2013-04-12 15:49:39
Πριν από δύο ημέρες η ΕΚΤ δημοσίευσε την πρώτη της έρευνα για τον πλούτο των νοικοκυριών, η οποία παρήγαγε μερικά εκπληκτικά αποτελέσματα, αν μη τι άλλο ότι η Γερμανία (στα χαρτιά) φαίνεται να έχει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα μέσου πλούτου, χαμηλότερο από εκείνο των χωρών που έχουν δεχθεί διάσωση, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα. Καθώς μάλιστα η στάση των Γερμανών εναντίον των διασώσεων βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αυτού του είδους τα πράγματα μπορεί να είναι κάπως εκρηκτικά από πολιτική σκοπιά, και το συγκεκριμένο καλύφθηκε από το σύνολο του γερμανικού Τύπου.
Αλλά τί γίνεται με την έρευνα αυτή καθαυτή; Είναι αναμφίβολα μια σημαντική προσπάθεια για να αυξηθεί το επίπεδο των στοιχείων σε αυτόν τον τομέα της οικονομίας της ευρωζώνης (πράγμα σημαντικό για τον εντοπισμό μελλοντικών κρίσεων), αλλά η ίδια η έρευνα πάσχει από ορισμένες σοβαρές ατέλειες.
Ήδη έχουν γραφτεί πολλά γι αυτό το θέμα, οπότε δε θα αναμασήσουμε όλα τα επιχειρήματα, αλλά παρακάτω είναι οι βασικές ατέλειες, όπως τις βλέπουμε:
Πολλά από τα δεδομένα προέρχονται από το 2010, με ένα μέρος τους να είναι μέχρι και από το 2008. Το γεγονός αυτό καθιστά τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών δύσκολες (λόγω των στρεβλώσεων από την κρίση), αλλά σημαίνει επίσης ότι η μείωση του πλούτου στις χώρες εκτός πυρήνα της ευρωζώνης, μάλλον δε θα συμπεριλαμβάνεται στα εν λόγω δεδομένα.
Τα νοικοκυριά είναι πολύ μεγαλύτερα στις νότιες χώρες, ιδιαίτερα με περισσότερους εργαζόμενους ενήλικες να ζουν κάτω από την ίδια στέγη.
Η βασική στρέβλωση προέρχεται από την τεράστια διαφορά στην ιδιοκατοίκηση, η οποία φτάνει γύρω στο 80% στις χώρες του Νότου σε σύγκριση με το 44% στη Γερμανία. Όχι μόνον οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν σημαντικά από το 2010 στις νότιες χώρες, αλλά πρόκειται να πέσουν ακόμα πολύ περισσότερο. Το θέμα είναι ότι οι τιμές παραμένουν φουσκωμένες από τo housing bubble (εν μέρει λόγω της ανοχής των τραπεζών και της βραδείας προσαρμογής), πράγμα που σημαίνει ότι ο «πλούτος» που αντιπροσωπεύουν δεν υπάρχει πραγματικά (δείτε περισσότερα για αυτό παρακάτω).
Όπως αποδεικνύουν το Λουξεμβούργο και η Κύπρος, η επιρροή των μεγάλων χρηματοπιστωτικών κλάδων και οι τεράστιες ξένες επενδύσεις μπορούν επίσης να έχουν σημαντικές στρεβλωτικές συνέπειες στους αριθμούς.
Τα διάφορα επίπεδα ανισότητας του πλούτου ανά τις οικονομίες παραποιούν επίσης τα στοιχεία.
Όμως, ακόμη και αφού έχουν ληφθεί υπόψη αυτά τα σημεία, κάποιοι έχουν υποστηρίξει πως η έρευνα αυτή αποδεικνύει ότι υπάρχει τεράστιος πλούτος στις χώρες του Νότου και ότι επομένως δε θα πρέπει να λαμβάνουν διασώσεις.
Γιατί, λοιπόν, δεν μπορεί αυτός ο «πλούτος» των νοτίων οικονομιών απλώς να αξιοποιηθεί για να βοηθήσει τη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα; Λοιπόν, μπορεί να μην είναι τόσο απλό.
