2013-06-24 15:57:09
Eίναι ένας γείτονας που χθες το βράδυ φτερνιζόταν-έβηχε-κραυγάζει, κάτι ανάμεσα στα τρία, σαν να προσπαθεί να βγάλει από μέσα του το χτικιό, σαν να εκδήλωνε όσο πιο κατηγορηματικά μπορούσε την δυσφορία του προς στον κόσμο, σαν να εξέφραζε όσο πιο εμφατικά γινόταν την γενική του άρνηση απέναντι σε ό,τι έχει πάει στραβά.
Καμιά φορά φτερνίζεται-βήχει-κραυγάζει και κατά τη διάρκεια της μέρας. Αλλά βασικά περιμένει τη νύχτα για να επιτεθεί, όταν ξέρει πως θα ακουστεί καλύτερα, όταν ξέρει πως κάποιους θα ξυπνήσει, κάποιους θα ταράξει, κάποιους θα εκδικηθεί. Ειδικά χθες είχε σκυλιάσει, βάζοντας σαν στόχο όχι μόνο την ησυχία της νύχτας, αλλά και το φεγγάρι. Ανταγωνιζόταν την πανσέληνο για το ποιός από τους δυο τους θα κυριαρχήσει στη νύχτα. Φτερνιζόταν-έβηχε-κραύγαζε μανιασμένα προσπαθώντας να την φτύσει, να την γδάρει, να την ματώσει, να την εκθρονίσει. Στην πιο φωτεινή πανσέληνο του έτους έπρεπε να αντιπαρατάξει την πιο σκοτεινή του κραυγή.
Την ίδια ώρα τόσοι και τόσοι κατέβαζαν την πανσέληνο στον υπολογιστή τους, σε ένα είδος νόμιμου downloading, αναρτώντας φωτογραφίες της και υπακούοντας σε μια τελετουργία όχι εξ ορισμού τόσο διαφορετική από την τελετουργία του γείτονα. Στο ίδιο ερέθισμα αντιδρούσαν και οι μεν και ο δε, σαν σκυλιά του Παβλόφ, με τους μεν να θύουν στη νομιμότητα των αντιδράσεων, στην κανονικότητα, στην ένταξη στην κοινότητα των ανθρώπων-που-κοιτούν-μαγεμένοι-το-φεγγάρι-και-συγκινούνται-από-την-αναμφισβήτητης-αισθητικής-προαιώνια-ομορφιά και τον δε να λειτουργεί ως υπερήρωας της μιζέριας, ως ο απόκληρος που φτερνίζεται-βήχει-κραυγάζει για να επιστρέψει στην κοινότητα λίγο από το κακό που του έχει κάνει ή ίσως προσπαθώντας απεγνωσμένα έτσι επιτέλους να ακουστεί. Ίσως ποτέ δεν τον άκουσαν, ίσως μια ζωή μιλούσε και δεν του έδιναν σημασία. Ίσως he wanted to be one way, but it's the other way..
Η πιο εκθαμβωτική πανσέληνος που είδα ποτέ εγώ ήταν κάποτε στην παραλιακή. Οδηγούσα κι εμφανίστηκε ξανφικά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου τόσο φωτεινή, τόσο ανεπίληπτα στρογγυλή, τόσο κοντά στη θάλασσα, που δεν ήξερα πώς να χωρέσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Οδηγούσα, την κοιτούσα κι έλεγα δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν. Και πράγματι δεν ήταν, γιατί ήταν μια ταμπέλα ενός μαγαζιού, μια λάμπα, δεν θυμάμαι ακριβώς, κάτι τεχνητό πάντως. Και η αληθινή πανσέληνος λίγο πιο κει με κοιτούσε και με κορόιδευε, μέχρι που άρχισα να την κοροϊδεύω κι εγώ, λέγοντάς της πόσο μικρότερη και λιγότερο φωτεινή ήταν από εκείνην που πριν λίγο κοιτούσα. Έκτοτε την ελέγχω κάθε μήνα, μπας και μπορέσει επιτέλους να συγκριθεί με μια ταπεινή κατασκευή από νέον. Αλλά δεν τα καταφέρνει, επαναπαυόμενη στην αντικειμενική ομορφιά της, θεωρώντας πως το υποκειμενικό βλέμμα και η πρόσληψη της ομορφιάς και το αυτοπαραμύθιασμα, αν η στιγμή είναι πρόσφορη, για την εκστατικότητα ενός ουράνιου σώματος είναι ήσσονος σημασίας. Και μάλλον είναι, γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να κατεβάζουν στον υπολογιστή τους φεγγάρια αντί για πινακίδες, λάμπες ή ό,τι εν πάση περιπτώσει συνιστά την δική τους εκδοχή της ομορφιάς, την δική τους αφήγηση της μαγείας.
