2013-07-05 01:51:06
Για πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες, η κρίση στην ευρωζώνη καταδεικνύει την ανάγκη για «περισσότερη Ευρώπη», με τελικό στόχο τη δημιουργία μίας πλήρως... ανεπτυγμένης πολιτικής ένωσης. Με δεδομένη την ιστορία της ηπείρου, που έχει χαρακτηριστεί από πολέμους και ιδεολογική διαίρεση, και με βάση τις σημερινές προκλήσεις που θέτει η παγκοσμιοποίηση, μία ειρηνική, ευημερούσα και ενωμένη Ευρώπη που θα ασκεί επιρροή στο εξωτερικό, αποτελεί σίγουρα έναν επιθυμητό στόχο. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με το πώς να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.
Ιστορικά, η νομισματική ένωση έχει θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα προς την πολιτική ένωση. Στη δεκαετία του 1950, ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Rueff, στενός σύμβουλος του Σαρλ ντε Γκωλ, υποστήριξε ότι «L’Europe se fera par la monnaie, ou ne se fera pas» (η Ευρώπη θα φτιαχτεί μέσω του νομίσματος, ή δεν θα φτιαχτεί καθόλου). Ο Πρόεδρος της Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ επανέλαβε αυτή την άποψη περίπου μισό αιώνα αργότερα, δηλώνοντας ότι μόνο μέσω ενός ενιαίου νομίσματος θα μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να επιτύχουν την κοινή εξωτερική πολιτική. Πιο πρόσφατα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποστήριξε ότι «αν το ευρώ αποτύχει, θα αποτύχει και η Ευρώπη».
Ωστόσο, η κρίση που αντιμετωπίζει η «Ευρώπη» δεν έχει τόσο να κάνει με την πολιτική ένωση, όσο με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Αν μη τι άλλο, οι προσπάθειες να διατηρηθεί η ΟΝΕ ενωμένη, μπορεί να μας έχουν απομακρύνει περισσότερο από το στόχο της κοινής εξωτερικής πολιτικής, πυροδοτώντας για μία ακόμη φορά εντός των κρατών μελών (άσχετα με το αν δίνουν ή λαμβάνουν οικονομική βοήθεια) τα αισθήματα της εθνικιστικής δυσαρέσκειας που ελπίζαμε ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.
Οι πολιτικοί λάνσαραν τη νομισματική ένωση το 1999, παρά τις προειδοποιήσεις ότι οι συνιστώσες οικονομίες ήταν υπερβολικά διαφορετικές. Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα προτού να παραβιάσουν αρκετά κράτη το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αργότερα, εγκαταλείφθηκε η αρχή «μη διάσωσης» της ευρωζώνης. Ωστόσο, η απάντηση σε αυτές τις αποτυχίες ήταν η απαίτηση για μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση, συμπεριλαμβανομένων τέτοιων βημάτων όπως η δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού υπουργού Οικονομικών» ή ενός επιτρόπου της ΕΕ με την απόλυτη εξουσία να διευκολύνει τη στενότερη ολοκλήρωση.
Τέτοιου είδους ιδέες, φυσικά, αγνόησαν τα κεντρικά ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, και συγκεκριμένα το προνόμιο των εθνικά επιλεγμένων κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων να καθορίζουν τους δικούς τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες. Το γεγονός ότι τα κυρίαρχα κράτη-μέλη δεν τήρησαν τις ευρωπαϊκές τους δεσμεύσεις, δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα για να εγκαταλείψουν σήμερα την κυριαρχία τους.
Εν ολίγοις, όλα τα μέτρα που θα στήριζαν έμμεσα την πολιτική ένωση, έχουν καταλήξει να είναι ασυνεπή και επικίνδυνα. Έχουν εμπεριέχει τεράστιους οικονομικούς κινδύνους για τα μέλη της ευρωζώνης. Επίσης, έχουν τροφοδοτήσει εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Το σημαντικότερο, ίσως, είναι το γεγονός ότι έχουν υπονομεύσει τη βάση στην οποία στηρίζεται η πολιτική ένωση –δηλαδή, το να πειστούν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ταυτιστούν με την ευρωπαϊκή ιδέα.
