2013-10-10 03:00:04
Προσβάλλει τα χρηστά ήθη και το θρησκευτικό αίσθημα: αυτή ήταν η κατηγορία που απηύθυναν τον Ιανουάριο του 1857 οι αρχές στον συγγραφέα Γκιστάβ Φλομπέρ (1821-1880) για το μυθιστόρημά του «Μαντάμ Μποβαρύ».
Μήνες αργότερα, ο Φλομπέρ θα δήλωνε, όχι χωρίς κάποιο στόμφο, ότι «ο αγώνας που έδωσα ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας». Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως, ως ένα βαθμό, είχε δίκιο.
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του 1856, όταν ο 35χρονος τότε Φλομπέρ κατάφερε επιτέλους να ολοκληρώσει τη «Μαντάμ Μποβαρύ» (ή «Μαντάμ Μποβαρί» σε πιο απλοποιημένη ορθογραφία στα ελληνικά), το πρώτο του μυθιστόρημα, μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς. Η «Μποβαρύ» ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Revue, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1856. Ωστόσο, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα για το μεγέθος του σκανδάλου που επρόκειτο να ξεσπάσει.
Μπορεί η «Μαντάμ Μποβαρύ» να μην περιείχε «κακές» λέξεις όπως ο κατοπινός Εραστής της Λαίδη Τσάτερλι, μπορεί να μην περιείχε πορνογραφικές και συχνά φρικαλέες σκηνές όπως τα βιβλία του Μαρκήσιου ντε Σαντ, ωστόσο εν έτει 1856, οι συνθήκες ήταν ακόμα κάτι παραπάνω από γόνιμες για να χαρακτηριστεί ένα τέτοιο βιβλίο ως ανήθικο και ο συγγραφέας του να σταυρωθεί στο όνομα της προστασίας του συνόλου της κοινωνίας.
Δεν ήταν τόσο η ίδια η ιστορία από μόνη της που προκάλεσε αντιδράσεις: μία παντρεμένη γυναίκα, βαλτωμένη σε μία ζωή άχρωμη και έναν γάμο ανιαρό εμπλέκεται σε εξωσυζυγικές σχέσεις, αναζητώντας έναν παθιασμένο έρωτα, αλλά και μία ζωή γεμάτη πολυτέλεια.
Η νευρωτική Έμα Μποβαρύ, επηρεασμένη από τα ρομαντικά μυθιστορήματα, επιθυμεί διακαώς να βιώσει «μυθιστορηματικούς» έρωτες και λούσα, τα οποία δεν μπορεί να της χαρίσει ο εξαιρετικά αφοσιωμένος και πράος αλλά «λίγος» στα μάτια της, σύζυγός της. Ομοίως, ούτε το παιδί που αποκτά από τον συζυγό της φαίνεται να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα – όχι σε βαθμό που να καταπραΰνει την ταραγμένη της ψυχή.
Ήταν όμως κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο Φλομπέρ αντιμετωπίζει τη μοιχαλίδα ηρωίδα του που πιθανώς σόκαρε τους συγχρόνους του: αποστασιοποιημένα, με μία ασάφεια και σίγουρα χωρίς μία φανερή διάθεση να καταδικάσει την ηρωίδα του, όπως ήταν η συνήθης ηθικοδιδακτική πρακτική των συγγραφέων της εποχής.
Η δίκη που γέννησε ένα μπεστ σέλερ
Με την κατηγορία ότι το μυθιστόρημα είναι άσεμνο και προσβάλλει τη θρησκεία (το τελευταίο αφορά και έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα του βιβλίου που παρουσιάζεται ως άθεος), τον Ιανουάριο του 1857 ξεκινάει μία δίκη που θα κρίνει το μέλλον του βιβλίου – και το μέλλον της καριέρας του νεόκοπου συγγραφέα. Όμως, ο Φλομπέρ δεν φαίνεται να χολοσκάει: το κοφτερό του μυαλό έχει ήδη αντιληφθεί τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους χτίζεται η δημοσιότητα. Για τον ίδιο, ήταν μία «win-win» κατάσταση, όπως θα έλεγε και ένας Άγγλος: σε κάθε περίπτωση θα έβγαινε κερδισμένος από το νομικό σκάνδαλο.
