2013-03-14 04:38:04
Δεν είχε παρακολουθήσει θέατρο μέχρι τα δεκαοχτώ του. Μετά το σχολείο τον κέρδισε η Βιολογία. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Χάρη Φραγκούλη να αποφοιτήσει με άριστα από την δραματική σχολή του Εθνικού και από την παρθενική του κιόλας εμφάνιση στο σανίδι να κλέψει τις εντυπώσεις. Αφού πριν δυο χρόνια ξεχώρισε στον ρόλο του Μικ παίζοντας στο πλευρό του δασκάλου του, Δημήτρη Καταλειφού στον «Επιστάτη» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα στο Απλό Θέατρο. Ενώ την Δευτέρα το βράδυ, ο 27χρονος ηθοποιός αναδείχτηκε ο φετινός νικητής του βραβείου Χορν για την ερμηνεία του στον ρόλο του Ζίγκμουντ Φρόυντ στην παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε».
«Όταν άκουσα τον Σταμάτη Φασουλή να λέει το όνομά μου ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα. Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά και παράλληλα αμηχανία. Δεν νιώθω πολύ άνετα σε τέτοιες εκδηλώσεις», λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Χάρης Φραγκούλης. Όταν του προτάθηκε ο ρόλος του Φρόυντ ήταν αρχικά επιφυλακτικός.
«Ήμουν πάντα αντίθετος με την ψυχοθεραπεία. Ήταν κάτι που μου «κλότσαγε» πάρα πολύ. Δεν είχα μελετήσει ποτέ Φρόυντ, το είχα θεωρήσει και λίγο μόδα από τους ανθρώπους που πάνε για 5 λεπτά στον ψυχίατρο και νομίζουν ότι έτσι θα λύσουν τα προβλήματά τους. Δεν μου είχε αρέσει καθόλου και το βιβλίο του Γιάλομ. Έτσι, το θεώρησα πολύ δύσκολο να στήσουμε την παράσταση», εξηγεί ο νεαρός ηθοποιός.
Η συνεργασία του με τον Ακύλλα Καραζήση και το Νίκο Χατζόπουλο- δύο ανθρώπους που όπως λέει θαυμάζει και εκτιμά ιδιαίτερα -τον έκανε να αλλάξει γνώμη. «Αναγκάστηκα να έρθω σε επαφή με τον Φρόυντ, διάβασα πολλά βιβλία που βρήκα φοβερά ενδιαφέροντα και συνειδητοποίησα όπως συμβαίνει στα περισσότερα πράγματα όταν τα γνωρίζεις καλύτερα, ότι ήταν η δική μου αμηχανία και τα δικά μου ενδεχομένως κόμπλεξ που μου είχαν δημιουργήσει αυτή την προκατάληψη ως προς την ψυχανάλυση», σημειώνει.
Για τον ίδιο, η παράσταση ήταν μία σημαντική εμπειρία, από την οποία κέρδισε πολλά και ένα κομμάτι της ζωής του που θα θυμάται πάντα. Γι΄αυτό και το βραβείο Χορν σημαίνει τόσα πολλά για εκείνον. «Το βραβείο παίρνει αξία από τους ανθρώπους. Αυτούς που στο δίνουν και αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Με αυτούς τους ανθρώπους εγώ μεγάλωσα. Αυτά τα δύο χρόνια που παιζόταν η παράσταση, με άλλαξαν. Με ωρίμασαν. Αλλιώς ήμουν στην αρχή και αλλιώς έφυγα μετά», εξηγεί.
