2012-04-09 12:20:17
Φωτογραφία για Αριστοτέλης: Είμαστε όλοι Ελληνες
«Δεν υπάρχει κανείς "δυτικός κόσμος"παρά μόνον οι Αρχαίοι Ελληνες και εμείς οι Εσπέριοι»Φρίντριχ Κίτλερ Η οικονομική κρίση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδατα τελευταία δύο χρόνια και η παρεπόμενη απαξίωση της χώρας μας από τουςευρωπαίους εταίρους της οδήγησαν μια σειρά διανοουμένων της αλλοδαπής ναυπενθυμίσουν στους συμπατριώτες τους την ελληνική καταγωγή του δυτικούπολιτισμού και, συνακόλουθα, της λογικής και λογιστικής επιστήμης.Βέβαια, στο άκουσμα του συνθήματος «Είμαστεόλοι Ελληνες», οι περισσότεροι εκφραστές ή παραλήπτες του σκέπτονται κυρίως τιςοικονομικές συνέπειες που μπορούν να πλήξουν ακόμη και τα πιο εύρωστα κράτη τουδυτικού πολιτισμού, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τη γλώσσα τουςαπροϋπόθετα ως εκφραστικό μέσο της ψυχικής τους διάθεσης. Και μολονότι μιλούνδιαφορετικές γλώσσες, θεωρούν ότι αυτές είναι απλώς «σύμβολα» ή σημεία για τα «παθήματατης ψυχής» που, κατά τον Αριστοτέλη, «είναιίδια σε όλους» (Περίερμηνείας). Τη στιγμή της εκφοράς τού εν λόγω συνθήματος οιευρωπαίοι φίλοι μας προϋποθέτουν ότι η ομιλία δεν είναι παρά εξωτερίκευση μιαςσκέψης, με σκοπό την επικοινωνία μεταξύ των λαών: σκέπτονται ελληνικά, είναιΕλληνες, στον βαθμό που ενεργοποιούν μία(!) από τις κυρίαρχεςφιλοσοφικο-γλωσσικές παραδόσεις του αρχαιοελληνικού πολιτισμού: τηναριστοτελική.


Η πίστη ότι η διαφορά των γλωσσών αφοράαποκλειστικά την υλικότητα του σημαίνοντος, ενώ το πνευματικό στοιχείο, τοσημαινόμενο, παραμένει σε όλους το ίδιο, θα αμφισβητηθεί στη νεωτερικότητα απότον Χούμπολτ, όταν αυτός θα ορίσει το γλωσσικό σημαίνον ως διαμορφωτικόστοιχείο του στοχασμού. Μολαταύτα, φαίνεται πως ένας γλωσσικός αταβισμός δεναφήνει ακόμη και σήμερα τους ομιλούντες Ευρωπαίους, που επιτέλεσαν τη «γλωσσικήστροφή», να ξεπεράσουν τον μεταφυσικό κλοιό που κάποτε χαράχθηκε από τηνελληνική φιλοσοφία.Την ίδια στιγμή που όλοι είναι απασχολημένοιμε την οικονομική κρίση, διερωτώμενοι - και πάλι αριστοτελικά - για τα αίτιάτης, ευάριθμοι έλληνες μελετητές εργάζονται εντατικά για την έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.),προσφέροντάς μας έτσι τη δυνατότητα να στοχαστούμε εκ νέου τις ιδρυτικέςπράξεις και τις πρωταρχικές σκηνές του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τη γέννηση, τησυγκρότηση και την ανάλυση του λόγου. Η νέα έκδοση των Απάντων θα καταστήσει έκδηλο ότι ο - σύμφωναμε μια ειρωνική αποστροφή του Νίτσε - «αναγνώστης» Αριστοτέλης υπήρξε έναςφιλόσοφος που έγραψε επί παντός του επιστητού, και όχι μόνον, όπωςεπαναλάμβαναν καταναγκαστικά οι Χάιντεγκερ και Γκάνταμερ, για το «ον ως ον».Ηθελε να γνωρίσει, να πει τα πάντα και να γράψει για τα πάντα, και μάλισταχωρίς τη βοήθεια των θεών ή των μουσών. Για παράδειγμα, ο γιος γιατρού από ταΣτάγειρα (αυτοεξόριστος πλέον στην Εύβοια) επιχείρησε να ορίσει με ιατρικήακρίβεια, χωρίς όμως να το κατονομάσει, το μικρό - παρεμφερές του ανδρικού -μόριο ονόματι «κλειτορίδα», ως ιδιαίτερη πηγή απόλαυσης της γυναίκας,μετατρέποντας τρόπον τινά τον θεό Ερωτα σε γυναικολόγο ή ψυχαναλυτή avant lalettre (Περί ζώων γενέσεως).

