2013-04-12 13:04:26
Roland Benedikter* και Lukas Kaelin*
Από την Ιρλανδία έως την Κύπρο, ολόκληρη η Ευρώπη φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη στην οικονομική και πολιτική κρίση. Αλλά υπάρχει μια μικρή περιοχή ηρεμίας στον πυρήνα της ηπείρου: η Ελβετία.
Το μυστικό της Ελβετίας είναι ότι αποτελεί μέλος της Ευρώπης - και ταυτόχρονα δεν είναι. Από τη μία πλευρά, έχει υπογράψει την Συνθήκη Σένγκεν, και ως εκ τούτου εκχώρησε την προστασία των συνόρων της την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με χώρες της ΕΕ από το 1972. Ως εκ τούτου, στέλνει το 60% των εξαγωγών της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και πραγματοποιεί το 80% των εισαγωγών της από αυτήν. Η χώρα είναι μέλος του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών Ευρώ (Single Euro Payments Area, SEPA), ο οποίος ενοποιεί την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική βιομηχανία, και το νόμισμά της είναι συνδεδεμένο σταθερά με το ευρώ από το 2011. Ταυτόχρονα, όμως, η Ελβετία δεν είναι μέρος της ηπείρου: δεν ανήκει ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε στην ευρωζώνη, οπότε ακολουθεί τη δική της δημοσιονομική πολιτική και παραμένει οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητη.
Η μέση οδός της Ελβετίας είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο η χώρα τα έχει πάει τόσο καλά. Μεταξύ του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2012, η οικονομία της αναπτύχθηκε με σταθερό ρυθμό 2% - 3% ανά έτος, με μια μικρή επιβράδυνση στο 1,9% κατά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε επίσης ελαφρώς κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2012, αλλά αναμένεται να αυξηθεί και πάλι κατά περισσότερο από 1% το 2013. Επιπλέον, η κυβέρνηση είναι απίστευτα σταθερή. Η βασική ισορροπία των κομμάτων στην εκτελεστική εξουσία έχει παραμείνει σταθερή τα τελευταία 50 χρόνια.
Η επιτυχία της Ελβετίας έρχεται σε αντίθεση με τους αγώνες πολλών από τους γείτονές της, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι σε βαθιά ύφεση, να αντιμετωπίζουν βαθείς κοινωνικούς διχασμούς και έχουν κυβερνήσεις που αγωνίζονται να παραμείνουν στην εξουσία. Το γεγονός αυτό και μόνο θα πρέπει να κάνει το «ελβετικό φαινόμενο» αντικείμενο διεθνούς μελέτης. Όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει. Ο κόσμος μόνο περιστασιακά συζητάει σχετικά με αυτό το περίκλειστο «νησί των ευλογημένων» στην μέση της Ευρώπης. Και ακόμα και τότε, οι ιστορίες θα αφορούν κυρίως ηθικά προβληματικά τραπεζικά μυστικά ή την επιβολή των διεθνών αυστηρών νομικών κανονισμών για εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο στην Ελβετία από αυτό. Κάτω από την σχετική επιτυχία της χώρας βρίσκεται ένα μοναδικό πολιτικό σύστημα, ορισμένα στοιχεία του οποίου η Ευρώπη θα έπρεπε να υιοθετήσει.
Στη ρίζα τους, τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της Ευρώπης προκύπτουν από μια κρίση νομιμοποίησης. Στην Ευρώπη, η κοινή οικονομική ζώνη και το νόμισμα δημιουργήθηκαν χωρίς μια συνοδευτική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και η ίδια η Ένωση ελέγχει λιγότερο από το 2% των εθνικών ΑΕΠ των 27 κρατών μελών της ΕΕ και ως εκ τούτου είναι σε μεγάλο βαθμό μη λειτουργικές. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν διατηρήσει τη νομιμοποίησή τους, αλλά είναι δεσμευμένες σε μια δύσμοιρη και αντιλαϊκή ένωση. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται να ασφυκτιούν λόγω μιας υπερβολικά πολύπλοκης γραφειοκρατίας και ενός κενού εξουσίας. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά κόμματα και στις θεσμικές πολιτικές.
