2013-04-22 04:31:02
Αρχές της δεκαετίας του ’80 ο δεκαπεντάχρονος Ανδρέας Παΐζης, ένας ήσυχος, χαμηλών τόνων μαθητής του 3ου Γυμνασίου Πατρών ξεκινά πυγμαχία στην ΕΑΠ. Εικοσιπέντε χρόνια μετά πέφτει νεκρός, μέρα μεσημέρι στην Τριών Ναυάρχων, με δεκατρείς σφαίρες.
Πρωτόδικα το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Παΐζης έπεσε νεκρός από το χέρι ενός άλλου μεγάλου αστεριού της ελληνικής πυγμαχίας, του Γρηγόρη Κατσώνη. Στο δεύτερο βαθμό ήρθε η αθώωσή του.
Μεσολάβησε μια κινηματογραφική ιστορία με νονούς της νύχτας, μαχαιρώματα, εκβιασμούς, προστασία μαγαζιών, εκμετάλλευση γυναικών, μπράβους και διακίνηση ναρκωτικών.
Όλα αυτά συζητούσαν τότε οι Πατρινοί, και όλα αυτά συμπεριλαμβάνονταν στα δημοσιεύματα του τοπικού και του αθηναϊκού Τύπου.
Η Πάτρα είχε γίνει πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία που θύμιζε κόζα νόστρα και η νύχτα της φαινόταν πως δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΪΖΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΦΙΛΗΣΥΧΟ ΠΑΙΔΙ
Οι συμμαθητές του Ανδρέα Παΐζη θυμούνται μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που προέκυψε μέσα από τα ρεπορτάζ και από τις μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της νύχτας.
Πολύ πριν ο Ανδρέας Παΐζης αποκτήσει το ψευδώνυμο «λιοντάρι», ήταν ένας μάλλον μέτριος αλλά όχι αδιάφορος μαθητής. Ένα ήσυχο παιδί, που σύχναζε στην πλατεία Ομονοίας και περνούσε απαρατήρητος. Έμενε κοντά στα Ψηλαλώνια (στην οδό Σισίνη) και είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στην πυγμαχία.
«Ήταν το 1984 στις παλιές εγκαταστάσεις της ΕΑΠ (Ένωση Αθλοπαιδιών Πατρών). Ένας 17χρονος πυγμάχος, ψηλός περίπου 1,85, με μαύρα μαλλιά και χαρακτηριστικά λευκό πρόσωπο, έδινε εντολές στους συναθλητές του να του πηγαίνουν μπροστά του... τα λιγοστά όργανα γυμναστικής» λέει για τον Παΐζη η εφημερίδα Έθνος στις 23 Μαρτίου 2007 σε ρεπορτάζ με τίτλο: ο «αρχιπυγμάχος» και τα «πυγμαχάκια» στο ρινγκ της νύχτας.
«Ήταν από τους δεκάδες πυγμάχους με τους οποίους η ΕΑΠ τροφοδοτούσε τις εθνικές ομάδες όλων των κατηγοριών στην πυγμαχία και οι οποίοι στέφονταν με αρκετή άνεση πρωταθλητές».
Στον Παΐζη, άρεσε πολύ η πυγμαχία σαν άθλημα, έκανε μανιωδώς προπόνηση, είχε καλές επιδόσεις σε αγώνες και λόγω συμμετοχής στην Εθνική Ομάδα Πυγμαχίας (πρωταθλητής και βαλκανιονίκης) πέρασε στη Γυμναστική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις.
Πτυχίο δεν πήρε ποτέ, αλλά ως φοιτητής πια στην Αθήνα, αρχίζει να κάνει παρέα με άλλους πυγμάχους, κάποιοι από τους οποίους συνδέονταν με μεγάλα ονόματα της αθηναϊκής νύχτας.
Ο Παΐζης ήταν μέχρι τότε ένα φιλήσυχο παιδί που όπως λένε όσοι τον γνώριζαν, έβαζε τη μάνα του πάνω απ’ όλα και ήταν και ολίγον προληπτικός.
Η νύχτα όμως είναι κακός σύμβουλος και ο Παΐζης φέρεται να ήθελε να είναι πρωταγωνιστής.
Φίλοι του της εποχής εκείνης, θυμούνται ότι στα πρώτα του βήματα στο χώρο αναζητούσε μανιωδώς τρόπο να κάνει γνωστό το όνομά του στη νύχτα. Και τελικά τα κατάφερε.
Η ΑΘΗΝΑ, Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
«Στην Αθήνα γνωρίστηκε με έναν από τους πλέον γνωστούς μπράβους της νύχτας, ο οποίος για να συντηρείται, φέρεται να του «παραχώρησε!» μια γυναίκα την οποία εξέδιδε για να τα βγάζει πέρα. Σιγά - σιγά εντάσσεται στην ομάδα προστασίας φοιτώντας δίπλα σε σκληρούς μπράβους. Στη συνέχεια ο «προστάτης του» τον έστειλε στην Πάτρα με σκοπό να οργανώσει τη νύχτα».
