2013-10-01 21:14:07
Σάββας Παύλου
Ο Νάσος Βαγενάς το είπε με καίριο τρόπο.
Στην Κύπρο έγινε εισβολή των Τούρκων από τον Βορρά και από τον Νότο έγινε απόβαση διαφόρων δήθεν προοδευτικώνυμων ακαδημαϊκών και άλλων Ελλαδιτών, οι οποίοι ταλανίζουν το ελεύθερο μέρος του νησιού με τις ιδεοληψίες τους, την ασχετοσύνη και αγραμματοσύνη τους.
Ο κυπριακός ελληνισμός έγινε ένας εσμός ινδικών χοιριδίων επί των οποίων πειραματίζονται διάφοροι ιδεοληπτικοί Ελλαδίτες.
Θυμάμαι που όταν επιχειρηματολογούσαμε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, για την ανάγκη η Ε.Ρ.Τ. να καλύπτει και την Κύπρο.
Μα θέλετε να έρχονται στην Κύπρο τα ελλαδικά τηλεοπτικά σκουπίδια;
Ρωτούσαν και μας έλεγχαν με αγανάκτηση διάφοροι Ελλαδίτες προοδευτικοί φίλοι μας, παίζοντας τον ρόλο του κριτικού ποιότητος και ταυτοχρόνως τον ρόλο της προστασίας ημών των αγνών επαρχιωτών από την ελλαδική τηλεοπτική έκπτωση. Εμείς δεν σταθήκαμε στο επιχείρημα ότι η ΕΡΤ είναι σαφώς ποιοτικότερη και καλύτερη από το ΡΙΚ και ότι οι Κύπριοι θα έχουν το πλεονέκτημα ενός δεύτερου τηλεοπτικού καναλιού. Ρωτούσαμε απλώς κάτι άλλο: Έχετε ζητήσει να μη μεταδίδει η ΕΡΤ στην Κρήτη ή τα Δωδεκάνησα; Όχι, δεν το ζητήσατε ποτέ. Λοιπόν, ζήτω τα ελλαδικά τηλεοπτικά σκουπίδια, τα θέλουμε και στην Κύπρο.
Τελευταία επέπεσε και η γλωσσολόγος κα Σταυρούλα Τσιπλάκου, υπεύθυνη του νέου αναλυτικού προγράμματος για τη γλώσσα της κυπριακής εκπαίδευσης. Το αναλυτικό πρόγραμμα δεν κάνει ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλάνε μέσα στην τάξη οι εκπαιδευτικοί και οι μαθήτριες/μαθητές. Μπορεί, με άλλα λόγια, να χρησιμοποιούν κυπριακή διάλεκτο και κοινή ελληνική.
Στην εκπαίδευση, στα σχολεία, εδώ και χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιείται η κοινή ελληνική -αλεξανδρινή, βυζαντινή, λόγια, καθαρεύουσα, δημοτική. Οι διάφορες μορφές της κοινής ελληνικής. Ποτέ δεν δίδασκαν στις τοπικές διαλέκτους. Οι παλαιοί, σοφότεροι διαφόρων συγχρόνων γλωσσολόγων, είχαν λύσει το θέμα με καίριο και ευσύνοπτο τρόπο. Στα δημόσια περιβάλλοντα χρησιμοποιείται η πανελλήνια κοινή και στα ιδιωτικά περιβάλλοντα όπως θέλει ο καθένας, και οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τη διάλεκτό τους. Με τον ίδιο τρόπο έλυσαν το θέμα και στις άλλες χώρες. Στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στα δημόσια περιβάλλοντα χρησιμοποιούν την κοινή τους γλώσσα και στα ιδιωτικά τις διάφορες διαλέκτους τους. Και έχουν πολλές διαλέκτους, εκατοντάδες, και αυτοί.
Το σχολείο αποτελεί δημόσιο περιβάλλον.
