2013-09-19 03:21:04
Ένα άρθρο της δεκαετίας του ’50 για τον ντόρο του MBA γίνεται ξανά επίκαιρο.
Η δεκαετία του 50’ ήταν μια μεθυστική δεκαετία για την αμερικανική οικονομία. Τα ζοφερά χρόνια του Β’ΠΠ είχαν περάσει και οι αναπτυσσόμενες εταιρείες συνειδητοποίησαν ότι χρειαζόντουσαν μια νέα γενιά διευθυντικών στελεχών για να διοικήσουν τους επεκτεινόμενους ομίλους και τις δραστηριότητές τους.
Αντί όμως να βασιστούν στο ταλέντο τους οι εταιρείες στράφηκαν στα ανερχόμενα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών διοίκησης επιχειρήσεων -MBA- για βοήθεια.
Η ιδέα ήταν απλή. Γιατί να εκπαιδεύσει κανείς νέους ανερχόμενους επιχειρηματίες όταν τα πανεπιστήμια ήδη το κάνανε αυτό; Παρόλα αυτά η άνοδος του πτυχίου του ΜΒΑ προκάλεσε πολύ ντόρο, που αποτυπώθηκε σε ένα άρθρο που παρουσιάστηκε στο Fortune από τον γκουρού στη διοίκηση επιχειρήσεων Πήτερ Ντράκερ με τίτλο «Η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων».
Μεταξύ των επιχειρημάτων κατά του πτυχίου ήταν ότι η διοίκηση αφορά πράξεις και όχι θεωρίες. Τα προγράμματα MBA δημιουργούσαν ανώτερα στελέχη που όμως δε γνώριζαν σχεδόν τίποτα για το αντικείμενο της δουλειάς τους. Η κοινωνία χρειάζεται επιχειρηματίες και όχι διευθυντές. Όμως ποιος ήταν ο στόχος του MBA;
Όπως σημειώνει ο Ντράκερ «δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι οι σχολές διοίκησης, αν και έχουν κερδίσει την παρτίδα μέχρι στιγμής, δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν με τη νίκη αυτή. Έχουν εδραιωθεί δίχως να γνωρίζουν ποια είναι η δουλειά τους ή πώς να την επιτύχουν».
Εξήντα τρία χρόνια μετά κάποια πράγματα έχουν αλλάξει. Οι γυναίκες -παντελώς απούσες από τη μελέτη του Ντράκερ- αποτελούν πλέον το 41% του τμήματος διοίκησης του Χάρβαρντ.
Οι φοιτητές MBA είναι γενικά μεγαλύτεροι σε ηλικία απ’ ότι ήταν το 1950. «Ο μέσος φοιτητής έρχεται απευθείας από το κολέγιο», έγραφε ο Ντράκερ. «Αν έχει επαγγελματική εμπειρία, αυτή θα ήταν ως σύμβουλος στα θερινά τμήματα, ή ως πωλητής της Saturday Evening Post. Δεν έχει ζήσει ως ενήλικας στον κόσμο των ενηλίκων, δεν είναι ο εαυτός του και, το κυριότερο, δεν έχει επαγγελματική εμπειρία». Αυτό δεν άρεσε στον Ντράκερ.
Έξι δεκαετίες αργότερα και τα περισσότερα προγράμματα σπουδών απαιτούν πλέον κάποια (2-5) χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας. «Οι εταιρείες έχουν αρχίσει να το ζητάνε», λέει η Ελίζα Έλις Σάνγκστερ, εκτελεστική διευθύντρια στο Forte Foundation, που συνεργάζεται με σχολές διοίκησης και εταιρείες για να αυξήσει το ποσοστό γυναικών που μετέχουν στα προγράμματα. «Η ύπαρξη επαγγελματικής εμπειρίας τους καθιστά λιγάκι πιο ώριμους».
Ένα άλλο πρόβλημα που επισημαίνει ο Ντράκερ είναι ότι «υπάρχει μια εγγενής αντίληψη σε εκείνους που σκοπεύουν να ανέλθουν αυτομάτως στις ανώτατες θέσεις μιας επιχείρησης αντί να αποδείξουν τις δυνατότητές τους μέσω της εργασίας τους συναγωνιζόμενοι τους υπόλοιπους μέσα στην εταιρεία».
Η βασική αντίληψη παραμένει, καθώς οι ευκαιρίες αυξάνονται για εκμάθηση δεξιοτήτων εκτός πλαισίου πανεπιστημίου. «Αν θες να κάνεις καλά τη δουλειά σου υπάρχουν πράγματα που είναι υπερ-πολύτιμα να γνωρίζεις», λέει ο Τζον Κάουφμαν, συγγραφέας του βιβλίου Το Προσωπικό MBA, ένα βιβλίο που εξηγεί τις βασικές αρχές που διδάσκονται στις σχολές διοίκησης. «Αλλά δε χρειάζεται να είσαι στην τάξη για να τις μάθεις.»
