2014-04-04 16:07:21
Ένα μικρό ψάρι και τέσσερα μεγάλα: Ο Στράτος (Βαγγέλης Μουρίκης) έχει διαπράξει στα νιάτα του ένα έγκλημα πάθους. Δύο τύποι πρόσβαλαν την κοπέλα του και αυτός δεν τους σκότωσε απλώς, αλλά τους ξεκοίλιασε με τρόπο που τον κατέστησε μυθικό στον υπόκοσμο. Πήγε φυσικά φυλακή και τώρα έχει αποφυλακιστεί. Και στη βιτρίνα μοιάζει να τα έχει αφήσει πίσω του όλα αυτά. Δουλεύει νύχτα σε εργαστήρι αρτοποιίας. Τυρόπιτες, κουλουράκια κλπ. Τις μέρες όμως είναι και επαγγελματίας δολοφόνος. Ο Στράτος αρχίζει να κινείται -άλλοτε με κι άλλοτε παρά τη θέλησή του- ανάμεσα σε τέσσερεις μεγαλοκακοποιούς, σε τέσσερα μεγάλα ψάρια. Ο τοκογλύφος και μαφιόζος Αντώνης Πετρόπουλος (Γιώργος Γιαννόπουλος) που τον σέβεται για το παλιό του έγκλημα και τον θέλει στη δούλεψή του, με το καλό ή με το κακό. Ο «Μπογιατζής» (Γιάννης Αναστασάκης) που του αναθέτει τα συμβόλαια θανάτου. Ο αρχικακοποιός Λεωνίδας (Αλέκος Πάγκαλος) που είναι ακόμα στη φυλακή (κατά τραγικά επίκαιρη σύμπτωση, η ταινία μας βάζει μέσα στις φυλακές του Μαλανδρίνου)
. Και ο αδελφός του Λεωνίδα, ο Γιώργος (Γιάννης Τσορτσέκης), που μαζεύει λεφτά από όλους τους παλιούς φίλους και συνεργάτες του Λεωνίδα για να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Ο Στράτος, ελεύθερος επαγγελματίας ως δολοφόνος, με εξαρτημένη εργασία ως αρτοποιός, παραμένει ανεξάρτητο και μικρό ψάρι. Εκτός από τα μεγάλα αυτά ψάρια, σχετίζεται και με τους απέναντί του. O Mάκης (Πέτρος Ζερβός) και η Βίκυ (Βίκυ Παπαδοπούλου) είναι αδέλφια. Η Βίκυ έχει μια κόρη, την Κατερίνα. Και προτιμά να δουλεύει ως πόρνη, παρά ως εργάτρια.
Ο συμπαθής δολοφόνος και οι αποκρουστικοί εργοδότες: Ένα βασικό παράδοξο συμβαίνει: ο Στράτος είναι ένας συμπαθής ήρωας. Και είναι ένας άνθρωπος που δολοφονεί με το σωρό. Στις προηγούμενες όμως δύο συνεργασίες του με τον Οικονομίδη, ο Βαγγέλης Μουρίκης έπαιξε δυο ανθρώπους που δεν ήταν εγκληματίες. Που ήταν νοικοκυραίοι. Και που όμως σου έβγαζαν μια φοβερή αντιπάθεια. Ο Περικλής στην «Ψυχή στο Στόμα» ή ο θείος στον «Μαχαιροβγάλτη» είναι στην ελάχιστη λιμνούλα τους τα μεγάλα ψάρια. Ψαράκια της πλάκας δηλαδή, αφεντικά πέντε - έξι ανθρώπων ή αφεντικά μόνο ενός, πάντως μεγαλύτερα ψάρια από τους ανθρώπους τους οποίους πληρώνουν ως αφεντικά. Και όπου βρίσκουν μικρότερο ψάρι του φέρονται με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο (η εμβληματική σκηνή του μασάζ στην «Ψυχή στο Στόμα», η σκηνή στο νοσοκομείο στον «Μαχαιροβγάλτη»). Ο Στράτος όμως σε όλη την ταινία δεν φέρεται άσχημα σε άνθρωπο. Μόνο εκτελεί. Άθλια π.