2013-05-20 13:07:06
του Μανόλη Παντινάκη
Η απροειδοποίητη εισβολή «από αέρος» των στρατευμάτων του Χίτλερ και στο Ρέθυμνο το Μάιο του ’41, ξεσήκωσε το υπόβαθρο της ψυχής του Νίκου Μαμαγκάκη στα 11 του χρόνια.
Γι'αυτό, όπως λέει στη βιογραφία του «Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω», δεν έζησε «μια φυσιολογική παιδική ηλικία». Και τούτο επειδή «ήταν ο πιο άγριος πόλεμος της ιστορίας της ανθρωπότητας…»
Για τις πρώτες δυο μέρες της Κατοχής στην πόλη του Ρεθύμνου αφηγήθηκε: «Τη μέρα της εισβολής των Γερμανών με έστειλε η μάνα μου από το αμπέλι μας που είναι έξω από το Ρέθυμνο, να πάω να πάρω ψωμί Στο γυρισμό, με πιάνουν οι βομβαρδισμοί, δηλαδή το μεγάλο βομβαρδιστικό μπαράζ πριν τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών και πέφτω κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο κτίριο της Φιλαρμονικής του Δήμου. Την οποία δεν πέρασαν πέντε λεπτά και την έκαναν λιώμα 4-5 βόμβες που έπεσαν αμέσως μετά!
Και με πλακώνουν τα χώματα… Μόνο η μούρη μου ήταν απέξω…
Μόλις τελείωσαν οι βομβαρδισμοί άρχισαν και έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές, γεμίζοντας τον ουρανό με την παρουσία τους…»
ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ…
Τρομαγμένος από τις φοβερές εικόνες που αντίκρισε ο Νίκος Μαμαγκάκης, το παιδάκι των 11 χρόνων, άρπαξε το ψωμί κι άρχισε να τρέχει για το σπίτι. Δε βρήκε τους γονείς του όμως, που κατέφυγαν για προστασία στην σπηλιά «Τρυπητή», λίγο έξω από την πόλη.
«Οι βομβαρδισμοί με είχαν μπλοκάρει εκεί πάνω από πέντε ή έξι ώρες. Μόλις είδα και τους αλεξιπτωτιστές, άρπαξα γρήγορα το ψωμί έτσι όπως ήταν σκονισμένο και τρέχω, τρέχω όσο με κρατούσαν τα πόδια μου. Κάπου στο δρόμο βρήκα ένα αδέσποτο γάιδαρο, βλέπεις με τους βομβαρδισμούς είχανε φύγει όλα τα ζώα, που τον καβάλησα και πήγα ακόμα πιο γρήγορα στο σπίτι. Η μάνα μου δεν ήταν εκεί, αφού είχαν αναγκαστεί να πάνε σε μια σπηλιά εκεί κοντά για να προστατευθούν και πήγα και εγώ, όπου και σώθηκα εκείνη τη μέρα…
Μιλάμε δηλαδή για απίστευτα πράγματα. Ήδη αν σου τύχει κάτι τέτοιο στη ζωή σου, και είσαι παιδί, έχεις σημαδευτεί ανεπανόρθωτα…
Γι'αυτό λέω ότι δεν έζησα φυσιολογικά παιδικά χρόνια. Αν και ο άνθρωπος συνηθίζει σε όλα…
Θυμάμαι ότι την άλλη μέρα το πρωί είχε σταματήσει ήδη ο πόλεμος αφού είχαν μπει οι Γερμανοί. Ήμουνα 11 χρονών. Καβάλησα τον γάιδαρο και ποιος να με σταματήσει;
Μπήκα στην πόλη που ήταν πια ερείπιο και πήγα σε ένα πρώην ζαχαροπλαστείο που ήταν το παιδικό μου όραμα, γιατί εκτός από τα γλυκά είχε και λοταρία με αθλητικά είδη, μπάλες κ.λπ. Και για μένα ήταν άπιαστο όνειρο να πάρω κάποτε μια μπάλα που είχαν εκεί για τα παιδιά!
Μπήκα λοιπόν μαζί με το γάιδαρο εκεί μέσα και εκείνος άρχισε μάλιστα να τρώει σουσάμι από ένα τσουβάλι που υπήρχε εκεί! Πήρα μπάλες. Τις έκλεψα…»
ΥΣΤΕΡΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ…
Και μετά το ζαχαροπλαστείο βρέθηκε στο βιβλιοπωλείο του Αριστόδημου Χατζηδάκη. Και αργότερα συναντήθηκε με τη μάνα του Αφροδίτη όπου τον περίμενε μια… άλλη υποδοχή.
