2014-04-16 14:53:18
Ένα παλαιό δόγμα εξωτερικής πολιτικής ανανεώνεται
Jakob Mischke και Andreas Umland
Όταν ο Frank-Walter Steinmeier διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών τής Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2013, οι Ευρωπαίοι, δύσπιστοι όσον αφορά την Ρωσία, το εξέλαβαν ως ένα δυσοίωνο σημάδι. Σχολαστικός σοσιαλδημοκράτης, ο Σταϊνμάγερ ήταν γνωστός ως ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές στην Γερμανία για στενές σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας και υπέρ ενός στυλ realpolitik προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, που παραμέριζε τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπέρ τής εμβάθυνσης των οικονομικών δεσμών. Ο ενθουσιασμός τού Σταϊνμάγερ ερχόταν σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό τής Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για τον Πούτιν, αλλά οι περισσότεροι περίμεναν ότι η καγκελαρία θα παραχωρήσει το χαρτοφυλάκιο της Ρωσίας στον νέο υπουργό Εξωτερικών.
Η αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης στην κρίση τής Ουκρανίας έχει καθησυχάσει τους περισσότερους από τους αρχικούς φόβους
. Η Μέρκελ έχει δώσει μια πιο σκληρή από ό, τι αναμενόταν απάντηση, απειλώντας με ευρείες κυρώσεις που θα κάνουν «τεράστια» ζημιά στην ρωσική οικονομία. Αλλά είναι η απάντηση του Σταϊνμάγερ, η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό ταιριάξει με την σθεναρότητα της Μέρκελ, που δίνει μια ένδειξη ότι η στρατηγική τής Γερμανίας απέναντι στην Ρωσία μπορεί να υποβάλλεται σε κάτι περισσότερο από μια προσωρινή μετατόπιση. Φαίνεται όλο και περισσότερο ότι ο Σταϊνμάγερ και οι συνάδελφοί του σοσιαλδημοκράτες έχουν την πρόθεση επανεξετάσουν την παραδοσιακά διαλλακτική στάση τους απέναντι στην Ρωσία, καθώς και το δόγμα εξωτερικής πολιτικής που την υποστηρίζει. Αν είναι έτσι, η γερμανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να εισέρχεται σε μια νέα εποχή.
Ο Σταϊνμάγερ γεννήθηκε το 1956 στο Detmold, μια επαρχιακή πόλη στην Δυτική Γερμανία. Το 1975, έγινε μέλος τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) στο αποκορύφωμα της Neue Ostpolitik, μιας εξωτερικής πολιτικής που εισήγαγε, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Βίλυ Μπραντ, πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το SPD. Η Neue Ostpolitik, που σημαίνει «νέα ανατολική πολιτική», με στόχο την βελτίωση των σχέσεων της Βόννης με την Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές συμμάχους της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, υπό το σύνθημα «αλλαγή μέσω επαναπροσέγγισης» (Wandel durch Annaherung). Η πολιτική τού Μπράντ οδήγησε σε μια σειρά από πρωτοποριακές συνθήκες μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και με τους δορυφόρους της, την Πολωνία, την Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Ως αποτέλεσμα, οι εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και του κομμουνιστικού μπλοκ μειώθηκαν και οι οικονομικοί δεσμοί αναπτύχθηκαν. Σε μακροπρόθεσμη βάση, έλεγε η θεωρία, οι φιλικές σχέσεις θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια στην Ευρώπη, και ίσως ακόμη και σε μια σταδιακή ανατροπή τού σοβιετικού αυταρχισμού.
Μεταξύ των μεγαλύτερων διπλωματικών επιτυχιών τής Ostpolitik ήταν η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, στο Ελσίνκι, το 1975. Αυτή η πρωτοποριακή συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι τόσο από τις χώρες των Δυτικών όσο και των κομμουνιστικών συνασπισμών στην Ευρώπη, κατέληξε σε συμφωνία που αναγνώρισε τη νομιμότητα του Σοβιετικού αιτήματος για μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών (Αρχή VI) ως αντάλλαγμα για την επίσημη αναγνώριση από την Μόσχα τής νομιμότητας των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών (Αρχή VII). Η Πράξη τού Ελσίνκι αργότερα πιστώθηκε ότι έπαιξε έναν σημαντικό, αν και έμμεσο ρόλο, στην διάλυση του κομμουνισμού στην Ευρώπη, καθώς οι διαφωνούντες εντός τού κομμουνιστικού μπλοκ άρχισαν να απαιτούν από τις κυβερνήσεις τους να ανταποκριθούν στις ίδιες τους τις υποσχέσεις.