χ. θα φερθεί ένα ακόμη αφεντικό σε μια εργάτρια στο αρτοποιείο. Αν στον «Μαχαιροβγάλτη» το μικροαστικό όνειρο οδηγούσε στο έγκλημα, εδώ ο Στράτος μοιάζει να ζει μια ζωή που μπορεί να μην ορίζεται από κάποια υψηλά ιδανικά, αλλά που έχει πάντως έναν σαφή αξιακό μπούσουλα. Σκοτώνει για λεφτά μεν, αλλά τα λεφτά τα δίνει για το σχέδιο δραπέτευσης του Λεωνίδα που του είχε σώσει κάποτε τη ζωή μέσα στη φυλακή. Από την άλλη κι αυτός ο κώδικας τιμής έχει τα όριά του στο τι μπορεί να δικαιολογήσει και αθωώσει στα μάτια μας. Σε μια σκηνή σε ένα νεκροταφείο μια γυναίκα τον ρωτάει τι είχε το νεκρό. Καλό φίλο, απαντάει εκείνος. Η γυναίκα ξεσπάει κλωτσώντας την ανθοδέσμη και λέγοντας ότι σκατά έπρεπε να του φέρει του φίλου του και όχι λουλούδια, γιατί της είχε σκοτώσει το παιδί. Οι φόνοι παραμένουν φόνοι. Αλλά ο Οικονομίδης είναι σαν να λέει ότι υπάρχει κι ένα αν όχι μεγαλύτερο, πάντως αποκρουστικότερο κακό. Αποκρουστικό και ταυτόχρονα νόμιμο.
Η χαραμάδα για το ξέσκισμα: Στον κόσμο των τεσσάρων ταινιών του Οικονομίδη η οικογένεια είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, οι εργασιακές σχέσεις είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, κι ο έρωτας πηγή προδοσιών και εγκλημάτων. Αλλά πέρα από αυτά ο Οικονομίδης μοιάζει σαν να περιγράφει κάτι ακόμη ευρύτερο. Αυτό το «Κάτσε» που λέει στον Στράτο ο Πετρόπουλος, μετατρέπεται αμέσως στο «Κάτσε, μην σε γαμήσω». Αυτή η διάσπαρτη συγκρουσιακότητα. Ένα από τα υποψήφια θύματα του Στράτου αρχίζει να του αντιμιλάει, να τον προσβάλλει. Στη χαραμάδα που βρίσκει ανοικτή, αντί να νιώσει ευγνωμοσύνη, αντί να σκεφτεί πως ο τύπος με το περίστροφο που ήρθε να του αφαιρέσει τη ζωή μπορεί να νιώθει οίκτο ή ανθρωπιά, πέφτει να τον κατασπαράξει: «Δεν έχεις τα αρχίδια. Σήκω και φύγε». Σαν η προσβολή και η επιθετικότητα και η ανθρωποφαγία να είναι βασικό συστατικό της νεοελληνικής συνθήκης. Και φτάνεις να σκεφτείς πως όταν ο Στράτος συζητά στο παγκάκι με τον Μάκη για ένα ηθικό πρόβλημα, όσο απόλυτα ανατριχιαστική κι αν είναι η επιχειρηματολογία και ο τρόπος σκέψης του Μάκη, τουλάχιστον μιλάει στον Στράτο με κάποια ένδειξη ενοχών και αμφιθυμίας, τουλάχιστον δεν του μιλάει με πρόθεση να τον κατασπαράξει.
Το πρόσωπο το καθαρό από τύψεις: Στον «Μαχαιροβγάλτη» είχα αναρωτηθεί για τον τρόπο που γελά ο ήρωας του Στάθη Σταμουλακάτου, στη μόνη στιγμή που θα δούμε το πρόσωπό του όχι απλά έγχρωμο αλλά και να λάμπει από ευφορία. Ήταν η σκηνή όπου παρακολουθούσε μια θεατρική παράσταση: «Ίσως το πρόσωπό του το ομορφαίνει η τέχνη, ίσως και η παντελής έλλειψη αναστολών για το μαχαίρι που έχει προγραμματίσει να τραβήξει αμέσως μετά. Όπως το πάρει κανείς». Νομίζω πως η απορία για το πώς πρέπει να το πάρει κανείς λύνεται στο «Μικρό Ψάρι», όταν η κάμερα του Οικονομίδη θα εστιάσει πάνω στο πρόσωπο της Βίκυς Παπαδοπούλου που χορεύει σε ένα γλέντι. Σε λίγες ώρες έχει σχεδιάσει να κάνει κάτι αποτρόπαιο κι όμως το πρόσωπό της δείχνει να μην την απασχολεί τίποτα. Ο μικροαστισμός, η αποπληρωμή δανείων, το να ζήσεις αξιοπρεπώς. Η αξιοπρέπεια ως υλική συνθήκη και μόνο.
