2013-03-04 09:57:03
Μην το πείτε πουθενά, αλλά η εποχή της λιτότητας τελειώνει. Μπορεί να ακούγεται παράξενο, ειδικά αυτή τη βδομάδα, με την... αμερικανική κυβέρνηση να ετοιμάζει αδιάκριτες περικοπές στον προϋπολογισμό της, με μία νέα δημοσιονομική κρίση να παραμονεύει στην Ευρώπη μετά τις ιταλικές εκλογές, και με τον Ντέιβιντ Κάμερον να υπόσχεται να «προχωρήσει ακόμα παραπέρα και γρηγορότερα στη μείωση του ελλείμματος» μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Βρετανίας. Ωστόσο, η πολιτική μοιάζει μερικές φορές με τον κόσμο μέσα στον καθρέπτη, όπου τα πάντα είναι αντίθετα από αυτό που φαίνονται.
Η συζήτηση γύρω από το αποτέλεσμα της Παρασκευής, της λεγόμενης δηλαδή «απομόνωσης» (sequestration) των δαπανών της κυβέρνησης των ΗΠΑ, καλύτερο είναι να περιμένει μέχρι τα τέλη του μήνα, αφού δούμε πρώτα πως θα αντιδράσει ο λαός στις περικοπές. Αλλά στην Ιταλία, τη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας θα πρέπει να συμβάλλουν στο να πειστούν οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι, ότι οι προσπάθειες για μείωση του κρατικού δανεισμού, είτε μέσω περικοπών είτε φορολογικών αυξήσεων, είναι πολιτική αυτοκτονία και οικονομικά αντιπαραγωγικές.
Στην Ιταλία, και ως εκ τούτου σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η στροφή αυτή είναι πλέον σχεδόν πραγματικότητα. Μετά την ξεκάθαρη πλειοψηφία που ψήφισε πολιτικούς οι οποίοι ακολούθησαν καμπάνιες ρητά ενάντια στην λιτότητα και αυτόν που παρουσίασαν ως «γερμανικό οικονομικό εκφοβισμό», οι περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό ή οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά της Ιταλίας είναι πλέον εκτός ημερησίας διάταξης, ακόμα και αν ο λόγος είναι ότι θα ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή. Αν η Άνγκελα Μέρκελ απαιτήσει περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό, αυξήσεις φόρων ή μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά ως προϋπόθεση για τη στήριξη της συμμετοχής της Ιταλίας στο ευρώ, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων έχει πλέον δώσει σαφή απάντηση: «Basta, ως εδώ ήταν!» Οι περισσότεροι Ιταλοί θα προτιμούσαν να εγκαταλείψουν το ευρώ, παρά να αποδεχθούν οποιαδήποτε περαιτέρω λιτότητα –και αν η Ιταλία έφευγε από το ευρώ, θα ακολουθούσε η πλήρη κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος. Η διάλυση αυτή θα είναι αναπόφευκτη στην περίπτωση της Ιταλίας, πολύ περισσότερο από ότι αν έφευγε μία χώρα όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή ακόμα και η Ισπανία.
Η Μέρκελ σίγουρα το καταλαβαίνει αυτό, και είναι αποφασισμένη να αποφύγει μία καταστροφική κρίση του ευρώ, λίγο πριν τις δικές της εκλογές στις 22 Σεπτεμβρίου. Είναι επομένως σχεδόν σίγουρο ότι θα λάβει σοβαρά υπόψη της την άρνηση των Ιταλών ψηφοφόρων να αποδεχθούν περαιτέρω φορολογικές αυξήσεις, περικοπές ή μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Από δω και στο εξής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να προσφέρει την υποστήριξή της στην Ιταλία χωρίς σκληρές προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, το μόνο που μπορεί ρεαλιστικά να περιμένει κανείς από την Ιταλία είναι η εξής μία οικονομική υπόσχεση: να διατηρήσει τους ήδη ισχύοντες φόρους και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εγκριθεί υπό την κυβέρνηση Μόντι. Λογικά, θα είναι εύκολο να κρατήσει αυτή την υπόσχεση, δεδομένου ότι θα είναι το ίδιο δύσκολο για το νέο κοινοβούλιο της Ιταλίας να συγκεντρώσει πλειοψηφία για την κατάργηση παλαιών νόμων, όσο και για την εισαγωγή νέων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντωμεταξύ, μπορεί να κινήσει τα δημοσιονομικά νήματα, προς όφελος της Ιταλίας. Εφόσον οριστεί προηγούμενο για την περίπτωση της Ιταλίας, η ίδια «ευελιξία» θα πρέπει να εξαπλωθεί σε όλη την ευρωζώνη –και στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να προσφέρει αποτελεσματικά, άνευ όρων εγγυήσεις χρηματοδοτικής υποστήριξης για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, ενώ η Μέρκελ και οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα κάνουν τα στραβά μάτια. Αφότου τα επεξεργαστούν όλα αυτά και οι επενδυτές, οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένεται να ηρεμήσουν και οι Ιταλοί πολιτικοί να επιστρέψουν σε αυτά που ξέρουν και αγαπούν: τις συνομωσίες, τις προδοσίες και τη μακιαβελική ίντριγκα.
