2014-01-20 00:25:06
Ο πέμπτος Βενετοτουρκικός πόλεμος για την Κρήτη, που κράτησε είκοσι πέντε χρόνια (1645-1669), ήταν απ’ τους πιο... σκληρούς κι αιματηρούς πολέμους της ιστορίας και συγκλόνισε το χριστιανικό κόσμο.
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Μανιάτες, που είχαν συνάψει συμμαχία με τη Βενετική Πολιτεία, κατάφεραν πολύ σημαντικά πλήγματα κατά του Τουρκικού στόλου – κουρσεύοντας τα πλοία των Οθωμανών και διασπώντας τον πολιορκητικό κλοιό στην Κρήτη.
Επιπλέον, στα 1659 έφτασε στις Κιτριές της Μάνης ο ναύαρχος των Ενετών, Φραγκίσκος Μοροζίνη, με δέκα γαλέρες, στις οποίες επέβαινε δύναμη πεζικού και ιππικού.
Οι Ενετοί, στον αγώνα τους με τους Τούρκους, υπολόγιζαν στο Μανιάτικο αντιπερισπασμό! Έτσι, με τη βοήθεια τους οι Μανιάτες επιχειρούν σχέδιο για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, που όμως εγκαταλείφθηκε από την αιφνίδια αναχώρηση του Μοροζίνη.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς στα 1669, ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιουπρουλή στράφηκε κατά των Μανιατών και με κάθε τρόπο προσπάθησε να απαλλαγεί από τους επίφοβους αυτούς εχθρούς. Επειδή γνώριζε πως καταφεύγοντας στη βία δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα, κατέστρωσε το εξής σχέδιο:
Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της Μάνης διαμάχες που είχαν ξεσπάσει εκείνη την εποχή και να τους οδηγήσει σε εμφύλιο σπαραγμό. Χρησιμοποίησε ως όργανό του τον Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, που κρατούνταν στο «Μπάνιο», στις φυλακές ναυστάθμου της Κωνσταντινούπολης.
Εκείνος είχε προσωπική διαμάχη με την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων, γιατί ένας απ΄ αυτούς, ο Μιχάλης Λεμιθάκης είχε κλέψει την αρραβωνιαστικιά του, την κόρη του Διακουμή Γιατράκου (Μedici).
Φτάνοντας στη Μάνη ο Γερακάρης Λιμπεράκης, προσπάθησε να εκθρέψει το μίσος μεταξύ των δύο οικογενειών (Στεφανοπουλαίων και Γιατριάνων) και παράλληλα να πείσει όσους κατάφερνε να προσεταιριστεί πως χωρίς συμμάχους οι Μανιάτες δε συνέφερε πλέον να αντισταθούν στους Τούρκους.
Μέσα σ΄ αυτή τη γενικευμένη σύγχυση που προκλήθηκε μεταξύ των Μανιατών, ο Κιουπρουλής, έστειλε τον Καζέ Αλή με 6000 άνδρες στη Ζαρνάτα, δίνοντας όμως εντολή να μην πειράξει τους Μανιάτες.
Όταν έφτασαν οι Τούρκοι, επισκεύασαν και οχύρωσαν το κάστρο της Ζαρνάτας και του Πόρτο Κάγιο κι έχτισαν το κάστρο της Κελεφά. Στόχος τους ήταν, να προστατεύσουν τα λιμάνια της Μάνης από τους Ενετούς.
Τότε, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση ο Λιμπεράκης Γερακάρης, εκδήλωσε την προσωπική του φιλοδοξία: Αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της Μάνης, σχημάτισε μικρό σώμα ενόπλων και συνεργαζόμενος φανερά με τους Τούρκους άρχισε να πραγματοποιεί το σχέδιό του, δηλαδή την εξόντωση των αντιπάλων του, Στεφανοπουλαίων.
Συνέλαβε 35 άνδρες, από τους ισχυρότερους της οικογένειας, ανάμεσά τους και το Μιχάλη Λεμιθάκη, τους δίκασε με δικούς του ανθρώπους και τους εκτέλεσε.
Οι συνθήκες επομένως είχαν γίνει εξαιρετικά δύσκολες και ιδιαίτερα πιεστικές για την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων, που μετά από απευθείας συνεννοήσεις με τους Γενοβέζους, αποφάσισαν, αναζητώντας καλύτερη τύχη, να μετοικήσουν στην Κορσική.
