2014-08-13 15:14:59
του Γιώργου Καραμπελιά
Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας.
Σε μια σειρά κειμένων θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε έναν προς έναν αυτούς τους παράγοντες, αρχίζοντας από τον γεωπολιτικό.
Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες.
Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται
. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει -εν μέρει τουλάχιστον- στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα. Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.
Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.
Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται
Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός
Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, στα πλαίσια της κυρίαρχης αντίθεσης μεταξύ σοσιαλιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης, καθώς και εξ αιτίας της ενίσχυσης του τουρκικού επεκτατισμού από τους Αμερικανούς, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί !
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, αυτό που χωρίστηκε στα 1923-1924, με την κατάργηση του καλιφάτου, επιχειρείται σήμερα να επανενωθεί. Οι μουσουλμανικές χώρες, και πρώτη απ’ όλες η Τουρκία, μεταβάλλονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε ισλαμικές. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.
Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, που αποτελούσε τον χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ, τους επέτρεψε να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν. Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δύση βρίσκονται στο ναδίρ, εξ αιτίας της οικονομικής επίθεσης των δυτικών τραπεζιτών ενάντια στη χώρα μας, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται -έστω εν μέρει- σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας εχθρικής ή οιονεί εχθρικής Ανατολικής Μεσογείου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία μας. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, στη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, να καταχωρισθούμε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, το οποίο όμως οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν αντίθετα, μπορεί να το προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να κατευνάσουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.
Ένα ιστορικό προηγούμενο
Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω -διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες- και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Ο φίλος Νίκος Μπινιάρης, στο βιβλίο του Το Κάλεσμα της Ερήμου, παραλληλίζει τη σημερινή εποχή με εκείνη του Βυζαντίου, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όταν οι δυνάμεις των Αράβων κατέλαβαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία και ανάγκασαν το Βυζάντιο να συμπτυχθεί στη Μικρά Ασία. Κατ’ αναλογίαν βλέπει, σήμερα, την αντίστοιχη αυτοκρατορία της Αμερικής να αντιμετωπίζει μια νέα έφοδο της ερήμου, δηλαδή του ισλάμ. Τότε, ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τη Συρία και την Παλαιστίνη στην τύχη τους και, σήμερα, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί με την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα μπορούσε άραγε μια ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση και τις ΗΠΑ να της επιτρέψει να αποφύγει τον κίνδυνο;
Ο συγγραφέας φαίνεται να το πιστεύει προς στιγμήν, αλλά ταυτόχρονα είναι μάλλον απαισιόδοξος για την έκβαση της σύγκρουσης. Όπως το 1453, η Δύση δεν έσπευσε να σώσει το Βυζάντιο, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφορήσει μάλλον για την τύχη της Ελλάδας, αν το αντίτιμο είναι ο εξευμενισμός της Τουρκίας και του ισλάμ. Εξ άλλου, τι άλλο ήταν το σχέδιο Ανάν; Δύο είναι οι σημαντικές διαφορές που περιπλέκουν εν μέρει το ζήτημα: η ύπαρξη του Ισραήλ, που όχι απλώς αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης μέσα στην Ανατολή αλλά ένα κομμάτι της συνδεδεμένο με τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων της Δύσης, και βέβαια, πάντα, η ύπαρξη του πετρελαίου.
Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, δηλαδή το δεσποτάτο του Μορέως, τη Μακεδονία την περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:
Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης .
Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο. Εκείνον της πολιτειακής Αναγέννησης του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι .Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και εν τέλει την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ο προσφορότερος.
Υπάρχει διέξοδος;
Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του ισλάμ, μετά την πρόκληση της Δύσης εναντίον του, που κρατάει ήδη σχεδόν εκατό χρόνια, όπως είχε συμβεί τότε με τους Σταυροφόρους. Αλλά και οι διαφορές στο εσωτερικό ιδεολογικό τοπίο είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» -σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου- το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία, μια και η Τουρκία ήταν, ή και είναι ακόμα, το αγαπημένο παιδί της Δύσης, όπως ακριβώς συνέβαινε για τα διακόσια χρόνια του «Ανατολικού Ζητήματος».
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης και παγκοσμιοποίησης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει στην υποχώρηση και της ορθόδοξης ταυτότητας. Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, στον τόπο μας, μόνο συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.
Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».
Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας -στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση- για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας.
http://ardin-rixi.gr/archives/106
Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας.
