2014-05-21 10:47:07
Ένας μη Πόντιος στις εκδηλώσεις μνήμης στο Σύνταγμα
«Μπαμπά, πότε θα πάμε σον Πόντον;». Ο σχεδόν δύο ετών πιτσιρικάς, ντυμένος με μαύρο μπλουζάκι που έφερε το μονοκέφαλο αετό του Πόντου, καθισμένος αναπαυτικά στους ώμους του πατέρα του, ήταν αυτός που διατύπωσε με την αγνότητα των παιδικών του χρόνων την ερώτηση.
Στη γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας και ενώ όλος ο κόσμος που είχε πάει στο Σύνταγμα για τις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας παρατασσόταν για την πορεία προς την τουρκική πρεσβεία, ο μικρούλης περίμενε μια απάντηση που θα του συμπλήρωνε την εικόνα του. Γύρω του, χιλιάδες άνθρωποι με παραδοσιακές στολές, λάβαρα και πανό με συνθήματα που προφανώς δεν καταλάβαινε ακόμα και αν μπορούσε να διαβάσει. «Να γκρεμιστεί το μνημείο του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα». «Διεθνής αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων». Αλλά και μουσική παιγμένη από τον κεμεντζέ και τραγούδια που μπορούσε να νιώσει και να χτυπάει τα χεράκια του χαρούμενος. Κι ας είναι τραγούδια θρήνου για την πατρίδα.
Φαντάζομαι ότι παιχνιδιάρικα θα ψιθύριζε όταν του έκαναν με το δάχτυλο στο στόμα το σήμα της σιωπής –ενός λεπτού σιγή για τις 353.000 των θυμάτων, που για λίγες ώρες βρήκαν το σημείο μνήμης μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Στέφανα με τον αριθμό 353.000 σχηματισμένο από γαρύφαλλα και δυο Εύζωνες ντυμένοι με την ποντιακή φορεσιά, τιμητική φρουρά στους νεκρούς.
Απ’ άκρου εις άκρον της πλατείας, ένιωθες τη συγκίνηση των ανθρώπων στην έλευση των Ποντίων Ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς. Ένας παππούς με κάτασπρα μαλλιά, ευθυτενής και με καθαρό βλέμμα, ανέμιζε επί ώρες τη σημαία του Πόντου. Μια γυναίκα που φαινόταν ταλαιπωρημένη από κακουχίες είχε στα μάτια μια απροσδόκητη λάμψη και μετακινείτο όταν ένιωθε ότι έκλεινε τη θέα ζητώντας συγνώμη με βαριά γλώσσα που παρέπεμπε σε προέλευσή της από πρώην σοβιετική δημοκρατία. Μια ομάδα στιβαρών αγοριών με μπλουζάκια της ομάδας άρσης βαρών κουβέντιαζαν μισά ποντιακά, μισά ελληνικά και κάποια ρωσικά ενδιάμεσα. Ένα αγόρι καμιά 25αριά χρονών με μάτια γαλανά σαν της θάλασσας ρουφούσε λέξη -λέξη τις ομιλίες αναζητώντας ίσως εκείνο το κάτι που θα τον έκανε να πιστέψει ότι ο αγώνας των Ποντίων για τη διατήρηση της μνήμης και την επικράτηση της αλήθειας είναι αγώνας όλων. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας και Νήσων της ΠΟΕ, Γιώργος Βαρυθυμιάδης, δήλωνε με έμφαση ότι οι Πόντιοι «δίνουν το παρών, θυμούνται, διεκδικούν», θύμιζε όμως επίσης ότι τα τερτίπια στο όνομα της καλής γειτονίας είναι συνήθης πρακτική. «Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο φέρει μάλλον ρατσιστικά χαρακτηριστικά» είπε ο Βαρυθμιάδης αναφερόμενος στον ελιγμό της τελευταίας στιγμής, δια του οποίου επιχειρείται να μείνουν εκτός νόμου οι γενοκτονίες που έχουν αναγνωριστεί από την ελληνική βουλή, όπως αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού. Ή μήπως είναι λιγότερο σημαντικό και θλιβερό ότι στις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας, ουδέποτε πρωθυπουργός έχει καταθέσει στέφανο;
Πιο πέρα, μια παρέα αγοριών του γυμνασίου με φόρμες και παπούτσια με λυμένα τα κορδόνια δεν θα είχε δημιουργήσει ακόμα εικόνα της πολιτικής κατάστασης περί το ποντιακό. Δεν ξέρει τίποτα περισσότερο από όσα βλέπει και βιώνει στο οικογενειακό του περιβάλλον. Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει φροντίσει να ενσωματώσει τη διδασκαλία της ποντιακής ιστορίας και της ποντιακής διαλέκτου. Γι αυτό ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, που ρωτούν τους Πόντιους: «μα είστε Έλληνες;» Και άλλοι, συστημικοί και αυτοί, που έσπευσαν να «στολίσουν» τους Πόντιους με τον τόπο προέλευσής τους. Σα να μην ήταν Έλληνες. Ο «Ρωσοπόντιος» φρόντισαν να παραπέμπει σε ρακένδυτο ξενομερίτη, που επιπλέον καταχράται και τα λεφτά μας επιδοτούμενος για την εγκατάστασή του στην Ελλάδα.