Από την έγκριση της Πράξης τού Ελσίνκι, ωστόσο, η Ostpolitik των Σοσιαλδημοκρατών τής Γερμανίας έχουν υποστεί μια μικρή αλλά σημαντική αλλαγή. Εκεί που οι διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κάποτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην επιρροή τού SPD στη Μόσχα, το κόμμα όλο και περισσότερο άρχισε να δίνει έμφαση στην αρχή τής Πράξης τού Ελσίνκι, περί μη παρέμβασης. Ήταν ο διάδοχος του Μπραντ, ο Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος υπέγραψε την Πράξη τού Ελσίνκι για λογαριασμό τής Δυτικής Γερμανίας, δίνοντας έμφαση (όπως κάνει ακόμα και σήμερα) στο ότι ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος τής Γερμανίας πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση της ειρήνης - ένας στόχος που, όπως υποστηρίζει, διατηρείται καλύτερα μέσω αδιάλειπτων διαπραγματεύσεων και καλών σχέσεων με όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαπράττουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνων που δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες. Πιο πρόσφατα, ο Σμιτ έφτασε μέχρι και να δηλώσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια σχετικά καινούργια έννοια που θα πρέπει να ισχύει μόνο για την Δύση [1] και όχι σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Το αναθεωρημένο δόγμα τού Σμιτ έγινε ακόμη πιο εμφανές υπό έναν άλλο σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος κυβέρνησε από το 1998 έως το 2005. Ο Σρέντερ πρόσθεσε ένα δικό του στοιχείο στην παράδοση της Ostpolitik – μια έμφαση στην προσωπική διπλωματία. Ο τρίτος καγκελάριος του SPD στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανέπτυξε μια στενή πολιτική φιλία με τον Πούτιν κατά την διάρκεια της θητείας του, η οποία χρησίμευσε ως ένα μήνυμα προς τις γερμανικές βιομηχανίες ότι δεν πρέπει να διστάσουν να επιδιώξουν επενδύσεις στην Ρωσία. Κάνοντας τους δυτικούς συμμάχους κάπως νευρικούς, ο Σρέντερ επίσης ξεκίνησε πανηγυρικά έναν φιλόδοξο νέο υποβρύχιο αγωγό φυσικού αερίου που ονομάζεται Nord Stream. Ο αγωγός κατασκευάστηκε από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom και συνδέει την Ρωσία και την Γερμανία απευθείας μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας εντελώς την ανατολικο-κεντρική Ευρώπη. Τα ανθρώπινα δικαιώματα σαφώς έπαιξαν απλώς έναν δευτερεύοντα ρόλο στην εξωτερική πολιτική τού Σρέντερ απέναντι στην Ρωσία. Η αυξανόμενη αυταρχικότητα του Κρεμλίνου δεν εμπόδισε τον Σρέντερ από το να επιβεβαιώσει χωρίς ντροπή, σε ένα talk-show το 2004, ότι ο Πούτιν ήταν ένας «πεντακάθαρος δημοκράτης». (Ο Πούτιν βρήκε έναν τρόπο να τον ευχαριστήσει: Μετά την λήξη τής θητείας του, ο Σρέντερ διορίστηκε από την Gazprom ως πρόεδρος στο διοικητικό συμβούλιο του Nord Stream).
Ο Σταϊνμάγερ, στενός σύμμαχος του Σρέντερ από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, υπηρέτησε ως επικεφαλής τού επιτελείου του σε όλη την διάρκεια της καγκελαρίας του. Το 2005, αφότου οι εκλογές οδήγησαν αναγκαστικά σε μια ασυνήθιστη συνεργασία μεταξύ του SPD και των Χριστιανοδημοκρατών (τον λεγόμενο «μεγάλο συνασπισμό»), ο Σρέντερ άφησε την πολιτική και ο Σταϊνμάγερ έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Μέρκελ. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο να συνεχίσει τις συμβιβαστικές πολιτικές τής προηγούμενης κυβέρνησης απέναντι στην Ρωσία. Με τον διορισμό τού Gernot Erler, κορυφαίου ειδικού τού SPD επί της Ρωσίας, ως αναπληρωτή του, ο Σταϊνμάγερ ξεκίνησε την «Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό» με την Ρωσία, το 2008. Το πρόγραμμα αυτό βασίζεται σε μια ελπίδα ότι η Ρωσία, σύμφωνα με τον τότε πρόσφατα εγκατεστημένο πρόεδρό της, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας ως μέσο για την σταδιακή ενίσχυση της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών και για να γίνει η ρωσική πολιτική πιο πλουραλιστική. Κατά την πρώτη συνάντησή του με τον Μεντβέντεφ στο Yekaterinburg το 2008, ο Σταϊνμάγερ εξήρε την δεδηλωμένη δέσμευση του Μεντβέντεφ στις αρχές τού κράτους δικαίου.