Η κα Τσιπλάκου δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρηματολογήσει γιατί καταστρατηγεί μια θεμελιώδη διάταξη της κυπριακής παιδείας, ή οποία διακηρύσσει ευθέως ότι η γλώσσα της παιδείας είναι η κοινή ελληνική. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να τεκμηριώσει γιατί ακυρώνει τη θεμελιώδη τακτική και λογική της ελληνικής παιδείας, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ότι στα σχολεία διδάσκουμε την κοινή ελληνική. Γιατί ένας επιστήμονας που εισάγει κάτι καινούργιο επιχειρηματολογεί για την προηγούμενη κατάσταση, εκδιπλώνει τις σκέψεις του, γιατί κάνει μια καινοτομία. Τίποτα δεν μας λέει γι’ αυτά η κα Τσιπλάκου. Μπήκε σε μια επιτροπή και με κάποια πολιτική κάλυψη επέβαλε τα ανιστόρητα και απαράδεκτά της με τον πραξικοπηματικό τρόπο που δουλεύουν οι Επιτροπές των κυπριακών υπουργείων.
Το πιο σημαντικό.
Επιχειρηματολόγησε, απέστειλε υπομνήματα, αλληλογράφησε με Θεσσαλούς, Κρητικούς, Δωδεκανησίους, Ηπειρώτες, Μανιάτες, να υιοθετήσουν το παράδειγμά της και στα σχολεία τους να χρησιμοποιούν την διάλεκτό τους; Γιατί, αν δεν το έκανε, πιστεύω πως αισθάνεται ότι κάνει κάτι απαράδεκτο επί των κυπριακών ινδικών χοιριδίων και δεν τολμά να το προτείνει σε άλλους.
Ακόμη: Επιχειρηματολόγησε να σταματήσουν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι κ.λπ. εθνότητες της Ευρώπης να χρησιμοποιούν στα σχολεία τους την κοινή τους γλώσσα και να αρχίσουν να διδάσκουν στις διάφορες διαλέκτους τους ή μόνο την Κύπρο καλύπτει η γλωσσική μεγαλοφυΐα μας;
Περιμένουμε, λοιπόν, εκ μέρους της, την κοινοποίηση αναλόγων προτάσεων προς Γάλλους, Άγγλους, Ρώσους, Κρητικούς, Μανιάτες κ.λπ.
Θα συνεχίσουμε με το θέμα αυτό, καθώς και με την ανυπόστατη επιχειρηματολογία της κας Τσιπλάκου, με δεύτερο σημείωμα.
Όλη η έκπτωση της κυπριακής παιδείας, η πτώση του επιπέδου της και διάφορα άλλα προβλήματα έχουν τη ρίζα τους στο γεγονός ότι δεν έχουμε λύσει το θέμα της γλώσσας, ταλανιζόμαστε και μετεωριζόμαστε στο θέμα της γλώσσας -διάλεκτος και κοινή ελληνική. Μια μπρος και μια πίσω.
Η γλώσσα της κυπριακής παιδείας είναι η κοινή ελληνική. Αν θέλουμε ανάπτυξη της επιστημονικής ζωής στην Κύπρο, εμβάθυνση σε θέματα θεωρίας και πολιτισμού, πρέπει να έχουμε στόχο οι μαθητές μας, τελειώνοντας το Λύκειο, να γνωρίζουν την κοινή ελληνική, το ίδιο και καλύτερα από τους Ελλαδίτες συνομήλικούς τους. Και βασική συνισταμένη για την επιτυχία αυτού του στόχου είναι οι διδάσκοντες (δάσκαλοι και καθηγητές) στην τάξη να μιλούν απταίστως την πανελλήνια κοινή. Όσοι δεν μπορούν υπάρχει μια εύκολη λύση. Υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους και η κυπριακή εκπαίδευση στελεχώνεται με αυτούς που γνωρίζουν τέλεια την κοινή ελληνική. Έτσι θα προχωρήσει η παιδεία στην Κύπρο σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση καθίσταται απαραίτητο στοιχείο ανάπτυξης μιας κοινωνίας. Οι γραφικοί γλωσσολόγοι, οι οποίοι δεν έχουν την τόλμη να δουν τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία και τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι νέοι καιροί, ας σταματήσουν τα αγροτοποιμενικά σκηνικά.
Σάββας Παύλου
InfoGnomon
Ο Νάσος Βαγενάς το είπε με καίριο τρόπο.
