2013-03-04 16:47:04
Γράφει ο Παναγιώτης Μαυροειδής
Αν περιδιαβεί κανείς στον προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ, θα διαπιστώσει ότι γίνεται έντονος διάλογος, αναντίστοιχος της ομοφωνίας που επικρατεί (;) στα ηγετικά κλιμάκια του Κόμματος. Άραγε, ο χαρακτήρας του μετώπου, πρέπει να είναι ‘’αντικαπιταλιστικός’’, όπως προτείνουν οι Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής ή μήπως ‘’αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός, δημοκρατικός’’, όπως όριζε το Προγραμματικό 150 Συνέδριο (ΑΑΔΜ); Τι σημαίνει αυτό για τις πολιτικές, κοινωνικές συμμαχίες και τους πολιτικούς στόχους; Πως υπηρετείται η διεκδίκηση της ‘’λαϊκής εξουσίας’’ και τι θέση πρέπει ή δεν πρέπει να έχει σε αυτό μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ;
Η πρόσφατη εκλογική ήττα του ΚΚΕ και η καταφανής αδυναμία του Κειμένου Θέσεων να επικοινωνήσει με τις διεργασίες στην κομματική βάση, προσδίδουν στην αντιπαράθεση επιτακτικό χαρακτήρα. Η έκρηξη προβληματισμών είναι παρούσα και δεν μπορεί να μπει κάτω από το χαλί.
Το κόμμα έχει πάντα δίκιο;
Το 100 Συνέδριο του ΚΚΕ (1978), μαζί με τον στρατηγικό στόχο της ‘’δημοκρατίας του λαού’’, έθετε σαν άμεσο ζήτημα την ‘’δημοκρατική κυβέρνηση’’. Αυτή ήλθε τρία χρόνια αργότερα, φορώντας όμως τα ρούχα ενός αστικού ρεφορμιστικού κόμματος, θυμώνοντας την Αριστερά, που μίλησε για ‘’κλοπή συνθημάτων’’ και αντιπαραβάλλοντας στην ΠΑΣΟΚική ‘’αλλαγή’’ την ‘’πραγματική αλλαγή’’.
Στις ευρωεκλογές του 1984, το ΚΚΕ επιστρέφει ‘’ενωτικά’’ και ο Χ. Φλωράκης δηλώνει: "Στις 17 του Ιούνη το βράδυ θα μετρήσουμε, και το άθροισμα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων θα είναι συντριπτικά ανώτερο από κείνο της Δεξιάς". Πέντε χρόνια αργότερα, το 1989, το ενιαίο δημοκρατικό μέτωπο αντιστρέφεται, σε μέτωπο με τη ΝΔ κατά των ‘’ενδιάμεσων γύφτων’’ (έκφραση Μ. Θεοδωράκη για ΠΑΣΟΚ), με κυβέρνηση‘’ κάθαρσης’’ από τον ενιαίο τότε Συνασπισμό (με συμμετοχή τότε και του ΚΚΕ) και τη ΝΔ.
Την ερχόμενη χρονικά, η ηγεσία του ΚΚΕ κατάπληκτη από την αντοχή του ΠΑΣΟΚ, συμφωνεί σε οικουμενική συγκυβέρνηση με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Ακολουθεί η κατάρρευση στην Ανατολή του 1989/1990, παρά τα αγαλματάκια του Ηρακλή που χάριζε η Παπαρήγα στον Γκορμπατσόφ και η καταβαράθρωση του ΚΚΕ.
Τα επόμενα χρόνια, βοηθούντος και του εκφυλισμού του ΣΥΝ των Δαμανάκη/Κωνσταντόπουλο και της αδυναμίας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ θα έχει μια ανάκαμψη σε όλα τα επίπεδα. Το150 Συνέδριο (1996) μιλάει για Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, με ενδεχόμενο συγκρότησης και κυβέρνησης του πριν την επανάσταση. Γίνονται πολιτικά ανοίγματα και κεντρικές πολιτικές συμμαχίες με ΔΗΚΚΙ και άλλες δυνάμεις, συγκροτείται προοδευτικά το ΠΑΜΕ, ενώ η ΚΝΕ παίρνει τα πάνω της στα πανεπιστήμια.
Σήμερα, με τις Θέσεις για το190 Συνέδριο, τίθεται θέμα Λαϊκής Συμμαχίας μόνο με μετωπικές οργανώσεις του ΚΚΕ. Ο αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός αντικαθίσταται φραστικά με τον αντικαπιταλιστικό, την ίδια στιγμή που η κύρια φιλολογία είναι βασικά αντιμονοπωλιακή. Η πάλη ωστόσο για τους βασικούς πολιτικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους κηρύσσεται σχετικά μάταιη, εκτός αν κατατείνει και επιτυγχάνει την έλευση της λαϊκής εξουσίας.
Πότε είχε δίκιο το ΚΚΕ; ‘’Πάντοτε!’’, απαντά το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε., τρελαίνοντας όλο τον κόσμο….
Αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, χωρίς αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική;
Δεν είναι δυνατόν να διαμορφώνεται μια αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική, χωρίς μια ζωντανή σύνδεση της θεωρίας και του προγράμματος, με την εμπειρία της ταξικής πάλης, αλλά και χωρίς μια προβολή στο μέλλον, θέτοντας ορίζοντες και κριτήρια σχετικής επαληθευσιμότητας. Το έλλειμμα επαναστατικής πολιτικής και συμβολής του ΚΚΕ στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, σε μια στιγμή κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, δεν πρόκειται να διασκεδαστεί με μια φραστική καταφυγή της ηγεσίας του σε ρητορικά σχήματα. Η έλλειψη αυτού του προσανατολισμού είναι που αφαίρεσε, προσωρινά τουλάχιστον, το έδαφος κάτω από τα πόδια στο ΚΚΕ. Από την άλλη, και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, η αφετηρία της κριτικής στο ΚΚΕ, από τα έξω ή/και από τα μέσα, που ανάγει το συνολικό πρόβλημα της γραμμής του, στον φραστικό αριστερισμό και σεχταρισμό του παρόντος, παραβλέποντας το κέντρο βάρους της ιστορικής διαδρομής του και το έλλειμμα ανατρεπτικής πολιτικής στρατηγικής σήμερα, είναι τουλάχιστον μονόπλευρη και εν τέλει λαθεμένη.