Επίσης, η άποψή του ότι η διάφυλη σχέση είναιανάλογη της σχέσης μορφής (είδους) και ύλης, η οποία κορυφώνεται στη σκανδαλώδηφράση ότι «η γυναίκα βγαίνει από τον άνδρα» (Μετά τα φυσικά), αφού στο σπέρμα του πατρός βρίσκεταιο τελικός σκοπός, το «παιδί», προκαλεί αμηχανία σήμερα, που το σύνδρομο τουΠυγμαλίωνα, του άνδρα δηλαδή που δίνει ζωή και μορφή στην άψυχη ύλη που ακούειστο όνομα «γυναίκα», έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα.Ο Αριστοτέλης, αφού δεν κατάφερε να γίνει οδιάδοχος του Πλάτωνα στην Ακαδημία, άρχισε να εξετάζει τη χλωρίδα και τηνπανίδα της Αττικής ως προς τους τελικούς ή άριστους σκοπούς τους, όπως άλλωστεδηλώνει και το όνομά του. Αφουγκράστηκε, μεταξύ άλλων, τις φωνητικές εκδηλώσειςαναρίθμητων ζώων, για να καθορίσει τι είναι αυτό που συγκροτεί τους ανθρώπουςως ομιλούντα όντα (Περί τα ζώα ιστορίαι),σε αντιδιαστολή με τους «άναρθρους ήχους» των άγριων ζώων, «πουόμως κανένας τους δεν συνιστά όνομα»,ήτοι «φωνήσημαντική». Με την εξαίρεση, εν μέρει, του αηδονιού,που αν το κελάιδισμά του δεν διέθετε «διάρθρωση» παρεμφερή της γλωσσικής, τότεο Σοφοκλής δεν θα άκουγε τη Μούσα στις χλωρασιές του Κολωνού και ο Αριστοτέλης(σε αντίθεση με τον Σωκράτη) δεν θα το ξεχώριζε ως το πλέον συγγενές προς τονάνθρωπο ον.Τέτοιου είδους «περιθωριακές» προσεγγίσεις τουΑριστοτέλη ωχριούν, θα λέγαμε, μπροστά στη μεγάλη του συνεισφορά στη θεωρία της«ενδεχομενικότητας», έννοιας μέσω της οποίας θεωρητικοί της λογικής αλλά καικορυφαίοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Λούμαν, επιχειρούν να ορίσουν το καθεστώς όχιμόνο της γνώσης αλλά και της ίδιας της νεωτερικότητας.Βέβαια, η αριστοτελική διαλεκτική δεν παύει ναπρέπει να στοχάζεται μέσα στο πλαίσιο των κατηγοριών (ουσία, ποσότητα,σχετικότητα, ποιότητα κτλ.), εάν θέλει να αποκαλύψει την αλήθεια των πραγμάτων,τη φύση των όντων. Επρεπε να περιμένουμε τον Νίτσε για να μας διαφωτίσει ότι ηλογική δεν ξεπηδά από τη θέληση για αλήθεια, αλλά από τη θέληση νακυριαρχήσουμε πάνω στην πολλαπλότητα των αισθητήριων δεδομένων, πρώτα μέσωοργανικών (αντιληπτικών) και κατόπιν μέσω εννοιολογικών ταυτοτήτων: «Κατάτον σχηματισμό του Λόγου, της λογικής, των κατηγοριών, αποφασιστική σημασίαείχε η ανάγκη όχι να "γνωρίσουμε", αλλά να υπαγάγουμε, νασχηματοποιήσουμε, με σκοπό την κατανόηση, τον υπολογισμό (...). Οι κατηγορίεςείναι "αλήθειες" μόνον με την έννοια ότι είναι συνθήκες της ζωής γιαεμάς».