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην Ελβετία, όμως, η οποία αποτελεί το πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας που κρατά την πολιτική, το κεφάλαιο και τον πληθυσμό σε συνεχή διάλογο. Με λίγα λόγια, η εκτελεστική εξουσία της κυβέρνησης της Ελβετίας δεν αποτελείται από έναν πρόεδρο και έναν πρωθυπουργό, αλλά από κάτι που ονομάζεται «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο», το οποίο εκλέγεται από το ελβετικό κοινοβούλιο. Το συμβούλιο αυτό αποτελείται από επτά μέλη και σε αυτό πρέπει να εκπροσωπούνται και τα πέντε μεγάλα κόμματα και η γερμανική και η γαλλική γλώσσα. Η διάκριση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και της αντιπολίτευσης είναι δυσδιάκριτη, αφού και οι δύο συμμετέχουν στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα περίπου οκτώ εκατομμύρια πολίτες της Ελβετίας καλούνται στις κάλπες μέχρι και τέσσερις φορές τον χρόνο σε εθνικές ψηφοφορίες. Η συχνότητα των ψηφοφοριών αφορά σε δύο γεγονότα: συνταγματικές τροποποιήσεις μπορεί να υποβληθούν στην κυβέρνηση μέσω λαϊκής πρωτοβουλίας (100.000 υπογραφές μέσα σε 18 μήνες) και όλες οι συνταγματικές αλλαγές υπόκεινται σε υποχρεωτικά δημόσια δημοψηφίσματα. Επιπλέον, οι Ελβετοί πολίτες μπορούν να ξεκινήσουν ένα δημοψήφισμα για οποιοδήποτε κομμάτι της νομοθεσίας, συγκεντρώνοντας 50.000 υπογραφές μέσα σε 100 ημέρες. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι Ελβετοί πολίτες έχουν ψηφίσει για συνταγματικές αλλαγές που σχετίζονται με την προστασία από την ένοπλη βία, την καθιέρωση της διαχειριζόμενης περίθαλψης, την προστασία από το παθητικό κάπνισμα, την απαίτηση να τεθούν συμφωνίες με άλλες χώρες σε μια δημόσια ψηφοφορία και έναν νόμο κατά τον οποίο σε μια εταιρεία κανείς δεν μπορεί να κερδίζει λιγότερα σε ένα έτος από όσα κερδίζει ένας ανώτατος διευθυντής σε έναν μήνα.
Η συνεχής πολιτική συζήτηση έχει δημιουργήσει μια σπάνια ισορροπία μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές επιτροπές έχουν κίνητρο να αναπτύξουν μια νομοθεσία που θα περάσει τον άμεσο έλεγχο του κοινοβουλίου και των πολιτών. Και η κυβέρνηση ξοδεύει σημαντικό μέρος του χρόνου της επικοινωνώντας τις πολιτικές αποφάσεις της στο κοινό. Δεν αποτελεί έκπληξη, το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών ελέγχεται συστηματικά: ένα ηχηρό τμήμα των πολιτών απαίτησε από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης να απέχουν από την προεκλογική εκστρατεία και να αφήσουν τον λαό να αποφασίσει για ορισμένα θέματα χωρίς καμία κυβερνητική επιρροή. Ομοίως, οι δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας, ιδιαίτερα όταν γίνονται από εμπορικές συμμαχίες, έχουν τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο και τα μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από δημόσια ιδρύματα και από το ευρύ κοινό έχουν αυξήσει την ευαισθητοποίηση για την αύξηση των ανισοτήτων στον τομέα των δαπανών. Επιπλέον, η ελβετική νομοθεσία απαγορεύει τις πολιτικές διαφημίσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες είναι απόλυτα ενημερωμένοι: η καθιέρωση των δωρεάν εφημερίδων στην αγορά, οι πιέσεις στα έντυπα μέσα και η στροφή στις ειδήσεις ως ψυχαγωγία στην τηλεόραση έχουν απειλήσει όλη την ποιότητα την ποικιλία των πληροφοριών.