Τον Μάιο του 1996, το 15οΣυνέδριο του ΚΚΕ, έθετε τη γραμμή του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου που ήταν φυσικά όαση μπροστά στη γραμμή του ...μετώπου κάθαρσης του 1989/1990. Τον ίδιο μήνα του Συνεδρίου αυτού, η Αλέκα Παπαρήγα μέσα από τις εγκαταστάσεις της Ιντρακόμ, δήλωνε: "Από τη στιγμή που ο ΟΤΕ δεν ανέπτυξε δική του παραγωγική βάση, που ήταν και είναι πάγια θέση μας, είναι επακόλουθο να συνάπτονται προγραμματικές συμφωνίες με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Δική μας άποψη είναι να διενεργείται διαγωνισμός με όρους διαφάνειας, όσο γίνεται, και η επιλογή να γίνεται με κριτήρια όπως: Αν μια επιχείρηση λειτουργεί μέσα στην Ελλάδα, η εγχώρια προστιθέμενη αξία, οπωσδήποτε οι τιμές και, βέβαια, η ποιότητα των προϊόντων.’’. Έφταιξε για αυτή την ξεκάθαρα φιλο-καπιταλιστική τοποθέτηση η ‘’αντιμονοπωλιακή’’ κατεύθυνση, που έθετε τότε το ΚΚΕ; Όχι απαραίτητα και μοιραία. Ο αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός που διεκδίκησε το ΚΚΕ μέσα στο εργατικό κίνημα, ήταν και είναι πολύτιμος. Ωστόσο, πρέπει να δούμε το ιστορικό και θεωρητικό βάθος στη διαδρομή του ελληνικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, που οδηγούσε τελικά, παρά τις όποιες περίτεχνες φράσεις των συνεδριακών κειμένων, σε πλήρη απόσπαση των υποτιθέμενων ευρύτερων στόχων συσπείρωσης, από το εργατικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενό τους και μετέτρεπε την επαγγελία της ταξικής πάλης, σε ταξική συνεργασία. Αλλά και τις εγγενείς αδυναμίες αυτής της συλλογιστικής, απορρίπτοντας παράλληλα τις ευκολίες περί ‘’προδοσίας’’ ή ανικανότητας.
Τρία χρόνια αργότερα, το1999, χρονιά ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, ο Κώστας Ζουράρις, θα παρουσιαζόταν ως διεύρυνση του ΚΚΕ στο ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών. Όταν αργότερα, ο αφύσικος γάμος θα χαλούσε, το τότε μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Μ. Κωστόπουλος, θα έκανε λόγο για ‘’χρυσοστόλιστους αγύρτες, τροφίμους διαφόρων παρα-θρησκευτικών οργανώσεων και σκοτεινών δικτύων’’. Δεν αρκούσε συνεπώς ο αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός του ΚΚΕ- όαση φυσικά μπροστά στα ευχέλαια της ‘’ευρωπαϊκής’’ Αριστεράς να βρουν στόχο οι βόμβες του ΝΑΤΟ, που υποτίθεται στόχευαν την ‘’εθνοκάθαρση’’- για να προστατευθεί από σοβαρά λάθη που στοίχισαν φυσιογνωμικά.
Λίγο πιο ύστερα, το 2002 ο Γιάννης Μπουτάρης, επιχειρηματίας, θα εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του ΚΚΕ, για να μεταπηδήσει στη συνέχεια στο ΠΑΣΟΚ και να δημαρχεύει σήμερα απειλώντας όχι μόνο με απολύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και κλήση του στρατού για να μαζέψει τα σκουπίδια. Πως γίνεται αλήθεια, η απολύτως αναγκαία ευρύτερη συσπείρωση, σε όλα τα ζητήματα, με πιο φανερά τα πεδία των λαϊκών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, να καταλήγει να παίρνει τη μορφή μαζέματος ρεταλιών της οικονομικής και πολιτικής ζωής από τον επιχειρηματικό και αστικό κόσμο;
Το περιεχόμενο του αγώνα των εργαζομένων και επομένως ο πυρήνας της πολιτικής των κομμουνιστών, μαζί και των συμμαχιών τους, χρειάζεται σοβαρότερη συζήτηση, πέρα από τα κλισέ περί δήθεν ενωτικής πολιτικής ή περί σεχταρισμού. Δεν καθορίζονται αυθαίρετα, ούτε υποκειμενικά, αλλά από την κοινωνική και πολιτική φύση του ταξικού αντιπάλου.
Οι μπολσεβίκοι, διεκδίκησαν και πέτυχαν μια εργατική σοσιαλιστική επανάσταση, όχι στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα της εποχής. Κάθε άλλο παρά έλειψαν οι συμμαχίες με κόμματα, ρεύματα και κοινωνικά στρώματα. Αλλά υπήρχε ένα ισχυρότατο και σαφέστατο κέντρο βάρους στη δράση τους: Πρόγραμμα ανταπόκρισης στις βασικές ανάγκες της περιόδου προλεταριακή επανάσταση, σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, εργατική εξουσία (αυτό ειδικά το ξεχνούν όλοι οι ρεφορμιστές!) και φυσικά εργατικό κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτό είναι όμως η μία μόνο πλευρά. Τρία χρόνια πριν, το 1914, οι μεγάλοι θεωρητικοί του μαρξισμού στην Ευρώπη, που έπαιζαν στα δάχτυλα την ανάλυση του καπιταλισμού γενικά και πρόβλεπαν την κρίση του, έζησαν τη διάλυση της εργατικής διεθνούς, μπροστά στον ιμπεριαλιστικό πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, με τα περισσότερα κόμματά της στην ουρά της αστικής τάξης στη χώρα τους. Δεν αρκεί λοιπόν η γενική κατεύθυνση, αλλά και η αποσαφήνιση του ιστορικά συγκεκριμένου υπό το γενικό πρίσμα του επαναστατικού αγώνα, αυτή είναι η ουσία της επαναστατικής πολιτικής. Ο Λένιν έγραψε τον ‘’Ιμπεριαλισμό’’, για να τεκμηριώσει τη δυνατότητα προλεταριακής ανατροπής του καπιταλισμού στο νέο συγκεκριμένο στάδιο του, με τα χαρακτηριστικά που αυτό είχε. Χωρίς να επαναλάβει ασφαλείς γενικότητες και χωρίς να εφεύρει ενδιάμεσα αντιιμπεριαλιστικά στάδια ή περιεχόμενα της πάλης.