Σκεφτείτε τα παρακάτω:
Έστω ότι μια κυβέρνηση αποφασίζει ότι θέλει να αξιοποιήσει τον «πλούτο» των πολιτών της. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου βρίσκεται στην ιδιοκατοίκηση, ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν ένας φόρος ακινήτων στην αντικειμενική αξία των σπιτιών (πράγμα που θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία ως φόρος περιουσίας), ας πούμε για χάρη του παραδείγματος περίπου 5%.
Η κυβέρνηση καθιερώνει το φόρο, αλλά οι άνθρωποι δυσκολεύονται να τον πληρώσουν, διότι, όπως έδειξε και η δημοσκόπηση, παρά τον υψηλό «πλούτο», έχουν πρόβλημα με τα έσοδα και τις ταμειακές ροές. Πολλά νοικοκυριά είναι επίσης υπερχρεωμένα και με αρνητικό υπόλοιπο στα στεγαστικά τους.
Οι άνθρωποι σε όλη τη χώρα σπεύδουν να πουλήσουν τα σπίτια τους για να αποφύγουν τις επιπτώσεις του φόρου. Υπάρχει ελάχιστη νέα ζήτηση (οι αλλοδαποί σίγουρα δε θα θέλουν να επενδύσουν), επομένως η μεγάλη προσφορά μπορεί να κάνει τις αντικειμενικές αξίες να πέσουν δραματικά.
Ο φόρος αποτυγχάνει αμέσως να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, αλλά οι έμμεσες επιπτώσεις είναι ακόμα χειρότερες. Πολλοί άνθρωποι ωθούνται στη χρεοκοπία και αθετούν τις πληρωμές στα στεγαστικά, καθώς και σε άλλα δάνεια.
Οι εγχώριες τράπεζες (μεγάλες σε πολλές από αυτές τις χώρες) πλήττονται σκληρά από αυτά τα γεγονότα και βλέπουν τις απώλειές τους να πολλαπλασιάζονται. Μειώνουν το δανεισμό περαιτέρω, βλάπτοντας την οικονομική ανάπτυξη και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να απολύσουν περισσότερους εργαζομένους.
Ορισμένες τράπεζες μπορεί να χρειαστούν ακόμη και ανακεφαλαιοποίηση, κάτι το οποίο η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να εγκρίνει και μπορεί να την σπρώξει να κάνει ένα αίτημα διάσωσης (αυτό ακριβώς που προσπαθούμε να αποφύγουμε εξ αρχής).
Η επιπρόσθετη αβεβαιότητα και οι υφεσιακές οικονομικές προοπτικές αυξάνουν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου.
Βεβαίως, αυτό είναι ένα ακραίο σενάριο (επίσης μπορούμε να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητά του εάν το εφαρμόσουμε υποθετικά σε μια χώρα όπως η Ισπανία). Αλλά χρησιμεύει για να τονίσει το ότι μεγάλο μέρος αυτού του «πλούτου» έχει παραμείνει από την προηγούμενη έκρηξη στην αγορά ακινήτων. Αυτό είναι σαφές εδώ και καιρό σε πολλούς, συμπεριλαμβανομένων και ημών, οι οποίοι έχουν προβλέψει ότι οι τιμές των κατοικιών θα μειωθούν περαιτέρω σε χώρες όπως η Ισπανία (κάτι που δήλωσε επίσης η ίδια η Κομισιόν στην έκθεσή της για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες), διαβρώνοντας έτσι τον πλούτο αυτό. Η αξιοποίηση του «πλούτου» αυτού είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι όταν προσπαθείς να τον πιάσεις, αυτός εξατμίζεται.
Το ότι οι τράπεζες σε πολλές από αυτές τις χώρες έχουν πιέσει την ανοχή (καθυστερώντας τις κατασχέσεις) αποτελεί περαιτέρω απόδειξη πως αν αυτός ο πλούτος υπήρχε στην αγορά ακινήτων, τότε σίγουρα θα ήταν καλύτερα να είχαν υποχρεώσει σε κατάσχεση των περιουσιακών αυτών στοιχείων (ομολογουμένως θα υπήρχαν κάποια νομικά ζητήματα, αλλά η ευρεία ιδέα στέκει). Επιπλέον, οι πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα μοιάζουν να είναι μεγάλες πηγές εσόδων στα χαρτιά, αλλά στην πράξη έχουν περιορισμένη επιτυχία, εν μέρει λόγω της έλλειψης ζήτησης.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κατά των διασώσεων που χρηματοδοτούνται από φορολογούμενους -ο ηθικός κίνδυνος, η πολιτική διαίρεση, τα προβλήματα βιωσιμότητας του χρέους, η αναποτελεσματικότητα και η αδικία (για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά)- χωρίς να υπερεκτιμούμε το περιεχόμενο αυτής της έρευνας.
