ επεδίωξαν ν’ αποδείξουν ότι μπορούν να διατηρήσουν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Η «στροφή»της κυβέρνησης Ομπάμα συμπεριέλαβε την επέκταση των κοινών ναυτικών ασκήσεών της με την Ιαπωνία, ως μέρος της προετοιμασίας για την άμυνα των αμφισβητούμενων νησιών, τη σύναψη νέων συμφωνιών για πώληση όπλων στις Φιλιππίνες και, πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2012, την συμφωνία για την αποστολή Αμερικανών πεζοναυτών στην Αυστραλία. Η αμερικανική κυβέρνηση αποκατέστησε, επίσης, την αμυντική συνεργασία με την Ινδονησία και τη Νέα Ζηλανδία. Αυτές οι προσεκτικές πολιτικές αποφάσεις επαναβεβαίωσαν τους συμμάχους των ΗΠΑ ότι η Ουάσιγκτον παραμένει δεσμευμένη στην υπόσχεσή της για διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή.
Παράλληλα, όμως, η αμερικανική κυβέρνηση ανέτρεψε τη μακροχρόνια πολιτική δέσμευση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο. Στράφηκε σε δαπανηρές πρωτοβουλίες, η ισχύς των οποίων είναι δυσανάλογη προς την απειλή που εκπορεύεται από την Κίνα. Όσον αφορά την εδαφική διένεξη γύρω από τα νησιά Σπράτλι, στη νότια Θάλασσα της Κίνας, οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν καταφέρει να αποτρέπουν τις περιφερειακές δυνάμεις από πιθανές επιθετικές ενέργειες, με το να κάνουν σαφές το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για διατήρηση του καθεστώτος ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Ωστόσο, η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, ανέμιξε ευθέως τις ΗΠΑ σε αυτές τις νομικά περίπλοκες διενέξεις. Τον Ιούλιο του 2010 στο Ανόι, ύστερα από μακρές συνομιλίες με όλους τους παράγοντες που προβάλλουν διεκδικήσεις στα νησιά, πλην της Κίνας, η κ. Κλίντον διακήρυξε την αμερικανική στήριξη προς τις διαπραγματευτικές θέσεις των Φιλιππίνων και του Βιετνάμ. Αυτό που καθιστά την απόφαση προβληματική είναι το γεγονός ότι αυτά τα νησιά έχουν μικρό οικονομικό ενδιαφέρον (εκτός από την αλιεία) και καθόλου ορυκτό πλούτο, καθώς επίσης και ότι έχουν ελάσσονα στρατηγική σημασία, αφού είναι πολύ μικρά για να υποστηρίξουν στρατιωτική δραστηριότητα.
Οι ΗΠΑ, αναιτίως επίσης, προκάλεσαν το Πεκίνο αυξάνοντας τη στρατιωτική παρουσία τους στην ηπειρωτική ανατολική Ασία. Με βάση τη διαπίστωση ότι ο στρατός της Ν. Κορέας έχει ανάγκη από λιγότερη αμερικανική βοήθεια για ν’ αντιμετωπίσει την απειλή από τη Β. Κορέα, η κυβέρνηση Μπους απέσυρε το 40% των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Ν. Κορέα, διέκοψε την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων μεταξύ της Σεούλ και της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης που χωρίζει τη Βόρειο από τη Νότιο Κορέα, και περιόρισε το εύρος και τη συχνότητα των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ-Ν. Κορέας. Η κυβέρνηση Ομπάμα ανέτρεψε αυτές τις αποφάσεις. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν τη μεγαλύτερη κοινή στρατιωτική άσκηση με τη Ν. Κορέα από την εποχή του πολέμου της Κορέας, και αύξησαν την παρουσία του αμερικανικού στρατού στη χώρα. Η Ουάσιγκτον και η Σεούλ κατέληξαν, εξάλλου, σε μια πλειάδα νέων αμυντικών συμφωνιών. Νωρίτερα μέσα στη φετινή χρονιά, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε σχέδια για αναβάθμιση των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην κορεατική χερσόνησο, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Ν. Κορέας είναι απείρως ανώτερες εκείνων του ολοένα και πιο δυσλειτουργικού καθεστώτος της Β. Κορέας.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν την παρουσία τους στην Ινδοκίνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν αποκρούσει την επιθυμία του Βιετνάμ για σύναψη πιο ουσιαστικών αμυντικών δεσμών. Η Ουάσιγκτον αντιλήφθηκε ότι αν ήθελε σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο, θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι η Κίνα διαθέτει πολύ μεγαλύτερο στρατηγικό μερίδιο στην περιοχή, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Όμως, το 2010 η κ. Κλίντον και ο τότε υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, επισκέφθηκαν μαζί το Ανόι (η κ. Κλίντον πήγε δύο φορές). Η υπουργός Εξωτερικών έκανε έκκληση για αμερικανο-βιετναμική στρατηγική συνεργασία και στο τέλος του 2010, για πρώτη φορά μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν κοινό ναυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με το Βιετνάμ. Από τότε, το αμερικανικό ναυτικό διενεργεί ετήσιες ασκήσεις με το βιετναμικό ναυτικό και το 2011 οι δύο χώρες υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης για την αμυντική συνεργασία. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν επίσης τη συνεργασία τους με την Καμπότζη, η οποία το 2010 συνέπραξε στη σειρά ναυτικών ασκήσεων που διεξάγονται κάθε χρόνο στην περιοχή, με την ονομασία CARAT (Cooperation Afloat Readiness and Training) και υπό αμερικανική διοίκηση. Την ίδια χρονιά η κ. Κλίντον προειδοποίησε ρητά την Πνομ Πενχ να μην «εξαρτάται υπερβολικά» από την Κίνα.