Λίγο πριν την έναρξη της δίκης, ο Φλομπέρ γράφει στον αδελφό του: «Η Μποβαρύ συνεχίζει να έχει επιτυχία. Θεωρείται πικάντικη. Όλοι την έχουν διαβάσει, τη διαβάζουν ή θέλουν να τη διαβάσουν». Για να συνεχίσει, σε αρκετά κυνικό ύφος: «Ο δημόσιος κατηγόρος έχει την αμέριστη συμπάθειά μου. Εάν το βιβλίο μου είναι κακό, η δίκη θα με εξυπηρετήσει στο να το κάνει να φανεί καλύτερο. Εάν αντίθετα το έργο μου μείνει στον χρόνο, η δίκη αυτή θα είναι το θεμέλιό του». Πάνω από εκατόν
πενήντα χρόνια πριν, ο ευφυέστατος Γάλλος είχε ήδη αντιληφθεί πλήρως τη χρησιμότητα των σκανδάλων και του ρητού «any news is good news».
Η δίκη κράτησε περίπου ένα μήνα. Τον Φεβρουάριο η ετυμηγορία ήταν: αθώος. Ωστόσο, παρότι οι δικαστές αθώωσαν τον Φλομπέρ, εντούτοις επισήμαναν στην απόφασή τους πως η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι ένα έργο που αξίζει να κατηγορηθεί, επειδή η αποστολή της λογοτεχνίας είναι η εξύψωση του πνεύματος και όχι «να μας εμπνέει αηδία για το κακό προσφέροντάς μας μία απεικόνιση της αταξίας που ενδεχομένως υπάρχει στην κοινωνία».
Αυτό που δεν έγινε αμέσως αντιληπτό ήταν πως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ένα μπεστ σέλερ - ένα instant classic μυθιστόρημα που πολλοί αποκάλεσαν αργότερα το πρώτο πραγματικό «μοντέρνο βιβλίο». Αλλά και ένα βιβλίο αναπόσπαστα δεμένο με τις δικαστικές του περιπέτειες, όπως αντιλαμβάνεται κανείς από τις πρώτες κιόλας σελίδες του: ο Φλομπέρ αφιερώνει το μυθιστόρημά του στον δικηγόρο του, Μαρί-Αντουάν-Ζιλ Σενάρ, που πέτυχε την αθώωσή του.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει αφιερώσει και στον δημόσιο κατήγορο, Ερνέστ Πινάρ. Γιατί, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις και όπως είχε προβλέψει και ο ίδιος ο Φλομπέρ, η μανιασμένη δίωξη του βιβλίου και ο ντόρος γύρω από αυτό το οδήγησαν, με νομοτελειακή ακρίβεια, στην επιτυχία. Χάρη στη δίκη, το χειρόγραφο της «Μαντάμ Μποβαρύ» έγινε περιζήτητο ανάμεσα στους εκδότες. Τον Απρίλιο του 1857, εκδόθηκε για πρώτη φορά σε μορφή βιβλίου. Ο εκδότης Μισέλ Λεβί έδωσε στον Φλομπέρ αμοιβή ύψους 800 φράγκων. Και κάπως έτσι η «Μαντάμ Μποβαρύ» έγινε το πιο πολυδιαβασμένο και πολυδιαφημισμένο βιβλίο της εποχής του και ο Φλομπέρ έγινε διάσημος.
Πρώτη έκδοση του βιβλίου (1857)
Η δίκη γύρω από το βιβλίο και η θριαμβευτική αθώωσή του στα δικαστήρια στις 7 Φεβρουαρίου 1857 έχουν γίνει κομμάτι του μύθου της «Μποβαρύ» σχεδόν όσο και η ίδια η ιστορία.
Οι περισσότερες γαλλικές εκδόσεις, εκτός από την αφιέρωση του Φλομπέρ στον δικηγόρο του, ανατυπώνουν και τα πρακτικά της δίκης – πρακτικά που είχε κρατήσει ο γραμματέας του Φλομπέρ, κατ’ εντολή του τελευταίου, αφού εκείνη την εποχή δεν καταγράφονταν πρακτικά στα γαλλικά δικαστήρια.