Στην Πάτρα έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
«Μέχρι τότε η προστασία ήταν κάτι το άγνωστο στην περιοχή. Ο Παΐζης γνωρίζοντας καλά το χώρο των πυγμάχων επέλεξε από αυτόν τους συνεργάτες του και αφού τους εκπαίδευσε κατάλληλα άρχισε βήμα - βήμα να οργανώνει και να επεκτείνει τη δράση του».
Μέλη της ομάδας που κατηγορήθηκε για συμμετοχή στα κυκλώματα της νύχτας εργάζονται ως πορτιέρηδες σε πασίγνωστα μαγαζιά της Πάτρας.
Πρόσωπα που σήμερα βρίσκονται πίσω από τα σίδερα της φυλακής, ήταν γνωστές φυσιογνωμίες και στη λεγόμενη καλή κοινωνία της Πάτρας, που την υποδέχονταν ως πορτιέρηδες στα πιο σικ μαγαζιά της εποχής.
«Δίπλα του στενοί του συνεργάτες ήταν συναθλητές του, οι οποίοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά. Από το 1992 και μετά, κάτω από τη μύτη της αστυνομίας η ομάδα Παΐζη εκβιάζει και παρέχει προστασία στην αρχή σε κέντρα διασκέδασης, στη συνέχεια σε λέσχες και σε μπαρ. Κάποιοι τότε υπολόγιζαν ότι εισέπραττε, το μήνα, περίπου 12 εκατομμύρια δραχμές. Ο ίδιος ο Παΐζης ανοίγει λέσχη και παράλληλα ασκεί υψηλή εποπτεία στην ομάδα, η οποία παρά τις γκρίνιες για τη μοιρασιά παραμένει ενιαία. Ο αρχηγός, άτομο ήρεμο και με έντονη προσωπικότητα, είχε καταγράψει τις …αδυναμίες οικονομικών παραγόντων της Πάτρας (γυναίκες, ουσίες) και είχε καταφέρει να τους τις ικανοποιεί αποκτώντας έτσι ισχυρές προσβάσεις. Στη συνέχεια ήρθαν τα ακριβά αυτοκίνητα, η χλιδή, ενώ στην ομάδα του προστέθηκαν και άλλοι νεαροί πυγμάχοι, όλοι από την περιοχή».
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ, Ο ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ
Δίπλα του όπως λένε μάρτυρες και υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας, είναι όλοι οι καταδικασθέντες σε πρώτο βαθμό. Όλοι σχεδόν είχαν κι από ένα ψευδώνυμο. Ο «Λούκυ Λουκ», ο «Αυτιάς», ο «Λουδοβίκος» ο «Σφίχτης» Ο Παΐζης φέρεται να ήταν το «Λιοντάρι», και το ψευδώνυμό του αντικατόπτριζε την αρχηγική του θέση. Αυτός ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Κρατούσε τις ισορροπίες, ήξερε να μην προκαλεί, είχε αρχηγικό προφίλ, έντονη προσωπικότητα, ηρεμία και ψυχραιμία στον τρόπο αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων. Έχαιρε σεβασμού.
Ο Παΐζης πέραν όλων των άλλων λέγεται ότι διατηρούσε το δικό του κώδικα τιμής και ηθικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας αλλοδαπός δεν εισχώρησε ποτέ στην ομάδα.
«Αυτό που πουλούσε η ομάδα ήταν καταρχήν προστασία. Από τα μπουζούκια μέχρι τα περίπτερα» μας λέει υψηλόβαθμος αστυνομικός. «Η αρχική προσέγγιση των επιχειρηματιών ήταν μετριοπαθής. Έθεταν το ζήτημα της προστασίας απέναντι σε ταραξίες, ανταγωνιστές, και ανήσυχους πελάτες, με εβδομαδιαίο τίμημα. Εάν δεν πείθονταν, κάποιο χαμηλόβαθμο στέλεχος της ομάδας αναλάμβανε να τους συνετίσει. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις νυχτερινών επιχειρηματιών που τα αυτοκίνητά τους κάηκαν ολοσχερώς, είτε υπέστησαν ζημιές με διαβρωτικά, ή στην πιο απλή περίπτωση βρέθηκαν με σκισμένα λάστιχα».
Μια άλλη μέθοδος που φέρεται σύμφωνα με την αστυνομία να ακολουθούνταν ήταν το παραλυτικό αέριο, ειδικά σε μέρες όπως το Σάββατο που τα μαγαζιά ήταν γεμάτα. «Μέσα σε δευτερόλεπτα τα κλαμπ άδειαζαν από τον κόσμο που έβγαινε έξω για να πάρει αέρα».
Γρήγορα ο έλεγχος επεκτάθηκε και στον παράνομο τζόγο, ηλεκτρονικό και μη.
Οποιαδήποτε μπαρμπουτιέρα ή λέσχη υπήρχε στην Πάτρα λειτουργούσε μόνο αφού είχε πάρει άδεια από το κύκλωμα. Υπάρχουν καταγεγραμμένες από την αστυνομία περιπτώσεις ιδιοκτητών λεσχών που υπέστησαν ξυλοδαρμούς και δέχονταν συνεχόμενες απειλές.
