2013-04-09 01:22:11
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διάσωση του ευρώ με οποιοδήποτε κόστος, είναι αρκετή για να εγγυηθεί την επιβίωση του ευρώ. Αξίζει, ωστόσο, να θυσιάσουμε την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης και, τελικά, την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, στο βωμό αυτού του ευρώ του «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους»;
Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992 –και όχι η εισαγωγή του ευρώ επτά χρόνια αργότερα- ήταν αυτή που έφερε το ελεύθερο εμπόριο, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και το νέο πλούτο στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η νομισματική ένωση έχει μετατραπεί σε πολιτικό και οικονομικό εφιάλτη. Μαστίζεται από ύφεση, ρεκόρ ανεργίας, κοινωνικές αναταραχές, και αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ των κρατών μελών.
Αλλά, ακόμη και ενώ οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι έχουν ξεμείνει από επιχειρήματα υπέρ του ευρώ, λίγοι είναι αυτοί που τολμούν να αμφισβητήσουν τη βασική του δομή, πόσο μάλλον να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις. Για να ξεφύγει η ευρωζώνη από την κρίση, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες του μονοδιάστατου πλαισίου της ευρωζώνης, και να αναπτύξουν ένα σύστημα που να ταιριάζει καλύτερα στη διαχείριση μίας πολύπλευρης νομισματικής ένωσης.
Η υπερβολική συγκεντροποίηση και εναρμόνιση, αποδεκατίζουν την επικουρικότητα και τον ανταγωνισμό που χρησιμεύουν ως κινητήριοι μοχλοί για τις οικονομίες της Ευρώπης. Παράλληλα, η κοινωνικοποίηση του χρέους υπονομεύει την υπευθυνότητα των πιο αδύναμων οικονομιών. Επιπλέον, το κλείσιμο των κενών της ανταγωνιστικότητας –που είναι απαραίτητο για τη διάσωση του ευρώ- δεν θα απαιτούσε μόνο το να γίνουν πιο παραγωγικές οι αδύναμες οικονομίες. Και οι ισχυρές οικονομίες, όπως αυτή της Γερμανίας, θα αντιμετώπιζαν πιέσεις προκειμένου να γίνουν λιγότερο αποδοτικές, μειώνοντας έτσι τη συνολική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη.
Ταυτόχρονα, η κρίση του ευρώ ενθαρρύνει την καχυποψία, τον ανταγωνισμό, και τη δημιουργία νέων διαιρέσεων στην ευρωζώνη. Οι γερμανο-γαλλικές σχέσεις, που κάποτε αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Επιπλέον, οι άνεργοι νέοι της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, και της Ισπανίας, διαμαρτύρονται συστηματικά ενάντια στις «γερμανικές προσταγές».
Παρομοίως, το ρήγμα μεταξύ των 17 μελών της ευρωζώνης και των υπόλοιπων δέκα χωρών της ΕΕ, διευρύνεται όλο και περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους ένταξής του στην ΕΕ, μέσω δημοψηφίσματος, του οποίου το αποτέλεσμα θα καθορίσει το αν θα μείνει η χώρα, ή όχι, εντός ΕΕ.
Τα ιστορικά προηγούμενα δείχνουν ότι, αναγκάζοντας ανόμοια έθνη και κράτη να ενωθούν κάτω από μία ενιαία ιδέα –είτε πρόκειται για τον κομμουνισμό στη Σοβιετική Ένωση, είτε για το σοσιαλισμό στη Γιουγκοσλαβία, ή το κοινό νόμισμα στην ευρωζώνη- αυτό δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν την κατάρρευση της ένωσης. Η προσέγγιση του «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους», απλά δεν είναι βιώσιμη.
Ωστόσο, η ευρωζώνη δεν αναπαράγει απλά τα λάθη των άλλων ενώσεων· κάνει και δικά της, νέα λάθη. Ενώ 25 από τις 27 κυβερνήσεις υπέγραψαν το «δημοσιονομικό σύμφωνο», με στόχο την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας στα κράτη μέλη, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι κυβερνήσεις δεν θα παραβιάσουν τους κανόνες, όπως παραβίασαν τους κανόνες που ορίζονταν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Παρομοίως, και ενώ η νομισματική πολιτική του «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους» συνέβαλε στην υπερβολική υπερχρέωση της Ελλάδας, και στη φούσκα ακινήτων της Ισπανίας, οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν επιδιώξει κατ’ επανάληψη την εκ νέου ευθυγράμμιση των επιτοκίων, αναγκάζοντας, για παράδειγμα, τους κατόχους ελληνικών ομολόγων να αποδεχθούν «κουρέματα». Όμως, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα χωρίς εξωτερική υποτίμηση, η οποία είναι αδύνατη εντός μίας νομισματικής ένωσης.
