2014-04-15 20:39:05
Από τους τρεις τρόπους τους οποίους είχαν μέχρι σήμερα τα κράτη για να αντιμετωπίσουν την υπερχρέωση, η Ε.Ε., κάτω από τις οδηγίες της Γερμανίας, προωθεί τον...
τέταρτο.
Πλέον, η διάσωση ενός κράτους θα περνάει από τους καταθέτες. Επιφανειακά, αυτό δεν φαίνεται λάθος. Όταν μια τράπεζα καταρρέει, όλοι οι συμμετέχοντες, από τους μετόχους μέχρι τους ομολογιούχους και τους καταθέτες, επιβαρύνονται με το κόστος. Όμως, όταν το τραπεζικό σύστημα ολόκληρο καταρρέει και χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση λόγω της κατάρρευσης της οικονομίας της χώρας στην οποία βρίσκεται, τότε η γερμανική εμμονή να φορτώσει τον λογαριασμό στους καταθέτες είναι άδικη και μάλλον περίεργη.
Μέχρι τώρα, όταν ένα κράτος βρισκόταν υπερχρεωμένο, μην μπορώντας να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος, τρεις εναλλακτικές είχε. Κατ’ αρχήν να πληθωρίσει την οικονομία. Όσο πιο μεγάλο μέρος του χρέους ήταν σταθερού επιτοκίου και όσο μακρύτερες ήταν οι λήξεις, τόσο πιο αποτελεσματική ήταν αυτή η λύση
. Το κόστος επωμίζονταν οι εγχώριοι καταναλωτές σε βάθος χρόνου, και ήταν η λύση την οποία είχαν επιλέξει μεταξύ άλλων οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 να έχουν κατορθώσει να μειώσουν σε λιγότερο από το μισό το ποσοστό του χρέους προς ΑΕΠ. Εξάλλου, ο πληθωρισμός αυξάνει ονομαστικά το ΑΕΠ, καθιστώντας τη στρατηγική αυτή ακόμα ευκολότερη. Η δεύτερη επιλογή είναι η πτώχευση, οπότε το κόστος επιβαρύνει τους επενδυτές σε κρατικά ομόλογα. Τρίτη επιλογή είναι η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων ώστε να αποπληρωθεί το χρέος, με το κόστος να μετακυλίεται στους φορολογούμενους. Μέχρι τώρα, όμως, ποτέ δεν είχε επιλεγεί η συστημική χρήση των τραπεζικών καταθέσεων, αυτό ακριβώς που αποφασίστηκε πρόσφατα, ως επιλογή για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης.
Φταίνε οι τράπεζες
Στο επίκεντρο των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα είναι ήταν γεγονός. Όταν καταρρεύσει μια χώρα λόγω υπερχρέωσης, το τραπεζικό σύστημα καταρρέει και αυτό, και χρειάζεται στήριξη. Ποιος όμως θα αναλάβει τη στήριξή του; Στη Σύνοδο Κορυφής του Σεπτεμβρίου του 2012, καθώς φούντωναν οι ανησυχίες ότι η Ισπανία βρίσκεται κοντά στην κατάρρευση, η Ε.Ε. αποφάσισε ότι το κόστος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος δεν θα πηγαίνει απευθείας στο κράτος. Είχαν δει τις επιπτώσεις για το ιρλανδικό δημόσιο χρέος, αλλά κυρίως για το ελληνικό, από τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μετά το PSI, οπότε δεν ήθελαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να επαναληφθεί αυτό με την Ισπανία. Κυρίως ήθελαν να αποφύγουν τη διάσωσή της, η οποία θα ήταν ιδιαίτερα ακριβή και δύσκολη αν κατέρρεε το τραπεζικό σύστημα της χώρας λόγω της φούσκας των ακινήτων. Πολύ σωστά, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες έπεισαν τότε την κ. Μέρκελ, η οποία το είχε απρόθυμα αποδεχθεί, ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης από τα κράτη στις τράπεζες και αντίστροφα έπρεπε να διακοπεί και ο μοναδικός τρόπος ήταν η αποδέσμευση του ενός από το άλλο. Η ταχεία όξυνση της κρίσης στην Κύπρο, όμως, η αμφίβολη προέλευση των εκεί καταθέσεων και το μέγεθος των τραπεζικών ισολογισμών σε σχέση με το ΑΕΠ ανέτρεψαν πλήρως την ορθή απόφαση του περασμένου έτους και δημιούργησαν νέα δεδομένα. Πλέον, η διάσωση μιας υπερχρεωμένης χώρας θα περνάει από τις τραπεζικές καταθέσεις, ανεξάρτητα από την αιτία η οποία δημιούργησε την κρίση στην αρχή.