Το τι ‘’να κάνουμε’’ σήμερα, σχετίζεται με την καπιταλιστική κρίση, που έχουμε απέναντι μας. Ο ίδιος ο μονοπωλιακός καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός έχει μετασχηματιστεί μέσα και από την προσπάθεια απάντησης στην κρίση του, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό του απόλυτου σφετερισμού της εργασίας, νέων κοινωνικών τομέων και της φύσης, με σαφή καταφυγή και σε νέους μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας. Η κρίση στην Ελλάδα, αποτελεί καταστροφικό συνδυασμό αφενός του εσωτερικού παράγοντα που σχετίζεται με την κρίση υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου από την προηγούμενη περίοδο του ελληνικού καπιταλισμού, όσο και της διπλά αρνητικής επίπτωσης από την κρίση στην ευρωζώνη και τη διεθνή καπιταλιστική κρίση. Η ελληνική αστική τάξη αδυνατεί να χαράξει οποιοδήποτε άλλο δρόμο παρά μόνο σε στενή σύνδεση με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Σήμερα χρειάζεται μια γενναία επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής πολιτικής, με όρους ταξικής πάλης, με διεθνιστική οικουμενική ματιά και αντικαπιταλιστική κομμουνιστική στόχευση. Ο χαρακτήρας της απάντησης στη σημερινή κοινωνική και πολιτική κρίση, δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικός, και σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Οι θεωρίες που εντοπίζουν το πρόβλημα σε μορφές διαχείρισης του καπιταλισμού, παραγνωρίζουν την ιστορικότητα της κρίσης και την ένταξη που έχουν οι ιδιαίτερες πλευρές στην γενική εξέλιξη του καπιταλισμού. Περιορίζονται στην αδύνατη από πολιτική άποψη, επιστροφή σε προηγούμενες μορφές και κοινωνικούς συσχετισμούς και αυτό είναι το κύριο στοιχείο στην ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Με ανάλογο τρόπο, δεν συμβάλλουν σε μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική και επαναστατική πάλη, οι προσεγγίσεις των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, που αντιλαμβάνονται την παρούσα κρίση ως μια τυπική κυκλική καπιταλιστική κρίσηπου σύντομα θα δώσει τη θέση της, σε ένα επίσης τυπικό κύκλο ανάπτυξης. Πολύ μακριά από την πραγματικότητα Αν αυτή είναι η εποχή μας, κέντρο της πολιτικής δράσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, η απάντηση του στο τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο, πρέπει να είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και μια νέα κοινωνική και πολιτική πορεία για μια νέα κομμουνιστική ελπίδα στον 21οαιώνα. Το τι πρέπει να γίνει, το ποιες είναι οι λύσεις, δεν σημαίνει να δίνεις αλήθειες με δόσεις. Η λογική των ‘’σταδίων’’, που μόνοι τους όριζαν και στόχευαν συνειδητά οι δυνάμεις του παραδοσιακού κομμουνιστικού ρεφορμισμού, δικαιολογούσε την αναστολή της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής στόχευσης, στο όνομα των ‘’άλυτων αστικο-δημοκρατικών προβλημάτων’’. Ταυτόχρονα η επίκληση του υποτελούς χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης, εξυπηρετούσε την στρατηγική της (προσδοκίας) συμμαχίας μαζί της, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε στα ‘’μη μονοπωλιακά’’ ή και ‘’εθνικά σκεπτόμενα’’ τμήματά της, με υποταγή των εργατικών συμφερόντων.
Η πρόταση για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο και αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού, δεν στηρίζεται σε εκτίμηση ότι τα ‘’άλυτα αστικο-δημοκρατικά προβλήματα’’ έχουν επιλυθεί οριστικά και συνεπώς έχουμε μπροστά μας ‘’καθαρά’’ αντικαπιταλιστικά και σοσιαλιστικά καθήκοντα. Αντίθετα, στηρίζεται στην άποψη, ότι τα ζητήματα της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της οικολογικής υποβάθμισης και άλλα, οξύνονται σε επικίνδυνο βαθμό με την εφαρμογή της αστικής πολιτικής. Η επίλυση τους, περισσότερο από ποτέ, συνδέεται άρρηκτα με την βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, με τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης σε αντικαπιταλιστική βάση.
Από την άλλη, ο στόχος της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής απάντησης στην κρίση, αλλά και στις δυνατότητες της εποχής μας, δεν ταυτίζεται με μια αντίληψη που θεωρεί την επανάσταση και την κοινωνική αλλαγή σα μονόπρακτο. Αντίθετα, είναι απαραίτητη η συγκεκριμενοποίηση της επαναστατικής πολιτικής σε κάθε στιγμή, καμπή ή περίοδο των κοινωνικών αγώνων. Χωρίς αυτό, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός και η επανάσταση καταντούν ανέξοδη λογοκοπία, χωρίς αποτέλεσμα.
Το πρόγραμμα κοινωνικού και πολιτικού αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, αφορά στον εντοπισμό των ισχυρών σημείων για μια προωθημένη συνάντηση της λαϊκής δυσαρέσκειας με αντικαπιταλιστικούς στόχους και αφετέρου σε ότι αφορά την ανίχνευση των αδύνατων σημείων και αντιθέσεων στο στρατόπεδο του αστικού κόσμου. Η εργατική πολιτική είναι αποτελεσματική στο βαθμό που καταφέρνει να αντιμετωπίζει με διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα της συγκρότησης της κοινωνικής εργαζόμενης πλειονότητας σε δρών κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο ανατροπής. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της πολιτικής συμμαχιών της αντικαπιταλιστικής πρότασης, με πρώτο στόχο την ενότητα της εργατικής τάξης, που θα τροφοδοτεί τη δυνατότητά της να ηγεμονεύει σε μια λαϊκή συμμαχία με μικρο-μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού ή στα στρώματα της διανόησης. Εδώ ακριβώς, στην έλλειψη ενός προγράμματος μετασχηματισμού της δυσαρέσκειας σε συνειδητό ρεύμα ανατροπής σήμερα, βρίσκεται η ουσία της πολιτικής κρίσης της γραμμής του ΚΚΕ και η έλλειψη απαντήσεων από τις Θέσεις για το 190Συνέδριο
Κομμουνιστική πολιτική: Συνδέοντας τακτική και στρατηγική
Συχνά, στην εσωκομματική συζήτηση του ΚΚΕ, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, ταυτίζεται με τη συνολική στρατηγική και τίθεται έτσι το ερώτημα, μήπως με αυτό τον τρόπο, μηδενίζεται ο αυτοτελής ρόλος της τακτικής. Ο κίνδυνος αυτός είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, αν η αντικαπιταλιστική κατεύθυνση τίθεται διακηρυκτικά και όχι μέσα και παράλληλα με την προβολή ενός προγράμματος στόχων, οι οποίοι, αν και στο σύνολο τους δεν θα χωρούν στα όρια του καπιταλισμού, θα γίνονται αντιληπτοί ως αναγκαίοι και επιτακτικοί και θα προσεγγίζονται ως σχετικά ώριμοι και εφικτοί μέσα από το ρεαλισμό του αγώνα. Το ΚΚΕ αρνείται αυτούς τους στόχους επειδή δήθεν ‘’καλλιεργούν αυταπάτες’’. Περιορίζεται κατά βάση σε άμεσες μόνο διεκδικήσεις, χάνοντας έτσι οποιοδήποτε δυνατότητα για μετασχηματιστικό ρόλο στη συνείδηση των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατανόηση τους στόχου της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως αποτέλεσμα μιας λαϊκής εξουσίας και όχι και ως ενός δρόμου συνειδητοποίησης προς αυτήν, μετατρέποντας την πολιτική πάλη σε θεολογικό κήρυγμα και διδακτισμό. Η αλήθεια είναι ότι οι Θέσεις κάνουν μια απόπειρα να περιορίσουν αυτή την αυτοκτονική απολυτότητα, αλλά με εντελώς αδέξιο τρόπο. Έτσι η Θέση 63 για την δράση της Λαϊκής Συμμαχίας, θέτει άμεσους στόχους και μετά τα αντισεισμικά και αντιπλημμυρικά έργα και τη στέγαση των φοιτητών, τοποθετεί και την …αποδέσμευση από την ΕΕ.