Τα τρόλεϊ και το συντριβάνι: Αν το νεκροταφείο των παλιών τρόλεϊ και λεωφορείων με το οποίο ξεκινά το πρώτο πλάνο της ταινίας, έχε και μια ομορφιά, αν τα τρόλεϊ και λεωφορεία αυτά ολοκλήρωσαν το σκοπό τους επί δεκαετίες στην πόλη, αν πέθαναν αξιοπρεπώς και αν κουβαλάνε μέσα τους αναμνήσεις, προς το τέλος της ταινίας το βρώμικο και στάσιμο νερό από τα συντριβάνια που δεν λειτουργούν πια σε μια αχανή τσιμεντοπλατεία, δεν κουβαλά αντίστοιχες μνήμες, πρόκειται για ένα ακόμη έργο που θα λειτούργησε για λίγο και μετά θα αφέθηκε στην τύχη του. Η Ελλάδα της ανάπτυξης των ολυμπιακών ως βαλτωμένο φάντασμα, το ολυμπιακό χωριό με τους αχανείς κι έρημους χώρους του. Ένα νερό βρώμικο και στάσιμο για μεγάλα και μικρά ψάρια.
Το άνοιγμα προς τα έξω: Όλες οι ερμηνείες, είτε των μόνιμων ηθοποιών του Οικονομίδη, είτε των φρέσκων, είτε και των μη ηθοποιών, όπως της Πόπης Τσαπανίδου, της Σόνιας Θεοδωρίδου και του Πέτρου Ζερβού. συμβάλλουν καθοριστικά στο ύφος της ταινίας. Όσο για τον Βαγγέλη Μουρίκη, παραδίδει μια μινιμαλιστική αλλά εντελώς βαθιά ερμηνεία, έχει μετατραπεί σε μια κεντρικά καθοριστική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου, βρίσκεται σε κάθε πλάνο της ταινίας και την πηγαίνει εκεί που της αξίζει. Ο Οικονομίδης από το αρχικό ασφυκτικά κλειστό σύμπαν του «Σπιρτόκουτου» ανοίγεται με κάθε του ταινία προς τα έξω, στην αρχή πολύ πιο δειλά με την «Ψυχή στο Στόμα», στη συνέχεια πολύ πιο εμφατικά με τον «Μαχαιροβγάλτη» και τώρα με απόλυτα δικαιωμένη αυτοπεποίθηση με «Το Μιικρό Ψάρι». Ο Οικονομίδης συνεχίζει να φτιάχνει απόλυτα δυνατές ταινίες και σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πια έτοιμος για κάτι ακόμη μεγαλύτερο και σημαντικότερο.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
(Έξτρα μπόνους μια συνέντευξη του Βαγγέλη Μουρίκη στο radiobubble)
Old Boy
Ο συμπαθής δολοφόνος και οι αποκρουστικοί εργοδότες: Ένα βασικό παράδοξο συμβαίνει: ο Στράτος είναι ένας συμπαθής ήρωας. Και είναι ένας άνθρωπος που δολοφονεί με το σωρό. Στις προηγούμενες όμως δύο συνεργασίες του με τον Οικονομίδη, ο Βαγγέλης Μουρίκης έπαιξε δυο ανθρώπους που δεν ήταν εγκληματίες. Που ήταν νοικοκυραίοι. Και που όμως σου έβγαζαν μια φοβερή αντιπάθεια. Ο Περικλής στην «Ψυχή στο Στόμα» ή ο θείος στον «Μαχαιροβγάλτη» είναι στην ελάχιστη λιμνούλα τους τα μεγάλα ψάρια. Ψαράκια της πλάκας δηλαδή, αφεντικά πέντε - έξι ανθρώπων ή αφεντικά μόνο ενός, πάντως μεγαλύτερα ψάρια από τους ανθρώπους τους οποίους πληρώνουν ως αφεντικά. Και όπου βρίσκουν μικρότερο ψάρι του φέρονται με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο (η εμβληματική σκηνή του μασάζ στην «Ψυχή στο Στόμα», η σκηνή στο νοσοκομείο στον «Μαχαιροβγάλτη»). Ο Στράτος όμως σε όλη την ταινία δεν φέρεται άσχημα σε άνθρωπο. Μόνο εκτελεί. Άθλια π.