Ως αποτέλεσμα του ελβετικού πολιτικού συστήματος, το σύνταγμα υπόκειται σε συνεχείς τροπολογίες από τους πολίτες- νομοθέτες. Βεβαίως, η έμφαση στο δικαίωμα των Ελβετών πολιτών να αναθεωρούν το σύνταγμα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, κατά καιρούς οδηγεί σε αντιφάσεις στην ανώτατη νομοθεσία και, μερικές φορές σε ένταση με τους διεθνής νόμους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι λαϊκές πρωτοβουλίες από την δεξιά, για παράδειγμα, οδήγησαν στην απαγόρευση των μιναρέδων στην Ελβετία (η οποία έρχεται σε αντίθεση με την εγγύηση του Ελβετικού συντάγματος για την ελευθερία της θρησκείας) και στους νέους νόμους για την απέλαση των αλλοδαπών που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα (οι οποίοι θεωρείται ότι έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Το συνταγματικό δικαστήριο, που έχει αναλάβει την εκδίκαση τέτοιων διαφορών, παρουσιάζει σημαντική συγκράτηση στο να αποφασίζει κατά της άμεσης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 1990, παρέκαμψε άνδρες πολίτες σε ένα καντόνι (κρατίδιο) που επανειλημμένα καταψήφισαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Από τότε, έχει παρέμβει λίγες φορές, αποφεύγοντας να αναφέρεται στην απόφαση του 2009 για τους μιναρέδες στα τζαμιά. Από την άλλη πλευρά, η νοοτροπία ότι «βασιλιάς είναι ο λαός» οδήγησε κατά καιρούς σε αποδυνάμωση της έννοιας του κράτους δικαίου.
Παρ’ όλα αυτά, βάζοντας στην άκρη τις εντάσεις μεταξύ της άμεσης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, το πρότυπο της διακυβέρνησης της Ελβετίας έχει προκαλέσει μια ισχυρή αίσθηση ταύτισης των πολιτών με το πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι δημοσκοπήσεις σπάνια χρησιμοποιούνται ως διαμαρτυρία εναντίον της Βέρνης.
Οπότε, θα πρέπει η υπόλοιπη Ευρώπη να υιοθετήσει το ελβετικό μοντέλο; Για να λειτουργήσει η κυβέρνηση χρειάζεται νομιμοποίηση. Αυτό επιτυγχάνεται με την συμπερίληψη όσων περισσότερων φωνών είναι δυνατόν, και πολιτική αποτελεσματικότητα, η οποία επιτυγχάνεται όταν η κοινή γνώμη εγκρίνει πραγματικά την νομοθεσία. Η Ελβετία παίρνει καλή βαθμολογία στην κλίμακα της αποτελεσματικότητας. Επίσης, πάει αρκετά καλά και στην κλίμακα της νομιμοποίησης. Η πρόσφατη μεταμόρφωση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης με την εισαγωγή των δωρεάν πολιτικών εφημερίδων για τους επιβάτες των μέσων μαζικής μεταφοράς (ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού) και άλλα λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης έχουν οπωσδήποτε επηρεάσει αρνητικά, αλλά η χώρα υποφέρει πολύ λιγότερο από την έλλειψη νομιμοποίησης από ό, τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ορισμένα στοιχεία του ελβετικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Ελβετία είναι συγκριτικά μικρή και αποτελείται από ένα, εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενή πληθυσμό. (Στην πραγματικότητα, έγινε ολοένα και πιο ομοιογενής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, καθώς οι διάφορες θρησκείες και η γαλλική, γερμανική, ιταλική και ελβετική κουλτούρα συγχωνεύθηκαν). Η χώρα κερδίζει περαιτέρω από ιδιαίτερα κερδοφόρα κομμάτια της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η φαρμακευτική βιομηχανία, τα μέταλλα, τα ρολόγια και τα γεωργικά προϊόντα. Χάρη σε αυτές τις βιομηχανίες, χρηματοδοτούνται γενναιόδωρα το κράτος πρόνοιας της χώρας και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απολαμβάνει κανένα από αυτά τα οφέλη. Όμως, η Ελβετία όντως έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες και έναν αστικό - αγροτικό διαχωρισμό σε πολλά πολιτικά ζητήματα, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση και την πολιτιστική πολυμορφία.