Εκείνη την εποχή της μεγάλης δύναμης στη νύχτα, λέγεται ότι άρχισαν και οι πρώτες έριδες, οι αποσχιστικές τάσεις στην ομάδα.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΧΗ
Μέχρι τότε τα μέλη της έπαιρναν «μεροκάματο», αλλά όπως λένε ο προστατευόμενος μάρτυρας και υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας, ο Δημήτρης Περσάνης, διεκδίκησε μερίδιο της αγοράς.
Η διάσπαση είχε αρχίσει και μαζί της οι συμπλοκές ένθεν κακείθεν. Οι πυροβολισμοί έξω από γνωστό κλαμπ στο Ρίο το καλοκαίρι του 2006 και οι μαχαιριές τον Μάιο του 2004 έξω από επίσης γνωστό κλαμπ της Πάτρας ήταν κάποια μόνο από τα περιστατικά που έγιναν πρωτοσέλιδα στον τοπικό Τύπο.
Τέλη του 2004 με αρχές του 2005, σύμφωνα με τον προστατευόμενο μάρτυρα, ο Ανδρέας Παΐζης καλεί στο σπίτι του τον Δημήτρη Περσάνη που ηγείτο της ομάδας που αποσχίστηκε και μέλος της οποίας φέρεται πως ήταν και ο Κατσώνης. Εκεί ο Παΐζης φέρεται να τους έκανε την περίφημη ανάλυση περί κανόνων συμπεριφοράς, να τους είπε για το δρόμο της νύχτας που δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, για τους κανόνες και την πειθαρχία που απαιτείται, την υποταγή στον ηγέτη και ότι στο εξής δεν θα γίνεται καμία ενέργεια χωρίς δική του έγκριση.
Ο Παΐζης φέρεται να ήταν αμετακίνητος. Αυτός θα είχε τον έλεγχο της αγοράς. Τότε βρέθηκε η λύση, λέει ο προστατευόμενος μάρτυρας: Η δολοφονία.
Ο δολοφόνος προμηθεύτηκε ένα υποπολυβόλο τύπου Σκόρπιον από την Αθήνα. Έπειτα από πολύμηνους σχεδιασμούς, χρονομετρήσεις και διερεύνηση όλων των πιθανών ενδεχομένων, στις 14 Απριλίου του 2005 ο δράστης φορώντας περούκα, ψεύτικο μουστάκι, σκούρα γυαλιά ηλίου και ένα σακίδιο τύπου λαπ τοπ στην πλάτη του, περίμενε τον Ανδρέα Παΐζη έξω από τη λέσχη του στην Τριών Ναυάρχων.
Ο Ανδρέας Παΐζης σπάνια κυκλοφορούσε μέρα τα τελευταία χρόνια. Έφτασε στη Λέσχη έπειτα από τηλεφώνημα γνωστού του που του είπε ότι θα του έφερνε κάποια χρήματα. Είπε στη γυναίκα του πως δεν θα αργήσει και έφυγε. Ο μυστηριώδης άνδρας - που εκτιμάται ότι ήταν γνωστός του για να τον πείσει να βγει μέρα - τον πλησίασε και τον πυροβόλησε δεκατρείς φορές. Λέγεται ότι όταν είδε ο Παΐζης το όπλο, χλεύασε «τι είναι αυτό ρε;». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις.
Στο πάνω μέρος της Τριών Ναυάρχων, σύμφωνα με την αστυνομία, τον περίμεναν τρία άτομα, δυο άνδρες και μια γυναίκα οι οποίοι επόπτευαν την περιοχή.
Ο δράστης έφυγε πεζός, αφήνοντας πίσω του το μυστήριο.
Είχε προηγηθεί άλλη μια απόπειρα δολοφονίας του Παΐζη λίγες μέρες νωρίτερα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, λόγω εξωγενών παραγόντων.
Ο προστατευόμενος μάρτυρας κατονομάζει ως δολοφόνο τον Κατσώνη ο οποίος - όπως λέει - δεν εμφανίστηκε στην Πάτρα για τον επόμενο ένα χρόνο και φιλοξενήθηκε σε σπίτι φίλου του πυροσβέστη στην Κινέτα. Τότε, λέει, άρχισαν οι απειλές. Δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους στα χρήματα. Απειλείτο νέο ξεκαθάρισμα.
Θεωρώντας ότι αυτός είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της ιστορίας και ότι τον έχουν στοχοποιήσει ως ρουφιάνο, με αποτέλεσμα να σχεδιάζεται η δολοφονία του, ο νεαρός μάρτυρας αποφασίζει να πηδήσει από τον τρίτο όροφο του σπιτιού της Κινέτας και να πάει στο Διακοπτό, όπου και γνωρίζει έναν υπαστυνόμο.
Του ζητάει να του συστήσει έναν έμπιστο αστυνομικό για να μιλήσει. Ο υπαστυνόμος τον στέλνει στον Θανάση Νταβλούρο, στον οποίο εξιστορεί με λεπτομέρειες όλες τις δραστηριότητες της ομάδας.
Μεταξύ άλλων του λέει για τις ανταλλαγές πυροβολισμών το Φεβρουάριο του 2000 στην οδό Ομήρου στην Αρόη, για τα επεισόδια σε κλαμπ της Πλαζ, τους πυροβολισμούς ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες τον Ιούνιο του 2006, τον ξυλοδαρμό γνωστού επιχειρηματία της νύχτας στην παραλία Πατρών, αλλά και τους πυροβολισμούς τον Δεκέμβριο του 2006.
ΟΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΩΝ
Μετά τη δολοφονία του Ανδρέα Παΐζη η αρχική ομάδα φέρεται να διασπάστηκε σε τέσσερις υποομάδες, ενώ ήρθαν για βοήθεια και μπράβοι από την Αθήνα. Τα πράγματα λέγεται ότι χόντρυναν ακόμη περισσότερο, οι εκβιασμοί έφτασαν μέχρι και σε καφετέριες.
Επιχειρηματίας μιλώντας στο «Best» εξηγεί ότι το πρόβλημα δεν ήταν τόσο το χρηματικό αντίτιμο όσο το ότι μπράβοι εμφανίζονταν στο μαγαζί του Σάββατο βράδυ «έχοντας κοπιάρει ύφος αλά Ντον Κορλεόνε, κερνούσαν όποιο τραπέζι ήθελαν και έκαναν τσαμπουκάδες επειδή κάποιος κοίταξε την κοπέλα που συνόδευαν. Εξυπακούεται ότι δεν πλήρωναν ποτέ και πουθενά, ενώ εισέπρατταν από 600 έως 3.000 ευρώ από κάθε μαγαζί».
Υπήρχε βέβαια και η άλλη πλευρά των επιχειρηματιών που όχι μόνο πλήρωναν αλλά έκαναν και παρέα με τους νονούς.
Το Best έχει στην διάθεσή του τον κατάλογο με τα μαγαζιά που εκβιάζονταν, ανάμεσά τους και κάποια από τα πιο γνωστά, δημοφιλή και αξιοπρεπή της Πάτρας.
Έπειτα από την κατάθεση του προστατευόμενου μάρτυρα και την έρευνα της αστυνομίας ήρθε και κατάθεση δεύτερου μάρτυρα, ο οποίος ωστόσο ανακάλεσε λίγο αργότερα.
Στην Πάτρα έρχεται κλιμάκιο από την Αθήνα και στις 16 Μαρτίου 2007 γίνεται το «ντου» από τις αστυνομικές αρχές. Κατά τη διάρκεια των ερευνών με βούλευμα δόθηκε άδεια για χρήση τεχνικών μέσων παρακολούθησης. Σε πρώτη φάση συνελήφθησαν 12 άτομα και στη συνέχεια δημιουργήθηκε δικογραφία για άλλα 14.
Από τα 28 άτομα οι 2 μάρτυρες έκαναν χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και απηλλάγησαν των κατηγοριών, 24 δικάστηκαν και οι 19 καταδικάστηκαν. Ο Γρηγόρης Κατσώνης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν ποινές που ξεπέρασαν συνολικά τα 200 χρόνια, παρά το γεγονός ότι οι καταστηματάρχες στην πλειοψηφία τους άλλαξαν τις αρχικές καταθέσεις τους και παρά την πρόταση του εισαγγελέα που ήταν πιο επιεικής από τις τελικές ποινές.
'Η ΑΘΩΩΣΗ
Το δρόμο προς την ελευθερία σηματοδότησε η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πάτρας, για τους κατηγορουμένους που κρίθηκαν από το Δικαστήριο ένοχοι για συμμετοχή στα κυκλώματα της νύχτας. Η ανακοίνωση των ποινών της δίκης στο δεύτερο βαθμό έγινε δεκτή με χαμόγελα ικανοποίησης, από τους ίδιους τους κατηγορύμενους, τους συγγενείς και φίλους που είχαν κατακλύσει την αίθουσα του Δικαστηρίου και από τους συνηγόρους υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο επέδειξε επιείκια και επέβαλε στους κατηγορουμένους το ελάχιστο των προβλεπόμενων ποινών για τα αδικήματα της σύστασης συμμορίας και του εκβιασμού που κρίθηκαν ένοχοι. Μάλιστα, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου με την ολοκλήρωση της ανακοίνωσης των ποινών και απευθυνόμενος προς τους κατηγορούμενους δήλωσε πως ελπίζει να εκτιμηθεί η επιείκια που επέδεξε και τους προέτρεψε να κοιτάξουν τη ζωή τους και να φτιάξουν το μέλλον τους.
Στους πέντε ενόχους επεβλήθηκαν ποινές κάθειρξης από 6 μέχρι και 8 έτη, ενώ στους υπόλοιπους ποινές φυλάκισης από πέντε μήνες έως και 6 έτη. Ωστόσο, επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονταν ήδη στις φυλακές, είχαν εκτίσει τις ποινές τους, αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης αμέσως μετά τη δίκη σε δηλώσεις τους, υπογράμμισαν ότι με την απόφαση αποκαθίσταται το δίκαιο. Μάλιστα, επέρριψαν ευθύνες στον τρόπο με τον οποίο η Αστυνομία, στοιχειοθήτησε την υπόθεση, κάνοντας λόγο για κατασκευασμένους μάρτυρες και σκευωρία που κατέπεσε στο Δικαστήριο.