Η Μέρκελ έδωσε γενική υποστήριξη προς την ρωσική πολιτική τού Σταϊνμάγερ, αλλά φαινόταν πιο σκεπτική σχετικά με το να στηρίζεται στον Μεντβέντεφ όσο ο Πούτιν παραμόνευε στο παρασκήνιο ως πρωθυπουργός τής Ρωσίας. Η θέση τής Μέρκελ δικαιώθηκε κατά τον σύντομο ρωσο-γεωργιανό πόλεμο το 2008, κατά τον οποίο φάνηκε ότι τις διαταγές τις έδινε ο Πούτιν. Όμως, σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα, λίγο μετά τον πόλεμο, ο Σταϊνμάγερ εξακολουθούσε να λέει ότι απέναντι στην προσέγγισή του «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική». Μετά τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές τού 2009, το SPD πέρασε στην αντιπολίτευση και ο Σταϊνμάγερ αντικαταστάθηκε από τον Γκουίντο Βεστερβέλε, μέλος τού φιλελεύθερου Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών επικεντρώθηκε περισσότερο στις ανησυχίες των χωρών τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει πιο ανοιχτά τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ρωσία και αλλού.
Όταν ο Σταϊνμάγερ επέστρεψε στο Υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας αριθμός προβεβλημένων επικριτών, συμπεριλαμβανομένου του Jorg Lau, του συντάκτη επί των εξωτερικών υποθέσεων στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit του Αμβούργου, προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να επανεμφανιστεί η πολιτικής προσέγγιση τύπου Σρέντερ για την Ρωσία. Οι φόβοι φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν ο Σταϊνμάγερ όρισε τον παλιό συνεργάτη του, Erler, ως νέο συντονιστή τής γερμανικής κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στην Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία αποκάλυψε έναν νέο Σταϊνμάγερ, που φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ορισμένες από τις προσπάθειες της προηγούμενης θητείας του ήταν άστοχες. Στην εναρκτήρια ομιλία του, στις 17 Δεκεμβρίου, ο Σταϊνμάγερ καταδίκασε «τις πράξεις βίας από τις ουκρανικές δυνάμεις ασφαλείας εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών στην πλατεία Μαϊντάν». Δεν δίστασε να επικρίνει τον ρόλο τής Μόσχας στην κρίση, χαρακτηρίζοντάς «εξωφρενικό το πώς η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε την απελπιστική οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας για να μπλοκάρει την συμφωνία σύνδεσής της με την ΕΕ». Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ ήταν το πρώτο μέλος τής γερμανικής κυβέρνησης που κατέδειξε την υποστήριξη του Βερολίνου για την επιβολή κυρώσεων κατά της κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ενός στενού συμμάχου τού Πούτιν. Και σε μια επίσκεψη στη Μόσχα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ εμμέσως αναγνώρισε ότι η Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό ήταν μια αποτυχία και δήλωσε ανοιχτά ότι οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Γερμανίας έχουν διαφορετικές ιδέες σε ό,τι αφορά στην σημασία τού κράτους δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, Erler και Σταϊνμάγερ δεν έχουν εγκαταλείψει εξ ολοκλήρου την προηγούμενη προσέγγιση τους. Είναι σαφές ότι εξακολουθούν να πιστεύουν στην σημασία τής συνεργασίας με την Ρωσία και προσπαθούν να μετριάσουν τις ανησυχίες της. Τον Ιούνιο του 2013, ο Erler υποστήριξε ότι η ρωσική κυβέρνηση θα ήταν πιο πιθανό να δεχτεί τα δυτικά πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα αν δεν υπήρχε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, τα σχέδια της Ουάσινγκτον για εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων στην Πολωνία και η άμεση απόρριψη από την Δύση τής πρότασης Μεντβέντεφ για μια νέα συμμαχία ασφαλείας «από την Λισαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ». Από την πλευρά του, ο Σταϊνμάγερ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η ρωσική συνεργασία είναι απαραίτητη για την επίλυση κάθε σημαντικής διεθνούς σύγκρουσης. «Δεν θα λειτουργήσει χωρίς την Ρωσία» (Ohne Russland geht es nicht) ήταν ο τίτλος ενός άρθρου που γράφτηκε από τον Σταϊνμάγερ για το γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό Focus στα τέλη Ιανουαρίου 2014.