Μια κοπελίτσα γύρω στα 20, με σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια, που είχε έρθει μόνη της για να τιμήσει την επέτειο, θα διαψεύσει όλους αυτούς. Είναι πιθανότατα ένα από τα παιδιά που θα μας κάνουν υπερήφανους αργότερα στη ζωή, με μια πορεία προκοπής και προσφοράς στην κοινωνία. Και τότε θα σπεύσουμε να την υιοθετήσουμε και να καμαρώνουμε που είναι Ελληνίδα! Όπως κάναμε με τόσους και με τόσους «ομογενείς».
Έως τότε, εκατοντάδες χιλιάδες συνέλληνες θα αγωνίζονται μόνοι τους, παληκαρίσια και λεβέντικα. Ο δε μπαμπάς του πιτσιρικά με τις δύσκολες ερωτήσεις θα προσπαθεί να του εξηγήσει ότι «ναι, η πατρίδα των προγόνων μας είναι και δική μας πατρίδα», όπως είπε ο δρ. Χαΐκ Ντεμογιάν, γενοκτολόγος, κεντρικός ομιλητής στο Σύνταγμα, αλλά ότι ποτέ η επίσκεψη στη Γη του Πόντου δεν θα είναι μια εκδρομή. Θα είναι μια επιστροφή στη μνήμη και μια διαρκής προσπάθεια να κατανοήσουν όσοι κωφεύουν ένθεν κακείθεν των συνόρων ότι στις αρχές του αιώνα, ένας ολόκληρος λαός ξεκληρίστηκε. Όπου όμως ξαναρίζωσε, πρόκοψε και θέριεψε χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη φύτρα του.
«Μπαμπά, πότε θα πάμε σον Πόντον;». Πάμε κάθε μέρα, αγόρι μου και σιγά σιγά θα παίρνουμε κι άλλους μαζί μας. Αυτό στο υπόσχομαι.
Συντακτική Ομάδα του Pontos-news
InfoGnomon
«Μπαμπά, πότε θα πάμε σον Πόντον;». Ο σχεδόν δύο ετών πιτσιρικάς, ντυμένος με μαύρο μπλουζάκι που έφερε το μονοκέφαλο αετό του Πόντου, καθισμένος αναπαυτικά στους ώμους του πατέρα του, ήταν αυτός που διατύπωσε με την αγνότητα των παιδικών του χρόνων την ερώτηση.
Στη γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας και ενώ όλος ο κόσμος που είχε πάει στο Σύνταγμα για τις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας παρατασσόταν για την πορεία προς την τουρκική πρεσβεία, ο μικρούλης περίμενε μια απάντηση που θα του συμπλήρωνε την εικόνα του. Γύρω του, χιλιάδες άνθρωποι με παραδοσιακές στολές, λάβαρα και πανό με συνθήματα που προφανώς δεν καταλάβαινε ακόμα και αν μπορούσε να διαβάσει. «Να γκρεμιστεί το μνημείο του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα». «Διεθνής αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων». Αλλά και μουσική παιγμένη από τον κεμεντζέ και τραγούδια που μπορούσε να νιώσει και να χτυπάει τα χεράκια του χαρούμενος. Κι ας είναι τραγούδια θρήνου για την πατρίδα.
Φαντάζομαι ότι παιχνιδιάρικα θα ψιθύριζε όταν του έκαναν με το δάχτυλο στο στόμα το σήμα της σιωπής –ενός λεπτού σιγή για τις 353.000 των θυμάτων, που για λίγες ώρες βρήκαν το σημείο μνήμης μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Στέφανα με τον αριθμό 353.000 σχηματισμένο από γαρύφαλλα και δυο Εύζωνες ντυμένοι με την ποντιακή φορεσιά, τιμητική φρουρά στους νεκρούς.