Φαύλος κύκλος
Αυτό είναι κάτι το οποίο αφορά άμεσα στη χώρα μας. Παρά το PSI, παρά τη δημοσιονομική προσαρμογή, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά, μη βιώσιμα επίπεδα. Η δημοσιονομική προσαρμογή προκαλεί βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, η οποία δυσχεραίνει περαιτέρω τις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων. Πολύ πολιτικό κεφάλαιο έχει επενδυθεί σε νέο κούρεμα του χρέους, των κρατικών πιστωτών αυτή τη φορά, μετά τις ευρωεκλογές. Η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει πολλά στο κούρεμα αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους και να δοθεί επιτέλους αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα. Κούρεμα όμως των κρατικών πιστωτών σημαίνει ότι για πρώτη φορά θα μετακυλιστεί το κόστος της ελληνικής διάσωσης απευθείας στους Γερμανούς φορολογούμενους. Στο μικροπολιτικό παζάρι το οποίο είναι η γερμανική πολιτική πραγματικότητα, αυτό είναι ένα από τα θέματα-ταμπού. Ένα ταμπού το οποίο θα σπάσει πιο εύκολα αν συμμετάσχουν στο κόστος και οι Έλληνες καταθέτες. Η αρχή έγινε ήδη στην Κύπρο και πιθανότατα το ίδιο μοντέλο θα εφαρμοστεί και σε άλλες διασώσεις. Όμως δημιουργείται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος για την Ε.Ε., καθώς «ξεπαγώνει» ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης. Οι τράπεζες, μετά την κρίση του 2008, έχουν φορτώσει τους ισολογισμούς τους με κρατικά ομόλογα. Αν υπάρχουν βάσιμες υποψίες για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους, τότε οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν κεφάλαια. Όμως αυτό σε συνθήκες κοντά στην κατάρρευση είναι αδύνατο, οπότε πρέπει να καταφύγουν στα δημόσια ταμεία. Αυξάνεται τότε το κρατικό χρέος, το οποίο γίνεται με τον τρόπο αυτόν ακόμα λιγότερο βιώσιμο. Αν, δε, υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι οι καταθέσεις θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη μέρους του κόστους διάσωσης, τότε η φυγή κεφαλαίων επιταχύνει και επιδεινώνει την τραπεζική κρίση, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί κατ’ αρχάς ανασταλτικά για την οικονομία, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει περισσότερο τα δημόσια οικονομικά. Ουσιαστικά το Βερολίνο για μία ακόμη φορά κατάφερε να επιβάλει την άποψή του και στο ζήτημα της τραπεζικής ενοποίησης, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος για αναζωπύρωση της κρίσης.
Η αντίδραση ως προς την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ε.Ε. επικεντρώνεται κυρίως στην επιβολή της δημοσιονομικής πολιτικής λιτότητας. Όμως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία είχαν ήδη αποκλειστεί από τις αγορές, οπότε ούτως ή άλλως θα ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν δημοσιονομική προσαρμογή, ενδεχομένως ακόμα βαρύτερη. Το πραγματικό σφάλμα της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή κρίση είναι η δικιά της αντίδραση.
sofokleous10.gr
τέταρτο.
Πλέον, η διάσωση ενός κράτους θα περνάει από τους καταθέτες. Επιφανειακά, αυτό δεν φαίνεται λάθος. Όταν μια τράπεζα καταρρέει, όλοι οι συμμετέχοντες, από τους μετόχους μέχρι τους ομολογιούχους και τους καταθέτες, επιβαρύνονται με το κόστος. Όμως, όταν το τραπεζικό σύστημα ολόκληρο καταρρέει και χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση λόγω της κατάρρευσης της οικονομίας της χώρας στην οποία βρίσκεται, τότε η γερμανική εμμονή να φορτώσει τον λογαριασμό στους καταθέτες είναι άδικη και μάλλον περίεργη.
