2014-04-07 10:09:38
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Στις τουρκικές δημοτικές εκλογές της 30ης Μαρτίου 2014, το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη κατήγαγε την έκτη συνεχόμενη εκλογική νίκη από το 2002, ανανεώνοντας τη λαϊκή εντολή.
Πέραν από αυτό, το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί προσωπική νίκη για τον πρωθυπουργό Ερντογάν, ο οποίος εδώ και δέκα περίπου μήνες αμφισβητήθηκε έντονα, όσο ποτέ άλλοτε στην πρωθυπουργική του θητεία, από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας και σήκωσε ο ίδιος προσωπικά το βάρος της προεκλογικής περιόδου. Η νίκη έχει ιδιαίτερη αξία για τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο οποίος προσέφυγε σε εξαιρετικά αυταρχικές μεθόδους προκειμένου να αποκρούσει το κύμα των σκανδάλων που κτύπησε δυναμικά και αλλεπάλληλα την κυβέρνησή του. Το πρωταρχικό ερώτημα που πηγάζει από αυτά τα δεδομένα είναι πως ένας πολιτικός ηγέτης, ο οποίος ολοένα και περισσότερο γίνεται αυταρχικός, κατάφερε να κερδίσει τόση δημοκρατική νομιμότητα, μετατρέποντας μάλιστα τις τελευταίες εκλογές σε δημοψήφισμα για την αξιοπιστία του;
Αυτό που στην πραγματικότητα επεδίωξε ο Ερντογάν μετά τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί του περασμένου Μαίου ήταν η διαμόρφωση μίας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής, η οποία είχε δύο στόχους: πρώτον, να λαμβάνει σκληρά, αλλά με αποφασιστικό τρόπο, μέτρα για να εξοντώσει με κάθε τρόπο τους πολιτικούς του αντιπάλους και δεύτερον, να κρατήσει τη συνοχή της κομματικής του βάσης.
Για να πετύχει τον πρώτο στόχο επεδίωξε να απαντά στην σύγκρουση μέσω της αύξησης της πόλωσης, στοχεύοντας πάντοτε στο να δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του παρουσιάζοντάς τους ταυτοχρόνως ως εχθρούς της ίδιας της Τουρκίας, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διέρρευσε εκείνη η υποκλοπή της συνομιλίας του υπουργού εξωτερικών για την κατάσταση στη Συρία και την πρόφαση που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Τουρκία για πόλεμο. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το πέτυχε στη σύγκρουση με την ομάδα Φετουλλάχ Γκιουλέν, την οποία παρουσίασε ως καθοδηγούμενη από ξένα κέντρα. Σε αυτό έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τα ΜΜΕ, τα οποία στην πλειοψηφία τους ελέγχονται από τον Ερντογάν. Επίσης, το γεγονός ότι ο Ερντογάν ενεργούσε ανοικτά σε αντίθεση με την ομάδα Γκιουλέν, η οποία θα έπρεπε να δρα υπογείως, με όλα τα μειονεκτήματα αυτό συνεπάγετο, έδιδε μεγάλες δυνατότητες στον Τούρκο πρωθυπουργό να ελίσσεται όταν ευρίσκετο σε δυσμενή θέση.
Τη συνοχή της κομματικής του βάσης την κράτησε συνεχίζοντας τον τρόπο με τον οποίο την έκτισε. Κατάφερε να ενισχύσει τη διείσδυση στις αγροτικές κοινότητες μέσω τα χρήσης των συντηρητικών γυναικών που ενεργούν κομματικά οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, την ώρα δηλαδή που οι άνδρες εργάζονται, πλεονέκτημα που δεν έχουν τα άλλα κόμματα. H δράση αυτή των γυναικών έδωσε ήδη από την περασμένη δεκαετία μια νέα δυναμική στο κόμμα και καθιέρωσε τις γυναίκες ως ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του κομματικού εκλογικού μηχανισμού. Αυτή η οργανωμένη δράση δίδει διαρκώς την εντύπωση ότι το κόμμα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν εκλογές.