Εξετάζοντας την περίπτωση της Βρετανίας, παρατηρούμε ένα παρόμοιο παράδοξο. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της περασμένης Παρασκευής, είναι πιθανό να ανακουφίσει τη λιτότητα με δύο ξεχωριστούς τρόπους. Πρώτον, η υποβάθμιση λογικά θα εξασφαλίσει ότι η στερλίνα θα παραμείνει αδύναμη, όπως προσεύχονται εδώ και καιρό το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Αγγλίας. Αυτό θα βοηθήσει, έστω και λίγο, στην ενδυνάμωση της παραγωγής και των εξαγωγών. Ακόμα πιο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι θα ταρακουνήσει το βρετανικό πολιτικό σκηνικό και την οικονομική πολιτική.
Ακόμη και πριν την υποβάθμιση, η λίρα είχε πέσει στο επίπεδο του $1,51, όπου συναλλασσόταν το 2010, όταν ο Γκόρντον Μπράουν ήταν ακόμα πρωθυπουργός, αλλά πολλοί επενδυτές το είχαν δει ως προσωρινή πτώση. Τώρα, η αδυναμία της στερλίνας είναι πιθανό να αποδειχθεί μεγαλύτερης διάρκειας, κυρίως χάρη στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο κύριος λόγος για την ανεπιθύμητη δύναμη της λίρας από τις εκλογές του 2010, ήταν ότι η Βρετανία κατέληξε να θεωρείται ασφαλές καταφύγιο οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, εν μέσω του υπόλοιπου ευρωπαϊκού χάους. Ως αποτέλεσμα, τεράστια ποσά κεφαλαίων εισέρευσαν σε στερλίνες. Η πιστοληπτική υποβάθμιση δεν θα αντιστρέψει αυτόματα αυτές τις εισροές, ωστόσο θα τραβήξει την προσοχή στη στροφή του βρετανικού πολιτικού σκηνικού και της πολιτικής, που πολλοί διεθνείς επενδυτές αγνοούσαν μέχρι πρόσφατα: Η Βρετανία εισέρχεται σε μία περίοδο πολιτικών, δημοσιονομικών και νομισματικών αναταραχών, πάνω που οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρώπη σταθεροποιούνται όλο και περισσότερο.
Με μόνο δύο χρόνια να μένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές, η βρετανική οικονομία δείχνει ελάχιστα σημάδια βιώσιμης ανάκαμψης, το βιοτικό επίπεδο πέφτει και η κυβέρνηση δεν πετυχαίνει τους στόχους του ελλείμματος και του χρέους, παράγοντες σύμφωνα με τους οποίους η ίδια έχει ζητήσει να κριθεί. Με τους υπόλοιπους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να αναμένονται να ακολουθήσουν την υποβάθμιση της προηγούμενης εβδομάδας από τον οίκο Moody’s, οι αποτυχίες αυτές θα επισημαίνονται επανειλημμένα στους Βρετανούς ψηφοφόρους. Ο κυβερνών συνασπισμός των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων, των οποίων οι πλατφόρμες δε συμφώνησαν σχεδόν σε τίποτα πέραν της επιτακτικής ανάγκη μείωσης του ελλείμματος, πρόκειται να πιεστεί σε οριακό βαθμό.
Με τις εκλογές να είναι μόλις δύο προϋπολογισμούς μακριά, και έναν νέο ριζοσπαστικό διοικητή να καταφτάνει στην Τράπεζα της Αγγλίας εν μέσω έντονων δημοσίων προσδοκιών, η στροφή της πολιτικής μακριά από τη λιτότητα, φαίνεται πιθανή για το δεύτερο μισό του 2013. Μέχρι την περασμένη βδομάδα, ωστόσο, ένας σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για τις «πλήρεις αναστροφές» της πολιτικής, ήταν ο φόβος της απώλειας της πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ. Τώρα που αυτό το πλοίο έχει ήδη σαλπάρει, ο Κάμερον έχει ακόμα λιγότερους λόγους να εμμείνει στις πολιτικές που όχι μόνο είναι οικονομικά αντιπαραγωγικές, αλλά αποτελούν ουσιαστικά και πολιτική αυτοκτονία –γεγονός που αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, την Ιαπωνία, την Κίνα, και όλο τον κόσμο. Μπορεί να μη φαίνεται έτσι ακόμα, αλλά η εποχή της δημοσιονομικής λιτότητας, λογικά πλησιάζει στο τέλος της.