Το αναγκαίο σήμερα για τη λαϊκή επιβίωση αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, με βασική μεταβολή πριν από όλα στο επίπεδο της ιδιοκτησίας και της παραγωγής, με εκτεταμένες εθνικοποιήσεις και ανάδειξη της δημόσιας ιδιοκτησίας σε βασικό μοχλό, σηματοδοτεί μια σύγκρουση ζωής και θανάτου, μεταξύ της αστικής τάξης και ενός ανασυγκροτημένου και με πολιτικούς στόχους εργατικού κινήματος.
Οι κομμουνιστές οφείλουμε να σκύψουμε πάνω στην ανάγκη για ανακάλυψη εκείνων των στοιχείων της αντικαπιταλιστικής πολιτικής που θα βοηθούν στο να πυκνώνουν οι γραμμές της πάλης από εργάτες, ανέργους και νέους, που δεν ξεκινούν από τις δικές μας αφετηρίες. Χρειάζεται μια πραγματική στροφή στην πολιτική μας δουλειά ώστε να προτάσσονται και να τεκμηριώνονται οι λύσεις που είναι αναγκαίες σήμερα και που αφορούν άμεσα τον κόσμο που τσακίζεται από την κρίση, χωρίς να επιζητείται προκαταβολικά, η συμφωνία στις πολιτικές προϋποθέσεις και τα μέσα για την υλοποίησή τους.
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, δεν είναι ένα πρόγραμμα για μια στατική ‘’μεταβατική’’ φάση ή πολύ περισσότερο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα μετέωρο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Είναι ο δρόμος του αγώνα, σε συνολικό πολιτικό επίπεδο, που συγκρούεται με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και ενώνει την πρωτοπορία με τις αφυπνιζόμενες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος. Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος δεν είναι υπόθεση μιας αστικής ή ‘’αριστερής’’ κυβέρνησης μέσα στο σύστημα. Δεν διαμορφώνεται με αυτό το σκοπό, ακόμη και αν προκύψουν μορφές κυβερνήσεων που θα διακηρύσσουν μέρος αυτού του προγράμματος. Αποτελεί όμως οδηγό και άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσεται ο λαϊκός αγώνας χωρίς όρια, με στόχο την απόσπαση καταχτήσεων από οποιαδήποτε κυβέρνηση και τους εργοδότες. Η ολοκληρωμένη υλοποίηση του απαιτεί επανάσταση, συντριβή της αστικής κυριαρχίας και εργατική εξουσία, αλλά ταυτόχρονα η πάλη για αυτό το πρόγραμμα, όταν συνδυάζονται με σωστό τρόπο ανάγκες, σκοποί και μέσα, είναι και δρόμος για την προσέγγιση της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας.
Χωρίς την κατάλυση της εξουσίας του κεφαλαίου στην παραγωγή, τη συντριβή της αστικής κυριαρχίας γενικά, το τσάκισμα του αστικού κράτους και την εργατική εξουσία, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια συνολικού και σχετικά σταθερού χαρακτήρα αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική μεταβολή. Είναι αδύνατο να εφαρμοστούν συνολικά οι ριζικές μεταβολές που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, να εκκινήσει η μεταβατική εργατική δημοκρατία προς την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση.
Κυβέρνηση και εξουσία
Ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κατανοούν ότι κυβέρνηση και εξουσία κάθε άλλο παρά ταυτίζονται και επομένως η ουσιαστική κοινωνική αλλαγή δεν σχετίζεται με την ανάληψη κυβερνητικών διαχειριστικών ευθυνών. Αυτό δε σημαίνει ότι ενσωματώνουν αυτή τη διαπίστωση με τον ίδιο τρόπο στην πολιτική τους στρατηγική. Το ΚΚΕ, φαίνεται να θεωρεί αυτή τη θέση ως ασφαλές ‘’φυλαχτό’’, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Οι Θέσεις αναφερόμενες στον απολογισμό της ΚΕ, γράφουν πολύ χαρακτηριστικά: ‘’Η ΚΕ ως ανώτερο καθοδηγητικό όργανο στις πιο δύσκολες στιγμές της τετράχρονης πορείας(…) ανταποκρίθηκε στο κύριο, που ήταν η σθεναρή αντίσταση στην πίεση να ενδώσει το Κόμμα και να κάνει θεμελιακό λάθος ανοχής ή συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας’’.
Η κυρίαρχη τάση μέσα στην ευρύτερη αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ), είναι να αξιοποιείται η διαπίστωση του περιορισμένου ρόλου μιας κυβέρνησης σε σχέση με την βαρύτητα της πραγματικής εξουσίας, σε μια κατεύθυνση αναβολής κάθε επαναστατικής κίνησης ή και εγκατάλειψης της, στο όνομα των ‘’εφικτών’’ αλλαγών που μπορούν να γίνουν άμεσα. Το ΚΚΕ από τη μεριά του, στηριζόμενο στην ίδια ορθή διαπίστωση, οδηγείται σε μια αναχώρηση από την διεκδίκηση πολιτικών στόχων ανατροπής σήμερα.
Το ζητούμενο είναι η διαλεκτική υπέρβαση των αδιέξοδων αυτών στρατηγικών που τελικά συναντούνται στην άρνηση της επαναστατικής πολιτικής στο ζωτικό πεδίο της εργατικής και ευρύτερης λαϊκής πάλης. Η αριστερά που θέτει συνολικό ζήτημα εξουσίας, αντιλαμβάνεται την προβολή μιας αντικαπιταλιστικής ή εργατικής κυβέρνησης, ως ένα ακόμη πιθανό όπλο. Ως ένα ενδεχόμενο υβριδικό προϊόν της πάλης ενός ισχυρού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος (που δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει την επανάσταση) και μιας αδύναμης αστικής τάξης (που θα αναγκάζεται να υποχωρήσει πρόσκαιρα, για να ενσωματώσει αρχικά και έπειτα να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και τις κατακτήσεις του). Το καθοριστικό και σε αυτή την περίπτωση θα είναι η ύπαρξη εργατικών συμβουλίων, λαϊκών συνελεύσεων ή άλλων σύγχρονων μορφών, που θα παλεύουν να επιβάλλουν αντικαπιταλιστικούς στόχους, θα εμπνέονται από την επαναστατική αναγκαιότητα και θα αποτελούν προπλάσματα αυτοτελών οργάνων άσκησης εργατικής αντι-εξουσίας (επαναστατική κατάσταση). Η ολόπλευρη ανάπτυξη αυτών των οργάνων είναι το βασικό έργο της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής Αριστεράς από σήμερα. Με το ίδιο ακριβώς κριτήριο, η επαναστατική Αριστερά αρνείται τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης του καπιταλισμού και της ΕΕ. Ρίχνει το βάρος στην οργάνωση, πολιτικοποίηση και μαχητική άνοδο του εργατικού κινήματος, ώστε να επιβάλλει καταχτήσεις, αλλά και να διεκδικεί την εξουσία, με ανατροπή της αστικής τάξης και του κράτους της.