Σημαντικό στοιχείο για τη διατήρηση της συνοχής της εκλογικής βάσης υπήρξε η ισχυρή πρόσβαση των ισλαμιστών στα λαϊκά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στις αγροτικές-συντηρητικές περιοχές, στις οποίες το κόμμα του Ερντογάν διατήρησε την υπεροχή. Αυτό επετεύχθη αφού το ισλαμικό κόμμα προσφέρει στον κόσμο τρία βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι μια απλή και πολύ περιεκτική ιδεολογία που επεξηγεί τι είναι θεμελιωδώς αρνητικό (και ιδιαίτερα αντι-ισλαμικό) για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη χώρα και, πέρα από τη διαπίστωση των αρνητικών στοιχείων, η ιδεολογία του κόμματος προχωρεί προς την παρουσίαση συγκεκριμένων λύσεων για όλα τα προβλήματα. Δεύτερο, το κόμμα προσφέρει στους ανθρώπους των αγροτικών περιοχών συγκεκριμένη βοήθεια η οποία είναι αναγκαία για την καθημερινή ζωή, όπως ιατρική φροντίδα, βοήθεια για την εξεύρεση επαγγέλματος, τρόφιμα και πολλά άλλα τα οποία είναι απαραίτητα για να κάνουν τη ζωή του φτωχού ανθρώπου πιο υποφερτή και άνετη. Τέλος, το πιο σημαντικό, προσφέρει συμπάθεια και κατανόηση για τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, σεβασμό προς την εργασία του καθενός και τον καθημερινό του αγώνα για επιβίωση. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα αλληλοκατανόησης μεταξύ του ισλαμικού κόμματος και των ψηφοφόρων του. Αυτός ο συνδυασμός, της ισλαμικής ιδεολογικής έκφανσης, της κοινωνικής αρωγής και της κατανόησης δίδει μια τεράστια δυναμική σε ό,τι αφορά την πολιτική υποστήριξη που ζητά το κόμμα από το λαό, ιδιαιτέρως στις αγροτικές συντηρητικές περιοχές. Αντιθέτως προς τους ισλαμιστές, τα υπόλοιπα κόμματα δείχνουν ελάχιστο σεβασμό προς τα άμεσα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και η συμπεριφορά τους σε κομματικό επίπεδο καθώς και η προσωπική συμπεριφορά των ηγετών τους δε συνάδει με την ενάρετη ζωή των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Έτσι, με αυτόν τρόπο μπορεί να εξηγηθεί το εκλογικό παράδοξο στην Τουρκία. Δηλαδή, με αυταρχικές πολιτικές ο Ερντογάν κατάφερε να ενισχύσει «δημοκρατικώς» την πολιτική του αξιοπιστία.
InfoGnomon
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Στις τουρκικές δημοτικές εκλογές της 30ης Μαρτίου 2014, το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη κατήγαγε την έκτη συνεχόμενη εκλογική νίκη από το 2002, ανανεώνοντας τη λαϊκή εντολή.
Πέραν από αυτό, το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί προσωπική νίκη για τον πρωθυπουργό Ερντογάν, ο οποίος εδώ και δέκα περίπου μήνες αμφισβητήθηκε έντονα, όσο ποτέ άλλοτε στην πρωθυπουργική του θητεία, από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας και σήκωσε ο ίδιος προσωπικά το βάρος της προεκλογικής περιόδου. Η νίκη έχει ιδιαίτερη αξία για τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο οποίος προσέφυγε σε εξαιρετικά αυταρχικές μεθόδους προκειμένου να αποκρούσει το κύμα των σκανδάλων που κτύπησε δυναμικά και αλλεπάλληλα την κυβέρνησή του. Το πρωταρχικό ερώτημα που πηγάζει από αυτά τα δεδομένα είναι πως ένας πολιτικός ηγέτης, ο οποίος ολοένα και περισσότερο γίνεται αυταρχικός, κατάφερε να κερδίσει τόση δημοκρατική νομιμότητα, μετατρέποντας μάλιστα τις τελευταίες εκλογές σε δημοψήφισμα για την αξιοπιστία του;
Αυτό που στην πραγματικότητα επεδίωξε ο Ερντογάν μετά τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί του περασμένου Μαίου ήταν η διαμόρφωση μίας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής, η οποία είχε δύο στόχους: πρώτον, να λαμβάνει σκληρά, αλλά με αποφασιστικό τρόπο, μέτρα για να εξοντώσει με κάθε τρόπο τους πολιτικούς του αντιπάλους και δεύτερον, να κρατήσει τη συνοχή της κομματικής του βάσης.