Αυτό έχει οδηγήσει σε κάποια αναζωπύρωση των εντάσεων στο εσωτερικό τής γερμανικής κυβέρνησης. Πρόσφατα, το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα τής Μέρκελ άρχισε και πάλι να επικρίνει τον υπουργό Εξωτερικών. Στις αρχές Απριλίου τού 2014 ο Andreas Schockenhoff, αναπληρωτής επικεφαλής τής κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, χαρακτήρισε την ερμηνεία τού Σταϊνμάγερ για την κρίση στην Ουκρανία ως «εξαιρετικά προβληματική». Αμφισβήτησε δηκτικά τον ισχυρισμό τού Σταϊνμάγερ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά η Ρωσία, είχε αναγκάσει την Ουκρανία να επιλέξει μεταξύ της ΕΕ ή της Ευρασιατικής Ένωσης που προτείνει ο Πούτιν. Ο Schockenhoff επέκρινε επίσης απροκάλυπτα την κατηγορηματική απόρριψη από τον Σταϊνμάγερ μιας πιθανής μελλοντικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (αν και συμφώνησε με τον υπουργό Εξωτερικών ότι αυτό δεν είναι προς το παρόν πιεστικό ζήτημα).
Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Σταϊνμάγερ προσπαθεί να συνδυάσει την παραδοσιακή χρήση των Σοσιαλδημοκρατικών «καρότων» στην αντιμετώπιση της Μόσχας με την περιστασιακή χρήση του «μαστιγίου». Αυτό μπορεί να σημάνει μια επιστροφή στον εναγκαλισμό τού συνόλου τού συμβιβασμού-ορόσημο που είχε επιτευχθεί στο Ελσίνκι το 1975: η μη παρέμβαση μπορεί να διασφαλιστεί μόνο εάν ασκούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Σταϊνμάγερ εξακολουθεί να προτιμά να κρατά ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας με την Μόσχα, αλλά δεν φαίνεται πλέον διατεθειμένος να το πράξει με οποιοδήποτε κόστος. Όπως εξήγησε ο Erler σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στις αρχές Φεβρουαρίου, εφόσον η Μόσχα αρνήθηκε να στηρίξει μια δημοκρατική διαδικασία στην Ουκρανία, η ΕΕ θα υποστηρίξει την αντιπολίτευση εναντίον τού Γιανούκοβιτς. Και σε μια συνέντευξη την 19η Φεβρουαρίου, ο Erler είπε ότι το Υπουργείο Εξωτερικών δεν πιστεύει ότι αποτελεί αντίφαση να επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις και να συνεχίζει ταυτόχρονα τις διαπραγματεύσεις.