Ενώ οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μπορεί να είναι σε θέση να την «κουβαλάνε» για δεκαετίες, και ακόμα και να διασώσουν την Ισπανία, το σύστημα θα κατέρρεε σίγουρα υπό το βάρος μίας μεγαλύτερης οικονομίας. Και μία τέτοιου είδους οικονομία –η Γαλλία- βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.
Το 2011, η αναλογία του νέου χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας, ήταν τρεις φορές υψηλότερη από αυτή της Γερμανίας, με το δημόσιο τομέα να αντιστοιχεί σε περισσότερο από 56% του εθνικού εισοδήματος. Επί του παρόντος, το 9% των Γάλλων πολιτών, απασχολείται από την κυβέρνηση, σε σύγκριση με το 5% στη Γερμανία. Και, η ανεργία κυμαίνεται πάνω από 10%, με την ανεργία μεταξύ των νέων να είναι πολύ υψηλότερη, περίπου στο 25%.
Ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γαλλίας –όπως η Michelin, η LVMH, και η Air Liquide– παραμένουν επιτυχημένες, δε μπορούν από μόνες τους να αντισταθμίσουν την έλλειψη μίας σταθερής βάσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα, η ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας επιδεινώνεται. Πράγματι, στην κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας, η Γαλλία έπεσε από τη 18η θέση πέρυσι στην 21η θέση φέτος (η Γερμανία ήταν στην έκτη θέση και τα δύο χρόνια).
Οι πρόσφατες δράσεις που έχουν αναληφθεί από την κυβέρνηση του Προέδρου Φρανσουά Ολλάντ –οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, την αύξηση φόρων για τις επιχειρήσεις, και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένους εργαζομένους- απειλούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Moody’s υποβάθμισε τη Γαλλία στην περσινή αξιολόγηση.
Από την άλλη μεριά, όπως και οι αγωνιζόμενες χώρες της Νότιας Ευρώπης, έτσι και η Γαλλία δεν έχει πολλές επιλογές. Τα προγράμματα λιτότητας έχουν αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό αντιπαραγωγικά, οδηγώντας σε φαύλους κύκλους αργής ή και καθόλου ανάπτυξης, σε κλείσιμο επιχειρήσεων, εκτόξευση της ανεργίας στα ύψη, και σε διάβρωση της φορολογικής βάσης. Ως αποτέλεσμα, οι δημοσιονομικά σταθερές χώρες της ευρωζώνης καλούνται επανειλημμένα να υπονομεύσουν τις συνετές πολιτικές τους, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ατελείωτα πακέτα διάσωσης.
Η κατάσταση αυτή έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι ηγέτες της Ευρώπης οφείλουν να ακολουθήσουν μία ελεγχόμενη κατάτμηση της ευρωζώνης, στην οποία οι πιο ανταγωνιστικές χώρες –η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γερμανία, και η Ολλανδία- θα υιοθετήσουν ένα νέο νόμισμα, το «βόρειο ευρώ». Η διαχείριση της νέας αυτής νομισματικής ένωσης θα γίνεται με βάση την αρχική Συνθήκη του Μάαστριχτ, μέσω μίας πραγματικά ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του βόρειου ευρώ έναντι του ευρώ, το οποίο θα διατηρήσουν οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες.
Η αποδυναμωμένη συναλλαγματική ισοτιμία του «μικρού» ευρώ, θα οδηγούσε σε αναθέρμανση της οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργία θέσεων εργασίας, και ισχυρότερη φορολογική βάση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αρχικά, για να διευκολυνθεί η μείωση του χρέους, οι ομολογιούχοι θα αντιμετώπιζαν άλλο ένα κούρεμα. Οι χώρες που θα αναχωρούσαν για το βόρειο ευρώ, θα έπρεπε να κάνουν μία μοναδική δωρεά σε αυτές τις προσπάθειες μείωσης του χρέους. Ένα ευέλικτο σύστημα ένταξης θα επέτρεπε στις χώρες να ενταχθούν στο βόρειο ευρώ, όταν οι οικονομικές και δημοσιονομικές τους συνθήκες τους το επέτρεπαν.
Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν την ευρωζώνη ως ομογενή οντότητα, επιβάλλοντας πολιτικές «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους» σε πολύ διαφορετικές χώρες. Το πλαίσιο του ευρώ οφείλει να προσαρμοστεί ώστε να ταιριάζει με την κάθε δημοσιονομική και οικονομική πραγματικότητα –όχι αντίστροφα.
sofokleous10.gr
Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992 –και όχι η εισαγωγή του ευρώ επτά χρόνια αργότερα- ήταν αυτή που έφερε το ελεύθερο εμπόριο, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και το νέο πλούτο στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η νομισματική ένωση έχει μετατραπεί σε πολιτικό και οικονομικό εφιάλτη. Μαστίζεται από ύφεση, ρεκόρ ανεργίας, κοινωνικές αναταραχές, και αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ των κρατών μελών.
Αλλά, ακόμη και ενώ οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι έχουν ξεμείνει από επιχειρήματα υπέρ του ευρώ, λίγοι είναι αυτοί που τολμούν να αμφισβητήσουν τη βασική του δομή, πόσο μάλλον να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις. Για να ξεφύγει η ευρωζώνη από την κρίση, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες του μονοδιάστατου πλαισίου της ευρωζώνης, και να αναπτύξουν ένα σύστημα που να ταιριάζει καλύτερα στη διαχείριση μίας πολύπλευρης νομισματικής ένωσης.
Η υπερβολική συγκεντροποίηση και εναρμόνιση, αποδεκατίζουν την επικουρικότητα και τον ανταγωνισμό που χρησιμεύουν ως κινητήριοι μοχλοί για τις οικονομίες της Ευρώπης. Παράλληλα, η κοινωνικοποίηση του χρέους υπονομεύει την υπευθυνότητα των πιο αδύναμων οικονομιών. Επιπλέον, το κλείσιμο των κενών της ανταγωνιστικότητας –που είναι απαραίτητο για τη διάσωση του ευρώ- δεν θα απαιτούσε μόνο το να γίνουν πιο παραγωγικές οι αδύναμες οικονομίες. Και οι ισχυρές οικονομίες, όπως αυτή της Γερμανίας, θα αντιμετώπιζαν πιέσεις προκειμένου να γίνουν λιγότερο αποδοτικές, μειώνοντας έτσι τη συνολική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη.
Ταυτόχρονα, η κρίση του ευρώ ενθαρρύνει την καχυποψία, τον ανταγωνισμό, και τη δημιουργία νέων διαιρέσεων στην ευρωζώνη. Οι γερμανο-γαλλικές σχέσεις, που κάποτε αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Επιπλέον, οι άνεργοι νέοι της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, και της Ισπανίας, διαμαρτύρονται συστηματικά ενάντια στις «γερμανικές προσταγές».
Παρομοίως, το ρήγμα μεταξύ των 17 μελών της ευρωζώνης και των υπόλοιπων δέκα χωρών της ΕΕ, διευρύνεται όλο και περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους ένταξής του στην ΕΕ, μέσω δημοψηφίσματος, του οποίου το αποτέλεσμα θα καθορίσει το αν θα μείνει η χώρα, ή όχι, εντός ΕΕ.
Τα ιστορικά προηγούμενα δείχνουν ότι, αναγκάζοντας ανόμοια έθνη και κράτη να ενωθούν κάτω από μία ενιαία ιδέα –είτε πρόκειται για τον κομμουνισμό στη Σοβιετική Ένωση, είτε για το σοσιαλισμό στη Γιουγκοσλαβία, ή το κοινό νόμισμα στην ευρωζώνη- αυτό δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν την κατάρρευση της ένωσης. Η προσέγγιση του «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους», απλά δεν είναι βιώσιμη.
Ωστόσο, η ευρωζώνη δεν αναπαράγει απλά τα λάθη των άλλων ενώσεων· κάνει και δικά της, νέα λάθη. Ενώ 25 από τις 27 κυβερνήσεις υπέγραψαν το «δημοσιονομικό σύμφωνο», με στόχο την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας στα κράτη μέλη, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι κυβερνήσεις δεν θα παραβιάσουν τους κανόνες, όπως παραβίασαν τους κανόνες που ορίζονταν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Παρομοίως, και ενώ η νομισματική πολιτική του «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους» συνέβαλε στην υπερβολική υπερχρέωση της Ελλάδας, και στη φούσκα ακινήτων της Ισπανίας, οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν επιδιώξει κατ’ επανάληψη την εκ νέου ευθυγράμμιση των επιτοκίων, αναγκάζοντας, για παράδειγμα, τους κατόχους ελληνικών ομολόγων να αποδεχθούν «κουρέματα». Όμως, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα χωρίς εξωτερική υποτίμηση, η οποία είναι αδύνατη εντός μίας νομισματικής ένωσης.