Το ελβετικό σύστημα προσφέρει τέσσερα μαθήματα στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Κατ’ αρχάς, «το μικρό είναι όμορφο» (small is beautiful). Η έμφαση της Ελβετίας σε αυτόνομες μικρής κλίμακας διοικητικές οντότητες στα διάφορα καντόνια θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για μια «Ευρώπη των περιφερειών». Ο τρόπος που χειρίζεται η Ελβετία τις τέσσερις γλώσσες και τις αντίστοιχες εθνότητες είναι ένα παράδειγμα ενότητας που επιδιώκει η Ευρώπη της πολυμορφίας. Δεύτερον, οι άμεση και συχνή προσφυγή στην κοινή γνώμη κάνει την κυβέρνηση πιο ευπρόσωπη. Η Ευρώπη πρέπει να βελτιώσει δραματικά τις σχέσεις κυβέρνησης-πολιτών, αν θέλει να αποφύγει την περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τρίτον, η συχνή προσφυγή στους πολίτες δεν κάνει απλώς την κυβέρνηση πιο αποδεκτή, αλλά, επίσης, κάνει τους πολίτες να αισθάνονται πιο υπεύθυνοι για τη λειτουργία της κυβέρνησης και πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε αυτήν. Τέταρτον, η επιτυχία σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο εξαρτάται από το μείγμα της ενσωμάτωσης με την αυτονομία. Η Ελβετία είναι επιτυχής επειδή έχει ενσωματωθεί με την Ευρώπη, αλλά έχει διατηρήσει και την αυτονομία της. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό θα σημαίνει την εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους ένταξης και την αυξημένη αποδοχή ημίμετρων, όπως κάνει η Ελβετία - αν όχι ως μια οριστική λύση, τότε σίγουρα ως ένα βιώσιμο μονοπάτι σε εποχές κρίσης και μετάβασης.
Με άλλα λόγια, η Ελβετία θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τις δυνητικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, τις οποίες πολλοί σχολιαστές, όπως οι θεωρητικοί της πολιτικής Γιούργκεν Χάμπερμας και Ουμπέρτο Έκο και οι πολιτικοί Φρανσουά Ολάντ, Μάριο Μόντι και Άνγκελα Μέρκελ, πιστεύουν ότι είναι αναγκαίες προκειμένου να ξεπεραστεί η Ευρωπαϊκή κρίση. Σε υπερ-εθνικό επίπεδο, το ελβετικό μοντέλο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολιτική ένωση, χωρίς ομογενοποίηση των πολιτισμών, των εθνικών ταυτοτήτων και των νόμων. Η ΕΕ θα μπορούσε να διευθύνεται από ένα συμβούλιο, όπως της Ελβετίας, χωρίς έναν συγκεκριμένο ηγέτη. Αντί να κυβερνάται από καθέδρας - έτη φωτός μακριά από τους Ευρωπαίους πολίτες - οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να φέρνουν όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα σε μια κοινή ψηφοφορία από όλους τους Ευρωπαίους πολίτες και από τα 27 κράτη-μέλη. Τέτοιες ψηφοφορίες θα ενίσχυαν το αίσθημα της κοινότητας, της κοινής μοίρας και της κοινής ταυτότητας. Επίσης, θα βοηθούσαν στη δημιουργία μιας πιο συγκεκριμένης κοινής ιστορικής μνήμης. Αν η σταθερότητα, η ειρήνη και η ευημερία της Ελβετίας είναι ο στόχος, ήρθε η ώρα να βάλει η Ευρώπη στην καρδιά της το μοντέλο αυτής της χώρας.
*Ο ROLAND BENEDIKTER [1] είναι καθηγητής του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Ερευνών για την Διακλαδική Πολιτική Ανάλυσης και Πολιτική Πρόβλεψη στο Κέντρο Orfalea για τις Παγκόσμιες και Διεθνείς Σπουδές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα. Είναι επίσης επιστημονικός ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών Freeman Spogli του πανεπιστημίου Στάνφορντ.
*Ο LUKAS KAELIN [2] είναι επισκέπτης συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Κέντρο του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139142/roland-benedikter-and-luka...