Η δημόσια στήριξη για την «Ευρώπη» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική της επιτυχία. Πράγματι, τα οικονομικά επιτεύγματα της Ευρώπης είναι αυτά που της δίνουν πολιτική φωνή στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά, όπως δείχνει η σημερινή κρίση, οι οικονομίες της Ευρώπης με τις καλύτερες επιδόσεις είναι αυτές που έχουν (σχετικά) ευέλικτες αγορές εργασίας, λογικούς φορολογικούς συντελεστές, και ανοικτή πρόσβαση στα επαγγέλματα και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, η ώθηση για την οικονομική μεταρρύθμιση δεν έχει προέλθει από την ΕΕ, αλλά από τις εθνικές κυβερνήσεις, με ένα από τα καλύτερα παραδείγματα να είναι η «Ατζέντα 2010», η οποία ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία, από τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ. Πολλές ακαδημαϊκές μελέτες, ακολουθώντας τη δουλειά του Αμερικανού ιστορικού της οικονομίας Douglass North, υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών και περιφερειών είναι αυτός που θέτει τις βάσεις για την τεχνολογική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη. Η πλήρης αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας, η οποία ξεκίνησε το Μάρτιο του 2000 για να καταστήσει την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον πλανήτη», κατέδειξε την αδυναμία της για μία συγκεντρωτική προσέγγιση.
Αναμφισβήτητα, κατά τους προηγούμενους αιώνες, ο ανταγωνισμός εντός Ευρώπης ήταν αυτός που δημιουργούσε τον απαράμιλλο δυναμισμό και την ευημερία σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Βέβαια, η εποχή αυτή ήταν μία εποχή πολέμων. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι η συγκεντροποίηση είναι ο καλύτερος –πόσο μάλλον ο μόνος- τρόπος για να εγγυηθεί η ειρήνη.
Όμως, για άλλη μία φορά, οι ηγέτες της ΕΕ ανταποκρίθηκαν καταλήγοντας στο αντίθετο: η αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας ερμηνεύτηκε ως γεγονός που δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την εναρμόνιση και τη συγκεντροποίηση των εθνικών πολιτικών. Πιστός στη φόρμα αυτή, στην ομιλία του για την «Κατάσταση της Ένωσης» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Σεπτέμβριο του 2012, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο έκανε έκκληση για μία πιο ισχυρή Κομισιόν.
Η προσέγγιση αυτή –δηλ. η εναρμόνιση, ο συντονισμός και η συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων- εξακολουθεί να θεωρείται ως πανάκεια για τα προβλήματα της Ευρώπης. Πρόκειται για την προσποίηση της γνώσης την οποία κατήγγειλε ο οικονομολόγος Friedrich von Hayek, ως τη συνταγή για τον περιορισμό της ελευθερίας και την εξασφάλιση της οικονομικής μετριότητας. Πράγματι, το ευρωπαϊκό εγχείρημα θα έπρεπε να ξεκινάει με την προϋπόθεση ότι οι βάσεις για την οικονομική επιτυχία είναι τα κατάλληλα όργανα, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, και ο ανταγωνισμός, μαζί με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη φορολογικό σύστημα και τη σταθερή δημοσιονομική πολιτική.
Μπορεί κανείς να δει τους κινδύνους της συγκεντρωτικής προσέγγισης για την Ευρώπη, στις σχέσεις μεταξύ των 17 σημερινών μελών της ευρωζώνης και των 11 κρατών-μελών της ΕΕ που βρίσκονται εκτός ευρωζώνης. Καθώς τα πρώτα πιέζουν για μεγαλύτερη ολοκλήρωση, οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες αυτού του εγχειρήματος είναι πιθανό να αποτρέψουν τα τελευταία από τη συμμετοχή στην ΟΝΕ (γεγονός που μπορεί να αποτελεί ένα ακόμη σημάδι ότι ο θεσμικός ανταγωνισμός δε μπορεί να κατασταλεί για πάντα).
Υπάρχουν πολλοί τομείς όπου η κοινή δράση στο επίπεδο της ΕΕ είναι και κατάλληλη και αποτελεσματική. Ένας ξεκάθαρος τέτοιος τομέας είναι η περιβαλλοντική πολιτική. Ωστόσο, η συγκεντροποίηση των οικονομικών αποφάσεων, ως αυτοσκοπός, δε μπορεί να στηρίξει μία ευημερούσα και ισχυρή Ευρώπη.