Τέλος, η κυβέρνηση Ομπάμα προώθησε τη ναυτική συνεργασία στη νότια Θάλασσα της Κίνας. Για να ολοκληρώσει τους δεσμούς των ΗΠΑ με τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, η Ιαπωνία υπέγραψε συμφωνίες στρατηγικής συνεργασίας με τις δύο χώρες, επεκτείνοντας έτσι την αμυντική συνεργασία τους και τις στρατιωτικές ανταλλαγές. Για πρώτη φορά φέτος, στην ετήσια στρατιωτική άσκηση ΗΠΑ-Φιλιππίνων με την ονομασία Balikatan, συμμετείχαν στρατιωτικές δυνάμεις από την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα.
ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ αντιδρούσαν πιο ήπια απέναντι στην εθνικιστική διπλωματία της Κίνας, όσον αφορά τη βελτίωση των αμυντικών τους δεσμών με τους ναυτικούς συμμάχους τους στην περιοχή, οι Κινέζοι ηγέτες πάλι δεν θα ήταν ευχαριστημένοι. Τα μέτρα αυτά ήταν χρήσιμα για την ασφάλεια των ΗΠΑ, διενεργήθηκαν πολύ μακριά από τα σύνορα της Κίνας και στηρίχτηκαν σε πολιτικές προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων. Όταν, ωστόσο, η Ουάσιγκτον αναμίχθηκε ευθέως σε κυριαρχικές διενέξεις της Κίνας και ενίσχυσε την παρουσία της στα χερσαία σύνορα της χώρας, το Πεκίνο, όπως ήταν αναμενόμενο, χαρακτήρισε αδικαιολόγητη, επεκτατική και απειλητική την απομάκρυνση των ΗΠΑ από την προηγούμενη πολιτική τους. Όπως θα περίμενε κανείς από μια μεγάλη δύναμη που έρχεται αντιμέτωπη με επιδεινούμενο στρατηγικό περιβάλλον, η Κίνα αντέκρουσε την αμερικανική «στροφή» με χειροπιαστές πολιτικές και όχι απλώς με την επιθετική ρητορική του παρελθόντος.
Ένα από τα αποτελέσματα ήταν ότι η Κίνα έχει σχεδόν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να ασκεί επιρροή στη Β. Κορέα, ώστε η τελευταία να σταματήσει την ανάπτυξη του πυρηνικού της προγράμματος. Από το 2011, το Πεκίνο αύξησε ουσιαστικά την επισιτιστική βοήθεια προς την Πιονγκγιάνγκ, εισήγαγε περισσότερα μεταλλεύματα από τη Β. Κορέα και πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις στη χώρα αυτή, στους τομείς της μεταλλευτικής βιομηχανίας, των υποδομών και της βιομηχανίας. Η Κίνα αποσύρθηκε επίσης από τις εξαμερείς συνομιλίες σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Β. Κορέας, αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον να προχωρήσει σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Πιονγκγιάνγκ. Εν τω μεταξύ, η Β. Κορέα εξακολουθεί να προοδεύει στην ικανότητα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων.
Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ασκεί πιέσεις σε εκείνους τους γείτονες της Κίνας που ενίσχυσαν την αμυντική συνεργασία τους με τις ΗΠΑ. Την άνοιξη του 2011, η ένταση ανάμεσα στο Πεκίνο και το Ανόι κλιμακώθηκε, καθώς κινεζικά πλοία περιπολίας παρενόχλησαν σκάφη σεισμικών ερευνών του Βιετνάμ, που έπλεαν σε αμφισβητούμενα ύδατα. Αρκετοί ήταν και οι Κινέζοι αξιωματικοί του στρατού που τάχθηκαν υπέρ της χρήσης βίας κατά του βιετναμικού ναυτικού. Ομοίως, η σύγκρουση Κίνας και Φιλιππίνων, νωρίτερα τη φετινή χρονιά, σχετικά με τον αμφισβητούμενο ύφαλο Scarborough, υποδηλώνει ότι το Πεκίνο θα αντιπαρατεθεί με χώρες που βασίζονται στην υποστήριξη των ΗΠΑ, όσον αφορά διαμάχες γύρω από την εδαφική κυριαρχία. Η Κίνα έστειλε ετοιμοπόλεμα σκάφη περιπολίας για να ισχυροποιήσει τη διεκδίκησή της στον ύφαλο και, μετά την αποχώρηση των φιλιππινέζικων πλοίων, εγκατέστησε μόνιμη παρουσία στην περιοχή. Φέτος, επίσης, οι κινεζικές πετρελαϊκές εταιρείες ανακοίνωσαν πρωτοφανή σχέδια για θαλάσσιες γεωτρήσεις πετρελαίου σε αμφισβητούμενα ύδατα (οι υπόλοιποι διεκδικητές δραστηριοποιούνταν εδώ και χρόνια στην ίδια θαλάσσια περιοχή). Ο ΛΑΣ δημιούργησε μια νέα στρατιωτική φρουρά, επιφορτισμένη με την υπεράσπιση των εδαφικών διεκδικήσεων της χώρας στη νότια Θάλασσα της Κίνας. Έκτοτε, η Κίνα συνέχισε να ενισχύει ενεργά την παρουσία της σε όλα τα αμφισβητούμενα ύδατα και νησιά.
Όπως αποδεικνύουν όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα, η «στροφή» προς την Ασία, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Ομπάμα, δεν συνέβαλε στην σταθερότητα της περιοχής. Μάλλον το αντίθετο: αύξησε την ένταση και την έφερε πιο κοντά σε μια σύγκρουση. Τώρα, πολεμικά αεροσκάφη και πλοία αλωνίζουν στον ουρανό και στη θάλασσα της περιοχής. Οι ΗΠΑ διακινδυνεύουν να βρεθούν αναμεμιγμένες σε εχθροπραξίες με αντικείμενο στρατηγικά αδιάφορα και οικονομικά αμελητέα νησιά.
Η «στροφή» αναμένεται να περιπλακεί περαιτέρω μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου εθνικισμού όχι μόνο στην Κίνα αλλά και στην Ιαπωνία, στις Φιλιππίνες και στο Βιετνάμ. Σκεφθείτε τι συνέβη τον Σεπτέμβριο, όταν το αντι-κινεζικό κλίμα στην Ιαπωνία ώθησε το Τόκιο να αγοράσει μια συστάδα νησιών που διεκδικεί τόσο το ίδιο το Τόκιο όσο και το Πεκίνο. (Πρόκειται για τα νησιά Ντιαογιού, σύμφωνα με την Κίνα, ή Σενκάκου, σύμφωνα με την Ιαπωνία). Μετά το ενδιαφέρον που εκδήλωσε ο Σιντάρο Ισιχάρα, κυβερνήτης του Τόκιο και ένθερμος ακτιβιστής κατά της Κίνας, ν’ αγοράσει τα νησιά, σε μια κίνηση που αναμφίβολα αποτέλεσε πρόκληση για το Πεκίνο, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αντί να σταματήσει την πώληση, αποφάσισε να τα αγοράσει η ίδια. Όπως και τα Σπράτλι, τα νησιά αυτά δεν έχουν σπουδαία στρατηγική ή οικονομική αξία. Παρ’ όλα αυτά, η ενέργεια της Ιαπωνίας αποτέλεσε προσβολή κατά της κινεζικής διεκδίκησης και προκάλεσε διαδηλώσεις εναντίον της Ιαπωνίας σε όλη την Κίνα και βανδαλισμούς κατά ιαπωνικών επιχειρήσεων και ιαπωνικής κρατικής περιουσίας σε κινεζικό έδαφος. Αυτή η εθνικιστική κατακραυγή οδήγησε το Πεκίνο να κλιμακώσει την ένταση με την Ιαπωνία. Τουλάχιστον 14 κρατικά κινεζικά πλοία επιτήρησης συνόδευσαν εκατοντάδες κινεζικά αλιευτικά στα συγκεκριμένα νησιά, όπου εισήλθαν σε θαλάσσιο χώρο ιαπωνικής διεκδίκησης.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα απείλησε τα συμφέροντα των ΗΠΑ εκτός ανατολικής Ασίας, εγκαταλείποντας τη συνεργασία που οι δύο χώρες είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν στα χρόνια που προηγήθηκαν της «στροφής». Μεταξύ 2006 και 2010 η Κίνα υπερψήφισε πέντε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επέβαλαν κυρώσεις στο Ιράν. Το 2012, όμως, το Πεκίνο απείλησε με βέτο τις κυρώσεις κατά των εξαγωγών ιρανικού πετρελαίου. Μετά τη χωριστή σύμφωνη γνώμη ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας (Ιανουάριος 2012), να μην επιτρέψουν εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου, το Πεκίνο συνήψε νέες συμφωνίες με την Τεχεράνη για αγορά ιρανικού πετρελαίου. Ακόμη χειρότερα, το Πεκίνο εμπόδισε στα Ηνωμένα Έθνη τις πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον να σταματήσει η αιματοχυσία στη Συρία και στάθηκε στο πλευρό της Μόσχας που υποστήριζε τη συριακή ηγεσία.