Υπάρχει ακόμα διχογνωμία σχετικά με το εάν τα προγράμματα MBA καλύπτουν τις απαιτήσεις σε δεξιότητες που έχει η κοινωνία. Ο Ντράκερ σημείωνε πως «η αμερικανική οικονομία χρειάζεται καλά εκπαιδευμένους επιχειρηματίες. Ανθρώπους που προτιμούν να ανοίξουν μια μικρή δικής τους επιχείρηση παρά να γίνουν στελέχη σε μια μεγάλη εταιρεία. Οι αυριανές μεγάλες εταιρείες θα προέλθουν από τις σημερινές μικρές».
Ακόμα όμως κι αν τα προγράμματα ΜΒΑ δίδασκαν επιχειρηματικότητα, η δομή τους θα δρούσε ενάντια στην πρακτική της επιχειρηματικότητας. Το κόστος για τα δίδακτρα είναι πολύ υψηλό, κυρίως στα καλά προγράμματα. Αν οι φοιτητές πάρουν δάνεια, «αυτό είναι ένα εμπόδιο που σε κάνει να σταματήσεις να κάνεις ότι έκανες και να αρχίσεις να κάνεις κάτι διαφορετικό», λέει ο Κάουφμαν.
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι να πάρει κανείς ένα ΜΒΑ. Οι μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες παγκοσμίως προσλαμβάνουν κυρίως κατόχους τέτοιων πτυχίων. Και ένα πτυχίο είναι έτσι κι αλλιώς ένα εφόδιο σε κάθε επιχείρηση.
Όμως, όσο το κόστος αυξάνεται, οι ίδιες οι εταιρείες μπορεί να αρχίσουν να ξανασκέφτονται τη στρατηγική να πληρώσουν για να στείλουν τα ταλέντα τους εκτός για δύο χρόνια. Όπως λέει η Έλις Σάνγκστερ, «ορισμένες επενδυτικές τράπεζες δε λένε πλέον στους υπαλλήλους τους ότι δεν υπάρχει μέλλον σε δύο, τρία χρόνια εκτός κι αν πάρουν ΜΒΑ».
«Οι υπάλληλοι έχουν γίνει πλέον πολύ πιο έξυπνοι στη συναναστροφή με τον εργοδότη τους», λέει. «Αντί να πηγαίνουν οι ίδιοι στη σχολή φέρνουν τον καθηγητή να διδάξει εκεί που δουλεύουν».
Το αποτέλεσμα; Οι υπάλληλοι «χάνουν την εμπειρία της φοίτησης στη σχολή» – την κοινωνικοποίηση και τις επαφές δηλαδή – «αλλά αποκτούν την ακαδημαϊκή εκπαίδευση που απαιτείται».
Tromaktiko
Η δεκαετία του 50’ ήταν μια μεθυστική δεκαετία για την αμερικανική οικονομία. Τα ζοφερά χρόνια του Β’ΠΠ είχαν περάσει και οι αναπτυσσόμενες εταιρείες συνειδητοποίησαν ότι χρειαζόντουσαν μια νέα γενιά διευθυντικών στελεχών για να διοικήσουν τους επεκτεινόμενους ομίλους και τις δραστηριότητές τους.
Αντί όμως να βασιστούν στο ταλέντο τους οι εταιρείες στράφηκαν στα ανερχόμενα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών διοίκησης επιχειρήσεων -MBA- για βοήθεια.
Η ιδέα ήταν απλή. Γιατί να εκπαιδεύσει κανείς νέους ανερχόμενους επιχειρηματίες όταν τα πανεπιστήμια ήδη το κάνανε αυτό; Παρόλα αυτά η άνοδος του πτυχίου του ΜΒΑ προκάλεσε πολύ ντόρο, που αποτυπώθηκε σε ένα άρθρο που παρουσιάστηκε στο Fortune από τον γκουρού στη διοίκηση επιχειρήσεων Πήτερ Ντράκερ με τίτλο «Η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων».
Μεταξύ των επιχειρημάτων κατά του πτυχίου ήταν ότι η διοίκηση αφορά πράξεις και όχι θεωρίες. Τα προγράμματα MBA δημιουργούσαν ανώτερα στελέχη που όμως δε γνώριζαν σχεδόν τίποτα για το αντικείμενο της δουλειάς τους. Η κοινωνία χρειάζεται επιχειρηματίες και όχι διευθυντές. Όμως ποιος ήταν ο στόχος του MBA;
Όπως σημειώνει ο Ντράκερ «δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι οι σχολές διοίκησης, αν και έχουν κερδίσει την παρτίδα μέχρι στιγμής, δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν με τη νίκη αυτή. Έχουν εδραιωθεί δίχως να γνωρίζουν ποια είναι η δουλειά τους ή πώς να την επιτύχουν».
Εξήντα τρία χρόνια μετά κάποια πράγματα έχουν αλλάξει. Οι γυναίκες -παντελώς απούσες από τη μελέτη του Ντράκερ- αποτελούν πλέον το 41% του τμήματος διοίκησης του Χάρβαρντ.
