2013-08-28 13:25:28
Του Θανου Π. Ντοκου*
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων αρκετών ετών. Αν και μπορούν να εντοπιστούν ευθύνες εκατέρωθεν, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί ασφαλώς να ικανοποιεί τις πολιτικές ηγεσίες ή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο χωρών. Παράλληλα, είναι αναστρέψιμη εφόσον υπάρχει η σχετική βούληση. Κάνοντας μια μικρή αναδρομή, μπορεί ίσως να δείξει κανείς κάποια κατανόηση για όσους -αντιδρώντας συναισθηματικά- θεώρησαν την ευρωπαϊκή αντίδραση στην ελληνική κρίση ως ανεπαρκή ή και στερούμενη αλληλεγγύης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό και γενικότερο δυτικό προσανατολισμό της και να στραφεί προς τη Ρωσία ή την Κίνα.
Βεβαίως, μια στοιχειώδης μελέτη των διεθνών πολιτικών και οικονομικών δεδομένων θα έδειχνε ότι ούτε η βούληση υπήρχε από πλευράς των δύο αυτών σημαντικών παγκόσμιων δυνάμεων (όπως φάνηκε από τη στάση της Ρωσίας στην κυπριακή οικονομική κρίση) αλλά ούτε και η ικανότητα να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των προκλήσεων για την ελληνική εξωτερική πολιτική και οικονομία (χωρίς αυτό να σημαίνει, βεβαίως, ότι οι ευρωπαϊκές ή αμερικανικές aπαρεμβάσεις στα θέματα αυτά είναι πάντοτε επωφελείς για τα ελληνικά συμφέροντα).
Οπως, όμως, έχουμε γράψει σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία τρία χρόνια, η διατήρηση ενός γενικότερου ευρωπαϊκού ή και ευρωατλαντικού προσανατολισμού δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν οφείλει να επιδιώξει και να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία βελτίωσης των σχέσεών της με τη Ρωσία και την Κίνα. Βεβαίως, υπάρχουν προβλήματα και εμπόδια, αλλά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό στη Μόσχα ότι τα περισσότερα δεν έχουν προκληθεί από την Αθήνα. Π.χ., η μη υλοποίηση του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη οφείλεται στις αμερικανικές αντιδράσεις, ενώ οι δυσκολίες στην πώληση της ΔΕΠΑ στην Gazprom προκλήθηκαν από τη στάση Ε.Ε. και ΗΠΑ, αλλά και τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο η εν λόγω εταιρεία έχει κινηθεί σε διάφορες περιπτώσεις.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα πληρώνει 30% ακριβότερα το φυσικό αέριο που προμηθεύεται από τη Ρωσία. Οι δε γενικότερες δυσκολίες στις αμερικανορωσικές και ευρωρωσικές σχέσεις και οι επικρατούσες αντιλήψεις περί παιγνίου μηδενικού αθροίσματος και οι ενίοτε ψυχροπολεμικές νοοτροπίες στην Ουάσιγκτον, αλλά και στη Μόσχα, αφήνουν περιορισμένα περιθώρια κινήσεων στην Αθήνα, λόγω και της γενικότερης ελληνικής αδυναμίας και εξάρτησης. Οι αντιδράσεις με το «θυμικό», σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις (δηλώσεις Μεντβέντεφ για κυπριακό φυσικό αέριο και Πούτιν για επενδύσεις στην Ελλάδα), από τη Μόσχα δείχνουν ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί σοβαρά. Φοβάμαι όμως ότι στρέφει τα πυρά της σε λάθος στόχο και ενδέχεται να προκαλέσει μια αχρείαστη σοβαρή επιδείνωση των σχέσεών της με δύο ιστορικούς συμμάχους της, την Ελλάδα (που έχει συχνά στηρίξει τις ρωσικές θέσεις εντός της Ε.Ε.) και την Κύπρο.
Επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κοινά συμφέροντα και άλλοι δεσμοί, είναι επιτακτική η ανάγκη για μια επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων, με άμεσο στόχο τη βελτίωση του κλίματος και εν συνεχεία την αναζήτηση ρεαλιστικών τομέων συνεργασίας.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
InfoGnomon
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων αρκετών ετών. Αν και μπορούν να εντοπιστούν ευθύνες εκατέρωθεν, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί ασφαλώς να ικανοποιεί τις πολιτικές ηγεσίες ή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο χωρών. Παράλληλα, είναι αναστρέψιμη εφόσον υπάρχει η σχετική βούληση. Κάνοντας μια μικρή αναδρομή, μπορεί ίσως να δείξει κανείς κάποια κατανόηση για όσους -αντιδρώντας συναισθηματικά- θεώρησαν την ευρωπαϊκή αντίδραση στην ελληνική κρίση ως ανεπαρκή ή και στερούμενη αλληλεγγύης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό και γενικότερο δυτικό προσανατολισμό της και να στραφεί προς τη Ρωσία ή την Κίνα.
Βεβαίως, μια στοιχειώδης μελέτη των διεθνών πολιτικών και οικονομικών δεδομένων θα έδειχνε ότι ούτε η βούληση υπήρχε από πλευράς των δύο αυτών σημαντικών παγκόσμιων δυνάμεων (όπως φάνηκε από τη στάση της Ρωσίας στην κυπριακή οικονομική κρίση) αλλά ούτε και η ικανότητα να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των προκλήσεων για την ελληνική εξωτερική πολιτική και οικονομία (χωρίς αυτό να σημαίνει, βεβαίως, ότι οι ευρωπαϊκές ή αμερικανικές aπαρεμβάσεις στα θέματα αυτά είναι πάντοτε επωφελείς για τα ελληνικά συμφέροντα).
Οπως, όμως, έχουμε γράψει σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία τρία χρόνια, η διατήρηση ενός γενικότερου ευρωπαϊκού ή και ευρωατλαντικού προσανατολισμού δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν οφείλει να επιδιώξει και να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία βελτίωσης των σχέσεών της με τη Ρωσία και την Κίνα. Βεβαίως, υπάρχουν προβλήματα και εμπόδια, αλλά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό στη Μόσχα ότι τα περισσότερα δεν έχουν προκληθεί από την Αθήνα. Π.χ., η μη υλοποίηση του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη οφείλεται στις αμερικανικές αντιδράσεις, ενώ οι δυσκολίες στην πώληση της ΔΕΠΑ στην Gazprom προκλήθηκαν από τη στάση Ε.Ε. και ΗΠΑ, αλλά και τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο η εν λόγω εταιρεία έχει κινηθεί σε διάφορες περιπτώσεις.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα πληρώνει 30% ακριβότερα το φυσικό αέριο που προμηθεύεται από τη Ρωσία. Οι δε γενικότερες δυσκολίες στις αμερικανορωσικές και ευρωρωσικές σχέσεις και οι επικρατούσες αντιλήψεις περί παιγνίου μηδενικού αθροίσματος και οι ενίοτε ψυχροπολεμικές νοοτροπίες στην Ουάσιγκτον, αλλά και στη Μόσχα, αφήνουν περιορισμένα περιθώρια κινήσεων στην Αθήνα, λόγω και της γενικότερης ελληνικής αδυναμίας και εξάρτησης. Οι αντιδράσεις με το «θυμικό», σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις (δηλώσεις Μεντβέντεφ για κυπριακό φυσικό αέριο και Πούτιν για επενδύσεις στην Ελλάδα), από τη Μόσχα δείχνουν ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί σοβαρά. Φοβάμαι όμως ότι στρέφει τα πυρά της σε λάθος στόχο και ενδέχεται να προκαλέσει μια αχρείαστη σοβαρή επιδείνωση των σχέσεών της με δύο ιστορικούς συμμάχους της, την Ελλάδα (που έχει συχνά στηρίξει τις ρωσικές θέσεις εντός της Ε.Ε.) και την Κύπρο.
Επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κοινά συμφέροντα και άλλοι δεσμοί, είναι επιτακτική η ανάγκη για μια επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων, με άμεσο στόχο τη βελτίωση του κλίματος και εν συνεχεία την αναζήτηση ρεαλιστικών τομέων συνεργασίας.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το Μοσχοβίτικο Le Bourget
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βραδιά Πολιτισμού στο Δήμο Πυλαίας-Χορτιάτη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