Ενώ οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μπορεί να είναι σε θέση να την «κουβαλάνε» για δεκαετίες, και ακόμα και να διασώσουν την Ισπανία, το σύστημα θα κατέρρεε σίγουρα υπό το βάρος μίας μεγαλύτερης οικονομίας. Και μία τέτοιου είδους οικονομία –η Γαλλία- βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.
Το 2011, η αναλογία του νέου χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας, ήταν τρεις φορές υψηλότερη από αυτή της Γερμανίας, με το δημόσιο τομέα να αντιστοιχεί σε περισσότερο από 56% του εθνικού εισοδήματος. Επί του παρόντος, το 9% των Γάλλων πολιτών, απασχολείται από την κυβέρνηση, σε σύγκριση με το 5% στη Γερμανία. Και, η ανεργία κυμαίνεται πάνω από 10%, με την ανεργία μεταξύ των νέων να είναι πολύ υψηλότερη, περίπου στο 25%.
Ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γαλλίας –όπως η Michelin, η LVMH, και η Air Liquide– παραμένουν επιτυχημένες, δε μπορούν από μόνες τους να αντισταθμίσουν την έλλειψη μίας σταθερής βάσης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα, η ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας επιδεινώνεται. Πράγματι, στην κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας, η Γαλλία έπεσε από τη 18η θέση πέρυσι στην 21η θέση φέτος (η Γερμανία ήταν στην έκτη θέση και τα δύο χρόνια).
Οι πρόσφατες δράσεις που έχουν αναληφθεί από την κυβέρνηση του Προέδρου Φρανσουά Ολλάντ –οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, την αύξηση φόρων για τις επιχειρήσεις, και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένους εργαζομένους- απειλούν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Moody’s υποβάθμισε τη Γαλλία στην περσινή αξιολόγηση.
Από την άλλη μεριά, όπως και οι αγωνιζόμενες χώρες της Νότιας Ευρώπης, έτσι και η Γαλλία δεν έχει πολλές επιλογές. Τα προγράμματα λιτότητας έχουν αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό αντιπαραγωγικά, οδηγώντας σε φαύλους κύκλους αργής ή και καθόλου ανάπτυξης, σε κλείσιμο επιχειρήσεων, εκτόξευση της ανεργίας στα ύψη, και σε διάβρωση της φορολογικής βάσης. Ως αποτέλεσμα, οι δημοσιονομικά σταθερές χώρες της ευρωζώνης καλούνται επανειλημμένα να υπονομεύσουν τις συνετές πολιτικές τους, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ατελείωτα πακέτα διάσωσης.
Η κατάσταση αυτή έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι ηγέτες της Ευρώπης οφείλουν να ακολουθήσουν μία ελεγχόμενη κατάτμηση της ευρωζώνης, στην οποία οι πιο ανταγωνιστικές χώρες –η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γερμανία, και η Ολλανδία- θα υιοθετήσουν ένα νέο νόμισμα, το «βόρειο ευρώ». Η διαχείριση της νέας αυτής νομισματικής ένωσης θα γίνεται με βάση την αρχική Συνθήκη του Μάαστριχτ, μέσω μίας πραγματικά ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του βόρειου ευρώ έναντι του ευρώ, το οποίο θα διατηρήσουν οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες.
Η αποδυναμωμένη συναλλαγματική ισοτιμία του «μικρού» ευρώ, θα οδηγούσε σε αναθέρμανση της οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργία θέσεων εργασίας, και ισχυρότερη φορολογική βάση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αρχικά, για να διευκολυνθεί η μείωση του χρέους, οι ομολογιούχοι θα αντιμετώπιζαν άλλο ένα κούρεμα. Οι χώρες που θα αναχωρούσαν για το βόρειο ευρώ, θα έπρεπε να κάνουν μία μοναδική δωρεά σε αυτές τις προσπάθειες μείωσης του χρέους. Ένα ευέλικτο σύστημα ένταξης θα επέτρεπε στις χώρες να ενταχθούν στο βόρειο ευρώ, όταν οι οικονομικές και δημοσιονομικές τους συνθήκες τους το επέτρεπαν.
Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν την ευρωζώνη ως ομογενή οντότητα, επιβάλλοντας πολιτικές «ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους» σε πολύ διαφορετικές χώρες. Το πλαίσιο του ευρώ οφείλει να προσαρμοστεί ώστε να ταιριάζει με την κάθε δημοσιονομική και οικονομική πραγματικότητα –όχι αντίστροφα.
sofokleous10.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συρία: «Όχι» σε έρευνα του ΟΗΕ για τη χρήση χημικών όπλων
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μέντα και δεντρολίβανο για λιπαρά μαλλιά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