Ωστόσο, ο διορατικός Φλομπέρ προέβλεπε όχι μόνο τη δικαστική νίκη του, αλλά και το πώς η δίκη θα έχτιζε τον μύθο του βιβλίου και φρόντισε να διασώσει τα πάντα γύρω από αυτήν για να απαθανατίσει τον μύθο εν τη γενέσει του.
Από πολλές απόψεις, η δίκη για το «Μαντάμ Μποβαρύ» υπήρξε η πρώτη σημαντική δίκη γύρω από ένα βιβλίο που είχε δεχθεί τις κατηγορίες ότι προσέβαλλε τα χρηστά ήθη και άρα ήταν «επικίνδυνο» για το κοινό. Ακολούθησαν στον εικοστό αιώνα, πολλές τέτοιες πολύκροτες δίκες, από τον «Οδυσσέα» μέχρι τον «Τροπικο του Καρκίνου» και τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι». Όμως, η «Μποβαρύ» θεωρείται η «μητέρα» όλων των λογοτεχνικών δικών.
Η «πραγματική» Μαντάμ Μποβαρύ
Παρότι ο Φλομπέρ το αρνήθηκε αργότερα, θεωρείται σχεδόν σίγουρο από αρκετούς μελετητές πως πηγή έμπνευσης για την «Μποβαρύ» στάθηκε η ιστορία της Ντελφίν Ντελαμάρ, μίας γυναίκας από το
χωριό Ρυ στη Νορμανδία - την οποία είχε γνωρίσει προσωπικά και η οικογένεια Φλομπέρ
Η Ντελαμάρ υπήρξε διαβόητη: βαριεστημένη με τον γάμο της, απέκτησε διάφορους εραστές και, όπως και η φανταστική Έμα Μποβαρύ, προκάλεσε την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς της, εξαιτίας της μανίας της για αγορές πολυτελών πραγμάτων. Απελπισμένη, αυτοκτόνησε τελικά με δηλητήριο στα 26 της χρόνια.
Πρόκειται λίγο-πολύ για την ίδια ιστορία με την Μποβαρύ. Βεβαίως, πολλοί αμφισβητούν τη γνησιότητα όλων αυτών των στοιχείων: ίσως η Ντελαμάρ μυθοποιήθηκε εκ των υστέρων, για εμπορικούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η Ρυ έχει γίνει σήμερα μία μικρή «Ντίσνεϊλαντ» της Μποβαρύ: το χωριό διατείνεται με περηφάνια πως είναι η γενέτειρα γυναίκας που ενέπνευσε μια από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών.
Σε ολόκληρο το χωριό είναι αναρτημένες ζωγραφιές μίας μελαχρινής κοπέλας, που υποτίθεται πως αναπαριστά την Ντελαμάρ-Μποβαρύ: το σήμα καταταθέν ή logo του Ρυ. Το χωριό είναι γεμάτο με μαγαζιά που φέρουν την επωνυμία «Έμα» ή «Μποβαρύ». Υπάρχει μουσείο όπου ντυμένες κούκλες αναπαριστούν τον γάμο της Μποβαρύ. Και τέλος υπάρχει και καινούριος τάφος, πληρωμένος από την τοπική κοινότητα: κάτω από το όνομα της Ντελαμάρ, αναγράφεται απλά «Μαντάμ Μποβαρύ».
Βεβαίως, πρόκειται για μία εξόφθαλμη προσπάθεια εκμετάλλευσης του ονόματος της Μποβαρύ: τουριστικοποίηση και εμπορευματοποίηση στο έπακρο. Οποία ειρωνεία για το χωριό που κάποτε κουτσομπόλευε την Ντελαμάρ και την οδήγησε σε μία ντροπιαστική αυτοκτονία, να επωφελείται τώρα από αυτήν.