Συνδέσεις:
[1] http://stanford.io/GEC2Tv
[2] http://stanford.io/XkN7SP
InfoGnomon
Από την Ιρλανδία έως την Κύπρο, ολόκληρη η Ευρώπη φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη στην οικονομική και πολιτική κρίση. Αλλά υπάρχει μια μικρή περιοχή ηρεμίας στον πυρήνα της ηπείρου: η Ελβετία.
Το μυστικό της Ελβετίας είναι ότι αποτελεί μέλος της Ευρώπης - και ταυτόχρονα δεν είναι. Από τη μία πλευρά, έχει υπογράψει την Συνθήκη Σένγκεν, και ως εκ τούτου εκχώρησε την προστασία των συνόρων της την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με χώρες της ΕΕ από το 1972. Ως εκ τούτου, στέλνει το 60% των εξαγωγών της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και πραγματοποιεί το 80% των εισαγωγών της από αυτήν. Η χώρα είναι μέλος του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών Ευρώ (Single Euro Payments Area, SEPA), ο οποίος ενοποιεί την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική βιομηχανία, και το νόμισμά της είναι συνδεδεμένο σταθερά με το ευρώ από το 2011. Ταυτόχρονα, όμως, η Ελβετία δεν είναι μέρος της ηπείρου: δεν ανήκει ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε στην ευρωζώνη, οπότε ακολουθεί τη δική της δημοσιονομική πολιτική και παραμένει οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητη.
Η μέση οδός της Ελβετίας είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο η χώρα τα έχει πάει τόσο καλά. Μεταξύ του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2012, η οικονομία της αναπτύχθηκε με σταθερό ρυθμό 2% - 3% ανά έτος, με μια μικρή επιβράδυνση στο 1,9% κατά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε επίσης ελαφρώς κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2012, αλλά αναμένεται να αυξηθεί και πάλι κατά περισσότερο από 1% το 2013. Επιπλέον, η κυβέρνηση είναι απίστευτα σταθερή. Η βασική ισορροπία των κομμάτων στην εκτελεστική εξουσία έχει παραμείνει σταθερή τα τελευταία 50 χρόνια.
Η επιτυχία της Ελβετίας έρχεται σε αντίθεση με τους αγώνες πολλών από τους γείτονές της, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι σε βαθιά ύφεση, να αντιμετωπίζουν βαθείς κοινωνικούς διχασμούς και έχουν κυβερνήσεις που αγωνίζονται να παραμείνουν στην εξουσία. Το γεγονός αυτό και μόνο θα πρέπει να κάνει το «ελβετικό φαινόμενο» αντικείμενο διεθνούς μελέτης. Όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει. Ο κόσμος μόνο περιστασιακά συζητάει σχετικά με αυτό το περίκλειστο «νησί των ευλογημένων» στην μέση της Ευρώπης. Και ακόμα και τότε, οι ιστορίες θα αφορούν κυρίως ηθικά προβληματικά τραπεζικά μυστικά ή την επιβολή των διεθνών αυστηρών νομικών κανονισμών για εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο στην Ελβετία από αυτό. Κάτω από την σχετική επιτυχία της χώρας βρίσκεται ένα μοναδικό πολιτικό σύστημα, ορισμένα στοιχεία του οποίου η Ευρώπη θα έπρεπε να υιοθετήσει.
Στη ρίζα τους, τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της Ευρώπης προκύπτουν από μια κρίση νομιμοποίησης. Στην Ευρώπη, η κοινή οικονομική ζώνη και το νόμισμα δημιουργήθηκαν χωρίς μια συνοδευτική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και η ίδια η Ένωση ελέγχει λιγότερο από το 2% των εθνικών ΑΕΠ των 27 κρατών μελών της ΕΕ και ως εκ τούτου είναι σε μεγάλο βαθμό μη λειτουργικές. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν διατηρήσει τη νομιμοποίησή τους, αλλά είναι δεσμευμένες σε μια δύσμοιρη και αντιλαϊκή ένωση. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται να ασφυκτιούν λόγω μιας υπερβολικά πολύπλοκης γραφειοκρατίας και ενός κενού εξουσίας. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά κόμματα και στις θεσμικές πολιτικές.