χ. θα φερθεί ένα ακόμη αφεντικό σε μια εργάτρια στο αρτοποιείο. Αν στον «Μαχαιροβγάλτη» το μικροαστικό όνειρο οδηγούσε στο έγκλημα, εδώ ο Στράτος μοιάζει να ζει μια ζωή που μπορεί να μην ορίζεται από κάποια υψηλά ιδανικά, αλλά που έχει πάντως έναν σαφή αξιακό μπούσουλα. Σκοτώνει για λεφτά μεν, αλλά τα λεφτά τα δίνει για το σχέδιο δραπέτευσης του Λεωνίδα που του είχε σώσει κάποτε τη ζωή μέσα στη φυλακή. Από την άλλη κι αυτός ο κώδικας τιμής έχει τα όριά του στο τι μπορεί να δικαιολογήσει και αθωώσει στα μάτια μας. Σε μια σκηνή σε ένα νεκροταφείο μια γυναίκα τον ρωτάει τι είχε το νεκρό. Καλό φίλο, απαντάει εκείνος. Η γυναίκα ξεσπάει κλωτσώντας την ανθοδέσμη και λέγοντας ότι σκατά έπρεπε να του φέρει του φίλου του και όχι λουλούδια, γιατί της είχε σκοτώσει το παιδί. Οι φόνοι παραμένουν φόνοι. Αλλά ο Οικονομίδης είναι σαν να λέει ότι υπάρχει κι ένα αν όχι μεγαλύτερο, πάντως αποκρουστικότερο κακό. Αποκρουστικό και ταυτόχρονα νόμιμο.
Η χαραμάδα για το ξέσκισμα: Στον κόσμο των τεσσάρων ταινιών του Οικονομίδη η οικογένεια είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, οι εργασιακές σχέσεις είναι τόπος φρικτών συγκρούσεων, κι ο έρωτας πηγή προδοσιών και εγκλημάτων. Αλλά πέρα από αυτά ο Οικονομίδης μοιάζει σαν να περιγράφει κάτι ακόμη ευρύτερο. Αυτό το «Κάτσε» που λέει στον Στράτο ο Πετρόπουλος, μετατρέπεται αμέσως στο «Κάτσε, μην σε γαμήσω». Αυτή η διάσπαρτη συγκρουσιακότητα. Ένα από τα υποψήφια θύματα του Στράτου αρχίζει να του αντιμιλάει, να τον προσβάλλει. Στη χαραμάδα που βρίσκει ανοικτή, αντί να νιώσει ευγνωμοσύνη, αντί να σκεφτεί πως ο τύπος με το περίστροφο που ήρθε να του αφαιρέσει τη ζωή μπορεί να νιώθει οίκτο ή ανθρωπιά, πέφτει να τον κατασπαράξει: «Δεν έχεις τα αρχίδια. Σήκω και φύγε». Σαν η προσβολή και η επιθετικότητα και η ανθρωποφαγία να είναι βασικό συστατικό της νεοελληνικής συνθήκης. Και φτάνεις να σκεφτείς πως όταν ο Στράτος συζητά στο παγκάκι με τον Μάκη για ένα ηθικό πρόβλημα, όσο απόλυτα ανατριχιαστική κι αν είναι η επιχειρηματολογία και ο τρόπος σκέψης του Μάκη, τουλάχιστον μιλάει στον Στράτο με κάποια ένδειξη ενοχών και αμφιθυμίας, τουλάχιστον δεν του μιλάει με πρόθεση να τον κατασπαράξει.
