2013-04-02 12:01:29
Φωτογραφία για Κατάσχεση καταθέσεων - Αντιστροφή πολιτισμού
(με νομική θεώρηση: άλλο νόμος, άλλο διαταγή, και άλλο κλοπή)

του Νέστορος Νικηφορίδη

Από την εποχή του Τελώνου και του Φαρισαίου, όταν οι τελώνες άρπαζαν ό,τι ήθελαν, και οι φαρισαίοι δεν ήσαν "σαν αυτούς" αλλά χειρότεροι, αν και φαινομενικά άψογοι, η ανθρωπότητα, προόδευσε κάπως στό θέμα της εισφοράς όλων στον δημόσιο κορβανά.

Κάποιοι στην Ευρώπη, όμως, μην μπορώντας να σκεφθούν κατάργηση όλων των φορολογικών παραδείσων διότι δεν τό μπορούν, ούτε ποινικοποίηση της λειτουργίας στην Ευρώπη off shore  εταιρειών και θυγατρικών τους, πράγμα που οφείλουν να πράξουν αλλά δεν το θέλουν, σκέφτονται, και ως τελώνες και ως φαρισαίοι! Κατασχέσεις τραπεζικών καταθέσεων για την σωτηρία τραπεζών και υπερχρεωμένων ή μη χωρών!

 Ως προς τις μεν τράπεζες, όμως, πρόδηλο δημόσιο και εθνικό συμφέρον επιβάλλει, είτε την εθνικοποίησή τους με χρήματα των φορολογουμένων, είτε την χρεωκοπία τους αλλά με αναζήτηση των κλεμμένων και με ενίσχυση από το κράτος των μικρών και μεσαίων καταθετών
. Ως προς δε τις χώρες, αρκεί η έξοδος από το ευρώ και η λήψη ορισμένων οικονομικών μέτρων προστασίας των θιγομένων εθνικών οικονομιών. Ή, ενδέχεται να αρκεί  το να κόψει νόμισμα η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και να διοχετεύσει πιό πολύ χρήμα στην αγορά ... (λίγο παραπάνω πληθωρισμός προς αντιμετώπιση της ύφεσης άλλωστε δεν βλάπτει, αντιθέτως...).

Κατάσχεση πάντως περιουσίας σε βάρος των κατόχων αυτής, μόνο υπό συνθήκες πολεμικής καταστροφής και κατοχής ή τυραννίας ή ασιατικής δεσποτείας έχει συμβεί και, ακόμη και ως τοιαύτη, είναι αντίθετη προς όλο τον νομικό πολιτισμό μας.

Σήμερα μάλιστα, η κατάσχεση μέρους ή  και σχεδόν όλων των τραπεζικών καταθέσεων, φέρνει στον νου όχι απλώς τυραννία ή ασιατική δεσμοτεία, αλλά κάτι πολύ χειρότερο: Στο ορατό μέλλον, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει ένας κόσμος τεχνολογικής αστυνομεύσεως, στον οποίο θα υπάρχει μόνο, ή σχεδόν μόνο, ηλεκτρονικό χρήμα. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η δύναμη αποκοπής οιουδήποτε από την δυνατότητά του να απολαμβάνει τον κόπο του και την περιουσία του, θα ευρίσκεται στα χέρια κάποιων ολίγων στά άδυτα του τραπεζικού συστήματος και, εν τέλει, στην κορυφή ενός άκρως αστυνομευόμενου κράτους. Την ιστορική λοιπόν στιγμή κατά την οποία προβάλλουν τέτοιες φοβερές τεχνολογικές δυνατότητες και τρομο-κρατικές όσο και τρομολαγνικές πολιτικο-οικονομικές προοπτικές, το να προωθείται κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων στην Ευρώπη ή στην Βόρειο Αμερική, τί είναι;  α) Είναι αντιστροφή πολιτισμού, β) Είναι πολιτικο-οικονομικό κομβικό σημείο χωρίς επιστροφή, γ) Είναι κατάργηση της εμπιστοσύνης χωρίς γυρισμό, είναι δηλαδή θεσμοθέτηση της προδοσίας της εμπιστοσύνης, και δ) Είναι έγκλημα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ισοδύναμο σε φρίκη με τον ναζισμό.