Πηγή:www.capital.gr
Αλλά τί γίνεται με την έρευνα αυτή καθαυτή; Είναι αναμφίβολα μια σημαντική προσπάθεια για να αυξηθεί το επίπεδο των στοιχείων σε αυτόν τον τομέα της οικονομίας της ευρωζώνης (πράγμα σημαντικό για τον εντοπισμό μελλοντικών κρίσεων), αλλά η ίδια η έρευνα πάσχει από ορισμένες σοβαρές ατέλειες.
Ήδη έχουν γραφτεί πολλά γι αυτό το θέμα, οπότε δε θα αναμασήσουμε όλα τα επιχειρήματα, αλλά παρακάτω είναι οι βασικές ατέλειες, όπως τις βλέπουμε:
Πολλά από τα δεδομένα προέρχονται από το 2010, με ένα μέρος τους να είναι μέχρι και από το 2008. Το γεγονός αυτό καθιστά τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών δύσκολες (λόγω των στρεβλώσεων από την κρίση), αλλά σημαίνει επίσης ότι η μείωση του πλούτου στις χώρες εκτός πυρήνα της ευρωζώνης, μάλλον δε θα συμπεριλαμβάνεται στα εν λόγω δεδομένα.
Τα νοικοκυριά είναι πολύ μεγαλύτερα στις νότιες χώρες, ιδιαίτερα με περισσότερους εργαζόμενους ενήλικες να ζουν κάτω από την ίδια στέγη.
Η βασική στρέβλωση προέρχεται από την τεράστια διαφορά στην ιδιοκατοίκηση, η οποία φτάνει γύρω στο 80% στις χώρες του Νότου σε σύγκριση με το 44% στη Γερμανία. Όχι μόνον οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν σημαντικά από το 2010 στις νότιες χώρες, αλλά πρόκειται να πέσουν ακόμα πολύ περισσότερο. Το θέμα είναι ότι οι τιμές παραμένουν φουσκωμένες από τo housing bubble (εν μέρει λόγω της ανοχής των τραπεζών και της βραδείας προσαρμογής), πράγμα που σημαίνει ότι ο «πλούτος» που αντιπροσωπεύουν δεν υπάρχει πραγματικά (δείτε περισσότερα για αυτό παρακάτω).
Όπως αποδεικνύουν το Λουξεμβούργο και η Κύπρος, η επιρροή των μεγάλων χρηματοπιστωτικών κλάδων και οι τεράστιες ξένες επενδύσεις μπορούν επίσης να έχουν σημαντικές στρεβλωτικές συνέπειες στους αριθμούς.
Τα διάφορα επίπεδα ανισότητας του πλούτου ανά τις οικονομίες παραποιούν επίσης τα στοιχεία.
Όμως, ακόμη και αφού έχουν ληφθεί υπόψη αυτά τα σημεία, κάποιοι έχουν υποστηρίξει πως η έρευνα αυτή αποδεικνύει ότι υπάρχει τεράστιος πλούτος στις χώρες του Νότου και ότι επομένως δε θα πρέπει να λαμβάνουν διασώσεις.
Γιατί, λοιπόν, δεν μπορεί αυτός ο «πλούτος» των νοτίων οικονομιών απλώς να αξιοποιηθεί για να βοηθήσει τη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα; Λοιπόν, μπορεί να μην είναι τόσο απλό.
Σκεφτείτε τα παρακάτω:
Έστω ότι μια κυβέρνηση αποφασίζει ότι θέλει να αξιοποιήσει τον «πλούτο» των πολιτών της. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλούτου βρίσκεται στην ιδιοκατοίκηση, ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν ένας φόρος ακινήτων στην αντικειμενική αξία των σπιτιών (πράγμα που θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία ως φόρος περιουσίας), ας πούμε για χάρη του παραδείγματος περίπου 5%.
Η κυβέρνηση καθιερώνει το φόρο, αλλά οι άνθρωποι δυσκολεύονται να τον πληρώσουν, διότι, όπως έδειξε και η δημοσκόπηση, παρά τον υψηλό «πλούτο», έχουν πρόβλημα με τα έσοδα και τις ταμειακές ροές. Πολλά νοικοκυριά είναι επίσης υπερχρεωμένα και με αρνητικό υπόλοιπο στα στεγαστικά τους.