Ο Ζαν Μονές, ένας από τους ιδρυτές της ΕΕ, είπε κάποτε ότι, αν του δινόταν η ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα ξεκινούσε από τον πολιτισμό –μία πτυχή για την οποία ούτε χρειαζόμαστε ούτε επιθυμούμε συγκεντρωτισμό. Ο πολιτιστικός πλούτος της Ευρώπης έγκειται ακριβώς στην πολυμορφία της, και η βάση για τα σημαντικότερα επιτεύγματά της έχει υπάρξει ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων, των θεσμικών οργάνων, και των περιοχών. Η τρέχουσα οικονομική δυσπραγία της, αντανακλά τις παρατεταμένες προσπάθειες των Ευρωπαίων ηγετών να αρνηθούν το προφανές.
banksnews.gr
Ιστορικά, η νομισματική ένωση έχει θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα προς την πολιτική ένωση. Στη δεκαετία του 1950, ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Rueff, στενός σύμβουλος του Σαρλ ντε Γκωλ, υποστήριξε ότι «L’Europe se fera par la monnaie, ou ne se fera pas» (η Ευρώπη θα φτιαχτεί μέσω του νομίσματος, ή δεν θα φτιαχτεί καθόλου). Ο Πρόεδρος της Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ επανέλαβε αυτή την άποψη περίπου μισό αιώνα αργότερα, δηλώνοντας ότι μόνο μέσω ενός ενιαίου νομίσματος θα μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να επιτύχουν την κοινή εξωτερική πολιτική. Πιο πρόσφατα, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποστήριξε ότι «αν το ευρώ αποτύχει, θα αποτύχει και η Ευρώπη».
Ωστόσο, η κρίση που αντιμετωπίζει η «Ευρώπη» δεν έχει τόσο να κάνει με την πολιτική ένωση, όσο με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Αν μη τι άλλο, οι προσπάθειες να διατηρηθεί η ΟΝΕ ενωμένη, μπορεί να μας έχουν απομακρύνει περισσότερο από το στόχο της κοινής εξωτερικής πολιτικής, πυροδοτώντας για μία ακόμη φορά εντός των κρατών μελών (άσχετα με το αν δίνουν ή λαμβάνουν οικονομική βοήθεια) τα αισθήματα της εθνικιστικής δυσαρέσκειας που ελπίζαμε ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.
Οι πολιτικοί λάνσαραν τη νομισματική ένωση το 1999, παρά τις προειδοποιήσεις ότι οι συνιστώσες οικονομίες ήταν υπερβολικά διαφορετικές. Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα προτού να παραβιάσουν αρκετά κράτη το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αργότερα, εγκαταλείφθηκε η αρχή «μη διάσωσης» της ευρωζώνης. Ωστόσο, η απάντηση σε αυτές τις αποτυχίες ήταν η απαίτηση για μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση, συμπεριλαμβανομένων τέτοιων βημάτων όπως η δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού υπουργού Οικονομικών» ή ενός επιτρόπου της ΕΕ με την απόλυτη εξουσία να διευκολύνει τη στενότερη ολοκλήρωση.
Τέτοιου είδους ιδέες, φυσικά, αγνόησαν τα κεντρικά ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, και συγκεκριμένα το προνόμιο των εθνικά επιλεγμένων κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων να καθορίζουν τους δικούς τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες. Το γεγονός ότι τα κυρίαρχα κράτη-μέλη δεν τήρησαν τις ευρωπαϊκές τους δεσμεύσεις, δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα για να εγκαταλείψουν σήμερα την κυριαρχία τους.
Εν ολίγοις, όλα τα μέτρα που θα στήριζαν έμμεσα την πολιτική ένωση, έχουν καταλήξει να είναι ασυνεπή και επικίνδυνα. Έχουν εμπεριέχει τεράστιους οικονομικούς κινδύνους για τα μέλη της ευρωζώνης. Επίσης, έχουν τροφοδοτήσει εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Το σημαντικότερο, ίσως, είναι το γεγονός ότι έχουν υπονομεύσει τη βάση στην οποία στηρίζεται η πολιτική ένωση –δηλαδή, το να πειστούν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ταυτιστούν με την ευρωπαϊκή ιδέα.
Η δημόσια στήριξη για την «Ευρώπη» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική της επιτυχία. Πράγματι, τα οικονομικά επιτεύγματα της Ευρώπης είναι αυτά που της δίνουν πολιτική φωνή στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά, όπως δείχνει η σημερινή κρίση, οι οικονομίες της Ευρώπης με τις καλύτερες επιδόσεις είναι αυτές που έχουν (σχετικά) ευέλικτες αγορές εργασίας, λογικούς φορολογικούς συντελεστές, και ανοικτή πρόσβαση στα επαγγέλματα και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, η ώθηση για την οικονομική μεταρρύθμιση δεν έχει προέλθει από την ΕΕ, αλλά από τις εθνικές κυβερνήσεις, με ένα από τα καλύτερα παραδείγματα να είναι η «Ατζέντα 2010», η οποία ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία, από τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ. Πολλές ακαδημαϊκές μελέτες, ακολουθώντας τη δουλειά του Αμερικανού ιστορικού της οικονομίας Douglass North, υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών και περιφερειών είναι αυτός που θέτει τις βάσεις για την τεχνολογική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη. Η πλήρης αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας, η οποία ξεκίνησε το Μάρτιο του 2000 για να καταστήσει την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον πλανήτη», κατέδειξε την αδυναμία της για μία συγκεντρωτική προσέγγιση.