Το θέατρο στη ζωή του πριν ακόμα γίνει συνειδητή επιλογή προέκυψε τυχαία. « Όταν σπούδαζα ακόμη Βιολογία, έκανα διάφορα πράγματα για να πειραματιστώ, όπως μαθήματα τρομπέτας. Ένας φίλος μου πρότεινε να πάω σε ένα θεατρικό εργαστήρι στα Εξάρχεια. Έχει πλάκα, μου είπε». Ήταν το Εργαστήρι Θεατρικής Τέχνης της Τότας Σακελλαρίου. Τρία χρόνια μετά, κατευθύνθηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Αυτό που τον γοητεύει στο θέατρο είναι η «περίφημη» ομαδικότητα. «Μια λέξη βέβαια τόσο πολυμεταχειρισμένη και πολυειπωμένη που έχει χάσει πια το νόημά της. Εκεί που τελειώνει αυτό που μπορείς να κάνεις μόνος σου και χρειάζεσαι την βοήθεια του άλλου. Από το σημείο αυτό και πέρα με ενδιαφέρει το θέατρο. Αυτό είναι που με ιντριγκάρει και στη ζωή», επισημαίνει.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι που θα ήθελε να παίξει. Περισσότερο τον ενδιαφέρουν συνεργασίες με ανθρώπους που θαυμάζει, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Για το μέλλον ετοιμάζει μία παράσταση με τον φίλο του και συνυποψήφιό του στα βραβεία Χορν Αργύρη Πανταζάρα. Έναν μονόλογο τον οποίο θα ερμηνεύσει η Ηρώ Μπέζου, σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.
Αυτό τον καιρό ο νεαρός ηθοποιός μοιράζεται μαζί με τον Νίκο Καραθάνο και τον Γιάννη Βογιατζή το ρόλο του Τάσου στην «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, που έκανε πρεμιέρα την προηγούμενη εβδομάδα στο θέατρο REX .
«Το κείμενο της Γκόλφως το άκουσα πρώτη φορά στις πρόβες όταν το διάβαζε ο Νίκος (Καραθάνος). Είναι ένα αριστούργημα. Ελκυστικό και προκλητικό για πολλούς λόγους. Σήμερα είμαστε τόσο μακριά από αυτά που έγραφε ο Περεσιάδης πριν 120 χρόνια. Δεν υπάρχει πια αυτή η ποίηση. Ούτε υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν για τον άλλον και αν υπάρχουν δεν είναι "νομιμοποιημένοι"», αναφέρει.
Πόσο τον επηρεάζει η κρίση στην καθημερινότητά του ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη; «Δεν είμαι πολλά χρόνια στο χώρο. Αυτό που έχω καταλάβει με την μικρή μου εμπειρία είναι ότι σπάνια πληρώνεσαι γι αυτό που κάνεις. Η κατάσταση είναι αυτή: Είτε δεν θα υπάρχουν καθόλου λεφτά, είτε θα κάνεις τρία πράγματα και θα πληρώνεσαι για το ένα. Έχω την τύχη να έχω προς το παρόν την οικονομική στήριξη των γονιών μου, οπότε δεν αναγκάζομαι να κάνω και κάτι άλλο παράλληλα», λέει.
Η εικόνα των ανθρώπων που πεινάνε στους δρόμους τον επηρεάζει ιδιαίτερα. «Όπως με επηρεάζει και η κατάσταση των ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται, είναι απολιτικοί, με μια πιο βαθιά έννοια. Όχι μόνο με αυτήν του ότι δεν ψηφίζουν, αλλά με την έννοια της αδιαφορίας για τα κοινά, της αποχής. Του ανθρώπου που πιστεύει ότι δεν τον ακουμπάει η φτώχεια, η ανεργία… Αλλά τον ίδιο αέρα αναπνέουμε όλοι..», τονίζει.
«Δεν θεωρώ βέβαια ότι πριν ήταν καλά τα πράγματα και τώρα δεν είναι. Η κρίση είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των συμπεριφορών. Ίσως από μια άποψη τώρα να είμαστε και καλύτερα. Η κρίση μας κάνει να βρισκόμαστε σε μία εγρήγορση και να είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα απ' ότι πριν μερικά χρόνια. Και αυτό μας κάνει πιο αληθινούς. Σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι στους δρόμους. Υπάρχει όμως και μια άλλη σκοπιά της κρίσης. Αυτή που γεννάει καλλιτέχνες, γεννάει αντιδράσεις, γεννάει ίσως και πιο πολύ έρωτα και πιο πολύ τέχνη», προσθέτει.