Στην Κύπρο έγινε εισβολή των Τούρκων από τον Βορρά και από τον Νότο έγινε απόβαση διαφόρων δήθεν προοδευτικώνυμων ακαδημαϊκών και άλλων Ελλαδιτών, οι οποίοι ταλανίζουν το ελεύθερο μέρος του νησιού με τις ιδεοληψίες τους, την ασχετοσύνη και αγραμματοσύνη τους.
Ο κυπριακός ελληνισμός έγινε ένας εσμός ινδικών χοιριδίων επί των οποίων πειραματίζονται διάφοροι ιδεοληπτικοί Ελλαδίτες.
Θυμάμαι που όταν επιχειρηματολογούσαμε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, για την ανάγκη η Ε.Ρ.Τ. να καλύπτει και την Κύπρο.
Μα θέλετε να έρχονται στην Κύπρο τα ελλαδικά τηλεοπτικά σκουπίδια;
Ρωτούσαν και μας έλεγχαν με αγανάκτηση διάφοροι Ελλαδίτες προοδευτικοί φίλοι μας, παίζοντας τον ρόλο του κριτικού ποιότητος και ταυτοχρόνως τον ρόλο της προστασίας ημών των αγνών επαρχιωτών από την ελλαδική τηλεοπτική έκπτωση. Εμείς δεν σταθήκαμε στο επιχείρημα ότι η ΕΡΤ είναι σαφώς ποιοτικότερη και καλύτερη από το ΡΙΚ και ότι οι Κύπριοι θα έχουν το πλεονέκτημα ενός δεύτερου τηλεοπτικού καναλιού. Ρωτούσαμε απλώς κάτι άλλο: Έχετε ζητήσει να μη μεταδίδει η ΕΡΤ στην Κρήτη ή τα Δωδεκάνησα; Όχι, δεν το ζητήσατε ποτέ. Λοιπόν, ζήτω τα ελλαδικά τηλεοπτικά σκουπίδια, τα θέλουμε και στην Κύπρο.
Τελευταία επέπεσε και η γλωσσολόγος κα Σταυρούλα Τσιπλάκου, υπεύθυνη του νέου αναλυτικού προγράμματος για τη γλώσσα της κυπριακής εκπαίδευσης. Το αναλυτικό πρόγραμμα δεν κάνει ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλάνε μέσα στην τάξη οι εκπαιδευτικοί και οι μαθήτριες/μαθητές. Μπορεί, με άλλα λόγια, να χρησιμοποιούν κυπριακή διάλεκτο και κοινή ελληνική.
Στην εκπαίδευση, στα σχολεία, εδώ και χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιείται η κοινή ελληνική -αλεξανδρινή, βυζαντινή, λόγια, καθαρεύουσα, δημοτική. Οι διάφορες μορφές της κοινής ελληνικής. Ποτέ δεν δίδασκαν στις τοπικές διαλέκτους. Οι παλαιοί, σοφότεροι διαφόρων συγχρόνων γλωσσολόγων, είχαν λύσει το θέμα με καίριο και ευσύνοπτο τρόπο. Στα δημόσια περιβάλλοντα χρησιμοποιείται η πανελλήνια κοινή και στα ιδιωτικά περιβάλλοντα όπως θέλει ο καθένας, και οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τη διάλεκτό τους. Με τον ίδιο τρόπο έλυσαν το θέμα και στις άλλες χώρες. Στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στα δημόσια περιβάλλοντα χρησιμοποιούν την κοινή τους γλώσσα και στα ιδιωτικά τις διάφορες διαλέκτους τους. Και έχουν πολλές διαλέκτους, εκατοντάδες, και αυτοί.
Το σχολείο αποτελεί δημόσιο περιβάλλον.