Αναμφισβήτητα, κατά τους προηγούμενους αιώνες, ο ανταγωνισμός εντός Ευρώπης ήταν αυτός που δημιουργούσε τον απαράμιλλο δυναμισμό και την ευημερία σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Βέβαια, η εποχή αυτή ήταν μία εποχή πολέμων. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι η συγκεντροποίηση είναι ο καλύτερος –πόσο μάλλον ο μόνος- τρόπος για να εγγυηθεί η ειρήνη.
Όμως, για άλλη μία φορά, οι ηγέτες της ΕΕ ανταποκρίθηκαν καταλήγοντας στο αντίθετο: η αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας ερμηνεύτηκε ως γεγονός που δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την εναρμόνιση και τη συγκεντροποίηση των εθνικών πολιτικών. Πιστός στη φόρμα αυτή, στην ομιλία του για την «Κατάσταση της Ένωσης» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Σεπτέμβριο του 2012, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο έκανε έκκληση για μία πιο ισχυρή Κομισιόν.
Η προσέγγιση αυτή –δηλ. η εναρμόνιση, ο συντονισμός και η συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων- εξακολουθεί να θεωρείται ως πανάκεια για τα προβλήματα της Ευρώπης. Πρόκειται για την προσποίηση της γνώσης την οποία κατήγγειλε ο οικονομολόγος Friedrich von Hayek, ως τη συνταγή για τον περιορισμό της ελευθερίας και την εξασφάλιση της οικονομικής μετριότητας. Πράγματι, το ευρωπαϊκό εγχείρημα θα έπρεπε να ξεκινάει με την προϋπόθεση ότι οι βάσεις για την οικονομική επιτυχία είναι τα κατάλληλα όργανα, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, και ο ανταγωνισμός, μαζί με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη φορολογικό σύστημα και τη σταθερή δημοσιονομική πολιτική.
Μπορεί κανείς να δει τους κινδύνους της συγκεντρωτικής προσέγγισης για την Ευρώπη, στις σχέσεις μεταξύ των 17 σημερινών μελών της ευρωζώνης και των 11 κρατών-μελών της ΕΕ που βρίσκονται εκτός ευρωζώνης. Καθώς τα πρώτα πιέζουν για μεγαλύτερη ολοκλήρωση, οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες αυτού του εγχειρήματος είναι πιθανό να αποτρέψουν τα τελευταία από τη συμμετοχή στην ΟΝΕ (γεγονός που μπορεί να αποτελεί ένα ακόμη σημάδι ότι ο θεσμικός ανταγωνισμός δε μπορεί να κατασταλεί για πάντα).
Υπάρχουν πολλοί τομείς όπου η κοινή δράση στο επίπεδο της ΕΕ είναι και κατάλληλη και αποτελεσματική. Ένας ξεκάθαρος τέτοιος τομέας είναι η περιβαλλοντική πολιτική. Ωστόσο, η συγκεντροποίηση των οικονομικών αποφάσεων, ως αυτοσκοπός, δε μπορεί να στηρίξει μία ευημερούσα και ισχυρή Ευρώπη.
Ο Ζαν Μονές, ένας από τους ιδρυτές της ΕΕ, είπε κάποτε ότι, αν του δινόταν η ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα ξεκινούσε από τον πολιτισμό –μία πτυχή για την οποία ούτε χρειαζόμαστε ούτε επιθυμούμε συγκεντρωτισμό. Ο πολιτιστικός πλούτος της Ευρώπης έγκειται ακριβώς στην πολυμορφία της, και η βάση για τα σημαντικότερα επιτεύγματά της έχει υπάρξει ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων, των θεσμικών οργάνων, και των περιοχών. Η τρέχουσα οικονομική δυσπραγία της, αντανακλά τις παρατεταμένες προσπάθειες των Ευρωπαίων ηγετών να αρνηθούν το προφανές.
banksnews.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα λόγια μιας μάνας...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