Με ψυχραιμία ωστόσο ας δούμε τώρα το θέμα και από νομικής απόψεως σε επίπεδο γενικής θεωρίας του δικαίου:

Κατάσχεση λοιπόν περιουσίας, ακίνητης ή κινητής, εν όλω ή εν μέρει, με γενική ρύθμιση στο όνομα δημοσίου συμφέροντος, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων ή επειγουσών αναγκών, συνιστά ευθεία παραβίαση των αρχών που απορρέουν τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ε.Σ.Δ.Α.

Πρώτα από όλα: Διαφέρει ο νόμος από την διαταγή.

Η διαταγή, είτε έχει γενικό είτε έχει ατομικό χαρακτήρα, αποτελεί από τήν φύση της άσκηση διοικήσεως, δηλαδή επιτάσσει ή απαγορεύει συγκεκριμένα κάτι. Η διαταγή αποσκοπεί στην εκτέλεση των εντολών που θεσπίζει αόριστα και γενικά ο νόμος.

Αντίθετα, ο νόμος, στηριζόμενος στην φύση των πραγμάτων, θέτει μόνιμα πλαίσια δράσεως, θεσπίζει ότι κάτι επιτρέπεται ή απαγορεύεται στο διηνεκές, θέτει ή αίρει, υπό προϋποθέσεις, σταθερά όρια καί κατά το μάλλον ή ήττον μόνιμες ἀπαγορεύσεις, τυγχάνει δε εφαρμογής, όχι "εκτελέσεως".

Εφαρμογή του νόμου σημαίνει την υλική πραγματοποίηση όσων εντέλλεται ο νόμος, είτε απ' ευθείας υπό της Διοικήσεως κατόπιν ή και άνευ σχετικών εσωτερικών εντολών από τα προϊστάμενα προς τα κατώτερα όργανα αυτής, είτε υπό των διοικουμένων κατόπιν σχετικών διαταγών προς αυτούς υπό της Διοικήσεως. Προσαρμόζεται δηλαδή ο νόμος, αρμοδίως από τήν Διοίκηση καί πάντα υπό τόν Δικαστικό ἔλεγχο, στά πραγματικά δεδομένα εκάστης περιστάσεως ή  και περιπτώσεως.

Οι διαταγές, γενικού ή ατομικού περιεχομένου, προς την Διοίκηση ή τους ιδιώτες, επιτρέπονται εφ' όσον α) η έκδοσή τους προβλέπεται ἀπό προηγούμενο νόμο, ή είναι απολύτως αναγκαίες για την εφαρμογή του, β) αφορούν στην εφαρμογή μέτρων αναγκαίων σέ μία δημοκρατική κοινωνία, γ) τα μέτρα που αυτές επιτάσσουν ή απαγορεύουν είναι πρόσφορα να επιφέρουν τό σκοπούμενο νόμιμο αποτέλεσμα δ) δεν υπερακοντίζουν τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας που πρέπει να τηρείται μεταξύ μέσου και ἐπιδιωκομένου νομίμου ἀποτελέσματος, ε) σέβονται με την συγκεκριμένη εφαρμογή τους τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και τα δικαιώματα του ανθρώπου και στ) δεν παραβιάζουν την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων.

Διαταγή πού δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, είναι είτε αντισυνταγματική είτε παράνομη. Αντίθετα, ο (τυπικός και ουσιαστικός) νόμος, εν όψει της ελευθερίας δράσεως του νομοθέτη - η οποία αναγνωρίζεται σε μία δημοκρατική κοινωνία (democracy) και στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος (republique) - δεν χρειάζεται να πληροί την ως άνω υπό σημείο άλφα (α) προϋπόθεση. Για να μην είναι όμως αντισυνταγματικός πρέπει να σέβεται τις ως άνω υπό σημεία β, γ, δ και ε προϋποθέσεις, και, στό μέτρο του ανθρωπίνως εφικτού, την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων (ως άνω υπό σημείο στ προϋπόθεση). Αλλοιώς είναι αντισυνταγματικός.