aristeroblog.gr
Αν περιδιαβεί κανείς στον προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ, θα διαπιστώσει ότι γίνεται έντονος διάλογος, αναντίστοιχος της ομοφωνίας που επικρατεί (;) στα ηγετικά κλιμάκια του Κόμματος. Άραγε, ο χαρακτήρας του μετώπου, πρέπει να είναι ‘’αντικαπιταλιστικός’’, όπως προτείνουν οι Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής ή μήπως ‘’αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός, δημοκρατικός’’, όπως όριζε το Προγραμματικό 150 Συνέδριο (ΑΑΔΜ); Τι σημαίνει αυτό για τις πολιτικές, κοινωνικές συμμαχίες και τους πολιτικούς στόχους; Πως υπηρετείται η διεκδίκηση της ‘’λαϊκής εξουσίας’’ και τι θέση πρέπει ή δεν πρέπει να έχει σε αυτό μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ;
Η πρόσφατη εκλογική ήττα του ΚΚΕ και η καταφανής αδυναμία του Κειμένου Θέσεων να επικοινωνήσει με τις διεργασίες στην κομματική βάση, προσδίδουν στην αντιπαράθεση επιτακτικό χαρακτήρα. Η έκρηξη προβληματισμών είναι παρούσα και δεν μπορεί να μπει κάτω από το χαλί.
Το κόμμα έχει πάντα δίκιο;
Το 100 Συνέδριο του ΚΚΕ (1978), μαζί με τον στρατηγικό στόχο της ‘’δημοκρατίας του λαού’’, έθετε σαν άμεσο ζήτημα την ‘’δημοκρατική κυβέρνηση’’. Αυτή ήλθε τρία χρόνια αργότερα, φορώντας όμως τα ρούχα ενός αστικού ρεφορμιστικού κόμματος, θυμώνοντας την Αριστερά, που μίλησε για ‘’κλοπή συνθημάτων’’ και αντιπαραβάλλοντας στην ΠΑΣΟΚική ‘’αλλαγή’’ την ‘’πραγματική αλλαγή’’.
Στις ευρωεκλογές του 1984, το ΚΚΕ επιστρέφει ‘’ενωτικά’’ και ο Χ. Φλωράκης δηλώνει: "Στις 17 του Ιούνη το βράδυ θα μετρήσουμε, και το άθροισμα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων θα είναι συντριπτικά ανώτερο από κείνο της Δεξιάς". Πέντε χρόνια αργότερα, το 1989, το ενιαίο δημοκρατικό μέτωπο αντιστρέφεται, σε μέτωπο με τη ΝΔ κατά των ‘’ενδιάμεσων γύφτων’’ (έκφραση Μ. Θεοδωράκη για ΠΑΣΟΚ), με κυβέρνηση‘’ κάθαρσης’’ από τον ενιαίο τότε Συνασπισμό (με συμμετοχή τότε και του ΚΚΕ) και τη ΝΔ.
Την ερχόμενη χρονικά, η ηγεσία του ΚΚΕ κατάπληκτη από την αντοχή του ΠΑΣΟΚ, συμφωνεί σε οικουμενική συγκυβέρνηση με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Ακολουθεί η κατάρρευση στην Ανατολή του 1989/1990, παρά τα αγαλματάκια του Ηρακλή που χάριζε η Παπαρήγα στον Γκορμπατσόφ και η καταβαράθρωση του ΚΚΕ.
Τα επόμενα χρόνια, βοηθούντος και του εκφυλισμού του ΣΥΝ των Δαμανάκη/Κωνσταντόπουλο και της αδυναμίας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ θα έχει μια ανάκαμψη σε όλα τα επίπεδα. Το150 Συνέδριο (1996) μιλάει για Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, με ενδεχόμενο συγκρότησης και κυβέρνησης του πριν την επανάσταση. Γίνονται πολιτικά ανοίγματα και κεντρικές πολιτικές συμμαχίες με ΔΗΚΚΙ και άλλες δυνάμεις, συγκροτείται προοδευτικά το ΠΑΜΕ, ενώ η ΚΝΕ παίρνει τα πάνω της στα πανεπιστήμια.
Σήμερα, με τις Θέσεις για το190 Συνέδριο, τίθεται θέμα Λαϊκής Συμμαχίας μόνο με μετωπικές οργανώσεις του ΚΚΕ. Ο αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός αντικαθίσταται φραστικά με τον αντικαπιταλιστικό, την ίδια στιγμή που η κύρια φιλολογία είναι βασικά αντιμονοπωλιακή. Η πάλη ωστόσο για τους βασικούς πολιτικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους κηρύσσεται σχετικά μάταιη, εκτός αν κατατείνει και επιτυγχάνει την έλευση της λαϊκής εξουσίας.
Πότε είχε δίκιο το ΚΚΕ; ‘’Πάντοτε!’’, απαντά το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε., τρελαίνοντας όλο τον κόσμο….
Αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, χωρίς αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική;
Δεν είναι δυνατόν να διαμορφώνεται μια αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική, χωρίς μια ζωντανή σύνδεση της θεωρίας και του προγράμματος, με την εμπειρία της ταξικής πάλης, αλλά και χωρίς μια προβολή στο μέλλον, θέτοντας ορίζοντες και κριτήρια σχετικής επαληθευσιμότητας. Το έλλειμμα επαναστατικής πολιτικής και συμβολής του ΚΚΕ στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, σε μια στιγμή κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, δεν πρόκειται να διασκεδαστεί με μια φραστική καταφυγή της ηγεσίας του σε ρητορικά σχήματα. Η έλλειψη αυτού του προσανατολισμού είναι που αφαίρεσε, προσωρινά τουλάχιστον, το έδαφος κάτω από τα πόδια στο ΚΚΕ. Από την άλλη, και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, η αφετηρία της κριτικής στο ΚΚΕ, από τα έξω ή/και από τα μέσα, που ανάγει το συνολικό πρόβλημα της γραμμής του, στον φραστικό αριστερισμό και σεχταρισμό του παρόντος, παραβλέποντας το κέντρο βάρους της ιστορικής διαδρομής του και το έλλειμμα ανατρεπτικής πολιτικής στρατηγικής σήμερα, είναι τουλάχιστον μονόπλευρη και εν τέλει λαθεμένη.