«Κι αμέσως μετά πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο, του Αριστόδημου του Χατζηδάκη. Άλλος παράδεισος για μένα, γιατί εκεί είχα σαν απωθημένο τα πολύχρωμα μολύβια και τα τετράδια. Όπου εκεί ήταν ένας Γερμανός που έκανε την … ανάγκη του. Εγώ, μπαίνοντας… «έφιππος», από τον ήλιο, δεν τον πήρα χαμπάρι και λέω: «Κύριε Αριστόδημε…» Με βλέπει εκείνος και λέει άγρια: «Ράους!»
Τρομάζει ο γάιδαρος και με ρίχνει κάτω! Εντελώς κινηματογραφική εξέλιξη…
Αργότερα βρέθηκα ξανά με τη μάνα μου και συμφιλιωθήκαμε γιατί από την πολύωρη απουσία μου πήγε να τρελαθεί. Όταν δε έβγαλα από ένα σακούλι την «πραμάτεια» μου, τα λάφυρά μου, τα κλοπιμαία δηλαδή, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Δεν ήταν πια η μάνα που ήξερα… Μου ξέντωσε τ’ αυτιά μου και μου είπε: «Αυτή τη στιγμή θα τα πάρεις και θα τα βάλεις πίσω εκεί που τα πήρες, αλλιώς να μην ξαναπατήσεις ποτέ σε αυτό το σπίτι!»
Ζήσαμε εκεί στην εξοχή όλη αυτή την περίοδο. Η μάνα μου ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και χωρίς να είμαι «παιδί της μάνας μου», που λένε. Γιατί από πολύ νωρίς έφυγα και την παράτησα. Και μου έλεγε εκείνη: «Εσύ παιδί μου, γεννήθηκες ξένος».
Αλλά θυμάμαι αυτή την ηρωική μάνα μου, τότε που εγώ είχα κλέψει μια κατσίκα μόλις μπήκαν οι Γερμανοί Με αυτή την κατσίκα βγάλαμε σχεδόν τα πιο δύσκολα χρόνια της πείνας και της Κατοχής. Αποδείχτηκε ζώο θαυματουργό.
Έβγαζε πάνω από πέντε κιλά γάλα, με αυτά η μάνα μου έκανε τυριά, γιαούρτι και όλα τα σχετικά με το θέμα της γαλακτοκομίας, γεννούσε τέσσερα ερίφια κάθε χρόνο, και τι δεν έκανε, τρεφόμαστε από αυτήν!»
Ο διακεκριμένος μουσικοσυνθέτης αναφέρεται και σε άλλο περιστατικό των αναμνήσεων του των πρώτων ημερών της Κατοχής με πρωταγωνίστρια και πάλι τη μάνα του: «… Αυτή ήταν η ειδυλλιακή ζωή που έζησα με τη μάνα μου εκεί έξω από το Ρέθυμνο που δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Φτάνω να μη θυμάμαι πια ούτε το κρύο, ούτε τις δυσκολίες, ούτε τις δυστυχίες, αλλά θυμάμαι μια ζωή πολύ όμορφη, ως και ειδυλλιακή θα την έλεγα… Βέβαια, πάντα κάτω από τη γερμανική μπότα, η οποία δεν έπαυε να είναι δυσάρεστη…
…Μας είπε όταν ήρθαν οι Γερμανοί και κακοποιούσαν τα γυναικόπαιδα μπαίνοντας ακόμα και μέσα στις σπηλιές: «Μόλις μπουν οι Γερμανοί φωνάξτε, «Γκουτ πόπολο Γκερμάνια»!». Που τα ήξερε αυτή όλα αυτά;
Και μπαίνοντας οι Γερμανοί, μπαρουτοκαπνισμένοι, φωνάξαμε: «Γκουτ πόπολο Γκερμάνια!» και ένας απ’ αυτούς έριξε ένα χαμόγελο!