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην Ελβετία, όμως, η οποία αποτελεί το πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας που κρατά την πολιτική, το κεφάλαιο και τον πληθυσμό σε συνεχή διάλογο. Με λίγα λόγια, η εκτελεστική εξουσία της κυβέρνησης της Ελβετίας δεν αποτελείται από έναν πρόεδρο και έναν πρωθυπουργό, αλλά από κάτι που ονομάζεται «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο», το οποίο εκλέγεται από το ελβετικό κοινοβούλιο. Το συμβούλιο αυτό αποτελείται από επτά μέλη και σε αυτό πρέπει να εκπροσωπούνται και τα πέντε μεγάλα κόμματα και η γερμανική και η γαλλική γλώσσα. Η διάκριση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και της αντιπολίτευσης είναι δυσδιάκριτη, αφού και οι δύο συμμετέχουν στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα περίπου οκτώ εκατομμύρια πολίτες της Ελβετίας καλούνται στις κάλπες μέχρι και τέσσερις φορές τον χρόνο σε εθνικές ψηφοφορίες. Η συχνότητα των ψηφοφοριών αφορά σε δύο γεγονότα: συνταγματικές τροποποιήσεις μπορεί να υποβληθούν στην κυβέρνηση μέσω λαϊκής πρωτοβουλίας (100.000 υπογραφές μέσα σε 18 μήνες) και όλες οι συνταγματικές αλλαγές υπόκεινται σε υποχρεωτικά δημόσια δημοψηφίσματα. Επιπλέον, οι Ελβετοί πολίτες μπορούν να ξεκινήσουν ένα δημοψήφισμα για οποιοδήποτε κομμάτι της νομοθεσίας, συγκεντρώνοντας 50.000 υπογραφές μέσα σε 100 ημέρες. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι Ελβετοί πολίτες έχουν ψηφίσει για συνταγματικές αλλαγές που σχετίζονται με την προστασία από την ένοπλη βία, την καθιέρωση της διαχειριζόμενης περίθαλψης, την προστασία από το παθητικό κάπνισμα, την απαίτηση να τεθούν συμφωνίες με άλλες χώρες σε μια δημόσια ψηφοφορία και έναν νόμο κατά τον οποίο σε μια εταιρεία κανείς δεν μπορεί να κερδίζει λιγότερα σε ένα έτος από όσα κερδίζει ένας ανώτατος διευθυντής σε έναν μήνα.
Η συνεχής πολιτική συζήτηση έχει δημιουργήσει μια σπάνια ισορροπία μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές επιτροπές έχουν κίνητρο να αναπτύξουν μια νομοθεσία που θα περάσει τον άμεσο έλεγχο του κοινοβουλίου και των πολιτών. Και η κυβέρνηση ξοδεύει σημαντικό μέρος του χρόνου της επικοινωνώντας τις πολιτικές αποφάσεις της στο κοινό. Δεν αποτελεί έκπληξη, το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών ελέγχεται συστηματικά: ένα ηχηρό τμήμα των πολιτών απαίτησε από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης να απέχουν από την προεκλογική εκστρατεία και να αφήσουν τον λαό να αποφασίσει για ορισμένα θέματα χωρίς καμία κυβερνητική επιρροή. Ομοίως, οι δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας, ιδιαίτερα όταν γίνονται από εμπορικές συμμαχίες, έχουν τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο και τα μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από δημόσια ιδρύματα και από το ευρύ κοινό έχουν αυξήσει την ευαισθητοποίηση για την αύξηση των ανισοτήτων στον τομέα των δαπανών. Επιπλέον, η ελβετική νομοθεσία απαγορεύει τις πολιτικές διαφημίσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες είναι απόλυτα ενημερωμένοι: η καθιέρωση των δωρεάν εφημερίδων στην αγορά, οι πιέσεις στα έντυπα μέσα και η στροφή στις ειδήσεις ως ψυχαγωγία στην τηλεόραση έχουν απειλήσει όλη την ποιότητα την ποικιλία των πληροφοριών.