Όμως, η βιωσιμότητα της νέας στάσης τού Σταϊνμάγερ δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Τον Φεβρουάριο του 2014, ο Ulrich Speck, ένας κορυφαίος Γερμανός ειδικός επί της εξωτερικής πολιτικής στο Carnegie Europe, μας είπε ότι οι εντάσεις στη νέα προσέγγιση Σταϊνμάγερ θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμες: «Ο Σταϊνμάγερ έχει τώρα ταυτόχρονα δύο ξεχωριστές Ανατολικές πολιτικές, μια απέναντι στην Ρωσία και μια προς την Ουκρανία ... Αλλά ενώ θα είναι πρόθυμος να κρατήσει τα κανάλια με το Κρεμλίνο ανοιχτά, ο Σταϊνμάγερ φυσιολογικά θα βλέπει την Ουκρανία από την πλευρά τού Μαϊντάν και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, και όχι από την σκοπιά της Μόσχας». Αν η αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία βαθύνει, η παραδοσιακή αντίληψη της Γερμανίας περί Ostpolitik και η έμφασή της στην αποφυγή συγκρούσεων μέσω συνεχούς επικοινωνίας, μπορεί να πρέπει να εγκαταλειφθούν οριστικά.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141115/jakob-mischke-and-andreas- Συνδέσεις:
[1] http://www.zeit.de/2014/03/helmut-schmidt-deutsche-aussenpolitik/
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνσηwww.facebook.com/ForeignAffairs.gr
Jakob Mischke και Andreas Umland
Όταν ο Frank-Walter Steinmeier διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών τής Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2013, οι Ευρωπαίοι, δύσπιστοι όσον αφορά την Ρωσία, το εξέλαβαν ως ένα δυσοίωνο σημάδι. Σχολαστικός σοσιαλδημοκράτης, ο Σταϊνμάγερ ήταν γνωστός ως ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές στην Γερμανία για στενές σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας και υπέρ ενός στυλ realpolitik προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, που παραμέριζε τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπέρ τής εμβάθυνσης των οικονομικών δεσμών. Ο ενθουσιασμός τού Σταϊνμάγερ ερχόταν σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό τής Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για τον Πούτιν, αλλά οι περισσότεροι περίμεναν ότι η καγκελαρία θα παραχωρήσει το χαρτοφυλάκιο της Ρωσίας στον νέο υπουργό Εξωτερικών.
Η αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης στην κρίση τής Ουκρανίας έχει καθησυχάσει τους περισσότερους από τους αρχικούς φόβους
Ο Σταϊνμάγερ γεννήθηκε το 1956 στο Detmold, μια επαρχιακή πόλη στην Δυτική Γερμανία. Το 1975, έγινε μέλος τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) στο αποκορύφωμα της Neue Ostpolitik, μιας εξωτερικής πολιτικής που εισήγαγε, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Βίλυ Μπραντ, πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το SPD. Η Neue Ostpolitik, που σημαίνει «νέα ανατολική πολιτική», με στόχο την βελτίωση των σχέσεων της Βόννης με την Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές συμμάχους της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, υπό το σύνθημα «αλλαγή μέσω επαναπροσέγγισης» (Wandel durch Annaherung). Η πολιτική τού Μπράντ οδήγησε σε μια σειρά από πρωτοποριακές συνθήκες μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και με τους δορυφόρους της, την Πολωνία, την Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Ως αποτέλεσμα, οι εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και του κομμουνιστικού μπλοκ μειώθηκαν και οι οικονομικοί δεσμοί αναπτύχθηκαν. Σε μακροπρόθεσμη βάση, έλεγε η θεωρία, οι φιλικές σχέσεις θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια στην Ευρώπη, και ίσως ακόμη και σε μια σταδιακή ανατροπή τού σοβιετικού αυταρχισμού.
Μεταξύ των μεγαλύτερων διπλωματικών επιτυχιών τής Ostpolitik ήταν η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, στο Ελσίνκι, το 1975. Αυτή η πρωτοποριακή συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι τόσο από τις χώρες των Δυτικών όσο και των κομμουνιστικών συνασπισμών στην Ευρώπη, κατέληξε σε συμφωνία που αναγνώρισε τη νομιμότητα του Σοβιετικού αιτήματος για μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών (Αρχή VI) ως αντάλλαγμα για την επίσημη αναγνώριση από την Μόσχα τής νομιμότητας των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών (Αρχή VII). Η Πράξη τού Ελσίνκι αργότερα πιστώθηκε ότι έπαιξε έναν σημαντικό, αν και έμμεσο ρόλο, στην διάλυση του κομμουνισμού στην Ευρώπη, καθώς οι διαφωνούντες εντός τού κομμουνιστικού μπλοκ άρχισαν να απαιτούν από τις κυβερνήσεις τους να ανταποκριθούν στις ίδιες τους τις υποσχέσεις.