Στη σπηλιά που ήμασταν εμείς στην Τρυπητή, ενώ αλλού τους έριχναν ακόμα και χειροβομβίδες…»
madeincreta.gr
Η απροειδοποίητη εισβολή «από αέρος» των στρατευμάτων του Χίτλερ και στο Ρέθυμνο το Μάιο του ’41, ξεσήκωσε το υπόβαθρο της ψυχής του Νίκου Μαμαγκάκη στα 11 του χρόνια.
Γι'αυτό, όπως λέει στη βιογραφία του «Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω», δεν έζησε «μια φυσιολογική παιδική ηλικία». Και τούτο επειδή «ήταν ο πιο άγριος πόλεμος της ιστορίας της ανθρωπότητας…»
Για τις πρώτες δυο μέρες της Κατοχής στην πόλη του Ρεθύμνου αφηγήθηκε: «Τη μέρα της εισβολής των Γερμανών με έστειλε η μάνα μου από το αμπέλι μας που είναι έξω από το Ρέθυμνο, να πάω να πάρω ψωμί Στο γυρισμό, με πιάνουν οι βομβαρδισμοί, δηλαδή το μεγάλο βομβαρδιστικό μπαράζ πριν τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών και πέφτω κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο κτίριο της Φιλαρμονικής του Δήμου. Την οποία δεν πέρασαν πέντε λεπτά και την έκαναν λιώμα 4-5 βόμβες που έπεσαν αμέσως μετά!
Και με πλακώνουν τα χώματα… Μόνο η μούρη μου ήταν απέξω…
Μόλις τελείωσαν οι βομβαρδισμοί άρχισαν και έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές, γεμίζοντας τον ουρανό με την παρουσία τους…»
ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ…
Τρομαγμένος από τις φοβερές εικόνες που αντίκρισε ο Νίκος Μαμαγκάκης, το παιδάκι των 11 χρόνων, άρπαξε το ψωμί κι άρχισε να τρέχει για το σπίτι. Δε βρήκε τους γονείς του όμως, που κατέφυγαν για προστασία στην σπηλιά «Τρυπητή», λίγο έξω από την πόλη.
«Οι βομβαρδισμοί με είχαν μπλοκάρει εκεί πάνω από πέντε ή έξι ώρες. Μόλις είδα και τους αλεξιπτωτιστές, άρπαξα γρήγορα το ψωμί έτσι όπως ήταν σκονισμένο και τρέχω, τρέχω όσο με κρατούσαν τα πόδια μου. Κάπου στο δρόμο βρήκα ένα αδέσποτο γάιδαρο, βλέπεις με τους βομβαρδισμούς είχανε φύγει όλα τα ζώα, που τον καβάλησα και πήγα ακόμα πιο γρήγορα στο σπίτι. Η μάνα μου δεν ήταν εκεί, αφού είχαν αναγκαστεί να πάνε σε μια σπηλιά εκεί κοντά για να προστατευθούν και πήγα και εγώ, όπου και σώθηκα εκείνη τη μέρα…
Μιλάμε δηλαδή για απίστευτα πράγματα. Ήδη αν σου τύχει κάτι τέτοιο στη ζωή σου, και είσαι παιδί, έχεις σημαδευτεί ανεπανόρθωτα…
Γι'αυτό λέω ότι δεν έζησα φυσιολογικά παιδικά χρόνια. Αν και ο άνθρωπος συνηθίζει σε όλα…
Θυμάμαι ότι την άλλη μέρα το πρωί είχε σταματήσει ήδη ο πόλεμος αφού είχαν μπει οι Γερμανοί. Ήμουνα 11 χρονών. Καβάλησα τον γάιδαρο και ποιος να με σταματήσει;
Μπήκα στην πόλη που ήταν πια ερείπιο και πήγα σε ένα πρώην ζαχαροπλαστείο που ήταν το παιδικό μου όραμα, γιατί εκτός από τα γλυκά είχε και λοταρία με αθλητικά είδη, μπάλες κ.λπ. Και για μένα ήταν άπιαστο όνειρο να πάρω κάποτε μια μπάλα που είχαν εκεί για τα παιδιά!
Μπήκα λοιπόν μαζί με το γάιδαρο εκεί μέσα και εκείνος άρχισε μάλιστα να τρώει σουσάμι από ένα τσουβάλι που υπήρχε εκεί! Πήρα μπάλες. Τις έκλεψα…»
ΥΣΤΕΡΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ…
Και μετά το ζαχαροπλαστείο βρέθηκε στο βιβλιοπωλείο του Αριστόδημου Χατζηδάκη. Και αργότερα συναντήθηκε με τη μάνα του Αφροδίτη όπου τον περίμενε μια… άλλη υποδοχή.