Οι Μανιάτες μεταναστεύουν στην Κορσική και την Σαρδηνία
Από τις αρχές του 11ου μέχρι και τον 13ο αιώνα, το Βατικανό έχει μοιράσει την εκμετάλλευση της Κορσικής ανάμεσα στους Πιζαίους, τους Αραγονέζους και τους Γενοβέζους. Αρχές του 17ου αιώνα και για 150 χρόνια οι Γενουάτες ελέγχουν την Κορσική, μέχρι την κατάκτησή της από την Γαλλία στα 1768.
Το 1729 ξεσπά η μεγάλη εξέγερση κατά των Γενοβέζων κι ύστερα από 25 χρόνια εχθροπραξιών, οι Κορσικανοί ανακηρύττουν το νησί τους ανεξάρτητο. Η άνοδος όμως του Ναπολέοντα διευκολύνει την τελική προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία το 1768.
Την περίοδο που οι Γενουάτες έχουν τον έλεγχο της Κορσικής και μετά από 11 χρόνια διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση της Γένοβας, οι Μανιάτες από τον ιστορικό όρμο του Οιτύλου ξεκινούν το μακρινό ταξίδι της μετανάστευσης.
Την ίδια εποχή οι Μανιάτες μεταναστεύουν στην Τοσκάνη και τον Τάραντα. Εκεί, όμως φτάνουν κατά κύματα, εγκαθίστανται σε διάφορα χωριά, και περνώντας τα χρόνια μάλλον διασκορπίζονται.
Η συμφωνία Γένοβας – Μανιατών στις 18-01-1676, περιλαμβάνει 14 άρθρα.
Τα τρία πρώτα ρυθμίζουν τις σχέσεις των ορθόδοξων μεταναστών με την παπική εκκλησία. Με βάσει αυτά αναγνωρίζεται ο ορθόδοξος επίσκοπος Παρθένιος Καλκανδής, ο οποίος όμως δεν θα είχε διάδοχο.
Στο μέλλον οι μοναχοί και ο κλήρος έπρεπε να υπαχθούν όπως και οι άλλοι ορθόδοξοι Έλληνες της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας στο Λατίνο ιεράρχη της περιοχής, να αποδεχθούν τον Πάπα ως αρχηγό της εκκλησίας και να προχωρήσουν σε ομολογία πίστεως για όσα είχαν αποφασισθεί στις συνόδους της Φλωρεντίας και του Trento.
Πρωτότυπα ιστορικά τεκμήρια σχετικά με τις μετακινήσεις των Μανιατών στη Γένοβα κατά τον 17ο αιώνα υπάρχουν στο κρατικό αρχείο της Γένοβας και του Βατικανού (κυρίως
της «Propaganda Fide» και της Ιεράς Εξετάσεως – Sant΄ Uffizio).
Σύμφωνα με Γενοβέζικα έγγραφα, έφτασαν στην Κορσική 600 Μανιάτες ή 100 περίπου οικογένειες. Περισσότερα στοιχεία για τον αριθμό των μεταναστών δίνει η επιστολή ενός από τους αρχηγούς των Μανιατών, του Αποστόλη Στεφανόπουλου, προς τα αδέλφια του στο Οίτυλο, που θεωρείται αξιόπιστη μαρτυρία.
Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει πως οι μετανάστες στο λιμάνι της αναχωρήσεως ήταν 800, αλλά κατά τη διάρκεια του επίπονου ταξιδιού και από τις κακές συνθήκες στο πλοίο, πέθαναν 120. (Η κυβέρνηση της Γένοβας πλήρωσε στον καπετάνιο του καραβιού 5 ρεάλια για κάθε επιβάτη, συνολικά 3000 ρεάλια).
Στο αρχείο της προπαγάνδας σώζεται επιστολή [σε ιταλική μετάφραση] απευθυνόμενη στις αρχές της Γένοβας από τον Επίσκοπο Μάνης Παρθένιο Καλκανδή, στην οποία αναφέρεται ως ημερομηνία αναχωρήσεως η 1η Ιανουαρίου 1676 με το πλοίο «Σωτήρ» (Salvatore) και καπετάνιο τον Γάλλο Ανδρέα Τaneli.