Μέχρι τώρα, όταν ένα κράτος βρισκόταν υπερχρεωμένο, μην μπορώντας να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος, τρεις εναλλακτικές είχε. Κατ’ αρχήν να πληθωρίσει την οικονομία. Όσο πιο μεγάλο μέρος του χρέους ήταν σταθερού επιτοκίου και όσο μακρύτερες ήταν οι λήξεις, τόσο πιο αποτελεσματική ήταν αυτή η λύση
Φταίνε οι τράπεζες
Στο επίκεντρο των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα είναι ήταν γεγονός. Όταν καταρρεύσει μια χώρα λόγω υπερχρέωσης, το τραπεζικό σύστημα καταρρέει και αυτό, και χρειάζεται στήριξη. Ποιος όμως θα αναλάβει τη στήριξή του; Στη Σύνοδο Κορυφής του Σεπτεμβρίου του 2012, καθώς φούντωναν οι ανησυχίες ότι η Ισπανία βρίσκεται κοντά στην κατάρρευση, η Ε.Ε. αποφάσισε ότι το κόστος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος δεν θα πηγαίνει απευθείας στο κράτος. Είχαν δει τις επιπτώσεις για το ιρλανδικό δημόσιο χρέος, αλλά κυρίως για το ελληνικό, από τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μετά το PSI, οπότε δεν ήθελαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να επαναληφθεί αυτό με την Ισπανία. Κυρίως ήθελαν να αποφύγουν τη διάσωσή της, η οποία θα ήταν ιδιαίτερα ακριβή και δύσκολη αν κατέρρεε το τραπεζικό σύστημα της χώρας λόγω της φούσκας των ακινήτων. Πολύ σωστά, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες έπεισαν τότε την κ. Μέρκελ, η οποία το είχε απρόθυμα αποδεχθεί, ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης από τα κράτη στις τράπεζες και αντίστροφα έπρεπε να διακοπεί και ο μοναδικός τρόπος ήταν η αποδέσμευση του ενός από το άλλο. Η ταχεία όξυνση της κρίσης στην Κύπρο, όμως, η αμφίβολη προέλευση των εκεί καταθέσεων και το μέγεθος των τραπεζικών ισολογισμών σε σχέση με το ΑΕΠ ανέτρεψαν πλήρως την ορθή απόφαση του περασμένου έτους και δημιούργησαν νέα δεδομένα. Πλέον, η διάσωση μιας υπερχρεωμένης χώρας θα περνάει από τις τραπεζικές καταθέσεις, ανεξάρτητα από την αιτία η οποία δημιούργησε την κρίση στην αρχή.
Φαύλος κύκλος
Αυτό είναι κάτι το οποίο αφορά άμεσα στη χώρα μας. Παρά το PSI, παρά τη δημοσιονομική προσαρμογή, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά, μη βιώσιμα επίπεδα. Η δημοσιονομική προσαρμογή προκαλεί βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, η οποία δυσχεραίνει περαιτέρω τις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων. Πολύ πολιτικό κεφάλαιο έχει επενδυθεί σε νέο κούρεμα του χρέους, των κρατικών πιστωτών αυτή τη φορά, μετά τις ευρωεκλογές. Η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει πολλά στο κούρεμα αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους και να δοθεί επιτέλους αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα. Κούρεμα όμως των κρατικών πιστωτών σημαίνει ότι για πρώτη φορά θα μετακυλιστεί το κόστος της ελληνικής διάσωσης απευθείας στους Γερμανούς φορολογούμενους. Στο μικροπολιτικό παζάρι το οποίο είναι η γερμανική πολιτική πραγματικότητα, αυτό είναι ένα από τα θέματα-ταμπού. Ένα ταμπού το οποίο θα σπάσει πιο εύκολα αν συμμετάσχουν στο κόστος και οι Έλληνες καταθέτες. Η αρχή έγινε ήδη στην Κύπρο και πιθανότατα το ίδιο μοντέλο θα εφαρμοστεί και σε άλλες διασώσεις. Όμως δημιουργείται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος για την Ε.Ε., καθώς «ξεπαγώνει» ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης. Οι τράπεζες, μετά την κρίση του 2008, έχουν φορτώσει τους ισολογισμούς τους με κρατικά ομόλογα. Αν υπάρχουν βάσιμες υποψίες για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους, τότε οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν κεφάλαια. Όμως αυτό σε συνθήκες κοντά στην κατάρρευση είναι αδύνατο, οπότε πρέπει να καταφύγουν στα δημόσια ταμεία. Αυξάνεται τότε το κρατικό χρέος, το οποίο γίνεται με τον τρόπο αυτόν ακόμα λιγότερο βιώσιμο. Αν, δε, υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι οι καταθέσεις θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη μέρους του κόστους διάσωσης, τότε η φυγή κεφαλαίων επιταχύνει και επιδεινώνει την τραπεζική κρίση, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί κατ’ αρχάς ανασταλτικά για την οικονομία, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει περισσότερο τα δημόσια οικονομικά. Ουσιαστικά το Βερολίνο για μία ακόμη φορά κατάφερε να επιβάλει την άποψή του και στο ζήτημα της τραπεζικής ενοποίησης, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος για αναζωπύρωση της κρίσης.
Η αντίδραση ως προς την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ε.Ε. επικεντρώνεται κυρίως στην επιβολή της δημοσιονομικής πολιτικής λιτότητας. Όμως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία είχαν ήδη αποκλειστεί από τις αγορές, οπότε ούτως ή άλλως θα ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν δημοσιονομική προσαρμογή, ενδεχομένως ακόμα βαρύτερη. Το πραγματικό σφάλμα της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή κρίση είναι η δικιά της αντίδραση.
sofokleous10.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΡΩΣΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καιρός: Στα δύο χωρισμένη η Ελλάδα την Μεγάλη Τετάρτη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