Τον Μάιο του 1996, το 15οΣυνέδριο του ΚΚΕ, έθετε τη γραμμή του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου που ήταν φυσικά όαση μπροστά στη γραμμή του ...μετώπου κάθαρσης του 1989/1990. Τον ίδιο μήνα του Συνεδρίου αυτού, η Αλέκα Παπαρήγα μέσα από τις εγκαταστάσεις της Ιντρακόμ, δήλωνε: "Από τη στιγμή που ο ΟΤΕ δεν ανέπτυξε δική του παραγωγική βάση, που ήταν και είναι πάγια θέση μας, είναι επακόλουθο να συνάπτονται προγραμματικές συμφωνίες με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Δική μας άποψη είναι να διενεργείται διαγωνισμός με όρους διαφάνειας, όσο γίνεται, και η επιλογή να γίνεται με κριτήρια όπως: Αν μια επιχείρηση λειτουργεί μέσα στην Ελλάδα, η εγχώρια προστιθέμενη αξία, οπωσδήποτε οι τιμές και, βέβαια, η ποιότητα των προϊόντων.’’. Έφταιξε για αυτή την ξεκάθαρα φιλο-καπιταλιστική τοποθέτηση η ‘’αντιμονοπωλιακή’’ κατεύθυνση, που έθετε τότε το ΚΚΕ; Όχι απαραίτητα και μοιραία. Ο αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός που διεκδίκησε το ΚΚΕ μέσα στο εργατικό κίνημα, ήταν και είναι πολύτιμος. Ωστόσο, πρέπει να δούμε το ιστορικό και θεωρητικό βάθος στη διαδρομή του ελληνικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, που οδηγούσε τελικά, παρά τις όποιες περίτεχνες φράσεις των συνεδριακών κειμένων, σε πλήρη απόσπαση των υποτιθέμενων ευρύτερων στόχων συσπείρωσης, από το εργατικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενό τους και μετέτρεπε την επαγγελία της ταξικής πάλης, σε ταξική συνεργασία. Αλλά και τις εγγενείς αδυναμίες αυτής της συλλογιστικής, απορρίπτοντας παράλληλα τις ευκολίες περί ‘’προδοσίας’’ ή ανικανότητας.
Τρία χρόνια αργότερα, το1999, χρονιά ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, ο Κώστας Ζουράρις, θα παρουσιαζόταν ως διεύρυνση του ΚΚΕ στο ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών. Όταν αργότερα, ο αφύσικος γάμος θα χαλούσε, το τότε μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Μ. Κωστόπουλος, θα έκανε λόγο για ‘’χρυσοστόλιστους αγύρτες, τροφίμους διαφόρων παρα-θρησκευτικών οργανώσεων και σκοτεινών δικτύων’’. Δεν αρκούσε συνεπώς ο αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός του ΚΚΕ- όαση φυσικά μπροστά στα ευχέλαια της ‘’ευρωπαϊκής’’ Αριστεράς να βρουν στόχο οι βόμβες του ΝΑΤΟ, που υποτίθεται στόχευαν την ‘’εθνοκάθαρση’’- για να προστατευθεί από σοβαρά λάθη που στοίχισαν φυσιογνωμικά.
Λίγο πιο ύστερα, το 2002 ο Γιάννης Μπουτάρης, επιχειρηματίας, θα εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του ΚΚΕ, για να μεταπηδήσει στη συνέχεια στο ΠΑΣΟΚ και να δημαρχεύει σήμερα απειλώντας όχι μόνο με απολύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και κλήση του στρατού για να μαζέψει τα σκουπίδια. Πως γίνεται αλήθεια, η απολύτως αναγκαία ευρύτερη συσπείρωση, σε όλα τα ζητήματα, με πιο φανερά τα πεδία των λαϊκών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, να καταλήγει να παίρνει τη μορφή μαζέματος ρεταλιών της οικονομικής και πολιτικής ζωής από τον επιχειρηματικό και αστικό κόσμο;
Το περιεχόμενο του αγώνα των εργαζομένων και επομένως ο πυρήνας της πολιτικής των κομμουνιστών, μαζί και των συμμαχιών τους, χρειάζεται σοβαρότερη συζήτηση, πέρα από τα κλισέ περί δήθεν ενωτικής πολιτικής ή περί σεχταρισμού. Δεν καθορίζονται αυθαίρετα, ούτε υποκειμενικά, αλλά από την κοινωνική και πολιτική φύση του ταξικού αντιπάλου.
Οι μπολσεβίκοι, διεκδίκησαν και πέτυχαν μια εργατική σοσιαλιστική επανάσταση, όχι στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα της εποχής. Κάθε άλλο παρά έλειψαν οι συμμαχίες με κόμματα, ρεύματα και κοινωνικά στρώματα. Αλλά υπήρχε ένα ισχυρότατο και σαφέστατο κέντρο βάρους στη δράση τους: Πρόγραμμα ανταπόκρισης στις βασικές ανάγκες της περιόδου προλεταριακή επανάσταση, σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, εργατική εξουσία (αυτό ειδικά το ξεχνούν όλοι οι ρεφορμιστές!) και φυσικά εργατικό κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτό είναι όμως η μία μόνο πλευρά. Τρία χρόνια πριν, το 1914, οι μεγάλοι θεωρητικοί του μαρξισμού στην Ευρώπη, που έπαιζαν στα δάχτυλα την ανάλυση του καπιταλισμού γενικά και πρόβλεπαν την κρίση του, έζησαν τη διάλυση της εργατικής διεθνούς, μπροστά στον ιμπεριαλιστικό πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, με τα περισσότερα κόμματά της στην ουρά της αστικής τάξης στη χώρα τους. Δεν αρκεί λοιπόν η γενική κατεύθυνση, αλλά και η αποσαφήνιση του ιστορικά συγκεκριμένου υπό το γενικό πρίσμα του επαναστατικού αγώνα, αυτή είναι η ουσία της επαναστατικής πολιτικής. Ο Λένιν έγραψε τον ‘’Ιμπεριαλισμό’’, για να τεκμηριώσει τη δυνατότητα προλεταριακής ανατροπής του καπιταλισμού στο νέο συγκεκριμένο στάδιο του, με τα χαρακτηριστικά που αυτό είχε. Χωρίς να επαναλάβει ασφαλείς γενικότητες και χωρίς να εφεύρει ενδιάμεσα αντιιμπεριαλιστικά στάδια ή περιεχόμενα της πάλης.