Το πρόσωπο το καθαρό από τύψεις: Στον «Μαχαιροβγάλτη» είχα αναρωτηθεί για τον τρόπο που γελά ο ήρωας του Στάθη Σταμουλακάτου, στη μόνη στιγμή που θα δούμε το πρόσωπό του όχι απλά έγχρωμο αλλά και να λάμπει από ευφορία. Ήταν η σκηνή όπου παρακολουθούσε μια θεατρική παράσταση: «Ίσως το πρόσωπό του το ομορφαίνει η τέχνη, ίσως και η παντελής έλλειψη αναστολών για το μαχαίρι που έχει προγραμματίσει να τραβήξει αμέσως μετά. Όπως το πάρει κανείς». Νομίζω πως η απορία για το πώς πρέπει να το πάρει κανείς λύνεται στο «Μικρό Ψάρι», όταν η κάμερα του Οικονομίδη θα εστιάσει πάνω στο πρόσωπο της Βίκυς Παπαδοπούλου που χορεύει σε ένα γλέντι. Σε λίγες ώρες έχει σχεδιάσει να κάνει κάτι αποτρόπαιο κι όμως το πρόσωπό της δείχνει να μην την απασχολεί τίποτα. Ο μικροαστισμός, η αποπληρωμή δανείων, το να ζήσεις αξιοπρεπώς. Η αξιοπρέπεια ως υλική συνθήκη και μόνο.
Τα τρόλεϊ και το συντριβάνι: Αν το νεκροταφείο των παλιών τρόλεϊ και λεωφορείων με το οποίο ξεκινά το πρώτο πλάνο της ταινίας, έχε και μια ομορφιά, αν τα τρόλεϊ και λεωφορεία αυτά ολοκλήρωσαν το σκοπό τους επί δεκαετίες στην πόλη, αν πέθαναν αξιοπρεπώς και αν κουβαλάνε μέσα τους αναμνήσεις, προς το τέλος της ταινίας το βρώμικο και στάσιμο νερό από τα συντριβάνια που δεν λειτουργούν πια σε μια αχανή τσιμεντοπλατεία, δεν κουβαλά αντίστοιχες μνήμες, πρόκειται για ένα ακόμη έργο που θα λειτούργησε για λίγο και μετά θα αφέθηκε στην τύχη του. Η Ελλάδα της ανάπτυξης των ολυμπιακών ως βαλτωμένο φάντασμα, το ολυμπιακό χωριό με τους αχανείς κι έρημους χώρους του. Ένα νερό βρώμικο και στάσιμο για μεγάλα και μικρά ψάρια.
Το άνοιγμα προς τα έξω: Όλες οι ερμηνείες, είτε των μόνιμων ηθοποιών του Οικονομίδη, είτε των φρέσκων, είτε και των μη ηθοποιών, όπως της Πόπης Τσαπανίδου, της Σόνιας Θεοδωρίδου και του Πέτρου Ζερβού. συμβάλλουν καθοριστικά στο ύφος της ταινίας. Όσο για τον Βαγγέλη Μουρίκη, παραδίδει μια μινιμαλιστική αλλά εντελώς βαθιά ερμηνεία, έχει μετατραπεί σε μια κεντρικά καθοριστική φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου, βρίσκεται σε κάθε πλάνο της ταινίας και την πηγαίνει εκεί που της αξίζει. Ο Οικονομίδης από το αρχικό ασφυκτικά κλειστό σύμπαν του «Σπιρτόκουτου» ανοίγεται με κάθε του ταινία προς τα έξω, στην αρχή πολύ πιο δειλά με την «Ψυχή στο Στόμα», στη συνέχεια πολύ πιο εμφατικά με τον «Μαχαιροβγάλτη» και τώρα με απόλυτα δικαιωμένη αυτοπεποίθηση με «Το Μιικρό Ψάρι». Ο Οικονομίδης συνεχίζει να φτιάχνει απόλυτα δυνατές ταινίες και σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πια έτοιμος για κάτι ακόμη μεγαλύτερο και σημαντικότερο.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
(Έξτρα μπόνους μια συνέντευξη του Βαγγέλη Μουρίκη στο radiobubble)
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βιβλιοθήκη της Finos Film διαθέσιμη στο διαδίκτυο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα 'χασε ο Πάπας με τα δώρα της βασίλισας Ελισάβετ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