Για να πετύχει τον πρώτο στόχο επεδίωξε να απαντά στην σύγκρουση μέσω της αύξησης της πόλωσης, στοχεύοντας πάντοτε στο να δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του παρουσιάζοντάς τους ταυτοχρόνως ως εχθρούς της ίδιας της Τουρκίας, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διέρρευσε εκείνη η υποκλοπή της συνομιλίας του υπουργού εξωτερικών για την κατάσταση στη Συρία και την πρόφαση που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Τουρκία για πόλεμο. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το πέτυχε στη σύγκρουση με την ομάδα Φετουλλάχ Γκιουλέν, την οποία παρουσίασε ως καθοδηγούμενη από ξένα κέντρα. Σε αυτό έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τα ΜΜΕ, τα οποία στην πλειοψηφία τους ελέγχονται από τον Ερντογάν. Επίσης, το γεγονός ότι ο Ερντογάν ενεργούσε ανοικτά σε αντίθεση με την ομάδα Γκιουλέν, η οποία θα έπρεπε να δρα υπογείως, με όλα τα μειονεκτήματα αυτό συνεπάγετο, έδιδε μεγάλες δυνατότητες στον Τούρκο πρωθυπουργό να ελίσσεται όταν ευρίσκετο σε δυσμενή θέση.
Τη συνοχή της κομματικής του βάσης την κράτησε συνεχίζοντας τον τρόπο με τον οποίο την έκτισε. Κατάφερε να ενισχύσει τη διείσδυση στις αγροτικές κοινότητες μέσω τα χρήσης των συντηρητικών γυναικών που ενεργούν κομματικά οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, την ώρα δηλαδή που οι άνδρες εργάζονται, πλεονέκτημα που δεν έχουν τα άλλα κόμματα. H δράση αυτή των γυναικών έδωσε ήδη από την περασμένη δεκαετία μια νέα δυναμική στο κόμμα και καθιέρωσε τις γυναίκες ως ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του κομματικού εκλογικού μηχανισμού. Αυτή η οργανωμένη δράση δίδει διαρκώς την εντύπωση ότι το κόμμα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν εκλογές.
Σημαντικό στοιχείο για τη διατήρηση της συνοχής της εκλογικής βάσης υπήρξε η ισχυρή πρόσβαση των ισλαμιστών στα λαϊκά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στις αγροτικές-συντηρητικές περιοχές, στις οποίες το κόμμα του Ερντογάν διατήρησε την υπεροχή. Αυτό επετεύχθη αφού το ισλαμικό κόμμα προσφέρει στον κόσμο τρία βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι μια απλή και πολύ περιεκτική ιδεολογία που επεξηγεί τι είναι θεμελιωδώς αρνητικό (και ιδιαίτερα αντι-ισλαμικό) για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη χώρα και, πέρα από τη διαπίστωση των αρνητικών στοιχείων, η ιδεολογία του κόμματος προχωρεί προς την παρουσίαση συγκεκριμένων λύσεων για όλα τα προβλήματα. Δεύτερο, το κόμμα προσφέρει στους ανθρώπους των αγροτικών περιοχών συγκεκριμένη βοήθεια η οποία είναι αναγκαία για την καθημερινή ζωή, όπως ιατρική φροντίδα, βοήθεια για την εξεύρεση επαγγέλματος, τρόφιμα και πολλά άλλα τα οποία είναι απαραίτητα για να κάνουν τη ζωή του φτωχού ανθρώπου πιο υποφερτή και άνετη. Τέλος, το πιο σημαντικό, προσφέρει συμπάθεια και κατανόηση για τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, σεβασμό προς την εργασία του καθενός και τον καθημερινό του αγώνα για επιβίωση. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα αλληλοκατανόησης μεταξύ του ισλαμικού κόμματος και των ψηφοφόρων του. Αυτός ο συνδυασμός, της ισλαμικής ιδεολογικής έκφανσης, της κοινωνικής αρωγής και της κατανόησης δίδει μια τεράστια δυναμική σε ό,τι αφορά την πολιτική υποστήριξη που ζητά το κόμμα από το λαό, ιδιαιτέρως στις αγροτικές συντηρητικές περιοχές. Αντιθέτως προς τους ισλαμιστές, τα υπόλοιπα κόμματα δείχνουν ελάχιστο σεβασμό προς τα άμεσα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και η συμπεριφορά τους σε κομματικό επίπεδο καθώς και η προσωπική συμπεριφορά των ηγετών τους δε συνάδει με την ενάρετη ζωή των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Έτσι, με αυτόν τρόπο μπορεί να εξηγηθεί το εκλογικό παράδοξο στην Τουρκία. Δηλαδή, με αυταρχικές πολιτικές ο Ερντογάν κατάφερε να ενισχύσει «δημοκρατικώς» την πολιτική του αξιοπιστία.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σοσιαλιστικό Κόμμα: Ανακοίνωση για την υπόθεση Μπαλτάκου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