Οι άνθρωποι σε όλη τη χώρα σπεύδουν να πουλήσουν τα σπίτια τους για να αποφύγουν τις επιπτώσεις του φόρου. Υπάρχει ελάχιστη νέα ζήτηση (οι αλλοδαποί σίγουρα δε θα θέλουν να επενδύσουν), επομένως η μεγάλη προσφορά μπορεί να κάνει τις αντικειμενικές αξίες να πέσουν δραματικά.
Ο φόρος αποτυγχάνει αμέσως να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, αλλά οι έμμεσες επιπτώσεις είναι ακόμα χειρότερες. Πολλοί άνθρωποι ωθούνται στη χρεοκοπία και αθετούν τις πληρωμές στα στεγαστικά, καθώς και σε άλλα δάνεια.
Οι εγχώριες τράπεζες (μεγάλες σε πολλές από αυτές τις χώρες) πλήττονται σκληρά από αυτά τα γεγονότα και βλέπουν τις απώλειές τους να πολλαπλασιάζονται. Μειώνουν το δανεισμό περαιτέρω, βλάπτοντας την οικονομική ανάπτυξη και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να απολύσουν περισσότερους εργαζομένους.
Ορισμένες τράπεζες μπορεί να χρειαστούν ακόμη και ανακεφαλαιοποίηση, κάτι το οποίο η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να εγκρίνει και μπορεί να την σπρώξει να κάνει ένα αίτημα διάσωσης (αυτό ακριβώς που προσπαθούμε να αποφύγουμε εξ αρχής).
Η επιπρόσθετη αβεβαιότητα και οι υφεσιακές οικονομικές προοπτικές αυξάνουν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου.
Βεβαίως, αυτό είναι ένα ακραίο σενάριο (επίσης μπορούμε να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητά του εάν το εφαρμόσουμε υποθετικά σε μια χώρα όπως η Ισπανία). Αλλά χρησιμεύει για να τονίσει το ότι μεγάλο μέρος αυτού του «πλούτου» έχει παραμείνει από την προηγούμενη έκρηξη στην αγορά ακινήτων. Αυτό είναι σαφές εδώ και καιρό σε πολλούς, συμπεριλαμβανομένων και ημών, οι οποίοι έχουν προβλέψει ότι οι τιμές των κατοικιών θα μειωθούν περαιτέρω σε χώρες όπως η Ισπανία (κάτι που δήλωσε επίσης η ίδια η Κομισιόν στην έκθεσή της για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες), διαβρώνοντας έτσι τον πλούτο αυτό. Η αξιοποίηση του «πλούτου» αυτού είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι όταν προσπαθείς να τον πιάσεις, αυτός εξατμίζεται.
Το ότι οι τράπεζες σε πολλές από αυτές τις χώρες έχουν πιέσει την ανοχή (καθυστερώντας τις κατασχέσεις) αποτελεί περαιτέρω απόδειξη πως αν αυτός ο πλούτος υπήρχε στην αγορά ακινήτων, τότε σίγουρα θα ήταν καλύτερα να είχαν υποχρεώσει σε κατάσχεση των περιουσιακών αυτών στοιχείων (ομολογουμένως θα υπήρχαν κάποια νομικά ζητήματα, αλλά η ευρεία ιδέα στέκει). Επιπλέον, οι πωλήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα μοιάζουν να είναι μεγάλες πηγές εσόδων στα χαρτιά, αλλά στην πράξη έχουν περιορισμένη επιτυχία, εν μέρει λόγω της έλλειψης ζήτησης.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κατά των διασώσεων που χρηματοδοτούνται από φορολογούμενους -ο ηθικός κίνδυνος, η πολιτική διαίρεση, τα προβλήματα βιωσιμότητας του χρέους, η αναποτελεσματικότητα και η αδικία (για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά)- χωρίς να υπερεκτιμούμε το περιεχόμενο αυτής της έρευνας.
Πηγή:www.capital.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ελληνικά δημοφιλή θέματα υποστηρίζει πλέον το Twitter
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αιματοβάφτηκε η … «ερωτεύσιμη» Ασκληπιού στα Τρίκαλα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