Ως αποτέλεσμα του ελβετικού πολιτικού συστήματος, το σύνταγμα υπόκειται σε συνεχείς τροπολογίες από τους πολίτες- νομοθέτες. Βεβαίως, η έμφαση στο δικαίωμα των Ελβετών πολιτών να αναθεωρούν το σύνταγμα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, κατά καιρούς οδηγεί σε αντιφάσεις στην ανώτατη νομοθεσία και, μερικές φορές σε ένταση με τους διεθνής νόμους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι λαϊκές πρωτοβουλίες από την δεξιά, για παράδειγμα, οδήγησαν στην απαγόρευση των μιναρέδων στην Ελβετία (η οποία έρχεται σε αντίθεση με την εγγύηση του Ελβετικού συντάγματος για την ελευθερία της θρησκείας) και στους νέους νόμους για την απέλαση των αλλοδαπών που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα (οι οποίοι θεωρείται ότι έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Το συνταγματικό δικαστήριο, που έχει αναλάβει την εκδίκαση τέτοιων διαφορών, παρουσιάζει σημαντική συγκράτηση στο να αποφασίζει κατά της άμεσης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 1990, παρέκαμψε άνδρες πολίτες σε ένα καντόνι (κρατίδιο) που επανειλημμένα καταψήφισαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Από τότε, έχει παρέμβει λίγες φορές, αποφεύγοντας να αναφέρεται στην απόφαση του 2009 για τους μιναρέδες στα τζαμιά. Από την άλλη πλευρά, η νοοτροπία ότι «βασιλιάς είναι ο λαός» οδήγησε κατά καιρούς σε αποδυνάμωση της έννοιας του κράτους δικαίου.
Παρ’ όλα αυτά, βάζοντας στην άκρη τις εντάσεις μεταξύ της άμεσης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, το πρότυπο της διακυβέρνησης της Ελβετίας έχει προκαλέσει μια ισχυρή αίσθηση ταύτισης των πολιτών με το πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι δημοσκοπήσεις σπάνια χρησιμοποιούνται ως διαμαρτυρία εναντίον της Βέρνης.
Οπότε, θα πρέπει η υπόλοιπη Ευρώπη να υιοθετήσει το ελβετικό μοντέλο; Για να λειτουργήσει η κυβέρνηση χρειάζεται νομιμοποίηση. Αυτό επιτυγχάνεται με την συμπερίληψη όσων περισσότερων φωνών είναι δυνατόν, και πολιτική αποτελεσματικότητα, η οποία επιτυγχάνεται όταν η κοινή γνώμη εγκρίνει πραγματικά την νομοθεσία. Η Ελβετία παίρνει καλή βαθμολογία στην κλίμακα της αποτελεσματικότητας. Επίσης, πάει αρκετά καλά και στην κλίμακα της νομιμοποίησης. Η πρόσφατη μεταμόρφωση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης με την εισαγωγή των δωρεάν πολιτικών εφημερίδων για τους επιβάτες των μέσων μαζικής μεταφοράς (ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού) και άλλα λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης έχουν οπωσδήποτε επηρεάσει αρνητικά, αλλά η χώρα υποφέρει πολύ λιγότερο από την έλλειψη νομιμοποίησης από ό, τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ορισμένα στοιχεία του ελβετικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Ελβετία είναι συγκριτικά μικρή και αποτελείται από ένα, εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενή πληθυσμό. (Στην πραγματικότητα, έγινε ολοένα και πιο ομοιογενής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, καθώς οι διάφορες θρησκείες και η γαλλική, γερμανική, ιταλική και ελβετική κουλτούρα συγχωνεύθηκαν). Η χώρα κερδίζει περαιτέρω από ιδιαίτερα κερδοφόρα κομμάτια της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η φαρμακευτική βιομηχανία, τα μέταλλα, τα ρολόγια και τα γεωργικά προϊόντα. Χάρη σε αυτές τις βιομηχανίες, χρηματοδοτούνται γενναιόδωρα το κράτος πρόνοιας της χώρας και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απολαμβάνει κανένα από αυτά τα οφέλη. Όμως, η Ελβετία όντως έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες και έναν αστικό - αγροτικό διαχωρισμό σε πολλά πολιτικά ζητήματα, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση και την πολιτιστική πολυμορφία.