Κερδίζοντας ένα βραβείο που φέρει το όνομα του Δ. Χορν νιώθει κάποια ευθύνη σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές επιλογές του από δω και πέρα; «Δεν νιώθω ευθύνη. Μόνο μεγάλη τιμή. Απόλυτη ευθύνη νιώθω ούτως ή άλλως και προς το κοινό και προς τον εαυτό μου, ανεξάρτητα από το βραβείο», καταλήγει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
«Όταν άκουσα τον Σταμάτη Φασουλή να λέει το όνομά μου ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα. Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά και παράλληλα αμηχανία. Δεν νιώθω πολύ άνετα σε τέτοιες εκδηλώσεις», λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Χάρης Φραγκούλης. Όταν του προτάθηκε ο ρόλος του Φρόυντ ήταν αρχικά επιφυλακτικός.
«Ήμουν πάντα αντίθετος με την ψυχοθεραπεία. Ήταν κάτι που μου «κλότσαγε» πάρα πολύ. Δεν είχα μελετήσει ποτέ Φρόυντ, το είχα θεωρήσει και λίγο μόδα από τους ανθρώπους που πάνε για 5 λεπτά στον ψυχίατρο και νομίζουν ότι έτσι θα λύσουν τα προβλήματά τους. Δεν μου είχε αρέσει καθόλου και το βιβλίο του Γιάλομ. Έτσι, το θεώρησα πολύ δύσκολο να στήσουμε την παράσταση», εξηγεί ο νεαρός ηθοποιός.
Η συνεργασία του με τον Ακύλλα Καραζήση και το Νίκο Χατζόπουλο- δύο ανθρώπους που όπως λέει θαυμάζει και εκτιμά ιδιαίτερα -τον έκανε να αλλάξει γνώμη. «Αναγκάστηκα να έρθω σε επαφή με τον Φρόυντ, διάβασα πολλά βιβλία που βρήκα φοβερά ενδιαφέροντα και συνειδητοποίησα όπως συμβαίνει στα περισσότερα πράγματα όταν τα γνωρίζεις καλύτερα, ότι ήταν η δική μου αμηχανία και τα δικά μου ενδεχομένως κόμπλεξ που μου είχαν δημιουργήσει αυτή την προκατάληψη ως προς την ψυχανάλυση», σημειώνει.
Για τον ίδιο, η παράσταση ήταν μία σημαντική εμπειρία, από την οποία κέρδισε πολλά και ένα κομμάτι της ζωής του που θα θυμάται πάντα. Γι΄αυτό και το βραβείο Χορν σημαίνει τόσα πολλά για εκείνον. «Το βραβείο παίρνει αξία από τους ανθρώπους. Αυτούς που στο δίνουν και αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Με αυτούς τους ανθρώπους εγώ μεγάλωσα. Αυτά τα δύο χρόνια που παιζόταν η παράσταση, με άλλαξαν. Με ωρίμασαν. Αλλιώς ήμουν στην αρχή και αλλιώς έφυγα μετά», εξηγεί.
Το θέατρο στη ζωή του πριν ακόμα γίνει συνειδητή επιλογή προέκυψε τυχαία. « Όταν σπούδαζα ακόμη Βιολογία, έκανα διάφορα πράγματα για να πειραματιστώ, όπως μαθήματα τρομπέτας. Ένας φίλος μου πρότεινε να πάω σε ένα θεατρικό εργαστήρι στα Εξάρχεια. Έχει πλάκα, μου είπε». Ήταν το Εργαστήρι Θεατρικής Τέχνης της Τότας Σακελλαρίου. Τρία χρόνια μετά, κατευθύνθηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Αυτό που τον γοητεύει στο θέατρο είναι η «περίφημη» ομαδικότητα. «Μια λέξη βέβαια τόσο πολυμεταχειρισμένη και πολυειπωμένη που έχει χάσει πια το νόημά της. Εκεί που τελειώνει αυτό που μπορείς να κάνεις μόνος σου και χρειάζεσαι την βοήθεια του άλλου. Από το σημείο αυτό και πέρα με ενδιαφέρει το θέατρο. Αυτό είναι που με ιντριγκάρει και στη ζωή», επισημαίνει.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι που θα ήθελε να παίξει. Περισσότερο τον ενδιαφέρουν συνεργασίες με ανθρώπους που θαυμάζει, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Για το μέλλον ετοιμάζει μία παράσταση με τον φίλο του και συνυποψήφιό του στα βραβεία Χορν Αργύρη Πανταζάρα. Έναν μονόλογο τον οποίο θα ερμηνεύσει η Ηρώ Μπέζου, σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.