Old Boy
Καμιά φορά φτερνίζεται-βήχει-κραυγάζει και κατά τη διάρκεια της μέρας. Αλλά βασικά περιμένει τη νύχτα για να επιτεθεί, όταν ξέρει πως θα ακουστεί καλύτερα, όταν ξέρει πως κάποιους θα ξυπνήσει, κάποιους θα ταράξει, κάποιους θα εκδικηθεί. Ειδικά χθες είχε σκυλιάσει, βάζοντας σαν στόχο όχι μόνο την ησυχία της νύχτας, αλλά και το φεγγάρι. Ανταγωνιζόταν την πανσέληνο για το ποιός από τους δυο τους θα κυριαρχήσει στη νύχτα. Φτερνιζόταν-έβηχε-κραύγαζε μανιασμένα προσπαθώντας να την φτύσει, να την γδάρει, να την ματώσει, να την εκθρονίσει. Στην πιο φωτεινή πανσέληνο του έτους έπρεπε να αντιπαρατάξει την πιο σκοτεινή του κραυγή.
Την ίδια ώρα τόσοι και τόσοι κατέβαζαν την πανσέληνο στον υπολογιστή τους, σε ένα είδος νόμιμου downloading, αναρτώντας φωτογραφίες της και υπακούοντας σε μια τελετουργία όχι εξ ορισμού τόσο διαφορετική από την τελετουργία του γείτονα. Στο ίδιο ερέθισμα αντιδρούσαν και οι μεν και ο δε, σαν σκυλιά του Παβλόφ, με τους μεν να θύουν στη νομιμότητα των αντιδράσεων, στην κανονικότητα, στην ένταξη στην κοινότητα των ανθρώπων-που-κοιτούν-μαγεμένοι-το-φεγγάρι-και-συγκινούνται-από-την-αναμφισβήτητης-αισθητικής-προαιώνια-ομορφιά και τον δε να λειτουργεί ως υπερήρωας της μιζέριας, ως ο απόκληρος που φτερνίζεται-βήχει-κραυγάζει για να επιστρέψει στην κοινότητα λίγο από το κακό που του έχει κάνει ή ίσως προσπαθώντας απεγνωσμένα έτσι επιτέλους να ακουστεί. Ίσως ποτέ δεν τον άκουσαν, ίσως μια ζωή μιλούσε και δεν του έδιναν σημασία. Ίσως he wanted to be one way, but it's the other way..
Η πιο εκθαμβωτική πανσέληνος που είδα ποτέ εγώ ήταν κάποτε στην παραλιακή. Οδηγούσα κι εμφανίστηκε ξανφικά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου τόσο φωτεινή, τόσο ανεπίληπτα στρογγυλή, τόσο κοντά στη θάλασσα, που δεν ήξερα πώς να χωρέσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Οδηγούσα, την κοιτούσα κι έλεγα δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν. Και πράγματι δεν ήταν, γιατί ήταν μια ταμπέλα ενός μαγαζιού, μια λάμπα, δεν θυμάμαι ακριβώς, κάτι τεχνητό πάντως. Και η αληθινή πανσέληνος λίγο πιο κει με κοιτούσε και με κορόιδευε, μέχρι που άρχισα να την κοροϊδεύω κι εγώ, λέγοντάς της πόσο μικρότερη και λιγότερο φωτεινή ήταν από εκείνην που πριν λίγο κοιτούσα. Έκτοτε την ελέγχω κάθε μήνα, μπας και μπορέσει επιτέλους να συγκριθεί με μια ταπεινή κατασκευή από νέον. Αλλά δεν τα καταφέρνει, επαναπαυόμενη στην αντικειμενική ομορφιά της, θεωρώντας πως το υποκειμενικό βλέμμα και η πρόσληψη της ομορφιάς και το αυτοπαραμύθιασμα, αν η στιγμή είναι πρόσφορη, για την εκστατικότητα ενός ουράνιου σώματος είναι ήσσονος σημασίας. Και μάλλον είναι, γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να κατεβάζουν στον υπολογιστή τους φεγγάρια αντί για πινακίδες, λάμπες ή ό,τι εν πάση περιπτώσει συνιστά την δική τους εκδοχή της ομορφιάς, την δική τους αφήγηση της μαγείας.
Old Boy
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έλληνας ιερέας από τον Καναδά ίδρυσε αεροπορική εταιρεία!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