Tο μυθιστόρημα που είχε ψηφιστεί «2ο καλύτερο βιβλίο όλων των εποχών» σε δημοψήφισμα που έγινε ανάμεσα σε 125 διάσημους σύγχρονους συγγραφείς (The Top Ten: Writers Pick Their Favorite Books, W. W. Norton & Company, 2007).
athensvoice.gr
Μήνες αργότερα, ο Φλομπέρ θα δήλωνε, όχι χωρίς κάποιο στόμφο, ότι «ο αγώνας που έδωσα ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας». Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως, ως ένα βαθμό, είχε δίκιο.
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του 1856, όταν ο 35χρονος τότε Φλομπέρ κατάφερε επιτέλους να ολοκληρώσει τη «Μαντάμ Μποβαρύ» (ή «Μαντάμ Μποβαρί» σε πιο απλοποιημένη ορθογραφία στα ελληνικά), το πρώτο του μυθιστόρημα, μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς. Η «Μποβαρύ» ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Revue, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1856. Ωστόσο, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα για το μεγέθος του σκανδάλου που επρόκειτο να ξεσπάσει.
Μπορεί η «Μαντάμ Μποβαρύ» να μην περιείχε «κακές» λέξεις όπως ο κατοπινός Εραστής της Λαίδη Τσάτερλι, μπορεί να μην περιείχε πορνογραφικές και συχνά φρικαλέες σκηνές όπως τα βιβλία του Μαρκήσιου ντε Σαντ, ωστόσο εν έτει 1856, οι συνθήκες ήταν ακόμα κάτι παραπάνω από γόνιμες για να χαρακτηριστεί ένα τέτοιο βιβλίο ως ανήθικο και ο συγγραφέας του να σταυρωθεί στο όνομα της προστασίας του συνόλου της κοινωνίας.
Δεν ήταν τόσο η ίδια η ιστορία από μόνη της που προκάλεσε αντιδράσεις: μία παντρεμένη γυναίκα, βαλτωμένη σε μία ζωή άχρωμη και έναν γάμο ανιαρό εμπλέκεται σε εξωσυζυγικές σχέσεις, αναζητώντας έναν παθιασμένο έρωτα, αλλά και μία ζωή γεμάτη πολυτέλεια.
Η νευρωτική Έμα Μποβαρύ, επηρεασμένη από τα ρομαντικά μυθιστορήματα, επιθυμεί διακαώς να βιώσει «μυθιστορηματικούς» έρωτες και λούσα, τα οποία δεν μπορεί να της χαρίσει ο εξαιρετικά αφοσιωμένος και πράος αλλά «λίγος» στα μάτια της, σύζυγός της. Ομοίως, ούτε το παιδί που αποκτά από τον συζυγό της φαίνεται να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα – όχι σε βαθμό που να καταπραΰνει την ταραγμένη της ψυχή.
Ήταν όμως κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο Φλομπέρ αντιμετωπίζει τη μοιχαλίδα ηρωίδα του που πιθανώς σόκαρε τους συγχρόνους του: αποστασιοποιημένα, με μία ασάφεια και σίγουρα χωρίς μία φανερή διάθεση να καταδικάσει την ηρωίδα του, όπως ήταν η συνήθης ηθικοδιδακτική πρακτική των συγγραφέων της εποχής.
Η δίκη που γέννησε ένα μπεστ σέλερ
Με την κατηγορία ότι το μυθιστόρημα είναι άσεμνο και προσβάλλει τη θρησκεία (το τελευταίο αφορά και έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα του βιβλίου που παρουσιάζεται ως άθεος), τον Ιανουάριο του 1857 ξεκινάει μία δίκη που θα κρίνει το μέλλον του βιβλίου – και το μέλλον της καριέρας του νεόκοπου συγγραφέα. Όμως, ο Φλομπέρ δεν φαίνεται να χολοσκάει: το κοφτερό του μυαλό έχει ήδη αντιληφθεί τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους χτίζεται η δημοσιότητα. Για τον ίδιο, ήταν μία «win-win» κατάσταση, όπως θα έλεγε και ένας Άγγλος: σε κάθε περίπτωση θα έβγαινε κερδισμένος από το νομικό σκάνδαλο.