Αυτό τον καιρό ο νεαρός ηθοποιός μοιράζεται μαζί με τον Νίκο Καραθάνο και τον Γιάννη Βογιατζή το ρόλο του Τάσου στην «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, που έκανε πρεμιέρα την προηγούμενη εβδομάδα στο θέατρο REX .
«Το κείμενο της Γκόλφως το άκουσα πρώτη φορά στις πρόβες όταν το διάβαζε ο Νίκος (Καραθάνος). Είναι ένα αριστούργημα. Ελκυστικό και προκλητικό για πολλούς λόγους. Σήμερα είμαστε τόσο μακριά από αυτά που έγραφε ο Περεσιάδης πριν 120 χρόνια. Δεν υπάρχει πια αυτή η ποίηση. Ούτε υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν για τον άλλον και αν υπάρχουν δεν είναι "νομιμοποιημένοι"», αναφέρει.
Πόσο τον επηρεάζει η κρίση στην καθημερινότητά του ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη; «Δεν είμαι πολλά χρόνια στο χώρο. Αυτό που έχω καταλάβει με την μικρή μου εμπειρία είναι ότι σπάνια πληρώνεσαι γι αυτό που κάνεις. Η κατάσταση είναι αυτή: Είτε δεν θα υπάρχουν καθόλου λεφτά, είτε θα κάνεις τρία πράγματα και θα πληρώνεσαι για το ένα. Έχω την τύχη να έχω προς το παρόν την οικονομική στήριξη των γονιών μου, οπότε δεν αναγκάζομαι να κάνω και κάτι άλλο παράλληλα», λέει.
Η εικόνα των ανθρώπων που πεινάνε στους δρόμους τον επηρεάζει ιδιαίτερα. «Όπως με επηρεάζει και η κατάσταση των ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται, είναι απολιτικοί, με μια πιο βαθιά έννοια. Όχι μόνο με αυτήν του ότι δεν ψηφίζουν, αλλά με την έννοια της αδιαφορίας για τα κοινά, της αποχής. Του ανθρώπου που πιστεύει ότι δεν τον ακουμπάει η φτώχεια, η ανεργία… Αλλά τον ίδιο αέρα αναπνέουμε όλοι..», τονίζει.
«Δεν θεωρώ βέβαια ότι πριν ήταν καλά τα πράγματα και τώρα δεν είναι. Η κρίση είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των συμπεριφορών. Ίσως από μια άποψη τώρα να είμαστε και καλύτερα. Η κρίση μας κάνει να βρισκόμαστε σε μία εγρήγορση και να είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα απ' ότι πριν μερικά χρόνια. Και αυτό μας κάνει πιο αληθινούς. Σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι στους δρόμους. Υπάρχει όμως και μια άλλη σκοπιά της κρίσης. Αυτή που γεννάει καλλιτέχνες, γεννάει αντιδράσεις, γεννάει ίσως και πιο πολύ έρωτα και πιο πολύ τέχνη», προσθέτει.
Κερδίζοντας ένα βραβείο που φέρει το όνομα του Δ. Χορν νιώθει κάποια ευθύνη σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές επιλογές του από δω και πέρα; «Δεν νιώθω ευθύνη. Μόνο μεγάλη τιμή. Απόλυτη ευθύνη νιώθω ούτως ή άλλως και προς το κοινό και προς τον εαυτό μου, ανεξάρτητα από το βραβείο», καταλήγει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ένα απόρθητο φρούριο στον ουρανό!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εκτακτο Eurogroup την Παρασκευή για την Κύπρο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