Το τι ‘’να κάνουμε’’ σήμερα, σχετίζεται με την καπιταλιστική κρίση, που έχουμε απέναντι μας. Ο ίδιος ο μονοπωλιακός καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός έχει μετασχηματιστεί μέσα και από την προσπάθεια απάντησης στην κρίση του, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό του απόλυτου σφετερισμού της εργασίας, νέων κοινωνικών τομέων και της φύσης, με σαφή καταφυγή και σε νέους μεθόδους απόσπασης απόλυτης υπεραξίας. Η κρίση στην Ελλάδα, αποτελεί καταστροφικό συνδυασμό αφενός του εσωτερικού παράγοντα που σχετίζεται με την κρίση υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου από την προηγούμενη περίοδο του ελληνικού καπιταλισμού, όσο και της διπλά αρνητικής επίπτωσης από την κρίση στην ευρωζώνη και τη διεθνή καπιταλιστική κρίση. Η ελληνική αστική τάξη αδυνατεί να χαράξει οποιοδήποτε άλλο δρόμο παρά μόνο σε στενή σύνδεση με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Σήμερα χρειάζεται μια γενναία επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής πολιτικής, με όρους ταξικής πάλης, με διεθνιστική οικουμενική ματιά και αντικαπιταλιστική κομμουνιστική στόχευση. Ο χαρακτήρας της απάντησης στη σημερινή κοινωνική και πολιτική κρίση, δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικός, και σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Οι θεωρίες που εντοπίζουν το πρόβλημα σε μορφές διαχείρισης του καπιταλισμού, παραγνωρίζουν την ιστορικότητα της κρίσης και την ένταξη που έχουν οι ιδιαίτερες πλευρές στην γενική εξέλιξη του καπιταλισμού. Περιορίζονται στην αδύνατη από πολιτική άποψη, επιστροφή σε προηγούμενες μορφές και κοινωνικούς συσχετισμούς και αυτό είναι το κύριο στοιχείο στην ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Με ανάλογο τρόπο, δεν συμβάλλουν σε μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική και επαναστατική πάλη, οι προσεγγίσεις των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, που αντιλαμβάνονται την παρούσα κρίση ως μια τυπική κυκλική καπιταλιστική κρίσηπου σύντομα θα δώσει τη θέση της, σε ένα επίσης τυπικό κύκλο ανάπτυξης. Πολύ μακριά από την πραγματικότητα Αν αυτή είναι η εποχή μας, κέντρο της πολιτικής δράσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, η απάντηση του στο τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο, πρέπει να είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και μια νέα κοινωνική και πολιτική πορεία για μια νέα κομμουνιστική ελπίδα στον 21οαιώνα. Το τι πρέπει να γίνει, το ποιες είναι οι λύσεις, δεν σημαίνει να δίνεις αλήθειες με δόσεις. Η λογική των ‘’σταδίων’’, που μόνοι τους όριζαν και στόχευαν συνειδητά οι δυνάμεις του παραδοσιακού κομμουνιστικού ρεφορμισμού, δικαιολογούσε την αναστολή της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής στόχευσης, στο όνομα των ‘’άλυτων αστικο-δημοκρατικών προβλημάτων’’. Ταυτόχρονα η επίκληση του υποτελούς χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης, εξυπηρετούσε την στρατηγική της (προσδοκίας) συμμαχίας μαζί της, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε στα ‘’μη μονοπωλιακά’’ ή και ‘’εθνικά σκεπτόμενα’’ τμήματά της, με υποταγή των εργατικών συμφερόντων.
Η πρόταση για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο και αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού, δεν στηρίζεται σε εκτίμηση ότι τα ‘’άλυτα αστικο-δημοκρατικά προβλήματα’’ έχουν επιλυθεί οριστικά και συνεπώς έχουμε μπροστά μας ‘’καθαρά’’ αντικαπιταλιστικά και σοσιαλιστικά καθήκοντα. Αντίθετα, στηρίζεται στην άποψη, ότι τα ζητήματα της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της οικολογικής υποβάθμισης και άλλα, οξύνονται σε επικίνδυνο βαθμό με την εφαρμογή της αστικής πολιτικής. Η επίλυση τους, περισσότερο από ποτέ, συνδέεται άρρηκτα με την βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, με τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης σε αντικαπιταλιστική βάση.
Από την άλλη, ο στόχος της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής απάντησης στην κρίση, αλλά και στις δυνατότητες της εποχής μας, δεν ταυτίζεται με μια αντίληψη που θεωρεί την επανάσταση και την κοινωνική αλλαγή σα μονόπρακτο. Αντίθετα, είναι απαραίτητη η συγκεκριμενοποίηση της επαναστατικής πολιτικής σε κάθε στιγμή, καμπή ή περίοδο των κοινωνικών αγώνων. Χωρίς αυτό, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός και η επανάσταση καταντούν ανέξοδη λογοκοπία, χωρίς αποτέλεσμα.
Το πρόγραμμα κοινωνικού και πολιτικού αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, αφορά στον εντοπισμό των ισχυρών σημείων για μια προωθημένη συνάντηση της λαϊκής δυσαρέσκειας με αντικαπιταλιστικούς στόχους και αφετέρου σε ότι αφορά την ανίχνευση των αδύνατων σημείων και αντιθέσεων στο στρατόπεδο του αστικού κόσμου. Η εργατική πολιτική είναι αποτελεσματική στο βαθμό που καταφέρνει να αντιμετωπίζει με διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα της συγκρότησης της κοινωνικής εργαζόμενης πλειονότητας σε δρών κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο ανατροπής. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της πολιτικής συμμαχιών της αντικαπιταλιστικής πρότασης, με πρώτο στόχο την ενότητα της εργατικής τάξης, που θα τροφοδοτεί τη δυνατότητά της να ηγεμονεύει σε μια λαϊκή συμμαχία με μικρο-μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού ή στα στρώματα της διανόησης. Εδώ ακριβώς, στην έλλειψη ενός προγράμματος μετασχηματισμού της δυσαρέσκειας σε συνειδητό ρεύμα ανατροπής σήμερα, βρίσκεται η ουσία της πολιτικής κρίσης της γραμμής του ΚΚΕ και η έλλειψη απαντήσεων από τις Θέσεις για το 190Συνέδριο
Κομμουνιστική πολιτική: Συνδέοντας τακτική και στρατηγική
Συχνά, στην εσωκομματική συζήτηση του ΚΚΕ, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, ταυτίζεται με τη συνολική στρατηγική και τίθεται έτσι το ερώτημα, μήπως με αυτό τον τρόπο, μηδενίζεται ο αυτοτελής ρόλος της τακτικής. Ο κίνδυνος αυτός είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, αν η αντικαπιταλιστική κατεύθυνση τίθεται διακηρυκτικά και όχι μέσα και παράλληλα με την προβολή ενός προγράμματος στόχων, οι οποίοι, αν και στο σύνολο τους δεν θα χωρούν στα όρια του καπιταλισμού, θα γίνονται αντιληπτοί ως αναγκαίοι και επιτακτικοί και θα προσεγγίζονται ως σχετικά ώριμοι και εφικτοί μέσα από το ρεαλισμό του αγώνα. Το ΚΚΕ αρνείται αυτούς τους στόχους επειδή δήθεν ‘’καλλιεργούν αυταπάτες’’. Περιορίζεται κατά βάση σε άμεσες μόνο διεκδικήσεις, χάνοντας έτσι οποιοδήποτε δυνατότητα για μετασχηματιστικό ρόλο στη συνείδηση των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατανόηση τους στόχου της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως αποτέλεσμα μιας λαϊκής εξουσίας και όχι και ως ενός δρόμου συνειδητοποίησης προς αυτήν, μετατρέποντας την πολιτική πάλη σε θεολογικό κήρυγμα και διδακτισμό. Η αλήθεια είναι ότι οι Θέσεις κάνουν μια απόπειρα να περιορίσουν αυτή την αυτοκτονική απολυτότητα, αλλά με εντελώς αδέξιο τρόπο. Έτσι η Θέση 63 για την δράση της Λαϊκής Συμμαχίας, θέτει άμεσους στόχους και μετά τα αντισεισμικά και αντιπλημμυρικά έργα και τη στέγαση των φοιτητών, τοποθετεί και την …αποδέσμευση από την ΕΕ.