sofokleous10.gr
Η συζήτηση γύρω από το αποτέλεσμα της Παρασκευής, της λεγόμενης δηλαδή «απομόνωσης» (sequestration) των δαπανών της κυβέρνησης των ΗΠΑ, καλύτερο είναι να περιμένει μέχρι τα τέλη του μήνα, αφού δούμε πρώτα πως θα αντιδράσει ο λαός στις περικοπές. Αλλά στην Ιταλία, τη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας θα πρέπει να συμβάλλουν στο να πειστούν οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι, ότι οι προσπάθειες για μείωση του κρατικού δανεισμού, είτε μέσω περικοπών είτε φορολογικών αυξήσεων, είναι πολιτική αυτοκτονία και οικονομικά αντιπαραγωγικές.
Στην Ιταλία, και ως εκ τούτου σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η στροφή αυτή είναι πλέον σχεδόν πραγματικότητα. Μετά την ξεκάθαρη πλειοψηφία που ψήφισε πολιτικούς οι οποίοι ακολούθησαν καμπάνιες ρητά ενάντια στην λιτότητα και αυτόν που παρουσίασαν ως «γερμανικό οικονομικό εκφοβισμό», οι περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό ή οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά της Ιταλίας είναι πλέον εκτός ημερησίας διάταξης, ακόμα και αν ο λόγος είναι ότι θα ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή. Αν η Άνγκελα Μέρκελ απαιτήσει περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό, αυξήσεις φόρων ή μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά ως προϋπόθεση για τη στήριξη της συμμετοχής της Ιταλίας στο ευρώ, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων έχει πλέον δώσει σαφή απάντηση: «Basta, ως εδώ ήταν!» Οι περισσότεροι Ιταλοί θα προτιμούσαν να εγκαταλείψουν το ευρώ, παρά να αποδεχθούν οποιαδήποτε περαιτέρω λιτότητα –και αν η Ιταλία έφευγε από το ευρώ, θα ακολουθούσε η πλήρη κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος. Η διάλυση αυτή θα είναι αναπόφευκτη στην περίπτωση της Ιταλίας, πολύ περισσότερο από ότι αν έφευγε μία χώρα όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή ακόμα και η Ισπανία.
Η Μέρκελ σίγουρα το καταλαβαίνει αυτό, και είναι αποφασισμένη να αποφύγει μία καταστροφική κρίση του ευρώ, λίγο πριν τις δικές της εκλογές στις 22 Σεπτεμβρίου. Είναι επομένως σχεδόν σίγουρο ότι θα λάβει σοβαρά υπόψη της την άρνηση των Ιταλών ψηφοφόρων να αποδεχθούν περαιτέρω φορολογικές αυξήσεις, περικοπές ή μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Από δω και στο εξής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να προσφέρει την υποστήριξή της στην Ιταλία χωρίς σκληρές προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, το μόνο που μπορεί ρεαλιστικά να περιμένει κανείς από την Ιταλία είναι η εξής μία οικονομική υπόσχεση: να διατηρήσει τους ήδη ισχύοντες φόρους και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εγκριθεί υπό την κυβέρνηση Μόντι. Λογικά, θα είναι εύκολο να κρατήσει αυτή την υπόσχεση, δεδομένου ότι θα είναι το ίδιο δύσκολο για το νέο κοινοβούλιο της Ιταλίας να συγκεντρώσει πλειοψηφία για την κατάργηση παλαιών νόμων, όσο και για την εισαγωγή νέων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντωμεταξύ, μπορεί να κινήσει τα δημοσιονομικά νήματα, προς όφελος της Ιταλίας. Εφόσον οριστεί προηγούμενο για την περίπτωση της Ιταλίας, η ίδια «ευελιξία» θα πρέπει να εξαπλωθεί σε όλη την ευρωζώνη –και στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να προσφέρει αποτελεσματικά, άνευ όρων εγγυήσεις χρηματοδοτικής υποστήριξης για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, ενώ η Μέρκελ και οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα κάνουν τα στραβά μάτια. Αφότου τα επεξεργαστούν όλα αυτά και οι επενδυτές, οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένεται να ηρεμήσουν και οι Ιταλοί πολιτικοί να επιστρέψουν σε αυτά που ξέρουν και αγαπούν: τις συνομωσίες, τις προδοσίες και τη μακιαβελική ίντριγκα.