Από την έγκριση της Πράξης τού Ελσίνκι, ωστόσο, η Ostpolitik των Σοσιαλδημοκρατών τής Γερμανίας έχουν υποστεί μια μικρή αλλά σημαντική αλλαγή. Εκεί που οι διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κάποτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην επιρροή τού SPD στη Μόσχα, το κόμμα όλο και περισσότερο άρχισε να δίνει έμφαση στην αρχή τής Πράξης τού Ελσίνκι, περί μη παρέμβασης. Ήταν ο διάδοχος του Μπραντ, ο Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος υπέγραψε την Πράξη τού Ελσίνκι για λογαριασμό τής Δυτικής Γερμανίας, δίνοντας έμφαση (όπως κάνει ακόμα και σήμερα) στο ότι ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος τής Γερμανίας πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση της ειρήνης - ένας στόχος που, όπως υποστηρίζει, διατηρείται καλύτερα μέσω αδιάλειπτων διαπραγματεύσεων και καλών σχέσεων με όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαπράττουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνων που δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες. Πιο πρόσφατα, ο Σμιτ έφτασε μέχρι και να δηλώσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια σχετικά καινούργια έννοια που θα πρέπει να ισχύει μόνο για την Δύση [1] και όχι σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Το αναθεωρημένο δόγμα τού Σμιτ έγινε ακόμη πιο εμφανές υπό έναν άλλο σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος κυβέρνησε από το 1998 έως το 2005. Ο Σρέντερ πρόσθεσε ένα δικό του στοιχείο στην παράδοση της Ostpolitik – μια έμφαση στην προσωπική διπλωματία. Ο τρίτος καγκελάριος του SPD στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανέπτυξε μια στενή πολιτική φιλία με τον Πούτιν κατά την διάρκεια της θητείας του, η οποία χρησίμευσε ως ένα μήνυμα προς τις γερμανικές βιομηχανίες ότι δεν πρέπει να διστάσουν να επιδιώξουν επενδύσεις στην Ρωσία. Κάνοντας τους δυτικούς συμμάχους κάπως νευρικούς, ο Σρέντερ επίσης ξεκίνησε πανηγυρικά έναν φιλόδοξο νέο υποβρύχιο αγωγό φυσικού αερίου που ονομάζεται Nord Stream. Ο αγωγός κατασκευάστηκε από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom και συνδέει την Ρωσία και την Γερμανία απευθείας μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας εντελώς την ανατολικο-κεντρική Ευρώπη. Τα ανθρώπινα δικαιώματα σαφώς έπαιξαν απλώς έναν δευτερεύοντα ρόλο στην εξωτερική πολιτική τού Σρέντερ απέναντι στην Ρωσία. Η αυξανόμενη αυταρχικότητα του Κρεμλίνου δεν εμπόδισε τον Σρέντερ από το να επιβεβαιώσει χωρίς ντροπή, σε ένα talk-show το 2004, ότι ο Πούτιν ήταν ένας «πεντακάθαρος δημοκράτης». (Ο Πούτιν βρήκε έναν τρόπο να τον ευχαριστήσει: Μετά την λήξη τής θητείας του, ο Σρέντερ διορίστηκε από την Gazprom ως πρόεδρος στο διοικητικό συμβούλιο του Nord Stream).
Ο Σταϊνμάγερ, στενός σύμμαχος του Σρέντερ από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, υπηρέτησε ως επικεφαλής τού επιτελείου του σε όλη την διάρκεια της καγκελαρίας του. Το 2005, αφότου οι εκλογές οδήγησαν αναγκαστικά σε μια ασυνήθιστη συνεργασία μεταξύ του SPD και των Χριστιανοδημοκρατών (τον λεγόμενο «μεγάλο συνασπισμό»), ο Σρέντερ άφησε την πολιτική και ο Σταϊνμάγερ έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Μέρκελ. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο να συνεχίσει τις συμβιβαστικές πολιτικές τής προηγούμενης κυβέρνησης απέναντι στην Ρωσία. Με τον διορισμό τού Gernot Erler, κορυφαίου ειδικού τού SPD επί της Ρωσίας, ως αναπληρωτή του, ο Σταϊνμάγερ ξεκίνησε την «Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό» με την Ρωσία, το 2008. Το πρόγραμμα αυτό βασίζεται σε μια ελπίδα ότι η Ρωσία, σύμφωνα με τον τότε πρόσφατα εγκατεστημένο πρόεδρό της, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας ως μέσο για την σταδιακή ενίσχυση της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών και για να γίνει η ρωσική πολιτική πιο πλουραλιστική. Κατά την πρώτη συνάντησή του με τον Μεντβέντεφ στο Yekaterinburg το 2008, ο Σταϊνμάγερ εξήρε την δεδηλωμένη δέσμευση του Μεντβέντεφ στις αρχές τού κράτους δικαίου.