Μετά την απαλλαγή των κατηγορουμένων επανήλθε το ερώτημα: Ποιός έκανε τη δολοφονία; Ποιός είναι ο δολοφόνος που κυκλοφορεί ελεύθερος;
Αναδημοσίευση από το περιοδικό BEST
xespao
Πρωτόδικα το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Παΐζης έπεσε νεκρός από το χέρι ενός άλλου μεγάλου αστεριού της ελληνικής πυγμαχίας, του Γρηγόρη Κατσώνη. Στο δεύτερο βαθμό ήρθε η αθώωσή του.
Μεσολάβησε μια κινηματογραφική ιστορία με νονούς της νύχτας, μαχαιρώματα, εκβιασμούς, προστασία μαγαζιών, εκμετάλλευση γυναικών, μπράβους και διακίνηση ναρκωτικών.
Όλα αυτά συζητούσαν τότε οι Πατρινοί, και όλα αυτά συμπεριλαμβάνονταν στα δημοσιεύματα του τοπικού και του αθηναϊκού Τύπου.
Η Πάτρα είχε γίνει πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία που θύμιζε κόζα νόστρα και η νύχτα της φαινόταν πως δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΪΖΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΦΙΛΗΣΥΧΟ ΠΑΙΔΙ
Οι συμμαθητές του Ανδρέα Παΐζη θυμούνται μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που προέκυψε μέσα από τα ρεπορτάζ και από τις μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της νύχτας.
Πολύ πριν ο Ανδρέας Παΐζης αποκτήσει το ψευδώνυμο «λιοντάρι», ήταν ένας μάλλον μέτριος αλλά όχι αδιάφορος μαθητής. Ένα ήσυχο παιδί, που σύχναζε στην πλατεία Ομονοίας και περνούσε απαρατήρητος. Έμενε κοντά στα Ψηλαλώνια (στην οδό Σισίνη) και είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στην πυγμαχία.
«Ήταν το 1984 στις παλιές εγκαταστάσεις της ΕΑΠ (Ένωση Αθλοπαιδιών Πατρών). Ένας 17χρονος πυγμάχος, ψηλός περίπου 1,85, με μαύρα μαλλιά και χαρακτηριστικά λευκό πρόσωπο, έδινε εντολές στους συναθλητές του να του πηγαίνουν μπροστά του... τα λιγοστά όργανα γυμναστικής» λέει για τον Παΐζη η εφημερίδα Έθνος στις 23 Μαρτίου 2007 σε ρεπορτάζ με τίτλο: ο «αρχιπυγμάχος» και τα «πυγμαχάκια» στο ρινγκ της νύχτας.
«Ήταν από τους δεκάδες πυγμάχους με τους οποίους η ΕΑΠ τροφοδοτούσε τις εθνικές ομάδες όλων των κατηγοριών στην πυγμαχία και οι οποίοι στέφονταν με αρκετή άνεση πρωταθλητές».
Στον Παΐζη, άρεσε πολύ η πυγμαχία σαν άθλημα, έκανε μανιωδώς προπόνηση, είχε καλές επιδόσεις σε αγώνες και λόγω συμμετοχής στην Εθνική Ομάδα Πυγμαχίας (πρωταθλητής και βαλκανιονίκης) πέρασε στη Γυμναστική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις.
Πτυχίο δεν πήρε ποτέ, αλλά ως φοιτητής πια στην Αθήνα, αρχίζει να κάνει παρέα με άλλους πυγμάχους, κάποιοι από τους οποίους συνδέονταν με μεγάλα ονόματα της αθηναϊκής νύχτας.
Ο Παΐζης ήταν μέχρι τότε ένα φιλήσυχο παιδί που όπως λένε όσοι τον γνώριζαν, έβαζε τη μάνα του πάνω απ’ όλα και ήταν και ολίγον προληπτικός.
Η νύχτα όμως είναι κακός σύμβουλος και ο Παΐζης φέρεται να ήθελε να είναι πρωταγωνιστής.
Φίλοι του της εποχής εκείνης, θυμούνται ότι στα πρώτα του βήματα στο χώρο αναζητούσε μανιωδώς τρόπο να κάνει γνωστό το όνομά του στη νύχτα. Και τελικά τα κατάφερε.
Η ΑΘΗΝΑ, Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
«Στην Αθήνα γνωρίστηκε με έναν από τους πλέον γνωστούς μπράβους της νύχτας, ο οποίος για να συντηρείται, φέρεται να του «παραχώρησε!» μια γυναίκα την οποία εξέδιδε για να τα βγάζει πέρα. Σιγά - σιγά εντάσσεται στην ομάδα προστασίας φοιτώντας δίπλα σε σκληρούς μπράβους. Στη συνέχεια ο «προστάτης του» τον έστειλε στην Πάτρα με σκοπό να οργανώσει τη νύχτα».
Στην Πάτρα έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
«Μέχρι τότε η προστασία ήταν κάτι το άγνωστο στην περιοχή. Ο Παΐζης γνωρίζοντας καλά το χώρο των πυγμάχων επέλεξε από αυτόν τους συνεργάτες του και αφού τους εκπαίδευσε κατάλληλα άρχισε βήμα - βήμα να οργανώνει και να επεκτείνει τη δράση του».