Το ταξίδι κράτησε 90 ημέρες με ενδιάμεσους σταθμούς τη Ζάκυνθο, τη Μεσσήνη, και τη Μάλτα.
Στις 14 Μαρτίου του 1676 έφτασαν οι Μανιάτες σε ένα λιμάνι στη δυτική ακτή της Κορσικής, το οποίο έκτοτε έμεινε γνωστό ως «Skala Greca», ή «Port des Moines».
Η δημοκρατία της Γένοβας τους παραχώρησε την κοντινή στο λιμάνι περιοχή της Παόμια, έναν παλαιό εγκαταλελειμμένο οικισμό πάνω σε ύψωμα, 50χλμ από το Ajaccio και 4χλμ από τη Sagona.
Η Sagona ήταν η έδρα λατίνου επισκόπου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου είχαν υπαχθεί οι μετανάστες. Ο επίσκοπος Καλκανδής εγκαταστάθηκε σε μοναστήρι μισό μίλι μακριά από τον οικισμό με 12 καλογέρους, στο κοινόβιο του Τάγματος του Αγίου Βασιλείου.
Οι συνθήκες το πρώτο διάστημα της εγκατάστασης των Μανιατών ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η ξηρασία και οι δυνατοί άνεμοι έκαναν τη γη άνυνδρη και χέρσα. Πλήττονταν λοιπόν από οικονομική ανέχεια και μαστίζονταν από ασθένειες.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες οι Μανιάτες δούλεψαν σκληρά και κατάφεραν να επιβιώσουν. Σε δώδεκα χρόνια από την εγκατάστασή τους η περιοχή είχε γίνει «το περιβόλι της Κορσικής» κατά την έκφραση Άγγλου περιηγητή.
Οι Γενοβέζοι από την εγκατάσταση των ικανότατων στις πολεμικές τέχνες Μανιατών προσδοκούσαν βοήθεια στην αντιμετώπιση των ανεξάρτητων και ανυπότακτων Κορσικανών.
Η μεγάλη εξέγερση της Κορσικής στα 1729
Στα 1729 οι Κορσικανοί επαναστάτησαν εναντίον της Γένοβας. Οι Έλληνες όμως αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα εναντίον των Γενοβέζων, αποφεύγοντας να εμπλακούν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους Γενουάτες, που τους είχαν βοηθήσει στο παρελθόν.
Η ουδέτερη στάση που κράτησαν τους έφερε σε ρήξη με τους επαναστάτες Κορσικανούς, οι οποίοι σε αντίποινα πυρπόλησαν την περιοχή που είχε παραχωρηθεί στους Μανιάτες και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους.
Τον επόμενο χρόνο οι Μανιάτες δέχθηκαν και νέα επίθεση από τους Κορσικανούς. Έστειλαν λοιπόν μέσω θαλάσσης τις οικογένειές τους στην πρωτεύουσα της Κορσικής, το Αιάκειο κι έμειναν πίσω για να προστατεύσουν την Παόμια 90 άνδρες, οι οποίοι οχυρώθηκαν στον πύργο της Ominia στο άκρο της χερσονήσου.
Μετά από σκληρές μάχες με τους Κορσικανούς και λόγω της έλλειψης αγαθών και προμηθειών υποχρεώθηκαν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου (16 Απριλίου 1731) να φύγουν κάνοντας ηρωική έξοδο προς το Αιάκειο, όπου έφτασαν στα τέλη Απριλίου του 1731.
Για τη σωτηρία τους αφιέρωσαν στην εκκλησία «Madona del Carmine», η οποία έως σήμερα καλείται «Chapelle des Grecs», μια εικόνα της Θεοτόκου.
Στο πάνω μέρος με κεφαλαία γράμματα φέρει την επιγραφή: ΔΙΑΣΟΣΟΝ ΑΠΟ ΚΙΝΔΙΝΟΝ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΣΟΥ ΘΕΟΤΟΚΕ και στο κάτω μέρος: VOTO FATTO DALI GRECI ANNO D. 1731.
Στη βάση της εικόνας απεικονίζονται επτά οπλισμένοι Μανιάτες με την τοπική ενδυμασία.