Η Μέρκελ έδωσε γενική υποστήριξη προς την ρωσική πολιτική τού Σταϊνμάγερ, αλλά φαινόταν πιο σκεπτική σχετικά με το να στηρίζεται στον Μεντβέντεφ όσο ο Πούτιν παραμόνευε στο παρασκήνιο ως πρωθυπουργός τής Ρωσίας. Η θέση τής Μέρκελ δικαιώθηκε κατά τον σύντομο ρωσο-γεωργιανό πόλεμο το 2008, κατά τον οποίο φάνηκε ότι τις διαταγές τις έδινε ο Πούτιν. Όμως, σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα, λίγο μετά τον πόλεμο, ο Σταϊνμάγερ εξακολουθούσε να λέει ότι απέναντι στην προσέγγισή του «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική». Μετά τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές τού 2009, το SPD πέρασε στην αντιπολίτευση και ο Σταϊνμάγερ αντικαταστάθηκε από τον Γκουίντο Βεστερβέλε, μέλος τού φιλελεύθερου Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών επικεντρώθηκε περισσότερο στις ανησυχίες των χωρών τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει πιο ανοιχτά τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ρωσία και αλλού.
Όταν ο Σταϊνμάγερ επέστρεψε στο Υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας αριθμός προβεβλημένων επικριτών, συμπεριλαμβανομένου του Jorg Lau, του συντάκτη επί των εξωτερικών υποθέσεων στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit του Αμβούργου, προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να επανεμφανιστεί η πολιτικής προσέγγιση τύπου Σρέντερ για την Ρωσία. Οι φόβοι φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν ο Σταϊνμάγερ όρισε τον παλιό συνεργάτη του, Erler, ως νέο συντονιστή τής γερμανικής κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στην Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία αποκάλυψε έναν νέο Σταϊνμάγερ, που φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ορισμένες από τις προσπάθειες της προηγούμενης θητείας του ήταν άστοχες. Στην εναρκτήρια ομιλία του, στις 17 Δεκεμβρίου, ο Σταϊνμάγερ καταδίκασε «τις πράξεις βίας από τις ουκρανικές δυνάμεις ασφαλείας εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών στην πλατεία Μαϊντάν». Δεν δίστασε να επικρίνει τον ρόλο τής Μόσχας στην κρίση, χαρακτηρίζοντάς «εξωφρενικό το πώς η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε την απελπιστική οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας για να μπλοκάρει την συμφωνία σύνδεσής της με την ΕΕ». Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ ήταν το πρώτο μέλος τής γερμανικής κυβέρνησης που κατέδειξε την υποστήριξη του Βερολίνου για την επιβολή κυρώσεων κατά της κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ενός στενού συμμάχου τού Πούτιν. Και σε μια επίσκεψη στη Μόσχα στις 14 Φεβρουαρίου, ο Σταϊνμάγερ εμμέσως αναγνώρισε ότι η Σύμπραξη για τον Εκσυγχρονισμό ήταν μια αποτυχία και δήλωσε ανοιχτά ότι οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Γερμανίας έχουν διαφορετικές ιδέες σε ό,τι αφορά στην σημασία τού κράτους δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, Erler και Σταϊνμάγερ δεν έχουν εγκαταλείψει εξ ολοκλήρου την προηγούμενη προσέγγιση τους. Είναι σαφές ότι εξακολουθούν να πιστεύουν στην σημασία τής συνεργασίας με την Ρωσία και προσπαθούν να μετριάσουν τις ανησυχίες της. Τον Ιούνιο του 2013, ο Erler υποστήριξε ότι η ρωσική κυβέρνηση θα ήταν πιο πιθανό να δεχτεί τα δυτικά πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα αν δεν υπήρχε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, τα σχέδια της Ουάσινγκτον για εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων στην Πολωνία και η άμεση απόρριψη από την Δύση τής πρότασης Μεντβέντεφ για μια νέα συμμαχία ασφαλείας «από την Λισαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ». Από την πλευρά του, ο Σταϊνμάγερ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η ρωσική συνεργασία είναι απαραίτητη για την επίλυση κάθε σημαντικής διεθνούς σύγκρουσης. «Δεν θα λειτουργήσει χωρίς την Ρωσία» (Ohne Russland geht es nicht) ήταν ο τίτλος ενός άρθρου που γράφτηκε από τον Σταϊνμάγερ για το γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό Focus στα τέλη Ιανουαρίου 2014.