Η λογική προσταγήΤο Περί ερμηνείας αποτελεί ένα από τα πλέον επιδραστικάκείμενα στη φιλοσοφία της γλώσσας (βλ. την εισαγωγή των Κεσίσογλου - Παπατσίμπαστην αυτοτελή, εξαιρετικά σχολιασμένη έκδοση του έργου από τη Σμίλη), αν και ηγέννησή του συνδέεται περισσότερο με τους διαλεκτικούς αγώνες όπου το ζητούμενοήταν η διεξαγωγή της επιχειρηματολογίας εντός ενός «αυστηράκαθορισμένου πλαισίου κανόνων», όπως μας υπενθυμίζει ο Παύλος Καλλιγάςστην εισαγωγή του στην έκδοση της Νήσου.Αλλωστε το Οργανον, στο οποίο ανήκει και το επιμέρους έργο,συνιστά (όπως και οι Κατηγορίες) εγχειρίδιο που επιτρέπει στον αγωνιζόμενο,π.χ., να «ελέγξει ανά πάσα στιγμή τυχόν αντιφάσεις που ανακύπτουν ή νααποτιμήσει ορθά την εκάστοτε καταφατική ή αρνητική απάντηση του συνομιλητή του» (Καλλιγάς).Αυτός που πρέπει να αποκλειστεί, μέσω του νέου τελετουργικού ονόματι«διαλεκτική», από την «τάξη του λόγου», όπως θα την ονόμαζε ο Φουκό, είναι οσοφιστής, ο οποίος συγχέει ανά πάσα στιγμή τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύδους,και αντιφάσκει όταν αποδίδει «ταυτόχρονα» σε ένα και το αυτό πράγμα αντίθετακατηγορήματα.Καθίσταται σαφές ότι ο σημερινός μελετητήςκαλείται να αναρωτηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια για την καταγωγή και τις προϋποθέσειςτης λογικής ενόρμησης στον άνθρωπο (άγχος προ των μείξεων; αναγκαιότηταοργάνωσης της Πόλεως;), και ιδίως του θεμέλιου νόμου της, του Νόμου της ΜηΑντίφασης. Μια ανατρεπτική ερμηνεία του μάς έρχεται και πάλι από τον Νίτσε, οοποίος απουσιάζει εκκωφαντικά από τις αριστοτελικές βιβλιογραφίες: «Ουποκειμενικός εξαναγκασμός να μην αντιφάσκουμε είναι ένας βιολογικόςεξαναγκασμός: το ένστικτο της χρησιμότητας ότι πρέπει να συμπεραίνουμε έτσιόπως συμπεραίνουμε, είναι σωματικό, σχεδόν είμαστε αυτό το ένστικτο... Τιαφέλεια όμως να αντλούμε από εδώ μια απόδειξη ότι κατέχουμε έτσι μια"αλήθεια καθ' εαυτήν"! (...) Ο νόμος της μη αντίφασης δεν περιέχεικανένα κριτήριο της αλήθειας, αλλά μια προσταγή σχετικά με αυτό που πρέπει ναισχύει ως αληθινό».Το Περί ερμηνείας συνιστά ουσιαστικά μια αρνητική έκθεση τουάμα («ταυτόχρονα»), το οποίο ο Καντ θεώρησε τελείως περιττό, απομακρύνοντάς τοαπό την αρχή της αντίφασης και μετατρέποντας την κατά τα άλλα γνωσιοθεωρητικήαρχή της αντίφασης σε αποφαντική λογική. Στον αντίποδα, ο Φρόιντ προσπάθησε ναστοχαστεί μια λογική των αμφιθυμικών αντιφάσεων, όπου η «άρνηση» (Verneinung)σε μια προτασιακή κρίση δεν συνιστά παρά απώθηση και «ταυτόχρονα» διανοητικήαποδοχή του απωθημένου. Η άρνηση στην κρίση καθιστά φανερό τι είναι αυτό πουαπωθείται. Αλλωστε το ασυνείδητο δεν γνωρίζει το «όχι».Και όμως, ο Αριστοτέλης δεν ήταν ένα αρνητικόπνεύμα, αλλά, όπως πολύ καλά αντιλήφθηκε ο Ραφαήλ, έμεινε πιστός στα εγκόσμια.Γι' αυτό και στον περίφημο πίνακά του «Η Σχολή των Αθηνών» (1511) εμφανίζεταινα τείνει οριζόντια το χέρι του, νεύοντας προς μια ηθική οργάνωση του κόσμουτούτου - σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που, τείνοντας το χέρι του κάθετα, προς τονουρανό, συμβολίζει τον υπεραισθητό κόσμο των ιδεών.

Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναιεπίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο ΠάντειοΠανεπιστήμιο. πηγη:tovima
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