Οι Έλληνες παρέμειναν 44 χρόνια στο Αιάκειο, όπου τον έλεγχο διατηρούσε η Γένοβα - έως ότου η Κορσική στα 1768 πουλήθηκε στη Γαλλία.
Κατά την απογραφή που έκαναν οι Γενουάτες στα 1740 βρέθηκαν 810 ψυχές, εκ των οποίων 200 υπηρετούσαν στην πολιτοφυλακή.
Σε νέα απογραφή, που διεξήγαγαν οι Γαλλικές αρχές του Ajaccio το 1773, καταμετρήθηκαν 150 Μανιάτικες οικογένειες στις οποίες περικλείονταν 428 ψυχές.
Στο διάστημα των 50 χρόνων περίπου της παραμονής των Μανιατών στο Ajaccio πολλοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν την Κορσική και κατέφυγαν στο Λιβόρνο και τη Σαρδηνία.
Γύρω στα 1745/1750, πενήντα περίπου Ελληνικές οικογένειες, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις με έναν ευγενή από το Αλγκέρο, μετοίκησαν στη Σαρδηνία. Πήραν από τον Κάρολο Εμμανουέλε τον Γ΄ κτήματα στο χωριό Σαν Χριστόφορο της Μοντρέστα, ώστε να ιδρύσουν τον δικό τους καινούργιο οικισμό.
Η εγκατάστασή τους δεν ήταν εύκολη, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρική στάση των ντόπιων αλλά και κάποια σοβαρή επιδημία που τους ανάγκασε αργότερα να πυρπολήσουν τα σπίτια τους και να μεταφέρουν τον οικισμό από τα πεδινά σε πιο ορεινή περιοχή.
Απ’ την άλλη, οι Μανιάτες που παρέμειναν στο Ajaccio της Κορσικής ήρθαν σε συμφωνία στα 1768 με το Γάλλο διοικητή του νησιού κόμη Marbeuf, ο οποίος έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να χτιστούν 120 σπίτια με άρτιο πολεοδομικό σχέδιο, 250 μ. μακριά από τη θάλασσα, υπό την επίβλεψη Γάλλων αξιωματικών.
Στο νέο αυτό οικισμό, το Καργκέζε, οι Μανιάτες εγκαταστάθηκαν το 1775 και παραμένουν μέχρι σήμερα.
ellas-afipnisi.blogspot.gr
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Μανιάτες, που είχαν συνάψει συμμαχία με τη Βενετική Πολιτεία, κατάφεραν πολύ σημαντικά πλήγματα κατά του Τουρκικού στόλου – κουρσεύοντας τα πλοία των Οθωμανών και διασπώντας τον πολιορκητικό κλοιό στην Κρήτη.
Επιπλέον, στα 1659 έφτασε στις Κιτριές της Μάνης ο ναύαρχος των Ενετών, Φραγκίσκος Μοροζίνη, με δέκα γαλέρες, στις οποίες επέβαινε δύναμη πεζικού και ιππικού.
Οι Ενετοί, στον αγώνα τους με τους Τούρκους, υπολόγιζαν στο Μανιάτικο αντιπερισπασμό! Έτσι, με τη βοήθεια τους οι Μανιάτες επιχειρούν σχέδιο για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, που όμως εγκαταλείφθηκε από την αιφνίδια αναχώρηση του Μοροζίνη.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς στα 1669, ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιουπρουλή στράφηκε κατά των Μανιατών και με κάθε τρόπο προσπάθησε να απαλλαγεί από τους επίφοβους αυτούς εχθρούς. Επειδή γνώριζε πως καταφεύγοντας στη βία δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα, κατέστρωσε το εξής σχέδιο:
Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της Μάνης διαμάχες που είχαν ξεσπάσει εκείνη την εποχή και να τους οδηγήσει σε εμφύλιο σπαραγμό. Χρησιμοποίησε ως όργανό του τον Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, που κρατούνταν στο «Μπάνιο», στις φυλακές ναυστάθμου της Κωνσταντινούπολης.
Εκείνος είχε προσωπική διαμάχη με την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων, γιατί ένας απ΄ αυτούς, ο Μιχάλης Λεμιθάκης είχε κλέψει την αρραβωνιαστικιά του, την κόρη του Διακουμή Γιατράκου (Μedici).