Λίγο πριν την έναρξη της δίκης, ο Φλομπέρ γράφει στον αδελφό του: «Η Μποβαρύ συνεχίζει να έχει επιτυχία. Θεωρείται πικάντικη. Όλοι την έχουν διαβάσει, τη διαβάζουν ή θέλουν να τη διαβάσουν». Για να συνεχίσει, σε αρκετά κυνικό ύφος: «Ο δημόσιος κατηγόρος έχει την αμέριστη συμπάθειά μου. Εάν το βιβλίο μου είναι κακό, η δίκη θα με εξυπηρετήσει στο να το κάνει να φανεί καλύτερο. Εάν αντίθετα το έργο μου μείνει στον χρόνο, η δίκη αυτή θα είναι το θεμέλιό του». Πάνω από εκατόν
πενήντα χρόνια πριν, ο ευφυέστατος Γάλλος είχε ήδη αντιληφθεί πλήρως τη χρησιμότητα των σκανδάλων και του ρητού «any news is good news».
Η δίκη κράτησε περίπου ένα μήνα. Τον Φεβρουάριο η ετυμηγορία ήταν: αθώος. Ωστόσο, παρότι οι δικαστές αθώωσαν τον Φλομπέρ, εντούτοις επισήμαναν στην απόφασή τους πως η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι ένα έργο που αξίζει να κατηγορηθεί, επειδή η αποστολή της λογοτεχνίας είναι η εξύψωση του πνεύματος και όχι «να μας εμπνέει αηδία για το κακό προσφέροντάς μας μία απεικόνιση της αταξίας που ενδεχομένως υπάρχει στην κοινωνία».
Αυτό που δεν έγινε αμέσως αντιληπτό ήταν πως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ένα μπεστ σέλερ - ένα instant classic μυθιστόρημα που πολλοί αποκάλεσαν αργότερα το πρώτο πραγματικό «μοντέρνο βιβλίο». Αλλά και ένα βιβλίο αναπόσπαστα δεμένο με τις δικαστικές του περιπέτειες, όπως αντιλαμβάνεται κανείς από τις πρώτες κιόλας σελίδες του: ο Φλομπέρ αφιερώνει το μυθιστόρημά του στον δικηγόρο του, Μαρί-Αντουάν-Ζιλ Σενάρ, που πέτυχε την αθώωσή του.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει αφιερώσει και στον δημόσιο κατήγορο, Ερνέστ Πινάρ. Γιατί, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις και όπως είχε προβλέψει και ο ίδιος ο Φλομπέρ, η μανιασμένη δίωξη του βιβλίου και ο ντόρος γύρω από αυτό το οδήγησαν, με νομοτελειακή ακρίβεια, στην επιτυχία. Χάρη στη δίκη, το χειρόγραφο της «Μαντάμ Μποβαρύ» έγινε περιζήτητο ανάμεσα στους εκδότες. Τον Απρίλιο του 1857, εκδόθηκε για πρώτη φορά σε μορφή βιβλίου. Ο εκδότης Μισέλ Λεβί έδωσε στον Φλομπέρ αμοιβή ύψους 800 φράγκων. Και κάπως έτσι η «Μαντάμ Μποβαρύ» έγινε το πιο πολυδιαβασμένο και πολυδιαφημισμένο βιβλίο της εποχής του και ο Φλομπέρ έγινε διάσημος.
Πρώτη έκδοση του βιβλίου (1857)
Η δίκη γύρω από το βιβλίο και η θριαμβευτική αθώωσή του στα δικαστήρια στις 7 Φεβρουαρίου 1857 έχουν γίνει κομμάτι του μύθου της «Μποβαρύ» σχεδόν όσο και η ίδια η ιστορία.
Οι περισσότερες γαλλικές εκδόσεις, εκτός από την αφιέρωση του Φλομπέρ στον δικηγόρο του, ανατυπώνουν και τα πρακτικά της δίκης – πρακτικά που είχε κρατήσει ο γραμματέας του Φλομπέρ, κατ’ εντολή του τελευταίου, αφού εκείνη την εποχή δεν καταγράφονταν πρακτικά στα γαλλικά δικαστήρια.