Αυτό έχει οδηγήσει σε κάποια αναζωπύρωση των εντάσεων στο εσωτερικό τής γερμανικής κυβέρνησης. Πρόσφατα, το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα τής Μέρκελ άρχισε και πάλι να επικρίνει τον υπουργό Εξωτερικών. Στις αρχές Απριλίου τού 2014 ο Andreas Schockenhoff, αναπληρωτής επικεφαλής τής κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, χαρακτήρισε την ερμηνεία τού Σταϊνμάγερ για την κρίση στην Ουκρανία ως «εξαιρετικά προβληματική». Αμφισβήτησε δηκτικά τον ισχυρισμό τού Σταϊνμάγερ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά η Ρωσία, είχε αναγκάσει την Ουκρανία να επιλέξει μεταξύ της ΕΕ ή της Ευρασιατικής Ένωσης που προτείνει ο Πούτιν. Ο Schockenhoff επέκρινε επίσης απροκάλυπτα την κατηγορηματική απόρριψη από τον Σταϊνμάγερ μιας πιθανής μελλοντικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (αν και συμφώνησε με τον υπουργό Εξωτερικών ότι αυτό δεν είναι προς το παρόν πιεστικό ζήτημα).
Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Σταϊνμάγερ προσπαθεί να συνδυάσει την παραδοσιακή χρήση των Σοσιαλδημοκρατικών «καρότων» στην αντιμετώπιση της Μόσχας με την περιστασιακή χρήση του «μαστιγίου». Αυτό μπορεί να σημάνει μια επιστροφή στον εναγκαλισμό τού συνόλου τού συμβιβασμού-ορόσημο που είχε επιτευχθεί στο Ελσίνκι το 1975: η μη παρέμβαση μπορεί να διασφαλιστεί μόνο εάν ασκούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Σταϊνμάγερ εξακολουθεί να προτιμά να κρατά ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας με την Μόσχα, αλλά δεν φαίνεται πλέον διατεθειμένος να το πράξει με οποιοδήποτε κόστος. Όπως εξήγησε ο Erler σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στις αρχές Φεβρουαρίου, εφόσον η Μόσχα αρνήθηκε να στηρίξει μια δημοκρατική διαδικασία στην Ουκρανία, η ΕΕ θα υποστηρίξει την αντιπολίτευση εναντίον τού Γιανούκοβιτς. Και σε μια συνέντευξη την 19η Φεβρουαρίου, ο Erler είπε ότι το Υπουργείο Εξωτερικών δεν πιστεύει ότι αποτελεί αντίφαση να επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις και να συνεχίζει ταυτόχρονα τις διαπραγματεύσεις.
Όμως, η βιωσιμότητα της νέας στάσης τού Σταϊνμάγερ δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Τον Φεβρουάριο του 2014, ο Ulrich Speck, ένας κορυφαίος Γερμανός ειδικός επί της εξωτερικής πολιτικής στο Carnegie Europe, μας είπε ότι οι εντάσεις στη νέα προσέγγιση Σταϊνμάγερ θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμες: «Ο Σταϊνμάγερ έχει τώρα ταυτόχρονα δύο ξεχωριστές Ανατολικές πολιτικές, μια απέναντι στην Ρωσία και μια προς την Ουκρανία ... Αλλά ενώ θα είναι πρόθυμος να κρατήσει τα κανάλια με το Κρεμλίνο ανοιχτά, ο Σταϊνμάγερ φυσιολογικά θα βλέπει την Ουκρανία από την πλευρά τού Μαϊντάν και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, και όχι από την σκοπιά της Μόσχας». Αν η αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία βαθύνει, η παραδοσιακή αντίληψη της Γερμανίας περί Ostpolitik και η έμφασή της στην αποφυγή συγκρούσεων μέσω συνεχούς επικοινωνίας, μπορεί να πρέπει να εγκαταλειφθούν οριστικά.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141115/jakob-mischke-and-andreas- Συνδέσεις:
[1] http://www.zeit.de/2014/03/helmut-schmidt-deutsche-aussenpolitik/
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνσηwww.facebook.com/ForeignAffairs.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