Φτάνοντας στη Μάνη ο Γερακάρης Λιμπεράκης, προσπάθησε να εκθρέψει το μίσος μεταξύ των δύο οικογενειών (Στεφανοπουλαίων και Γιατριάνων) και παράλληλα να πείσει όσους κατάφερνε να προσεταιριστεί πως χωρίς συμμάχους οι Μανιάτες δε συνέφερε πλέον να αντισταθούν στους Τούρκους.
Μέσα σ΄ αυτή τη γενικευμένη σύγχυση που προκλήθηκε μεταξύ των Μανιατών, ο Κιουπρουλής, έστειλε τον Καζέ Αλή με 6000 άνδρες στη Ζαρνάτα, δίνοντας όμως εντολή να μην πειράξει τους Μανιάτες.
Όταν έφτασαν οι Τούρκοι, επισκεύασαν και οχύρωσαν το κάστρο της Ζαρνάτας και του Πόρτο Κάγιο κι έχτισαν το κάστρο της Κελεφά. Στόχος τους ήταν, να προστατεύσουν τα λιμάνια της Μάνης από τους Ενετούς.
Τότε, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση ο Λιμπεράκης Γερακάρης, εκδήλωσε την προσωπική του φιλοδοξία: Αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της Μάνης, σχημάτισε μικρό σώμα ενόπλων και συνεργαζόμενος φανερά με τους Τούρκους άρχισε να πραγματοποιεί το σχέδιό του, δηλαδή την εξόντωση των αντιπάλων του, Στεφανοπουλαίων.
Συνέλαβε 35 άνδρες, από τους ισχυρότερους της οικογένειας, ανάμεσά τους και το Μιχάλη Λεμιθάκη, τους δίκασε με δικούς του ανθρώπους και τους εκτέλεσε.
Οι συνθήκες επομένως είχαν γίνει εξαιρετικά δύσκολες και ιδιαίτερα πιεστικές για την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων, που μετά από απευθείας συνεννοήσεις με τους Γενοβέζους, αποφάσισαν, αναζητώντας καλύτερη τύχη, να μετοικήσουν στην Κορσική.
Οι Μανιάτες μεταναστεύουν στην Κορσική και την Σαρδηνία
Από τις αρχές του 11ου μέχρι και τον 13ο αιώνα, το Βατικανό έχει μοιράσει την εκμετάλλευση της Κορσικής ανάμεσα στους Πιζαίους, τους Αραγονέζους και τους Γενοβέζους. Αρχές του 17ου αιώνα και για 150 χρόνια οι Γενουάτες ελέγχουν την Κορσική, μέχρι την κατάκτησή της από την Γαλλία στα 1768.
Το 1729 ξεσπά η μεγάλη εξέγερση κατά των Γενοβέζων κι ύστερα από 25 χρόνια εχθροπραξιών, οι Κορσικανοί ανακηρύττουν το νησί τους ανεξάρτητο. Η άνοδος όμως του Ναπολέοντα διευκολύνει την τελική προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία το 1768.
Την περίοδο που οι Γενουάτες έχουν τον έλεγχο της Κορσικής και μετά από 11 χρόνια διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση της Γένοβας, οι Μανιάτες από τον ιστορικό όρμο του Οιτύλου ξεκινούν το μακρινό ταξίδι της μετανάστευσης.
Την ίδια εποχή οι Μανιάτες μεταναστεύουν στην Τοσκάνη και τον Τάραντα. Εκεί, όμως φτάνουν κατά κύματα, εγκαθίστανται σε διάφορα χωριά, και περνώντας τα χρόνια μάλλον διασκορπίζονται.
Η συμφωνία Γένοβας – Μανιατών στις 18-01-1676, περιλαμβάνει 14 άρθρα.
Τα τρία πρώτα ρυθμίζουν τις σχέσεις των ορθόδοξων μεταναστών με την παπική εκκλησία. Με βάσει αυτά αναγνωρίζεται ο ορθόδοξος επίσκοπος Παρθένιος Καλκανδής, ο οποίος όμως δεν θα είχε διάδοχο.
Στο μέλλον οι μοναχοί και ο κλήρος έπρεπε να υπαχθούν όπως και οι άλλοι ορθόδοξοι Έλληνες της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας στο Λατίνο ιεράρχη της περιοχής, να αποδεχθούν τον Πάπα ως αρχηγό της εκκλησίας και να προχωρήσουν σε ομολογία πίστεως για όσα είχαν αποφασισθεί στις συνόδους της Φλωρεντίας και του Trento.