Το αναγκαίο σήμερα για τη λαϊκή επιβίωση αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, με βασική μεταβολή πριν από όλα στο επίπεδο της ιδιοκτησίας και της παραγωγής, με εκτεταμένες εθνικοποιήσεις και ανάδειξη της δημόσιας ιδιοκτησίας σε βασικό μοχλό, σηματοδοτεί μια σύγκρουση ζωής και θανάτου, μεταξύ της αστικής τάξης και ενός ανασυγκροτημένου και με πολιτικούς στόχους εργατικού κινήματος.
Οι κομμουνιστές οφείλουμε να σκύψουμε πάνω στην ανάγκη για ανακάλυψη εκείνων των στοιχείων της αντικαπιταλιστικής πολιτικής που θα βοηθούν στο να πυκνώνουν οι γραμμές της πάλης από εργάτες, ανέργους και νέους, που δεν ξεκινούν από τις δικές μας αφετηρίες. Χρειάζεται μια πραγματική στροφή στην πολιτική μας δουλειά ώστε να προτάσσονται και να τεκμηριώνονται οι λύσεις που είναι αναγκαίες σήμερα και που αφορούν άμεσα τον κόσμο που τσακίζεται από την κρίση, χωρίς να επιζητείται προκαταβολικά, η συμφωνία στις πολιτικές προϋποθέσεις και τα μέσα για την υλοποίησή τους.
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, δεν είναι ένα πρόγραμμα για μια στατική ‘’μεταβατική’’ φάση ή πολύ περισσότερο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα μετέωρο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Είναι ο δρόμος του αγώνα, σε συνολικό πολιτικό επίπεδο, που συγκρούεται με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και ενώνει την πρωτοπορία με τις αφυπνιζόμενες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος. Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος δεν είναι υπόθεση μιας αστικής ή ‘’αριστερής’’ κυβέρνησης μέσα στο σύστημα. Δεν διαμορφώνεται με αυτό το σκοπό, ακόμη και αν προκύψουν μορφές κυβερνήσεων που θα διακηρύσσουν μέρος αυτού του προγράμματος. Αποτελεί όμως οδηγό και άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσεται ο λαϊκός αγώνας χωρίς όρια, με στόχο την απόσπαση καταχτήσεων από οποιαδήποτε κυβέρνηση και τους εργοδότες. Η ολοκληρωμένη υλοποίηση του απαιτεί επανάσταση, συντριβή της αστικής κυριαρχίας και εργατική εξουσία, αλλά ταυτόχρονα η πάλη για αυτό το πρόγραμμα, όταν συνδυάζονται με σωστό τρόπο ανάγκες, σκοποί και μέσα, είναι και δρόμος για την προσέγγιση της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας.
Χωρίς την κατάλυση της εξουσίας του κεφαλαίου στην παραγωγή, τη συντριβή της αστικής κυριαρχίας γενικά, το τσάκισμα του αστικού κράτους και την εργατική εξουσία, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια συνολικού και σχετικά σταθερού χαρακτήρα αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική μεταβολή. Είναι αδύνατο να εφαρμοστούν συνολικά οι ριζικές μεταβολές που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, να εκκινήσει η μεταβατική εργατική δημοκρατία προς την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση.
Κυβέρνηση και εξουσία
Ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κατανοούν ότι κυβέρνηση και εξουσία κάθε άλλο παρά ταυτίζονται και επομένως η ουσιαστική κοινωνική αλλαγή δεν σχετίζεται με την ανάληψη κυβερνητικών διαχειριστικών ευθυνών. Αυτό δε σημαίνει ότι ενσωματώνουν αυτή τη διαπίστωση με τον ίδιο τρόπο στην πολιτική τους στρατηγική. Το ΚΚΕ, φαίνεται να θεωρεί αυτή τη θέση ως ασφαλές ‘’φυλαχτό’’, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Οι Θέσεις αναφερόμενες στον απολογισμό της ΚΕ, γράφουν πολύ χαρακτηριστικά: ‘’Η ΚΕ ως ανώτερο καθοδηγητικό όργανο στις πιο δύσκολες στιγμές της τετράχρονης πορείας(…) ανταποκρίθηκε στο κύριο, που ήταν η σθεναρή αντίσταση στην πίεση να ενδώσει το Κόμμα και να κάνει θεμελιακό λάθος ανοχής ή συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας’’.
Η κυρίαρχη τάση μέσα στην ευρύτερη αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ), είναι να αξιοποιείται η διαπίστωση του περιορισμένου ρόλου μιας κυβέρνησης σε σχέση με την βαρύτητα της πραγματικής εξουσίας, σε μια κατεύθυνση αναβολής κάθε επαναστατικής κίνησης ή και εγκατάλειψης της, στο όνομα των ‘’εφικτών’’ αλλαγών που μπορούν να γίνουν άμεσα. Το ΚΚΕ από τη μεριά του, στηριζόμενο στην ίδια ορθή διαπίστωση, οδηγείται σε μια αναχώρηση από την διεκδίκηση πολιτικών στόχων ανατροπής σήμερα.
Το ζητούμενο είναι η διαλεκτική υπέρβαση των αδιέξοδων αυτών στρατηγικών που τελικά συναντούνται στην άρνηση της επαναστατικής πολιτικής στο ζωτικό πεδίο της εργατικής και ευρύτερης λαϊκής πάλης. Η αριστερά που θέτει συνολικό ζήτημα εξουσίας, αντιλαμβάνεται την προβολή μιας αντικαπιταλιστικής ή εργατικής κυβέρνησης, ως ένα ακόμη πιθανό όπλο. Ως ένα ενδεχόμενο υβριδικό προϊόν της πάλης ενός ισχυρού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος (που δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει την επανάσταση) και μιας αδύναμης αστικής τάξης (που θα αναγκάζεται να υποχωρήσει πρόσκαιρα, για να ενσωματώσει αρχικά και έπειτα να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και τις κατακτήσεις του). Το καθοριστικό και σε αυτή την περίπτωση θα είναι η ύπαρξη εργατικών συμβουλίων, λαϊκών συνελεύσεων ή άλλων σύγχρονων μορφών, που θα παλεύουν να επιβάλλουν αντικαπιταλιστικούς στόχους, θα εμπνέονται από την επαναστατική αναγκαιότητα και θα αποτελούν προπλάσματα αυτοτελών οργάνων άσκησης εργατικής αντι-εξουσίας (επαναστατική κατάσταση). Η ολόπλευρη ανάπτυξη αυτών των οργάνων είναι το βασικό έργο της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής Αριστεράς από σήμερα. Με το ίδιο ακριβώς κριτήριο, η επαναστατική Αριστερά αρνείται τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης του καπιταλισμού και της ΕΕ. Ρίχνει το βάρος στην οργάνωση, πολιτικοποίηση και μαχητική άνοδο του εργατικού κινήματος, ώστε να επιβάλλει καταχτήσεις, αλλά και να διεκδικεί την εξουσία, με ανατροπή της αστικής τάξης και του κράτους της.
aristeroblog.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΟ ΝΕΟ ΕΙΔΩΛΟ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