Η κα Τσιπλάκου δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρηματολογήσει γιατί καταστρατηγεί μια θεμελιώδη διάταξη της κυπριακής παιδείας, ή οποία διακηρύσσει ευθέως ότι η γλώσσα της παιδείας είναι η κοινή ελληνική. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να τεκμηριώσει γιατί ακυρώνει τη θεμελιώδη τακτική και λογική της ελληνικής παιδείας, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ότι στα σχολεία διδάσκουμε την κοινή ελληνική. Γιατί ένας επιστήμονας που εισάγει κάτι καινούργιο επιχειρηματολογεί για την προηγούμενη κατάσταση, εκδιπλώνει τις σκέψεις του, γιατί κάνει μια καινοτομία. Τίποτα δεν μας λέει γι’ αυτά η κα Τσιπλάκου. Μπήκε σε μια επιτροπή και με κάποια πολιτική κάλυψη επέβαλε τα ανιστόρητα και απαράδεκτά της με τον πραξικοπηματικό τρόπο που δουλεύουν οι Επιτροπές των κυπριακών υπουργείων.
Το πιο σημαντικό.
Επιχειρηματολόγησε, απέστειλε υπομνήματα, αλληλογράφησε με Θεσσαλούς, Κρητικούς, Δωδεκανησίους, Ηπειρώτες, Μανιάτες, να υιοθετήσουν το παράδειγμά της και στα σχολεία τους να χρησιμοποιούν την διάλεκτό τους; Γιατί, αν δεν το έκανε, πιστεύω πως αισθάνεται ότι κάνει κάτι απαράδεκτο επί των κυπριακών ινδικών χοιριδίων και δεν τολμά να το προτείνει σε άλλους.
Ακόμη: Επιχειρηματολόγησε να σταματήσουν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι κ.λπ. εθνότητες της Ευρώπης να χρησιμοποιούν στα σχολεία τους την κοινή τους γλώσσα και να αρχίσουν να διδάσκουν στις διάφορες διαλέκτους τους ή μόνο την Κύπρο καλύπτει η γλωσσική μεγαλοφυΐα μας;
Περιμένουμε, λοιπόν, εκ μέρους της, την κοινοποίηση αναλόγων προτάσεων προς Γάλλους, Άγγλους, Ρώσους, Κρητικούς, Μανιάτες κ.λπ.
Θα συνεχίσουμε με το θέμα αυτό, καθώς και με την ανυπόστατη επιχειρηματολογία της κας Τσιπλάκου, με δεύτερο σημείωμα.
Όλη η έκπτωση της κυπριακής παιδείας, η πτώση του επιπέδου της και διάφορα άλλα προβλήματα έχουν τη ρίζα τους στο γεγονός ότι δεν έχουμε λύσει το θέμα της γλώσσας, ταλανιζόμαστε και μετεωριζόμαστε στο θέμα της γλώσσας -διάλεκτος και κοινή ελληνική. Μια μπρος και μια πίσω.
Η γλώσσα της κυπριακής παιδείας είναι η κοινή ελληνική. Αν θέλουμε ανάπτυξη της επιστημονικής ζωής στην Κύπρο, εμβάθυνση σε θέματα θεωρίας και πολιτισμού, πρέπει να έχουμε στόχο οι μαθητές μας, τελειώνοντας το Λύκειο, να γνωρίζουν την κοινή ελληνική, το ίδιο και καλύτερα από τους Ελλαδίτες συνομήλικούς τους. Και βασική συνισταμένη για την επιτυχία αυτού του στόχου είναι οι διδάσκοντες (δάσκαλοι και καθηγητές) στην τάξη να μιλούν απταίστως την πανελλήνια κοινή. Όσοι δεν μπορούν υπάρχει μια εύκολη λύση. Υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους και η κυπριακή εκπαίδευση στελεχώνεται με αυτούς που γνωρίζουν τέλεια την κοινή ελληνική. Έτσι θα προχωρήσει η παιδεία στην Κύπρο σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση καθίσταται απαραίτητο στοιχείο ανάπτυξης μιας κοινωνίας. Οι γραφικοί γλωσσολόγοι, οι οποίοι δεν έχουν την τόλμη να δουν τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία και τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι νέοι καιροί, ας σταματήσουν τα αγροτοποιμενικά σκηνικά.
Σάββας Παύλου
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Απάντηση του ΥΠΟΙΚ σε ερώτηση των Στ. Παναγούλη και Ν. Αθανασίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