Πρωτότυπα ιστορικά τεκμήρια σχετικά με τις μετακινήσεις των Μανιατών στη Γένοβα κατά τον 17ο αιώνα υπάρχουν στο κρατικό αρχείο της Γένοβας και του Βατικανού (κυρίως
της «Propaganda Fide» και της Ιεράς Εξετάσεως – Sant΄ Uffizio).
Σύμφωνα με Γενοβέζικα έγγραφα, έφτασαν στην Κορσική 600 Μανιάτες ή 100 περίπου οικογένειες. Περισσότερα στοιχεία για τον αριθμό των μεταναστών δίνει η επιστολή ενός από τους αρχηγούς των Μανιατών, του Αποστόλη Στεφανόπουλου, προς τα αδέλφια του στο Οίτυλο, που θεωρείται αξιόπιστη μαρτυρία.
Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει πως οι μετανάστες στο λιμάνι της αναχωρήσεως ήταν 800, αλλά κατά τη διάρκεια του επίπονου ταξιδιού και από τις κακές συνθήκες στο πλοίο, πέθαναν 120. (Η κυβέρνηση της Γένοβας πλήρωσε στον καπετάνιο του καραβιού 5 ρεάλια για κάθε επιβάτη, συνολικά 3000 ρεάλια).
Στο αρχείο της προπαγάνδας σώζεται επιστολή [σε ιταλική μετάφραση] απευθυνόμενη στις αρχές της Γένοβας από τον Επίσκοπο Μάνης Παρθένιο Καλκανδή, στην οποία αναφέρεται ως ημερομηνία αναχωρήσεως η 1η Ιανουαρίου 1676 με το πλοίο «Σωτήρ» (Salvatore) και καπετάνιο τον Γάλλο Ανδρέα Τaneli.
Το ταξίδι κράτησε 90 ημέρες με ενδιάμεσους σταθμούς τη Ζάκυνθο, τη Μεσσήνη, και τη Μάλτα.
Στις 14 Μαρτίου του 1676 έφτασαν οι Μανιάτες σε ένα λιμάνι στη δυτική ακτή της Κορσικής, το οποίο έκτοτε έμεινε γνωστό ως «Skala Greca», ή «Port des Moines».
Η δημοκρατία της Γένοβας τους παραχώρησε την κοντινή στο λιμάνι περιοχή της Παόμια, έναν παλαιό εγκαταλελειμμένο οικισμό πάνω σε ύψωμα, 50χλμ από το Ajaccio και 4χλμ από τη Sagona.
Η Sagona ήταν η έδρα λατίνου επισκόπου στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου είχαν υπαχθεί οι μετανάστες. Ο επίσκοπος Καλκανδής εγκαταστάθηκε σε μοναστήρι μισό μίλι μακριά από τον οικισμό με 12 καλογέρους, στο κοινόβιο του Τάγματος του Αγίου Βασιλείου.
Οι συνθήκες το πρώτο διάστημα της εγκατάστασης των Μανιατών ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η ξηρασία και οι δυνατοί άνεμοι έκαναν τη γη άνυνδρη και χέρσα. Πλήττονταν λοιπόν από οικονομική ανέχεια και μαστίζονταν από ασθένειες.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες οι Μανιάτες δούλεψαν σκληρά και κατάφεραν να επιβιώσουν. Σε δώδεκα χρόνια από την εγκατάστασή τους η περιοχή είχε γίνει «το περιβόλι της Κορσικής» κατά την έκφραση Άγγλου περιηγητή.
Οι Γενοβέζοι από την εγκατάσταση των ικανότατων στις πολεμικές τέχνες Μανιατών προσδοκούσαν βοήθεια στην αντιμετώπιση των ανεξάρτητων και ανυπότακτων Κορσικανών.
Η μεγάλη εξέγερση της Κορσικής στα 1729
Στα 1729 οι Κορσικανοί επαναστάτησαν εναντίον της Γένοβας. Οι Έλληνες όμως αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα εναντίον των Γενοβέζων, αποφεύγοντας να εμπλακούν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους Γενουάτες, που τους είχαν βοηθήσει στο παρελθόν.