Εξετάζοντας την περίπτωση της Βρετανίας, παρατηρούμε ένα παρόμοιο παράδοξο. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της περασμένης Παρασκευής, είναι πιθανό να ανακουφίσει τη λιτότητα με δύο ξεχωριστούς τρόπους. Πρώτον, η υποβάθμιση λογικά θα εξασφαλίσει ότι η στερλίνα θα παραμείνει αδύναμη, όπως προσεύχονται εδώ και καιρό το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Αγγλίας. Αυτό θα βοηθήσει, έστω και λίγο, στην ενδυνάμωση της παραγωγής και των εξαγωγών. Ακόμα πιο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι θα ταρακουνήσει το βρετανικό πολιτικό σκηνικό και την οικονομική πολιτική.
Ακόμη και πριν την υποβάθμιση, η λίρα είχε πέσει στο επίπεδο του $1,51, όπου συναλλασσόταν το 2010, όταν ο Γκόρντον Μπράουν ήταν ακόμα πρωθυπουργός, αλλά πολλοί επενδυτές το είχαν δει ως προσωρινή πτώση. Τώρα, η αδυναμία της στερλίνας είναι πιθανό να αποδειχθεί μεγαλύτερης διάρκειας, κυρίως χάρη στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο κύριος λόγος για την ανεπιθύμητη δύναμη της λίρας από τις εκλογές του 2010, ήταν ότι η Βρετανία κατέληξε να θεωρείται ασφαλές καταφύγιο οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, εν μέσω του υπόλοιπου ευρωπαϊκού χάους. Ως αποτέλεσμα, τεράστια ποσά κεφαλαίων εισέρευσαν σε στερλίνες. Η πιστοληπτική υποβάθμιση δεν θα αντιστρέψει αυτόματα αυτές τις εισροές, ωστόσο θα τραβήξει την προσοχή στη στροφή του βρετανικού πολιτικού σκηνικού και της πολιτικής, που πολλοί διεθνείς επενδυτές αγνοούσαν μέχρι πρόσφατα: Η Βρετανία εισέρχεται σε μία περίοδο πολιτικών, δημοσιονομικών και νομισματικών αναταραχών, πάνω που οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρώπη σταθεροποιούνται όλο και περισσότερο.
Με μόνο δύο χρόνια να μένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές, η βρετανική οικονομία δείχνει ελάχιστα σημάδια βιώσιμης ανάκαμψης, το βιοτικό επίπεδο πέφτει και η κυβέρνηση δεν πετυχαίνει τους στόχους του ελλείμματος και του χρέους, παράγοντες σύμφωνα με τους οποίους η ίδια έχει ζητήσει να κριθεί. Με τους υπόλοιπους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να αναμένονται να ακολουθήσουν την υποβάθμιση της προηγούμενης εβδομάδας από τον οίκο Moody’s, οι αποτυχίες αυτές θα επισημαίνονται επανειλημμένα στους Βρετανούς ψηφοφόρους. Ο κυβερνών συνασπισμός των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων, των οποίων οι πλατφόρμες δε συμφώνησαν σχεδόν σε τίποτα πέραν της επιτακτικής ανάγκη μείωσης του ελλείμματος, πρόκειται να πιεστεί σε οριακό βαθμό.
Με τις εκλογές να είναι μόλις δύο προϋπολογισμούς μακριά, και έναν νέο ριζοσπαστικό διοικητή να καταφτάνει στην Τράπεζα της Αγγλίας εν μέσω έντονων δημοσίων προσδοκιών, η στροφή της πολιτικής μακριά από τη λιτότητα, φαίνεται πιθανή για το δεύτερο μισό του 2013. Μέχρι την περασμένη βδομάδα, ωστόσο, ένας σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας για τις «πλήρεις αναστροφές» της πολιτικής, ήταν ο φόβος της απώλειας της πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ. Τώρα που αυτό το πλοίο έχει ήδη σαλπάρει, ο Κάμερον έχει ακόμα λιγότερους λόγους να εμμείνει στις πολιτικές που όχι μόνο είναι οικονομικά αντιπαραγωγικές, αλλά αποτελούν ουσιαστικά και πολιτική αυτοκτονία –γεγονός που αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, την Ιαπωνία, την Κίνα, και όλο τον κόσμο. Μπορεί να μη φαίνεται έτσι ακόμα, αλλά η εποχή της δημοσιονομικής λιτότητας, λογικά πλησιάζει στο τέλος της.
sofokleous10.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