Ωστόσο, ο διορατικός Φλομπέρ προέβλεπε όχι μόνο τη δικαστική νίκη του, αλλά και το πώς η δίκη θα έχτιζε τον μύθο του βιβλίου και φρόντισε να διασώσει τα πάντα γύρω από αυτήν για να απαθανατίσει τον μύθο εν τη γενέσει του.
Από πολλές απόψεις, η δίκη για το «Μαντάμ Μποβαρύ» υπήρξε η πρώτη σημαντική δίκη γύρω από ένα βιβλίο που είχε δεχθεί τις κατηγορίες ότι προσέβαλλε τα χρηστά ήθη και άρα ήταν «επικίνδυνο» για το κοινό. Ακολούθησαν στον εικοστό αιώνα, πολλές τέτοιες πολύκροτες δίκες, από τον «Οδυσσέα» μέχρι τον «Τροπικο του Καρκίνου» και τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι». Όμως, η «Μποβαρύ» θεωρείται η «μητέρα» όλων των λογοτεχνικών δικών.
Η «πραγματική» Μαντάμ Μποβαρύ
Παρότι ο Φλομπέρ το αρνήθηκε αργότερα, θεωρείται σχεδόν σίγουρο από αρκετούς μελετητές πως πηγή έμπνευσης για την «Μποβαρύ» στάθηκε η ιστορία της Ντελφίν Ντελαμάρ, μίας γυναίκας από το
χωριό Ρυ στη Νορμανδία - την οποία είχε γνωρίσει προσωπικά και η οικογένεια Φλομπέρ
Η Ντελαμάρ υπήρξε διαβόητη: βαριεστημένη με τον γάμο της, απέκτησε διάφορους εραστές και, όπως και η φανταστική Έμα Μποβαρύ, προκάλεσε την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς της, εξαιτίας της μανίας της για αγορές πολυτελών πραγμάτων. Απελπισμένη, αυτοκτόνησε τελικά με δηλητήριο στα 26 της χρόνια.
Πρόκειται λίγο-πολύ για την ίδια ιστορία με την Μποβαρύ. Βεβαίως, πολλοί αμφισβητούν τη γνησιότητα όλων αυτών των στοιχείων: ίσως η Ντελαμάρ μυθοποιήθηκε εκ των υστέρων, για εμπορικούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η Ρυ έχει γίνει σήμερα μία μικρή «Ντίσνεϊλαντ» της Μποβαρύ: το χωριό διατείνεται με περηφάνια πως είναι η γενέτειρα γυναίκας που ενέπνευσε μια από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών.
Σε ολόκληρο το χωριό είναι αναρτημένες ζωγραφιές μίας μελαχρινής κοπέλας, που υποτίθεται πως αναπαριστά την Ντελαμάρ-Μποβαρύ: το σήμα καταταθέν ή logo του Ρυ. Το χωριό είναι γεμάτο με μαγαζιά που φέρουν την επωνυμία «Έμα» ή «Μποβαρύ». Υπάρχει μουσείο όπου ντυμένες κούκλες αναπαριστούν τον γάμο της Μποβαρύ. Και τέλος υπάρχει και καινούριος τάφος, πληρωμένος από την τοπική κοινότητα: κάτω από το όνομα της Ντελαμάρ, αναγράφεται απλά «Μαντάμ Μποβαρύ».
Βεβαίως, πρόκειται για μία εξόφθαλμη προσπάθεια εκμετάλλευσης του ονόματος της Μποβαρύ: τουριστικοποίηση και εμπορευματοποίηση στο έπακρο. Οποία ειρωνεία για το χωριό που κάποτε κουτσομπόλευε την Ντελαμάρ και την οδήγησε σε μία ντροπιαστική αυτοκτονία, να επωφελείται τώρα από αυτήν.
Tο μυθιστόρημα που είχε ψηφιστεί «2ο καλύτερο βιβλίο όλων των εποχών» σε δημοψήφισμα που έγινε ανάμεσα σε 125 διάσημους σύγχρονους συγγραφείς (The Top Ten: Writers Pick Their Favorite Books, W. W. Norton & Company, 2007).
athensvoice.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σεβασμός: Μια ιδιότητα που για να την απαιτείς πρέπει να την έχεις
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