Σε περιστάσεις τώρα εκτάκτου ανάγκης, και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι δυνατόν, ΑΛΛΑ ΥΠΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ, να εκδοθούν διαταγές, στα πλαίσια των κειμένων νόμων, που να αποκλίνουν από τους ισχύοντες νόμους όσο γίνεται λιγώτερο καί όσον δικαιολογείται ἀπο το έκτακτον και απρόβλεπτον των περιστάσεων.

Ειδικώτερα, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και στον βαθμό που απολύτως απαιτείται από αυτούς, δύναται να παρακαμφθεί ("προδοθεί") η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων από διάταξη νόμου. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται διά του νόμου που αφορά συνθήκες εξαιρετικές ή εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να παραβιάζονται τα ανωτέρω β, γ, δ και ε σημεία. Δηλαδή, δεν επιτρέπεται να προβλεφθούν ή να ληφθούν μέτρα που δεν είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία, ή που δεν είναι πρόσφορα για να επιφέρουν το σκοπούμενο νόμιμο αποτέλεσμα, ή που παραβιάζουν την ἀρχή της αναλογικότητας που πρέπει να τηρείται μεταξύ μέσου και επιδιωκομένου υπό του νόμου αποτελέσματος, ή που η συγκεκριμένη εφαρμογή τους συνεπάγεται παραβίαση σε θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών ή σε δικαιώματα του ανθρώπου.

Ακόμη, σημειωτέον, διαταγή δύναται να προσλάβει το νομικό ένδυμα τυπικού νόμου, ο οποίος εκ φύσεως μεν, τυπικώς δε, φαίνεται ότι αποτελεί συγχρόνως και νόμιμη πρόβλεψη του μέτρου κατά την έννοια της ανωτέρω υπό σημείο (α) αρχής και, συγχρόνως (!),  εισαγωγή του μέτρου διά της διαταγής.  Εν τούτοις, ακριβώς λόγω αυτής της διπλής του φύσεως, ο τυπικός νόμος που περιέχει διαταγή πάσχει  σοβαρότατη αντισυνταγματικότητα, συνιστάμενη στην ανάμιξη τού νομοθέτη σε έργα διοικήσεως (εκτελεστικής εξουσίας) κατά παράκαμψη του  πλήρους σχετικού (ακυρωτικού εν προκειμένω) δικαστικού ελέγχου.

Και στις μεν ομαλές συνθήκες λειτουργίας του κράτους, που δεν χαρακτηρίζονται από έκτακτες περιστάσεις εξαιρετικού ή επείγοντος δημοσίου συμφέροντος, η εν λόγω αντισυνταγματικότητα δύναται να θεραπευθεί  από τον σταδιακό παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της περιληφθείσης σε τυπικό νόμο διαταγής.  Σε περιστάσεις όμως πραγματικού ή υποτιθεμένου εξαιρετικού ή επείγοντος δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορεί να καλυφθεί η εν λόγω αντισυνταγματικότητα της παρακάμψεως του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου με τον βραδύτερο και γεμάτο αβεβαιότητες παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο. Καθ'όσον η άμεση εκτέλεση της διαταγής, και μάλιστα αυτής που εκδίδεται με επίκληση επειγουσών ή εξαιρετικών περιστάσεων και δεν σέβεται τις ανωτέρω αρχές, καθιστά άνευ νοήματος τον κατόπιν εορτής παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο.

Υπό περιστάσεις, επομένως, επείγοντος ή εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος και δη υπό πολιτικό καθεστώς συνεχούς επικλήσεως τέτοιων περιστάσεων για την λήψη εκτάκτων μέτρων, τίθεται οξύτατα το θέμα της  αντισυνταγματικότητας του τυπικού νόμου που περιέχει όχι γενικούς και αφηρημένους κανόνες για το μέλλον, αλλά διαταγές, γενικές ή ατομικές.