Μέλη της ομάδας που κατηγορήθηκε για συμμετοχή στα κυκλώματα της νύχτας εργάζονται ως πορτιέρηδες σε πασίγνωστα μαγαζιά της Πάτρας.
Πρόσωπα που σήμερα βρίσκονται πίσω από τα σίδερα της φυλακής, ήταν γνωστές φυσιογνωμίες και στη λεγόμενη καλή κοινωνία της Πάτρας, που την υποδέχονταν ως πορτιέρηδες στα πιο σικ μαγαζιά της εποχής.
«Δίπλα του στενοί του συνεργάτες ήταν συναθλητές του, οι οποίοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά. Από το 1992 και μετά, κάτω από τη μύτη της αστυνομίας η ομάδα Παΐζη εκβιάζει και παρέχει προστασία στην αρχή σε κέντρα διασκέδασης, στη συνέχεια σε λέσχες και σε μπαρ. Κάποιοι τότε υπολόγιζαν ότι εισέπραττε, το μήνα, περίπου 12 εκατομμύρια δραχμές. Ο ίδιος ο Παΐζης ανοίγει λέσχη και παράλληλα ασκεί υψηλή εποπτεία στην ομάδα, η οποία παρά τις γκρίνιες για τη μοιρασιά παραμένει ενιαία. Ο αρχηγός, άτομο ήρεμο και με έντονη προσωπικότητα, είχε καταγράψει τις …αδυναμίες οικονομικών παραγόντων της Πάτρας (γυναίκες, ουσίες) και είχε καταφέρει να τους τις ικανοποιεί αποκτώντας έτσι ισχυρές προσβάσεις. Στη συνέχεια ήρθαν τα ακριβά αυτοκίνητα, η χλιδή, ενώ στην ομάδα του προστέθηκαν και άλλοι νεαροί πυγμάχοι, όλοι από την περιοχή».
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ, Ο ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ
Δίπλα του όπως λένε μάρτυρες και υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας, είναι όλοι οι καταδικασθέντες σε πρώτο βαθμό. Όλοι σχεδόν είχαν κι από ένα ψευδώνυμο. Ο «Λούκυ Λουκ», ο «Αυτιάς», ο «Λουδοβίκος» ο «Σφίχτης» Ο Παΐζης φέρεται να ήταν το «Λιοντάρι», και το ψευδώνυμό του αντικατόπτριζε την αρχηγική του θέση. Αυτός ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Κρατούσε τις ισορροπίες, ήξερε να μην προκαλεί, είχε αρχηγικό προφίλ, έντονη προσωπικότητα, ηρεμία και ψυχραιμία στον τρόπο αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων. Έχαιρε σεβασμού.
Ο Παΐζης πέραν όλων των άλλων λέγεται ότι διατηρούσε το δικό του κώδικα τιμής και ηθικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας αλλοδαπός δεν εισχώρησε ποτέ στην ομάδα.
«Αυτό που πουλούσε η ομάδα ήταν καταρχήν προστασία. Από τα μπουζούκια μέχρι τα περίπτερα» μας λέει υψηλόβαθμος αστυνομικός. «Η αρχική προσέγγιση των επιχειρηματιών ήταν μετριοπαθής. Έθεταν το ζήτημα της προστασίας απέναντι σε ταραξίες, ανταγωνιστές, και ανήσυχους πελάτες, με εβδομαδιαίο τίμημα. Εάν δεν πείθονταν, κάποιο χαμηλόβαθμο στέλεχος της ομάδας αναλάμβανε να τους συνετίσει. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις νυχτερινών επιχειρηματιών που τα αυτοκίνητά τους κάηκαν ολοσχερώς, είτε υπέστησαν ζημιές με διαβρωτικά, ή στην πιο απλή περίπτωση βρέθηκαν με σκισμένα λάστιχα».
Μια άλλη μέθοδος που φέρεται σύμφωνα με την αστυνομία να ακολουθούνταν ήταν το παραλυτικό αέριο, ειδικά σε μέρες όπως το Σάββατο που τα μαγαζιά ήταν γεμάτα. «Μέσα σε δευτερόλεπτα τα κλαμπ άδειαζαν από τον κόσμο που έβγαινε έξω για να πάρει αέρα».
Γρήγορα ο έλεγχος επεκτάθηκε και στον παράνομο τζόγο, ηλεκτρονικό και μη.
Οποιαδήποτε μπαρμπουτιέρα ή λέσχη υπήρχε στην Πάτρα λειτουργούσε μόνο αφού είχε πάρει άδεια από το κύκλωμα. Υπάρχουν καταγεγραμμένες από την αστυνομία περιπτώσεις ιδιοκτητών λεσχών που υπέστησαν ξυλοδαρμούς και δέχονταν συνεχόμενες απειλές.
Εκείνη την εποχή της μεγάλης δύναμης στη νύχτα, λέγεται ότι άρχισαν και οι πρώτες έριδες, οι αποσχιστικές τάσεις στην ομάδα.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΧΗ
Μέχρι τότε τα μέλη της έπαιρναν «μεροκάματο», αλλά όπως λένε ο προστατευόμενος μάρτυρας και υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας, ο Δημήτρης Περσάνης, διεκδίκησε μερίδιο της αγοράς.