Απ’ άκρου εις άκρον της πλατείας, ένιωθες τη συγκίνηση των ανθρώπων στην έλευση των Ποντίων Ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς. Ένας παππούς με κάτασπρα μαλλιά, ευθυτενής και με καθαρό βλέμμα, ανέμιζε επί ώρες τη σημαία του Πόντου. Μια γυναίκα που φαινόταν ταλαιπωρημένη από κακουχίες είχε στα μάτια μια απροσδόκητη λάμψη και μετακινείτο όταν ένιωθε ότι έκλεινε τη θέα ζητώντας συγνώμη με βαριά γλώσσα που παρέπεμπε σε προέλευσή της από πρώην σοβιετική δημοκρατία. Μια ομάδα στιβαρών αγοριών με μπλουζάκια της ομάδας άρσης βαρών κουβέντιαζαν μισά ποντιακά, μισά ελληνικά και κάποια ρωσικά ενδιάμεσα. Ένα αγόρι καμιά 25αριά χρονών με μάτια γαλανά σαν της θάλασσας ρουφούσε λέξη -λέξη τις ομιλίες αναζητώντας ίσως εκείνο το κάτι που θα τον έκανε να πιστέψει ότι ο αγώνας των Ποντίων για τη διατήρηση της μνήμης και την επικράτηση της αλήθειας είναι αγώνας όλων. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας και Νήσων της ΠΟΕ, Γιώργος Βαρυθυμιάδης, δήλωνε με έμφαση ότι οι Πόντιοι «δίνουν το παρών, θυμούνται, διεκδικούν», θύμιζε όμως επίσης ότι τα τερτίπια στο όνομα της καλής γειτονίας είναι συνήθης πρακτική. «Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο φέρει μάλλον ρατσιστικά χαρακτηριστικά» είπε ο Βαρυθμιάδης αναφερόμενος στον ελιγμό της τελευταίας στιγμής, δια του οποίου επιχειρείται να μείνουν εκτός νόμου οι γενοκτονίες που έχουν αναγνωριστεί από την ελληνική βουλή, όπως αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού. Ή μήπως είναι λιγότερο σημαντικό και θλιβερό ότι στις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας, ουδέποτε πρωθυπουργός έχει καταθέσει στέφανο;
Πιο πέρα, μια παρέα αγοριών του γυμνασίου με φόρμες και παπούτσια με λυμένα τα κορδόνια δεν θα είχε δημιουργήσει ακόμα εικόνα της πολιτικής κατάστασης περί το ποντιακό. Δεν ξέρει τίποτα περισσότερο από όσα βλέπει και βιώνει στο οικογενειακό του περιβάλλον. Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει φροντίσει να ενσωματώσει τη διδασκαλία της ποντιακής ιστορίας και της ποντιακής διαλέκτου. Γι αυτό ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, που ρωτούν τους Πόντιους: «μα είστε Έλληνες;» Και άλλοι, συστημικοί και αυτοί, που έσπευσαν να «στολίσουν» τους Πόντιους με τον τόπο προέλευσής τους. Σα να μην ήταν Έλληνες. Ο «Ρωσοπόντιος» φρόντισαν να παραπέμπει σε ρακένδυτο ξενομερίτη, που επιπλέον καταχράται και τα λεφτά μας επιδοτούμενος για την εγκατάστασή του στην Ελλάδα.
Μια κοπελίτσα γύρω στα 20, με σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια, που είχε έρθει μόνη της για να τιμήσει την επέτειο, θα διαψεύσει όλους αυτούς. Είναι πιθανότατα ένα από τα παιδιά που θα μας κάνουν υπερήφανους αργότερα στη ζωή, με μια πορεία προκοπής και προσφοράς στην κοινωνία. Και τότε θα σπεύσουμε να την υιοθετήσουμε και να καμαρώνουμε που είναι Ελληνίδα! Όπως κάναμε με τόσους και με τόσους «ομογενείς».
Έως τότε, εκατοντάδες χιλιάδες συνέλληνες θα αγωνίζονται μόνοι τους, παληκαρίσια και λεβέντικα. Ο δε μπαμπάς του πιτσιρικά με τις δύσκολες ερωτήσεις θα προσπαθεί να του εξηγήσει ότι «ναι, η πατρίδα των προγόνων μας είναι και δική μας πατρίδα», όπως είπε ο δρ. Χαΐκ Ντεμογιάν, γενοκτολόγος, κεντρικός ομιλητής στο Σύνταγμα, αλλά ότι ποτέ η επίσκεψη στη Γη του Πόντου δεν θα είναι μια εκδρομή. Θα είναι μια επιστροφή στη μνήμη και μια διαρκής προσπάθεια να κατανοήσουν όσοι κωφεύουν ένθεν κακείθεν των συνόρων ότι στις αρχές του αιώνα, ένας ολόκληρος λαός ξεκληρίστηκε. Όπου όμως ξαναρίζωσε, πρόκοψε και θέριεψε χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη φύτρα του.
«Μπαμπά, πότε θα πάμε σον Πόντον;». Πάμε κάθε μέρα, αγόρι μου και σιγά σιγά θα παίρνουμε κι άλλους μαζί μας. Αυτό στο υπόσχομαι.
Συντακτική Ομάδα του Pontos-news
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Φοιτητής νεκρός σε συγκρούσεις στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πρώτα η ενέργεια, μετά το Κυπριακό
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