Η αυξημένη δραστηριότητα της Ουάσιγκτον στην περιφέρεια της Κίνας, έκανε το Πεκίνο να συμπεράνει ότι οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τη στρατηγική τους δέσμευση, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα απεμπόλησε τα νόμιμα συμφέροντα της Κίνας ως προς την ασφάλεια των συνόρων της, ακόμη και εκείνων που δεν είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Προκαλώντας την Κίνα και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις διεκδικήσεις της σε συμβολικής σημασίας εδάφη, η Ουάσιγκτον έδωσε λαβή στους Κινέζους ηγέτες να πιστέψουν ότι μόνο αν υιοθετήσουν φιλοπόλεμες πολιτικές πρακτικές, η ανερχόμενη Κίνα θα είναι ικανή να εγγυηθεί την ασφάλειά της. Εδώ έγκειται και η μεγάλη ειρωνεία της «στροφής»: μια στρατηγική που υποτίθεται ότι σκοπό έχει να ελέγξει την ανοδική πορεία της Κίνας, πυροδότησε τη μαχητικότητα της χώρας και έβλαψε την πίστη της στη συνεργασία.
Η «στροφή» έχει ήδη προκαλέσει ζημία στα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, κι αυτό το κόστος δεν μπορεί παρά να είναι ολοένα αυξανόμενο. Αν η Ουάσιγκτον συνεχίσει σ’ αυτόν τον δρόμο, είναι αναπόφευκτο να επιδεινωθεί η κινεζική αντίδραση απέναντι στις αμερικανικές πολιτικές και να αποτραπεί η διμερής συνεργασία σε σημαντικά ζητήματα, που ξεκινούν από το εμπόριο και φθάνουν μέχρι τη διεθνή οικονομική σταθερότητα. Ένα ξέσπασμα εχθροπραξιών στην περιοχή μπορεί να καταστεί πιθανό, καθώς η Κίνα αντιδρά στην ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στα σύνορά της και η εθνικιστική ένταση εντείνεται ανάμεσα στην Κίνα και τους εταίρους ασφαλείας των ΗΠΑ, σχετικά με νησιά αμφισβητούμενα αλλά χωρίς μεγάλη σημασία.
Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Οι ΗΠΑ μπορούν ν’ απαντήσουν στη σκληρή κινεζική διπλωματία με πολιτικές πρακτικές που θα εγγυώνται τη διατήρηση της τάξης στην περιφέρεια αλλά και θα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες μιας αμερικανο-κινεζικής σύγκρουσης. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αναμορφώσει την πολιτική της για την Ασία, ώστε ν’ αποκαταστήσει την κοινή αντίληψη των προηγουμένων κυβερνήσεων: ότι η αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ενδοχώρα της ανατολικής Ασίας δεν έχει ζωτική σημασία για την ασφάλεια των ΗΠΑ και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει ν’ αποφύγουν μια δυσάρεστη εμπλοκή σε πολύπλοκες κυριαρχικές διεκδικήσεις στην περιοχή. Επειδή το αμερικανικό ναυτικό θα συνεχίσει να υπερισχύει στις θάλασσες της Ασίας, οι ΗΠΑ είναι σε θέση να διαβεβαιώσουν τους συμμάχους τους για την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν την εξισορρόπηση με την Κίνα, ενώ παράλληλα – σιωπηρά - θα αποδεσμεύονται από ναυτικές αντιδικίες και θα μειώνουν την παρουσία τους στα χερσαία σύνορα της Κίνας. Όσο η Κίνα ανεβαίνει, γίνεται φανερό ότι η αυτοσυγκράτηση μάλλον, και όχι η κινδυνολογία, θα υπηρετήσουν καλύτερα την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Foreign Affairs
Ο ROBERT S. ROSS είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κολέγιο της Βοστόνης και αντεπιστέλλον μέλος του John King Fairbank Centre για τις κινεζικές σπουδές, στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχει γράψει το βιβλίο Chinese Security Policy: Structure, Power, and Politics.
greekfinanceforum.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Απροετοίμαστα τα νοσοκομεία για την πλημμύρα! Αδιάβαστος ο υπουργός
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