«Κι αμέσως μετά πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο, του Αριστόδημου του Χατζηδάκη. Άλλος παράδεισος για μένα, γιατί εκεί είχα σαν απωθημένο τα πολύχρωμα μολύβια και τα τετράδια. Όπου εκεί ήταν ένας Γερμανός που έκανε την … ανάγκη του. Εγώ, μπαίνοντας… «έφιππος», από τον ήλιο, δεν τον πήρα χαμπάρι και λέω: «Κύριε Αριστόδημε…» Με βλέπει εκείνος και λέει άγρια: «Ράους!»
Τρομάζει ο γάιδαρος και με ρίχνει κάτω! Εντελώς κινηματογραφική εξέλιξη…
Αργότερα βρέθηκα ξανά με τη μάνα μου και συμφιλιωθήκαμε γιατί από την πολύωρη απουσία μου πήγε να τρελαθεί. Όταν δε έβγαλα από ένα σακούλι την «πραμάτεια» μου, τα λάφυρά μου, τα κλοπιμαία δηλαδή, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Δεν ήταν πια η μάνα που ήξερα… Μου ξέντωσε τ’ αυτιά μου και μου είπε: «Αυτή τη στιγμή θα τα πάρεις και θα τα βάλεις πίσω εκεί που τα πήρες, αλλιώς να μην ξαναπατήσεις ποτέ σε αυτό το σπίτι!»
Ζήσαμε εκεί στην εξοχή όλη αυτή την περίοδο. Η μάνα μου ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και χωρίς να είμαι «παιδί της μάνας μου», που λένε. Γιατί από πολύ νωρίς έφυγα και την παράτησα. Και μου έλεγε εκείνη: «Εσύ παιδί μου, γεννήθηκες ξένος».
Αλλά θυμάμαι αυτή την ηρωική μάνα μου, τότε που εγώ είχα κλέψει μια κατσίκα μόλις μπήκαν οι Γερμανοί Με αυτή την κατσίκα βγάλαμε σχεδόν τα πιο δύσκολα χρόνια της πείνας και της Κατοχής. Αποδείχτηκε ζώο θαυματουργό.
Έβγαζε πάνω από πέντε κιλά γάλα, με αυτά η μάνα μου έκανε τυριά, γιαούρτι και όλα τα σχετικά με το θέμα της γαλακτοκομίας, γεννούσε τέσσερα ερίφια κάθε χρόνο, και τι δεν έκανε, τρεφόμαστε από αυτήν!»
Ο διακεκριμένος μουσικοσυνθέτης αναφέρεται και σε άλλο περιστατικό των αναμνήσεων του των πρώτων ημερών της Κατοχής με πρωταγωνίστρια και πάλι τη μάνα του: «… Αυτή ήταν η ειδυλλιακή ζωή που έζησα με τη μάνα μου εκεί έξω από το Ρέθυμνο που δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Φτάνω να μη θυμάμαι πια ούτε το κρύο, ούτε τις δυσκολίες, ούτε τις δυστυχίες, αλλά θυμάμαι μια ζωή πολύ όμορφη, ως και ειδυλλιακή θα την έλεγα… Βέβαια, πάντα κάτω από τη γερμανική μπότα, η οποία δεν έπαυε να είναι δυσάρεστη…
…Μας είπε όταν ήρθαν οι Γερμανοί και κακοποιούσαν τα γυναικόπαιδα μπαίνοντας ακόμα και μέσα στις σπηλιές: «Μόλις μπουν οι Γερμανοί φωνάξτε, «Γκουτ πόπολο Γκερμάνια»!». Που τα ήξερε αυτή όλα αυτά;
Και μπαίνοντας οι Γερμανοί, μπαρουτοκαπνισμένοι, φωνάξαμε: «Γκουτ πόπολο Γκερμάνια!» και ένας απ’ αυτούς έριξε ένα χαμόγελο!
Στη σπηλιά που ήμασταν εμείς στην Τρυπητή, ενώ αλλού τους έριχναν ακόμα και χειροβομβίδες…»
madeincreta.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ: ΔΥΣΚΟΛΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ - ΕΥΚΟΛΗ Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εκκενώθηκε η πλαζ Βουλιαγμένης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