Σε μια σειρά κειμένων θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε έναν προς έναν αυτούς τους παράγοντες, αρχίζοντας από τον γεωπολιτικό.
Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες.
Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.
Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.
Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται
Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός
Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, στα πλαίσια της κυρίαρχης αντίθεσης μεταξύ σοσιαλιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης, καθώς και εξ αιτίας της ενίσχυσης του τουρκικού επεκτατισμού από τους Αμερικανούς, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί !
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, αυτό που χωρίστηκε στα 1923-1924, με την κατάργηση του καλιφάτου, επιχειρείται σήμερα να επανενωθεί. Οι μουσουλμανικές χώρες, και πρώτη απ’ όλες η Τουρκία, μεταβάλλονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε ισλαμικές. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.
Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, που αποτελούσε τον χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ, τους επέτρεψε να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν. Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δύση βρίσκονται στο ναδίρ, εξ αιτίας της οικονομικής επίθεσης των δυτικών τραπεζιτών ενάντια στη χώρα μας, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται -έστω εν μέρει- σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας εχθρικής ή οιονεί εχθρικής Ανατολικής Μεσογείου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία μας. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, στη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, να καταχωρισθούμε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, το οποίο όμως οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν αντίθετα, μπορεί να το προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να κατευνάσουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.
Ένα ιστορικό προηγούμενο
Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω -διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες- και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Ο φίλος Νίκος Μπινιάρης, στο βιβλίο του Το Κάλεσμα της Ερήμου, παραλληλίζει τη σημερινή εποχή με εκείνη του Βυζαντίου, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όταν οι δυνάμεις των Αράβων κατέλαβαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία και ανάγκασαν το Βυζάντιο να συμπτυχθεί στη Μικρά Ασία. Κατ’ αναλογίαν βλέπει, σήμερα, την αντίστοιχη αυτοκρατορία της Αμερικής να αντιμετωπίζει μια νέα έφοδο της ερήμου, δηλαδή του ισλάμ. Τότε, ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τη Συρία και την Παλαιστίνη στην τύχη τους και, σήμερα, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί με την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα μπορούσε άραγε μια ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση και τις ΗΠΑ να της επιτρέψει να αποφύγει τον κίνδυνο;
Ο συγγραφέας φαίνεται να το πιστεύει προς στιγμήν, αλλά ταυτόχρονα είναι μάλλον απαισιόδοξος για την έκβαση της σύγκρουσης. Όπως το 1453, η Δύση δεν έσπευσε να σώσει το Βυζάντιο, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφορήσει μάλλον για την τύχη της Ελλάδας, αν το αντίτιμο είναι ο εξευμενισμός της Τουρκίας και του ισλάμ. Εξ άλλου, τι άλλο ήταν το σχέδιο Ανάν; Δύο είναι οι σημαντικές διαφορές που περιπλέκουν εν μέρει το ζήτημα: η ύπαρξη του Ισραήλ, που όχι απλώς αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης μέσα στην Ανατολή αλλά ένα κομμάτι της συνδεδεμένο με τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων της Δύσης, και βέβαια, πάντα, η ύπαρξη του πετρελαίου.
Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, δηλαδή το δεσποτάτο του Μορέως, τη Μακεδονία την περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:
Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης .
Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο. Εκείνον της πολιτειακής Αναγέννησης του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι .Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και εν τέλει την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ο προσφορότερος.
Υπάρχει διέξοδος;
Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του ισλάμ, μετά την πρόκληση της Δύσης εναντίον του, που κρατάει ήδη σχεδόν εκατό χρόνια, όπως είχε συμβεί τότε με τους Σταυροφόρους. Αλλά και οι διαφορές στο εσωτερικό ιδεολογικό τοπίο είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» -σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου- το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία, μια και η Τουρκία ήταν, ή και είναι ακόμα, το αγαπημένο παιδί της Δύσης, όπως ακριβώς συνέβαινε για τα διακόσια χρόνια του «Ανατολικού Ζητήματος».
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης και παγκοσμιοποίησης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει στην υποχώρηση και της ορθόδοξης ταυτότητας. Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, στον τόπο μας, μόνο συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.
Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».
Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας -στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση- για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας.
http://ardin-rixi.gr/archives/106
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Υπεγράφη η σύμβαση για την ανακαίνιση του 47ου Νηπιαγωγείου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