Το ελβετικό σύστημα προσφέρει τέσσερα μαθήματα στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Κατ’ αρχάς, «το μικρό είναι όμορφο» (small is beautiful). Η έμφαση της Ελβετίας σε αυτόνομες μικρής κλίμακας διοικητικές οντότητες στα διάφορα καντόνια θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για μια «Ευρώπη των περιφερειών». Ο τρόπος που χειρίζεται η Ελβετία τις τέσσερις γλώσσες και τις αντίστοιχες εθνότητες είναι ένα παράδειγμα ενότητας που επιδιώκει η Ευρώπη της πολυμορφίας. Δεύτερον, οι άμεση και συχνή προσφυγή στην κοινή γνώμη κάνει την κυβέρνηση πιο ευπρόσωπη. Η Ευρώπη πρέπει να βελτιώσει δραματικά τις σχέσεις κυβέρνησης-πολιτών, αν θέλει να αποφύγει την περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τρίτον, η συχνή προσφυγή στους πολίτες δεν κάνει απλώς την κυβέρνηση πιο αποδεκτή, αλλά, επίσης, κάνει τους πολίτες να αισθάνονται πιο υπεύθυνοι για τη λειτουργία της κυβέρνησης και πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε αυτήν. Τέταρτον, η επιτυχία σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο εξαρτάται από το μείγμα της ενσωμάτωσης με την αυτονομία. Η Ελβετία είναι επιτυχής επειδή έχει ενσωματωθεί με την Ευρώπη, αλλά έχει διατηρήσει και την αυτονομία της. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό θα σημαίνει την εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους ένταξης και την αυξημένη αποδοχή ημίμετρων, όπως κάνει η Ελβετία - αν όχι ως μια οριστική λύση, τότε σίγουρα ως ένα βιώσιμο μονοπάτι σε εποχές κρίσης και μετάβασης.
Με άλλα λόγια, η Ελβετία θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τις δυνητικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, τις οποίες πολλοί σχολιαστές, όπως οι θεωρητικοί της πολιτικής Γιούργκεν Χάμπερμας και Ουμπέρτο Έκο και οι πολιτικοί Φρανσουά Ολάντ, Μάριο Μόντι και Άνγκελα Μέρκελ, πιστεύουν ότι είναι αναγκαίες προκειμένου να ξεπεραστεί η Ευρωπαϊκή κρίση. Σε υπερ-εθνικό επίπεδο, το ελβετικό μοντέλο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολιτική ένωση, χωρίς ομογενοποίηση των πολιτισμών, των εθνικών ταυτοτήτων και των νόμων. Η ΕΕ θα μπορούσε να διευθύνεται από ένα συμβούλιο, όπως της Ελβετίας, χωρίς έναν συγκεκριμένο ηγέτη. Αντί να κυβερνάται από καθέδρας - έτη φωτός μακριά από τους Ευρωπαίους πολίτες - οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να φέρνουν όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα σε μια κοινή ψηφοφορία από όλους τους Ευρωπαίους πολίτες και από τα 27 κράτη-μέλη. Τέτοιες ψηφοφορίες θα ενίσχυαν το αίσθημα της κοινότητας, της κοινής μοίρας και της κοινής ταυτότητας. Επίσης, θα βοηθούσαν στη δημιουργία μιας πιο συγκεκριμένης κοινής ιστορικής μνήμης. Αν η σταθερότητα, η ειρήνη και η ευημερία της Ελβετίας είναι ο στόχος, ήρθε η ώρα να βάλει η Ευρώπη στην καρδιά της το μοντέλο αυτής της χώρας.
*Ο ROLAND BENEDIKTER [1] είναι καθηγητής του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Ερευνών για την Διακλαδική Πολιτική Ανάλυσης και Πολιτική Πρόβλεψη στο Κέντρο Orfalea για τις Παγκόσμιες και Διεθνείς Σπουδές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα. Είναι επίσης επιστημονικός ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών Freeman Spogli του πανεπιστημίου Στάνφορντ.
*Ο LUKAS KAELIN [2] είναι επισκέπτης συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Κέντρο του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139142/roland-benedikter-and-luka...
Συνδέσεις:
[1] http://stanford.io/GEC2Tv
[2] http://stanford.io/XkN7SP
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνέδριο ΚΚΕ: Ελευθερία μόνο για τους οπαδούς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