Η ουδέτερη στάση που κράτησαν τους έφερε σε ρήξη με τους επαναστάτες Κορσικανούς, οι οποίοι σε αντίποινα πυρπόλησαν την περιοχή που είχε παραχωρηθεί στους Μανιάτες και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους.
Τον επόμενο χρόνο οι Μανιάτες δέχθηκαν και νέα επίθεση από τους Κορσικανούς. Έστειλαν λοιπόν μέσω θαλάσσης τις οικογένειές τους στην πρωτεύουσα της Κορσικής, το Αιάκειο κι έμειναν πίσω για να προστατεύσουν την Παόμια 90 άνδρες, οι οποίοι οχυρώθηκαν στον πύργο της Ominia στο άκρο της χερσονήσου.
Μετά από σκληρές μάχες με τους Κορσικανούς και λόγω της έλλειψης αγαθών και προμηθειών υποχρεώθηκαν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου (16 Απριλίου 1731) να φύγουν κάνοντας ηρωική έξοδο προς το Αιάκειο, όπου έφτασαν στα τέλη Απριλίου του 1731.
Για τη σωτηρία τους αφιέρωσαν στην εκκλησία «Madona del Carmine», η οποία έως σήμερα καλείται «Chapelle des Grecs», μια εικόνα της Θεοτόκου.
Στο πάνω μέρος με κεφαλαία γράμματα φέρει την επιγραφή: ΔΙΑΣΟΣΟΝ ΑΠΟ ΚΙΝΔΙΝΟΝ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΣΟΥ ΘΕΟΤΟΚΕ και στο κάτω μέρος: VOTO FATTO DALI GRECI ANNO D. 1731.
Στη βάση της εικόνας απεικονίζονται επτά οπλισμένοι Μανιάτες με την τοπική ενδυμασία.
Οι Έλληνες παρέμειναν 44 χρόνια στο Αιάκειο, όπου τον έλεγχο διατηρούσε η Γένοβα - έως ότου η Κορσική στα 1768 πουλήθηκε στη Γαλλία.
Κατά την απογραφή που έκαναν οι Γενουάτες στα 1740 βρέθηκαν 810 ψυχές, εκ των οποίων 200 υπηρετούσαν στην πολιτοφυλακή.
Σε νέα απογραφή, που διεξήγαγαν οι Γαλλικές αρχές του Ajaccio το 1773, καταμετρήθηκαν 150 Μανιάτικες οικογένειες στις οποίες περικλείονταν 428 ψυχές.
Στο διάστημα των 50 χρόνων περίπου της παραμονής των Μανιατών στο Ajaccio πολλοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν την Κορσική και κατέφυγαν στο Λιβόρνο και τη Σαρδηνία.
Γύρω στα 1745/1750, πενήντα περίπου Ελληνικές οικογένειες, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις με έναν ευγενή από το Αλγκέρο, μετοίκησαν στη Σαρδηνία. Πήραν από τον Κάρολο Εμμανουέλε τον Γ΄ κτήματα στο χωριό Σαν Χριστόφορο της Μοντρέστα, ώστε να ιδρύσουν τον δικό τους καινούργιο οικισμό.
Η εγκατάστασή τους δεν ήταν εύκολη, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρική στάση των ντόπιων αλλά και κάποια σοβαρή επιδημία που τους ανάγκασε αργότερα να πυρπολήσουν τα σπίτια τους και να μεταφέρουν τον οικισμό από τα πεδινά σε πιο ορεινή περιοχή.
Απ’ την άλλη, οι Μανιάτες που παρέμειναν στο Ajaccio της Κορσικής ήρθαν σε συμφωνία στα 1768 με το Γάλλο διοικητή του νησιού κόμη Marbeuf, ο οποίος έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να χτιστούν 120 σπίτια με άρτιο πολεοδομικό σχέδιο, 250 μ. μακριά από τη θάλασσα, υπό την επίβλεψη Γάλλων αξιωματικών.
Στο νέο αυτό οικισμό, το Καργκέζε, οι Μανιάτες εγκαταστάθηκαν το 1775 και παραμένουν μέχρι σήμερα.
ellas-afipnisi.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το «ξύπνημα» της Rosetta
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