Δεδομένου δε ότι λόγω της μεσολαβήσεως τυπικού νόμου δεν μπορεί να υπάρξει άμεσα ακύρωση αυτού, αλλά μόνον παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος, η ρωγμή στην συνταγματική έννομη τάξη δεν μπορεί να καλυφθεί άλλως, παρά με την μη εκτέλεση των διαταγών που περιελήφθησαν σε τυπικό νόμο και που δεν σέβονται τις ανωτέρω υπό σημεία β, γ, δ, ε και στ αρχές, ως διαταγών αφ' ενός μεν αντισυνταγματικών αφ' ετέρου δε  παραβιαζουσών το δίκαιο της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο, τόσο από διοικητικά όργανα (με ενημέρωση του προϊσταμένου περί των αντιρρήσεων αυτών, και συμμορφώσεώς τους με την διαταγή μόνο επί επιμονής και αναλήψεως της ευθύνης από τον προϊστάμενο) όσο και από τους πολίτες.  Τα ανωτέρω,  είναι ιδιαιτέρως σημαντικά και για τα ποινικά δικαστήρια, προκειμένου να μην αντιστραφεί ο ποινικός κολασμός με την χρήση του για εφαρμογή και εκτέλεση μέτρων θεσπιζομένων  διά διαταγών σε τυπικό νόμο, όταν οι διαταγές αυτές δεν σέβονται τις ανωτέρω αρχές.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, είναι βέβαιον ότι: Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την λήψη μέτρων υπό εξαιρετικές ή επείγουσες περιστάσεις, αποτελούν θεσμό του Διοικητικού Δικαίου αλλά δεν επιτρέπουν αποκλίσεις από τις ανωτέρω (υπό σημεία α, β, γ, δ, ε και στ) αρχές, διότι αυτές είναι επιπέδου Συνταγματικού δικαίου και συγχρόνως απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).

Κάπως διαφορετικό είναι το θέμα, ότι δύναται να καμφθούν εν μέρει ακόμη και οι ανωτέρω συνταγματικές και από την Ε.Σ.Δ.Α. απορρέουσες αρχές, αλλά μόνον εάν έχει κηρυχθεί "κατάσταση πολιορκίας" δηλαδή στρατωτικός νόμος σύμφωνα με το Σύνταγμα. Και τούτο όμως, όλως προσωρινώς, χωρίς επιμήκυνση της ισχύος των επειγόντων εξαιρετικών μέτρων πέραν του χρονικού ορίου που προβλέπει το Σύνταγμα για την κατάσταση πολιορκίας, και χωρίς επέλευση των αποτελεσμάτων τους πέραν του μέτρου και του χρόνου που υπαγορεύει η αρχή της αναλογικότητας.

Συνεπώς, κατάσχεση περιουσίας, ακίνητης ή κινητής, εν όλω ή εν μέρει, με γενική ρύθμιση στο όνομα δημοσίου συμφέροντος, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων ή επειγουσών αναγκών, και μάλιστα με διαταγή εκπορευόμενη από τον νομοθέτη χωρίς σχετική πρόβλεψη από διάταξη του Συντάγματος ή από άλλον νόμο προηγούμενο σε ανύποπτο χρόνο των εξαιρετικών αυτών περιστάσεων και αναγκών, ή, ακόμη χειρότερα, με διαταγή εκπορευόμενη από τραπεζικά κέντρα του εξωτερικού ή εν γένει από υπερκρατικούς ή ιδιωτικούς, τραπεζικούς ή μη, φορείς, συνιστά ευθεία παραβίαση των ανωτέρω αρχών που απορρέουν τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ε.Σ.Δ.Α., είτε αυτοτελώς είτε συνδυασμένως ληφθούν υπ'όψιν.

Είναι δε αδιάφορο από νομικής απόψεως τό ειδικότερο νομικό ένδυμα που δύναται να λάβει μία τοιαύτη αντισυνταγματική και παράνομη κατάσχεση, όπως "εισφορά" ή "συνεισφορά" ή "φόρος" ή  "παρακράτηση", ή "αποκοπή", ή "χαράτσι", ή "αναγκαία κλοπή" ή "μέτρο αποφυγής χειρότερων δεινών" ή "κούρεμα" ή "κλάδεμα" ή "σωτηρία".
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