Η διάσπαση είχε αρχίσει και μαζί της οι συμπλοκές ένθεν κακείθεν. Οι πυροβολισμοί έξω από γνωστό κλαμπ στο Ρίο το καλοκαίρι του 2006 και οι μαχαιριές τον Μάιο του 2004 έξω από επίσης γνωστό κλαμπ της Πάτρας ήταν κάποια μόνο από τα περιστατικά που έγιναν πρωτοσέλιδα στον τοπικό Τύπο.
Τέλη του 2004 με αρχές του 2005, σύμφωνα με τον προστατευόμενο μάρτυρα, ο Ανδρέας Παΐζης καλεί στο σπίτι του τον Δημήτρη Περσάνη που ηγείτο της ομάδας που αποσχίστηκε και μέλος της οποίας φέρεται πως ήταν και ο Κατσώνης. Εκεί ο Παΐζης φέρεται να τους έκανε την περίφημη ανάλυση περί κανόνων συμπεριφοράς, να τους είπε για το δρόμο της νύχτας που δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, για τους κανόνες και την πειθαρχία που απαιτείται, την υποταγή στον ηγέτη και ότι στο εξής δεν θα γίνεται καμία ενέργεια χωρίς δική του έγκριση.
Ο Παΐζης φέρεται να ήταν αμετακίνητος. Αυτός θα είχε τον έλεγχο της αγοράς. Τότε βρέθηκε η λύση, λέει ο προστατευόμενος μάρτυρας: Η δολοφονία.
Ο δολοφόνος προμηθεύτηκε ένα υποπολυβόλο τύπου Σκόρπιον από την Αθήνα. Έπειτα από πολύμηνους σχεδιασμούς, χρονομετρήσεις και διερεύνηση όλων των πιθανών ενδεχομένων, στις 14 Απριλίου του 2005 ο δράστης φορώντας περούκα, ψεύτικο μουστάκι, σκούρα γυαλιά ηλίου και ένα σακίδιο τύπου λαπ τοπ στην πλάτη του, περίμενε τον Ανδρέα Παΐζη έξω από τη λέσχη του στην Τριών Ναυάρχων.
Ο Ανδρέας Παΐζης σπάνια κυκλοφορούσε μέρα τα τελευταία χρόνια. Έφτασε στη Λέσχη έπειτα από τηλεφώνημα γνωστού του που του είπε ότι θα του έφερνε κάποια χρήματα. Είπε στη γυναίκα του πως δεν θα αργήσει και έφυγε. Ο μυστηριώδης άνδρας - που εκτιμάται ότι ήταν γνωστός του για να τον πείσει να βγει μέρα - τον πλησίασε και τον πυροβόλησε δεκατρείς φορές. Λέγεται ότι όταν είδε ο Παΐζης το όπλο, χλεύασε «τι είναι αυτό ρε;». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις.
Στο πάνω μέρος της Τριών Ναυάρχων, σύμφωνα με την αστυνομία, τον περίμεναν τρία άτομα, δυο άνδρες και μια γυναίκα οι οποίοι επόπτευαν την περιοχή.
Ο δράστης έφυγε πεζός, αφήνοντας πίσω του το μυστήριο.
Είχε προηγηθεί άλλη μια απόπειρα δολοφονίας του Παΐζη λίγες μέρες νωρίτερα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, λόγω εξωγενών παραγόντων.
Ο προστατευόμενος μάρτυρας κατονομάζει ως δολοφόνο τον Κατσώνη ο οποίος - όπως λέει - δεν εμφανίστηκε στην Πάτρα για τον επόμενο ένα χρόνο και φιλοξενήθηκε σε σπίτι φίλου του πυροσβέστη στην Κινέτα. Τότε, λέει, άρχισαν οι απειλές. Δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους στα χρήματα. Απειλείτο νέο ξεκαθάρισμα.
Θεωρώντας ότι αυτός είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της ιστορίας και ότι τον έχουν στοχοποιήσει ως ρουφιάνο, με αποτέλεσμα να σχεδιάζεται η δολοφονία του, ο νεαρός μάρτυρας αποφασίζει να πηδήσει από τον τρίτο όροφο του σπιτιού της Κινέτας και να πάει στο Διακοπτό, όπου και γνωρίζει έναν υπαστυνόμο.
Του ζητάει να του συστήσει έναν έμπιστο αστυνομικό για να μιλήσει. Ο υπαστυνόμος τον στέλνει στον Θανάση Νταβλούρο, στον οποίο εξιστορεί με λεπτομέρειες όλες τις δραστηριότητες της ομάδας.
Μεταξύ άλλων του λέει για τις ανταλλαγές πυροβολισμών το Φεβρουάριο του 2000 στην οδό Ομήρου στην Αρόη, για τα επεισόδια σε κλαμπ της Πλαζ, τους πυροβολισμούς ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες τον Ιούνιο του 2006, τον ξυλοδαρμό γνωστού επιχειρηματία της νύχτας στην παραλία Πατρών, αλλά και τους πυροβολισμούς τον Δεκέμβριο του 2006.
ΟΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΩΝ
Μετά τη δολοφονία του Ανδρέα Παΐζη η αρχική ομάδα φέρεται να διασπάστηκε σε τέσσερις υποομάδες, ενώ ήρθαν για βοήθεια και μπράβοι από την Αθήνα. Τα πράγματα λέγεται ότι χόντρυναν ακόμη περισσότερο, οι εκβιασμοί έφτασαν μέχρι και σε καφετέριες.
Επιχειρηματίας μιλώντας στο «Best» εξηγεί ότι το πρόβλημα δεν ήταν τόσο το χρηματικό αντίτιμο όσο το ότι μπράβοι εμφανίζονταν στο μαγαζί του Σάββατο βράδυ «έχοντας κοπιάρει ύφος αλά Ντον Κορλεόνε, κερνούσαν όποιο τραπέζι ήθελαν και έκαναν τσαμπουκάδες επειδή κάποιος κοίταξε την κοπέλα που συνόδευαν. Εξυπακούεται ότι δεν πλήρωναν ποτέ και πουθενά, ενώ εισέπρατταν από 600 έως 3.000 ευρώ από κάθε μαγαζί».
Υπήρχε βέβαια και η άλλη πλευρά των επιχειρηματιών που όχι μόνο πλήρωναν αλλά έκαναν και παρέα με τους νονούς.
Το Best έχει στην διάθεσή του τον κατάλογο με τα μαγαζιά που εκβιάζονταν, ανάμεσά τους και κάποια από τα πιο γνωστά, δημοφιλή και αξιοπρεπή της Πάτρας.
Έπειτα από την κατάθεση του προστατευόμενου μάρτυρα και την έρευνα της αστυνομίας ήρθε και κατάθεση δεύτερου μάρτυρα, ο οποίος ωστόσο ανακάλεσε λίγο αργότερα.
Στην Πάτρα έρχεται κλιμάκιο από την Αθήνα και στις 16 Μαρτίου 2007 γίνεται το «ντου» από τις αστυνομικές αρχές. Κατά τη διάρκεια των ερευνών με βούλευμα δόθηκε άδεια για χρήση τεχνικών μέσων παρακολούθησης. Σε πρώτη φάση συνελήφθησαν 12 άτομα και στη συνέχεια δημιουργήθηκε δικογραφία για άλλα 14.
Από τα 28 άτομα οι 2 μάρτυρες έκαναν χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και απηλλάγησαν των κατηγοριών, 24 δικάστηκαν και οι 19 καταδικάστηκαν. Ο Γρηγόρης Κατσώνης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν ποινές που ξεπέρασαν συνολικά τα 200 χρόνια, παρά το γεγονός ότι οι καταστηματάρχες στην πλειοψηφία τους άλλαξαν τις αρχικές καταθέσεις τους και παρά την πρόταση του εισαγγελέα που ήταν πιο επιεικής από τις τελικές ποινές.
'Η ΑΘΩΩΣΗ
Το δρόμο προς την ελευθερία σηματοδότησε η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πάτρας, για τους κατηγορουμένους που κρίθηκαν από το Δικαστήριο ένοχοι για συμμετοχή στα κυκλώματα της νύχτας. Η ανακοίνωση των ποινών της δίκης στο δεύτερο βαθμό έγινε δεκτή με χαμόγελα ικανοποίησης, από τους ίδιους τους κατηγορύμενους, τους συγγενείς και φίλους που είχαν κατακλύσει την αίθουσα του Δικαστηρίου και από τους συνηγόρους υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο επέδειξε επιείκια και επέβαλε στους κατηγορουμένους το ελάχιστο των προβλεπόμενων ποινών για τα αδικήματα της σύστασης συμμορίας και του εκβιασμού που κρίθηκαν ένοχοι. Μάλιστα, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου με την ολοκλήρωση της ανακοίνωσης των ποινών και απευθυνόμενος προς τους κατηγορούμενους δήλωσε πως ελπίζει να εκτιμηθεί η επιείκια που επέδεξε και τους προέτρεψε να κοιτάξουν τη ζωή τους και να φτιάξουν το μέλλον τους.
Στους πέντε ενόχους επεβλήθηκαν ποινές κάθειρξης από 6 μέχρι και 8 έτη, ενώ στους υπόλοιπους ποινές φυλάκισης από πέντε μήνες έως και 6 έτη. Ωστόσο, επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονταν ήδη στις φυλακές, είχαν εκτίσει τις ποινές τους, αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης αμέσως μετά τη δίκη σε δηλώσεις τους, υπογράμμισαν ότι με την απόφαση αποκαθίσταται το δίκαιο. Μάλιστα, επέρριψαν ευθύνες στον τρόπο με τον οποίο η Αστυνομία, στοιχειοθήτησε την υπόθεση, κάνοντας λόγο για κατασκευασμένους μάρτυρες και σκευωρία που κατέπεσε στο Δικαστήριο.
Μετά την απαλλαγή των κατηγορουμένων επανήλθε το ερώτημα: Ποιός έκανε τη δολοφονία; Ποιός είναι ο δολοφόνος που κυκλοφορεί ελεύθερος;
Αναδημοσίευση από το περιοδικό BEST
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Λείο δέρμα κι απαλό... μα πώς;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