Οι φοιτητές MBA είναι γενικά μεγαλύτεροι σε ηλικία απ’ ότι ήταν το 1950. «Ο μέσος φοιτητής έρχεται απευθείας από το κολέγιο», έγραφε ο Ντράκερ. «Αν έχει επαγγελματική εμπειρία, αυτή θα ήταν ως σύμβουλος στα θερινά τμήματα, ή ως πωλητής της Saturday Evening Post. Δεν έχει ζήσει ως ενήλικας στον κόσμο των ενηλίκων, δεν είναι ο εαυτός του και, το κυριότερο, δεν έχει επαγγελματική εμπειρία». Αυτό δεν άρεσε στον Ντράκερ.
Έξι δεκαετίες αργότερα και τα περισσότερα προγράμματα σπουδών απαιτούν πλέον κάποια (2-5) χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας. «Οι εταιρείες έχουν αρχίσει να το ζητάνε», λέει η Ελίζα Έλις Σάνγκστερ, εκτελεστική διευθύντρια στο Forte Foundation, που συνεργάζεται με σχολές διοίκησης και εταιρείες για να αυξήσει το ποσοστό γυναικών που μετέχουν στα προγράμματα. «Η ύπαρξη επαγγελματικής εμπειρίας τους καθιστά λιγάκι πιο ώριμους».
Ένα άλλο πρόβλημα που επισημαίνει ο Ντράκερ είναι ότι «υπάρχει μια εγγενής αντίληψη σε εκείνους που σκοπεύουν να ανέλθουν αυτομάτως στις ανώτατες θέσεις μιας επιχείρησης αντί να αποδείξουν τις δυνατότητές τους μέσω της εργασίας τους συναγωνιζόμενοι τους υπόλοιπους μέσα στην εταιρεία».
Η βασική αντίληψη παραμένει, καθώς οι ευκαιρίες αυξάνονται για εκμάθηση δεξιοτήτων εκτός πλαισίου πανεπιστημίου. «Αν θες να κάνεις καλά τη δουλειά σου υπάρχουν πράγματα που είναι υπερ-πολύτιμα να γνωρίζεις», λέει ο Τζον Κάουφμαν, συγγραφέας του βιβλίου Το Προσωπικό MBA, ένα βιβλίο που εξηγεί τις βασικές αρχές που διδάσκονται στις σχολές διοίκησης. «Αλλά δε χρειάζεται να είσαι στην τάξη για να τις μάθεις.»
Υπάρχει ακόμα διχογνωμία σχετικά με το εάν τα προγράμματα MBA καλύπτουν τις απαιτήσεις σε δεξιότητες που έχει η κοινωνία. Ο Ντράκερ σημείωνε πως «η αμερικανική οικονομία χρειάζεται καλά εκπαιδευμένους επιχειρηματίες. Ανθρώπους που προτιμούν να ανοίξουν μια μικρή δικής τους επιχείρηση παρά να γίνουν στελέχη σε μια μεγάλη εταιρεία. Οι αυριανές μεγάλες εταιρείες θα προέλθουν από τις σημερινές μικρές».
Ακόμα όμως κι αν τα προγράμματα ΜΒΑ δίδασκαν επιχειρηματικότητα, η δομή τους θα δρούσε ενάντια στην πρακτική της επιχειρηματικότητας. Το κόστος για τα δίδακτρα είναι πολύ υψηλό, κυρίως στα καλά προγράμματα. Αν οι φοιτητές πάρουν δάνεια, «αυτό είναι ένα εμπόδιο που σε κάνει να σταματήσεις να κάνεις ότι έκανες και να αρχίσεις να κάνεις κάτι διαφορετικό», λέει ο Κάουφμαν.
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι να πάρει κανείς ένα ΜΒΑ. Οι μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες παγκοσμίως προσλαμβάνουν κυρίως κατόχους τέτοιων πτυχίων. Και ένα πτυχίο είναι έτσι κι αλλιώς ένα εφόδιο σε κάθε επιχείρηση.
Όμως, όσο το κόστος αυξάνεται, οι ίδιες οι εταιρείες μπορεί να αρχίσουν να ξανασκέφτονται τη στρατηγική να πληρώσουν για να στείλουν τα ταλέντα τους εκτός για δύο χρόνια. Όπως λέει η Έλις Σάνγκστερ, «ορισμένες επενδυτικές τράπεζες δε λένε πλέον στους υπαλλήλους τους ότι δεν υπάρχει μέλλον σε δύο, τρία χρόνια εκτός κι αν πάρουν ΜΒΑ».
«Οι υπάλληλοι έχουν γίνει πλέον πολύ πιο έξυπνοι στη συναναστροφή με τον εργοδότη τους», λέει. «Αντί να πηγαίνουν οι ίδιοι στη σχολή φέρνουν τον καθηγητή να διδάξει εκεί που δουλεύουν».
Το αποτέλεσμα; Οι υπάλληλοι «χάνουν την εμπειρία της φοίτησης στη σχολή» – την κοινωνικοποίηση και τις επαφές δηλαδή – «αλλά αποκτούν την ακαδημαϊκή εκπαίδευση που απαιτείται».
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι μπάτλερ του Ντουμπάι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